Τόσο η θρησκεία όσο
και η τέχνη, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως στατικές και αμετάβλητες
έννοιες. Το αμετάβλητο ισχύει μόνο ως προς τη διαχρονικότητα της ιδέας τους κι
όχι σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή τους. Γιατί κάθε νέο βήμα στην
ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος και της αισθητικής αντίληψης, ανανεώνει
κάθε φορά και το πνευματικό τους περιεχόμενο και κάθε αλλαγή του περιεχομένου
προκαλεί κατ΄ανάγκη και την αλλαγή
της μορφής.
Το θρησκευτικό συναίσθημα και η τέχνη μετά την εμφάνισή τους
ακολούθησαν παράλληλες πορείες εξέλιξης. Έτσι σε κάθε βήμα της αυτοσυνειδησίας
του, ο άνθρωπος συνελάμβανε μια νέα θρησκευτική αντίληψη (περιεχόμενο) ανώτερης
μορφής και εξέφραζε μια ανάλογη προς αυτό καλλιτεχνική μορφή. Η συνακολουθία
αυτή, συνδέει άμεσα την θρησκεία και την τέχνη με την ανάπτυξη της διαισθητικής
συνείδησης, στο χώρο της οποίας και ανήκουν.
Αρκεί να συγκρίνει
κανείς το ύφος και το περιεχόμενο της προϊστορικής, μαγικής αντίληψης, με
εκείνο μιας σύγχρονης, όπως είναι η χριστιανική, για να δει την τεράστια
απόσταση που χωρίζει τις δύο αντιλήψεις του θείου. Η διαφορά αυτή θα
επιβεβαιωθεί με αναμφισβήτητο τρόπο, αν συγκρίνει και τα έργα της θρησκευτικής
τους τέχνης, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο. Παρόλα αυτά, ο πυρήνας του
περιεχομένου τους, αλλά και όλων των άλλων θρησκειών, παραμένει ο ίδιος στα
βασικά του χαρακτηριστικά. Εξελίσσεται, αλλάζοντας μόνο τις εσωτερικές του
αναγκαιότητες και τις συμβολικές εξωτερικές του μορφές, που καθορίζονται από
τις συνθήκες της κάθε εποχής. Και αυτό χωρίς να μετατοπίζεται από το αρχικό
σημείο με το οποίο συνδέεται, δηλαδή την πίστη στην ύπαρξη μιας αντικειμενικής
δύναμης, αδιάφορο αν αντιστοιχεί σε ένα θεό, η σε πολλούς, σε ορατούς ή σε
αόρατους, φυσικούς ή υπερβατικούς, ζωόμορφους ή ανθρωπόμορφους, και το οποίο ως
αρχή μεταφέρεται δια μέσω όλων των σημείων πάνω στην ίδια γραμμή της εξέλιξης.
Έτσι, η μαγική θρησκευτική συνείδηση θα πρέπει να θεωρείται η πρόγονος όλων των
μεταγενέστερων θρησκειών.
Ο άνθρωπος ζούσε ως
ένα αγελαίο ζώο, μέχρι που η συγκρότηση της ανθρώπινης προσωπικότητας
εμφανίστηκε ως συνέπεια της απόκτησης της θρησκευτικής συνείδησης. Αναπτύχθηκε
μέσα από αυτήν ως κοινωνικό ον, καθώς η φυσική ζωϊκότητα και οι ενστικτώδεις
εκδηλώσεις της, άρχισαν να περιορίζονται υπό την επίδραση της νέας σχέσης του
με την θεία δύναμη. Αυτή θεωρώ πως είναι η αρχή που αφορά την εξέλιξη του
ανθρώπινου πολιτισμού, αν και πολλά μπορούν να ειπωθούν για τα αρνητικά σημεία
αυτού του περιορισμού που επέφερε η θρησκευτική συνείδηση. Όμως ο άνθρωπος
χάρισε ένα μέρος της ελευθερίας του για να «δημιουργήσει» ένα θεό στον οποίο θα
μπορούσε να ακουμπήσει το φορτίο της ζωής του και να εμπιστευθεί το αβέβαιο
μέλλον του. Μάλιστα, ο τρόπος με τον οποίο συνέβη να εξελιχθούν τα πράγματα,
είναι πραγματικά αδιάφορος από την αντικειμενική ύπαρξη ή την ανυπαρξία της
δύναμης αυτής. Γιατί το ουσιαστικό για την ιστορία, είναι, ότι είτε έτσι, είτε
αλλιώς, αποτέλεσε την πραγματική βάση ενός οργανωμένου τρόπου ζωής και σκέψης.
