Ο Στέλιος Καζαντζίδης
γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1931 στη Νέα Ιωνία, στην οδό Αλαείας 33. Ο
πατέρας του ήταν ποντιακής καταγωγής και η μητέρα του προσφυγοπούλα από τα μέρη
της Τουρκίας. Από αυτήν και την γιαγιά του άκουγε σαν παιδί όλα τα λαϊκά τραγούδια
που έφεραν οι πρόσφυγες. Η γιαγιά του, του έλεγε τραγούδια και τον νανούριζε
από μωρό. Όπως λέει ο ίδιος, νομίζει ότι από αυτήν πήρε τις τεχνικές, τις
αναπνοές, το κλάμα στην φωνή. Ως την στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος
Στέλιος Χρυσίνης και του δίδαξε τα λαϊκά.
Λίγο μετά τη γερμανική
κατοχή, ο πατέρας του αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Μπέλλες και αργότερα στο
Κιλκίς. Λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων αλλά και της δράσης του την περίοδο
της κατοχής, η οικογένεια υπέστη άγριο κυνηγητό ενώ μετά από πολλές
περιπλανήσεις επέστρεψε το 1945 στη Ν. Ιωνία. Ο Στέλιος Καζαντζίδης βγήκε στο
μεροκάματο από 14 ετών. Η υγεία του πατέρα του είχε κλονιστεί και έπρεπε να
αγωνιστεί σκληρά για να ζήσει τη μητέρα και τον μικρό του αδελφό, Στάθη. Έκανε
διάφορα επαγγέλματα. Εργάσθηκε στο υφαντουργείο "Έσπερος", σε
οικοδομές και εργοστάσια.
Το εισιτήριο για το
πάνθεον του λαϊκού τραγουδιού ήταν η κιθάρα που του χάρισε κάποια μέρα το
αφεντικό του στον Εσπερο, ένα εργοστάσιο στον Περισσό. «Πάρ' την, είναι δώρο δικό
μου. Να την έχεις, να παίζεις, να μάθεις να τραγουδάς μαζί της. Να τραγουδάς κι
εδώ, στη δουλειά. Να τραγουδάς όσο μπορείς. Να τραγουδάς παιδί μου πάντα. Ποτέ
να μη σταματήσεις. Εγώ σ' άκουσα πολλές φορές και ξέρω τι αξίζεις. Αντε πήγαινε
στο καλό». Κι ενώ το μυαλό του πήγε κατευθείαν στην απόλυση, όταν έμαθε πως
ζήτησε να τον δει ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου, η χειρονομία, αλλά κυρίως τα
λόγια του τελευταίου αποδείχτηκαν, το λιγότερο, προφητικά. Η κιθάρα αυτή,
σήμανε το τέλος της βιοπάλης και την απαρχή ενός καινούργιου, εξίσου άγριου,
αλλά και ύποπτου, κόσμου.
Ο Μάνθος Βενέτης,
μηχανικός αεροπλάνων που δούλευε στην αεροπορική βάση Φαλήρου, περνούσε τυχαία
έξω από το σπίτι του Στέλιου Καζαντζίδη- μόλις είχε γυρίσει από την δουλειά και
κλεισμένος στο δωμάτιό του, σιγοτραγουδούσε γρατζουνώντας την κιθάρα του, ενώ η
μητέρα του υποδεχόταν τον απρόσμενο επισκέπτη: «Ο γιος σας κυρία μου έχει μια
φωνή που δεν πρέπει να υπάρχει άλλη όμοιά της στον κόσμο! Φωνάξτε τον, σας
παρακαλώ, να τον γνωρίσω». Εκείνο τον καιρό, ο Μάνθος Βενέτης, για να
συμπληρώσει το εισόδημά του, έπαιζε μπουζούκι τα Σαββατοκύριακα σε διάφορες
ταβέρνες. Πρότεινε λοιπόν στον δεκαεννιάχρονο πια Στέλιο, να συνεργαστούν κι
έτσι το βάπτισμα του πυρός έγινε στην ταβέρνα του Τηλέμαχου.