Υπό μια έννοια, τότε τέθηκε η πρώτη πέτρα του ρασιοναλισμού, καθώς η εμφάνιση
του θεού, ήταν η πρώτη απάντηση στο ερώτημα «πώς». Από εκεί και πέρα ο
ανθρώπινος νους βασίστηκε, σαν πάνω σε ένα οδηγό, στη θρησκευτική συνείδηση,
προσαρμόστηκε σε αυτήν και άρχισε να κτίζει με νέα υλικά το πνευματικό και
κοινωνικό του οικοδόμημα. Τα διάφορα ταμπού οριοθέτησαν τη ζωή του και άρχισε
να ζει σύμφωνα με τον τρόπο που απαιτούσε η ανώτερη δύναμη ώστε να είναι
ευνοϊκή απέναντί του και να μην εκτεθεί στην αρνητική πλευρά της. Τα πράγματα
και τα φαινόμενα του πολυδιάστατου κόσμου, βρήκαν ένα συνδετικό νόημα μεταξύ
τους και άρχισαν να μπαίνουν σε κάποια τάξη, σε μια ιεράρχηση, που στην κορυφή
της βρισκόταν το θείο.
Οι αλλαγές αυτές
φανερώνουν μια διάκριση του υποκειμένου από το αντικείμενο, και του εγώ από τον
κόσμο. Ο άνθρωπος απέκτησε έτσι δυο σημεία αναφοράς, τον εαυτό του και το θείο-κατ΄επέκταση την ίδια τη φύση. Αυτά
στο εξής αποτέλεσαν τους δυο βασικούς πόλους γύρω από τους οποίους κάθε τι
συγκρινόμενο έβρισκε τη θέση του. Ως αποτέλεσμα της σύγκρισης άρχισε να αναπτύσσεται
η κρίση, που συνίσταται από τον λογικό συσχετισμό αιτίας και αποτελέσματος,
μορφών και πνευματικών νοημάτων, αξιών και καταστάσεων. Αυτό οδήγησε τελικά
στην καλύτερη διαχείριση και τον έλεγχο των συναισθημάτων και συνεπώς στην
ακριβέστερη έκφρασή τους. Η ψυχοπνευματική συγκρότηση, που είναι η βασική
προϋπόθεση για τη συνειδητή έκφραση συναισθημάτων και οπτικών εντυπώσεων, είχε
πλέον τεθεί. Ο θάνατος και η γέννηση που υπήρξαν βασικές αιτίες της
θρησκευτικής ενατένισης, όπως και η ονειροπόληση, ζητούσαν να εκφραστούν κάτω
από την πίεση έντονων συναισθημάτων. Αυτό που έμενε ήταν να βρεθεί το μέσο και
ήταν ο καιρός να κάνει η τέχνη την εμφάνισή της. Η τέχνη δημιουργήθηκε για να
υπηρετήσει αυτή την ανάγκη της αναπαράστασης και της αισθητικής μεταβίβασης των
μαγικών συμβόλων και των εικόνων. Στην αρχή ο άνθρωπος άρχισε να εκφράζει με
απλές πράξεις το θρησκευτικό του συναίσθημα, και αργότερα με πιο σύνθετο
σύστημα πράξεων, με ένα τελετουργικό, που αναπαριστά πάντα ένα αρχικό πρότυπο
δρώμενο.
Η τέχνη αντανακλά
αναμφισβήτητα την ψυχική συγκρότηση του δημιουργού της. Το έργο τέχνης ενός
διαταραγμένου ψυχικά και συναισθηματικά ανθρώπου παρουσιάζει μιαν ανάλογη
εικόνα στην έκφρασή του. Το έργο ενός παιδιού με την όχι πλήρως αναπτυγμένη
συγκρότηση, παρουσιάζει αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της απλότητας και του
αυθορμητισμού. Το ίδιο συμβαίνει και με τα προϊστορικά έργα τέχνης που είναι
δημιουργίες ανάλογες της συγκρότησης και της πνευματικότητας που συντελούνταν
την ίδια εποχή.
Ο άνθρωπος δεν άρχισε
να ξεφεύγει από τον κόσμο των ζώων, μόνο εξαιτίας της κατασκευής των εργαλείων,
που απαιτούσαν έναν ελάχιστο βαθμό διανοητικής ικανότητας συνδυασμένης με την
εμπειρία. Αυτό συνέβη κυρίως με την είσοδο στο στάδιο της αυτοσυνειδησίας, όταν
η διαισθητική του αντίληψη έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να αρχίσει να
αντιλαμβάνεται την ύπαρξη, ή την αφηρημένη ιδέα ενός Θεού, κάτι που δε μπορούσε
να νιώσει πρωτύτερα. Η ταφή των νεκρών δείχνει το υψηλό πνευματικό περιεχόμενο,
που περικλείει η θρησκευτική συνείδηση και το οποίο συγκίνησε την ανθρώπινη
ψυχή, δίνοντάς της ένα νόημα και έναν σκοπό. Αλλά ταυτόχρονα δείχνει και τις
μεγάλες απαιτήσεις που προϋπόθετε η συγκρότηση της ψυχοπνευματικής του
προσωπικότητας, καθώς άφηνε πίσω του το ενστικτώδες πρώτο στάδιο της Απλής
Συνείδησης για να περάσει προς τη λογική και το στάδιο της Αυτοσυνειδησίας.
Η ισοτιμία του
πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, δεν υπήρχε στην πραγματικότητα με τον τρόπο
που αντιλαμβανόμαστε σήμερα την ισοτιμία. Αντίθετα, μάλιστα, η ανισότητα που
εκφράζει η φύση σε όλη την ποικιλία των όντων, των μορφών και των εκδηλώσεων
της, ήταν παρούσα και στη ζωή του πρωτόγονου, όπως είναι και στα ζώα, όπου η
ιεράρχηση των μελών μιας φυλής βασιζόταν και τότε στην ατομική διαφορά του κάθε
μέλους της, στη δύναμη του ισχυρότερου, του εξυπνότερου, του ικανότερου κ.λ.π.,
που συνηθέστερα ήταν ο μάγος. Η θρησκευτική συνείδηση γεννήθηκε για πρώτη φορά
μέσα στην καρδιά του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, η ισοτιμία του οποίου
αναγνωρίζεται ως κοινωνικό αρχέτυπο του υλισμού, καθώς δεν υπήρχε ακόμη η
ταξική κοινωνία, που θα μπορούσε να χρησιμοποιεί την θρησκευτική συνείδηση ως
μοχλό για την επιβολή της. Αυτό όμως συνέβη αργότερα, γεγονός που μας δείχνει
πως η θρησκεία μπορεί να χρησιμοποιήθηκε, αλλά δεν γεννήθηκε αρχικά για αυτό το
σκοπό.
Αν η τέχνη ήταν
αποκλειστικά συνέπεια του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, της ομαδικής
εργασίας και της κοινωνικότητας, τότε και οι πίθηκοι θα έπρεπε να είχαν τέχνη.