Σύντομα το συγκρότημα
αλλάζει στέκι και μεταφέρεται στο υπόγειο του Βουτσά στην Καλογρέζα, με
υψηλότερο μεροκάματο. Αλλά κι εκεί δεν έμειναν για πολύ. Η φήμη τους ταξίδευε
πλέον πολύ γρήγορα κι έτσι βρέθηκαν σ' ένα μαγαζί στην Κηφισιά, μ' ένα
καινούργιο μέλος στην παρέα, τον τυφλό Στελιο Χρυσίνη, συνθέτη και μαέστρου
τότε της Columbia. Είναι ο άνθρωπος που δίδαξε στον Στέλιο τα πάντα γύρω από
την τέχνη του τραγουδιού. Από την Φωλιά της Κηφισιάς, το συγκρότημα Βενέτη,
Χρυσίνη, Καζαντζίδη, επιστρέφει στο Ακρωτήρι της Νέας Ιωνίας κι από κει στο
Γαλάτσι, όπου καταφθάνουν πλέον, για να ακούσουν την καινούργια καθαρή λαϊκή
φωνή, άνθρωποι απ' όλες τις γειτονιές της Αθήνας.
Είναι κοντά στα
είκοσι, ο Στέλιος, όταν νιώθει το άστρο του να δυναμώνει. Στο Ακρωτήρι συχνάζει
και ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, που εκείνη την εποχή υπηρετούσε την θητεία του στο
ναυτικό. Η φιλία τους θα κρατήσει πολλά χρόνια, ως τη δολοφονία του «ναύτη»,
από το καθεστώς των συνταγματαρχών. Μετά το Γαλάτσι, ακολουθεί η Νέα
Φιλαδέλφεια. Στο κέντρο Θείος ο Στέλιος εμφανίζεται μαζί με το διάσημο τότε
συγκρότημα του Γεράσιμου Κλουβάτου. Τ' όνομά του συζητιέται παντού. Η απόσταση
από την δόξα ολοένα και μικραίνει. Και οι προσφορές για καλύτερο μεροκάματο
είναι φυσικά αναμενόμενες. Κάπως έτσι βρίσκεται στη περίφημη Χαβάη του Νέου
Ηρακλείου. Η επαγγελματική, λοιπόν, σχέση του με το τραγούδι ξεκινάει το 1950-
51. Τον Ιούνιο του 1952 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο, απογοητεύεται όμως
γρήγορα από την απήχησή του. Ηταν το κομμάτι του Απόστολου Καλδάρα, Για μπάνιο
πάω κι αν θέλεις έλα. «Ούτε άρεσε, ούτε πουλήθηκαν δίσκοι. Ο καιρός περνούσε, ο
δίσκος δεν πουλιότανε. Πέρασα τη μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής μου».
Με το δεύτερό του όμως
δισκάκι και το τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου, Οι Βαλίτσες, αρχίζει να
χτίζεται ο θρύλος. «Τα έξι πρώτα τραγούδια που τραγούδησε ο Καζαντζίδης είναι
δικά μου. Μα οι Βαλίτσες έχουν μια ιστορία. Έπαιζα τότε το 1949 με 1950, στην
Τριάνα του Χειλά» θυμάται ο Γιάννης Παπαϊωάννου. «Κάποιος από την κομπανία είχε
προηγούμενα με τον Χειλά. Δεν τα πήγαινε καλά. Ενα βράδυ πριν αρχίσει η δουλειά
παρεξηγηθήκανε. Όλο το βράδυ που παίζαμε στο πάλκο, έλεγε αυτός ότι, «θα πάρω
τις βαλίτσες και θα φύγω από το μαγαζί». Το είπε πενήντα φορές μέχρι να
σκολάσουμε. Μου μπήκε μια ιδέα για τις βαλίτσες που έλεγε αυτός. Έγραψα μόνο
μια λέξη. Έγραψα στο πακέτο με τα τσιγάρα «Βαλίτσες». Το έδωσα στον στιχουργό
Μάνεση και το' φτιαξε. Άλλο θέμα. Από τις βαλίτσες ξεκίνησε αυτό το τραγούδι
και μ' αυτό ήταν τυχερό να ξεκινήσει και ο Καζαντζίδης». Τα τραγούδια του
γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία κι όπου κι αν εμφανίζεται δημιουργείται το
αδιαχώρητο: Θείος, Μπερτζελέτος, Ζέφυρος, Ροσινιόλ.
ο Καζαντζίδης με την Μαρινέλα |
Την τριετία 1953-1956,
τον συνοδεύουν στους δίσκους και στα κέντρα, η Ρένα Στάμου, η Βιολέτα, η Μαίρη
Γρίλλη και η Καίτη Γκρέυ. Η τελευταία, παρά τις πρόσφατες τηλεοπτικές υστερίες
που προκάλεσε το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού με τις περίφημες ηχογραφημένες
συνομιλίες της Θάσου, έχει σίγουρα κρατήσει άσβεστες τις μνήμες από την εποχή
του μεγάλου τους έρωτα. Ενας δίσκος της μάλιστα, από την τελευταία κι όχι
ιδιαίτερα επιτυχημένη φάση της καριέρας της, τιτλοφορείται: «Οταν ακούω
Καζαντζίδη». Ο αρραβώνας τους με την Καίτη Γκρέυ (είχαν γνωριστεί στο μαγαζί
του Κλουβάτου κι ο έρωτας ήταν ακαριαίος), διαλύθηκε το 1956, μόλις είχαν
ηχογραφήσει το προφητικό για τη σχέση τους κομμάτι του Μανώλη Χιώτη, «Απόψε
φίλα με». Το άστρο του όμως έχει αρχίσει να κινείται με ταχύτητα φωτός, οι
επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη: Βύθισέ μου το μαχαίρι (Κλουβάτου), Επεσα
έξω (Μητσάκη), Εχτές αργά το δειλινό (Παπαϊωάννου). «Τα τραγούδια τότε ήταν
αληθινές ιστορίες των ανθρώπων, γιατί οι στιχουργοί γράφανε με βάση την
καθημερινότητα, τα προβλήματα του τόπου, ενώ τώρα δεν ξέρω με ποια κριτήρια
γράφονται τα σημερινά τραγούδια, γι' αυτό και δε μένουν». (Οκτώβριος 1992, στην
εκπομπή του Πάνου Γεραμάνη, Λαϊκοί Βάρδοι- ΕΡΑ 2)
Το 1957 γνωρίζει στη
Θεσσαλονίκη τη Μαρινέλλα και γίνονται καλλιτεχνικό ζευγάρι. Γνωρίζουν τεράστια
απήχηση από τις πρώτες κιόλας ηχογραφήσεις τους
("Η πρώτη σου
αγάπη είμαι εγώ" και "Νίτσα, Ελενίτσα" του Γιώργου Μητσάκη) και
καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Μαζί μεγαλούργησαν καλλιτεχνικά στη
δισκογραφία και σε διάφορες ζωντανές εμφανίσεις.
Το 1961 συμμετέχει
στις μουσικές θεατρικές παραστάσεις των Μάνου Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη
ερμηνεύοντας ζωντανά - και αργότερα σε δίσκους- τα τραγούδια τους. Τον
Ιανουάριο του 1964, ο Καζαντζίδης αφήνει την Κολούμπια και πηγαίνει στις
εταιρίες του Μίνου Μάτσα "Odeon-Parlophone". Τον Ιούλιο της ίδιας
χρονιάς παντρεύεται την Μαρινέλλα. Ηχογραφούν την "Καταχνιά", σε
μουσική Χρήστου Λεοντή και στίχους Κώστα Βίρβου.
Καζαντζίδης, Μαρινέλα, Κούρκουλος |
Το 1965 εμφανίζεται
για τελευταία φορά σε λαϊκό μαγαζί, στο "Φαληρικόν" του Μαργωμένου
στην οδό Ηπείρου, εγκαταλείποντας ουσιαστικά το πάλκο, σε ηλικία μόλις 34 ετών.
Το 1966 χωρίζει με την Μαρινέλλα και την επόμενη χρονιά πραγματοποιούν τις
τελευταίες ηχογραφήσεις τους στην εταιρεία Philips ("Μη μου λέτε γι'
αυτήν", "Απόψε σ' έχω στην αγκαλιά μου", "Η καρδιά της
μάνας" κ.λ.π.). Το 1968 δίνει την ευκαιρία στο Χρήστο Νικολόπουλο να περάσει
στη δισκογραφία ερμηνεύοντας το πρώτο τραγούδι "Νυχτερίδες κι
αράχνες", σε στίχο Κώστα Βίρβου, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Το 1971
κυκλοφορεί ο δίσκος 33 στροφών, "Καζαντζίδης Νο3", που δίνει τη
δυνατότητα στο νεαρότερο κοινό να γνωρίσει τις κλασικές ερμηνείες του, στα τέλη
του '50 και στις αρχές του '60. Το 1973 ηχογραφεί έξι δημιουργίες του Άκη Πάνου
("Η ζωή μου όλη", "Το θολωμένο μου μυαλό",
"Μίσος", "Οι μισοί καλοί", "Αντε να περάσει η
μέρα", "Τα όνειρα που χτίζονται"). Το 1974 ηχογραφεί το άλμπουμ
"Στην Ανατολή" σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Την επόμενη χρονιά όλη η
Ελλάδα τραγουδά το "Υπάρχω", σε στίχους Πυθαγόρα.
Μαζί με τους μόνιμους
συνεργάτες του, Χρήστο Νικολόπουλο και Πυθαγόρα, δημιουργούν το Υπάρχω. Και τα
12 τραγούδια του δίσκου έγιναν επιτυχίες- Υπάρχω, Κάτω απ' το πουκάμισό μου, Οι
αισθηματίες. Εκείνο το σαββατόβραδο του 1975, ολόκληρη η Ελλάδα ήταν καθηλωμένη
μπροστά στην τηλεόραση, για να παρακολουθήσει τους δημιουργούς του δίσκου να
μιλούν για τη συνεργασία τους. Ο Καζαντζίδης είχε κλείσει μια δεκαετία αποχής
από τα νυχτερινά μαγαζιά κι ο κόσμος διψούσε για το τραγούδι και την παρουσία
του. Η απήχηση του Υπάρχω ήταν συγκλονιστική λες κι επρόκειτο για μια
καινούργια λαϊκή επανάσταση. Έγινε σύνθημα, αφορμή για να ονομαστούν μαγαζιά,
ταβέρνες, καφετερίες, έγινε φίρμα σε εταιρεία παραγωγής αλκοολούχων, έγινε ροκ
διασκευή, δημιούργησε ένα μύθο μοναδικό κι αξεπέραστο. Ίσως γιατί αποτελεί και
την τελευταία δισκογραφική παρουσία του Καζαντζίδη στη δεκαετία του 70.
Θα επιστρέψει στο
στούντιο το 1987, δώδεκα χρόνια μετά για να ηχογραφήσει ένα τελευταίο άλμπουμ
στη ΜΙΝΟΣ. Ελεύθερος πια από τη συγκεκριμένη εταιρεία ηχογραφεί το δίσκο ο
"Δρόμος της επιστροφής" , ο οποίος πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα.
Από τότε, σε αραιά διαστήματα, μας χαρίζει δείγματα από το σπάνιο ταλέντο του μέσα
από δίσκους που γίνονται χρυσοί από τη πρώτη κιόλας μέρα της κυκλοφορίας τους
στα δισκοπωλεία ("Βραδιάζει", "Βιώματα",
"Αφιέρωμα", "Τραγουδώ", "Ερχονται χρόνια δύσκολα"
κ.α.). Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν η ζωντανή ηχογράφηση "Ενα γλέντι με τον
Στελλάρα" και οι πετυχημένες συμμετοχές του σε 4 δίσκους με Ποντιακά
τραγούδια. Μοναδικές, επίσης, στιγμές η ερμηνεία του στο τραγούδι "Πέτρινα
χρόνια" του Σταμάτη Σπανουδάκη, η συμμετοχή του στη σύνθεση του Αντώνη
Βαρδή "Στην Ελλάς του 2000", με τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα και τον
Αντώνη Βαρδή, και η επανεκτέλεση παλιών τραγουδιών των Τσιτσάνη, Τζουανάκου,
Μητσάκη, Παπαιωάννου κ.α.
Με τον Γ. Ρίτσο και τον Χαλκιά |
Οι επιτυχίες του
αμέτρητες : «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Η πρώτη αγάπη», «Η κοινωνία με
κατακρίνει», «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Απόκληρος της κοινωνίας», «Είσαι η
ζωή μου», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Καρδιά
πληγωμένη» κ.ά. Μέσα σε μία χρονιά, το 1959, το δισκάκι 45 στροφών με τη
«Μαντουμπάλα» στη μια πλευρά και το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», στην άλλη, πούλησε
96 χιλιάδες αντίτυπα, σπάζοντας το ρεκόρ των 45.000 που είχε ως τότε το
«Γαρίφαλο στ' αυτί» των Χατζιδάκι - Σακελλάριου. Οι πωλήσεις, μάλιστα,
παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο για ακόμα 7 - 8 χρόνια. Απόλυτος κυρίαρχος στο
λαϊκό τραγούδι μέχρι το '65, ο Στ. Καζαντζίδης ερμηνεύει τραγούδια με θέμα
κοινωνικό, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονταν στη μάστιγα της
μετανάστευσης. Τραγουδά τους καημούς, τις πίκρες, τις αδικίες του κόσμου και
αγγίζει τις καρδιές αυτών με τα «Μουτζουρωμένα χέρια», όσων μοχθούν για το
μεροκάματο, αυτών που «γεύονται» «Το ψωμί της ξενιτιάς», «Στον Καναδά, στη
Βραζιλία», ή στου «Βελγίου τις στοές». Τραγουδά για τα παλικάρια στις
«Φάμπρικες», για τις φτωχογειτονιές, για τον έρωτα, για το χωρισμό, το άδικο...
Με τους Θεοδωράκη, Τσιτσάνη και Χιώτη |
Παράλληλα με τον καημό
της ξενιτιάς και τα άλλα κοινωνικά του τραγούδια, δε συμμετέχει στο «τοπίο» του
εξωτισμού - οι ινδικές ταινίες εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν - και ακολουθώντας
το παράδειγμα του Μανώλη Αγγελόπουλου, τραγουδά τις εξωτικές γυναίκες με τα
παράξενα ονόματα Μαντουμπάλα, Ζιγκουάλα, Μανώλια. Σταθμοί στην πορεία του Στ.
Καζαντζίδη υπήρξαν οι συνεργασίες τους με τους «έντεχνους» δημιουργούς.
Μοναδικές είναι οι ερμηνείες τους στην «Καταχνιά» του Χρήστου Λεοντή (σε
στίχους Κώστα Βίρβου). Ανάλογες και στην «Πολιτεία» του Μ. Θεοδωράκη, με τα
αθάνατα τραγούδια «Βράχο βράχο», «Καημός», «Παράπονο», «Μετανάστης»,
«Σαββατόβραδο», «Εχω μια αγάπη», καθώς και στις συνθέσεις του Μ. Χατζιδάκι
«Αθήνα», «Κυρ - Αντώνης», «Κουρασμένο παλικάρι», «Το πέλαγο είναι βαθύ». Το
1962, για τις ανάγκες της παράστασης «Όμορφη πόλη» του Μ. Θεοδωράκη, σε κείμενα
Μποστ, στο Θέατρο «Παρκ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, έσμιξαν για πρώτη και
τελευταία φορά στο ίδιο μικρόφωνο οι φωνές του Στ. Καζαντζίδη και του Γρηγόρη
Μπιθικώτση. Το 1974 ηχογράφησε το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Στην Ανατολή», ένας
δίσκος σημαντικός, που όμως θάφτηκε κυριολεκτικά από το μάρκετινγκ. Ξεχωριστό
επίσης ήταν το τραγούδι «Δε θα ξαναγαπήσω» των Μάνου Λοΐζου - Λευτέρη
Παπαδόπουλου, που ερμήνευσε απαράμιλλα.
Ξαναπαντρεύτηκε τον
Απρίλιο του 1982 την Βάσω Κολοβού-Κατσαβού κι έζησε μαζί της ως το τέλος, στο
σπίτι τους, στον Αγιο Κωνσταντίνο, με τις άλλες μεγάλες του αγάπες, την θάλασσα
και το ψάρεμα: «Σε πολύ σκληρές ώρες το ψάρεμα μου γαλήνευε την ψυχή,
περισσότερο απ' το τραγούδι. Για πρώτη φορά ψάρεψα στο Μακρονήσι. Οταν ήμουν
κρατούμενος. Κάποιες στιγμές ξέφευγα. Στράβωνα καρφίτσες και τις έκανα πρόχειρο
αγκίστρι. Ένωνα δυο τρεις τρίχες από ουρά αλόγου και τις χρησιμοποιούσα για
πετονιά. Έτσι άρχισα να ψαρεύω. Κι όταν έπιανα κάμποσα ψάρια, τα λυπόμουν και
τα ξαναπετούσα στην θάλασσα». Αδυναμία όμως είχε και στην μητέρα του Γεσθημανή,
η οποία είχε σαν τελευταία επιθυμία της να βάλει ο Στέλιος την φωτογραφία της
στο δίσκο του . Η επιθυμία της εκπληρώθηκε και ο δίσκος "Ελεύθερος"
αφιερώθηκε σε εκείνη.
Στις 14 Σεπτεμβρίου
2001 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών, νικημένος από την επάρατη νόσο.
Είμαι άνθρωπος του απλού λαού και με συγκινεί πολύ ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης. Τέτοια φωνή σπάνια θα ξαναπεράσει από το Ελληνικό τραγούδι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑισθάνομαι, ότι πρέπει να αφιερώσω τη σημερινή ανάρτηση του Περί Τέχνης ο Λόγος, στα ξενητεμένα μας αδέλφια όπου γης, όσοι επισκέπτονται το μπλογκ.
Σε Αμερική, σε Καναδά, σε Αυστραλία, σε Γερμανία και στους θαλασσινούς μας, που οργώνουν ωκεανούς και θάλασσες.
Να είστε πάντα καλά και να μην ξεχνάτε, πως μας ενώνουν τα αόρατα νήματα της καρδιάς!