Το γεγονός ότι οι πίθηκοι και άλλα ζώα χρησιμοποιούν στοιχειωδώς εργαλεία και
μέσα, έχουν κοινωνικότητα και μεθόδους συνεργασίας για την εξεύρεση της τροφής
τους, δεν εξηγεί το γιατί στην περίπτωση του ανθρώπου, αυτό οδήγησε στην
δημιουργία θρησκευτικής συνείδησης. Άλλωστε, η θρησκευτική συνείδηση μαζί με
την τέχνη και το λόγο, αποτελούν αποκλειστικά, θεμελιώδη γνωρίσματα του ανθρώπου
και ταυτόχρονα τις αγεφύρωτες διαφορές του από τα ζώα. Δεν μπορεί να εξηγηθεί η
ανθρώπινη διαφορά, παρά μόνο, αν κάποιος υποθέσει, πως η διαφορά αυτή ήταν
αποτέλεσμα ιδιαίτερων ανατομικών και ψυχικών μεταλλάξεων, οι οποίες έφεραν σε
εν δυνάμει μορφή τις προδιαγραφές του νοήμονος ανθρώπινου είδους,
ενεργοποιημένων από την επίδραση ενός πνευματικού πλεονάσματος. Όταν τα
συναισθήματα μπόρεσαν να συγκροτηθούν κάτω από την εξουσία του νου με τη
βοήθεια της θρησκευτικής συνείδησης, έγινε δυνατή η σκόπιμη έκφρασή τους στο
σχήμα μιας μορφής και κάποιου συμβολικού υλικού και τότε γεννήθηκε η τέχνη. Για
το λόγο αυτό, όχι μόνο δεν θα μπορούσε η τέχνη να είχε εμφανιστεί προγενέστερα
του θρησκευτικού συναισθήματος, αλλά ούτε καν ταυτόχρονα, αφού είναι βέβαιο ότι
χρειάστηκε πολύς χρόνος, μέχρι να κινηθεί η εξέλιξη της συναισθηματικής
συγκρότησης που ήταν απαραίτητη για την έκφραση της τέχνης.
Ανεξήγητο παραμένει
επίσης το γεγονός, ότι η εμφάνιση της θρησκευτικής συνείδησης, όπως εκδηλώθηκε
μέσω των επικήδειων ευρημάτων και των έργων τέχνης, υπήρξε ένα καθολικό
φαινόμενο που συναντάται σε όλες τις προϊστορικές και σύγχρονες φυλές ανθρώπων
που ζουν ακόμη σε συνθήκες παλαιολιθικής εποχής. Με αναφορά σε όλα τα μήκη και
πλάτη της γης και ανεξάρτητα από το κλιματικό-φυσικό περιβάλλον, αποδεικνύεται
ότι η εμφάνιση της θρησκευτικής συνείδησης ήταν ανεξάρτητη από τις υλικές και
κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες αν έπαιξαν ρόλο ήταν μόνο στις εξωτερικές μορφές
της έκφρασής της. Το φαινόμενο αφορά ακόμα και ομάδες που διαβιούσαν απομονωμένες,
χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο, αν
δεχθεί κάποιος απροκατάληπτα, πως αιτιάζεται στην κοινή καταγωγή των ανθρώπων,
στην όμοια ψυχοπνευματική τους φύση και στις ίδιες διαισθητικές εμπειρίες, που
εύλογα δημιούργησαν κοινά αποτελέσματα.
Ο άνθρωπος δε γίνεται
να μην είναι θρησκευτικός, με την ευρύτερη έννοια του όρου «Θρησκευτικότητα». Η προσήλωση στην ιδέα
ενός υψηλού ιδανικού, που ενέχει την αξία της αυτοπραγμάτωσης της ανθρώπινης
ύπαρξης, αποτελεί μια έμφυτη προδιάθεση και περικλείει όλα τα γνωρίσματα της
θρησκευτικότητας. Η διαπίστωση πως ένας μαρξιστής, για παράδειγμα, δεν είναι
λιγότερο ένας «θρησκευόμενος» του Διαλεκτικού Υλισμού, απ΄ό,τι είναι ένας
βουδιστής των Suttrapittaka, ή ένας Πλάτωνας της Ιδέας, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο Ferry[1] διαπιστώνει πως: «Οι δύο
μεγάλοι θεωρητικοί αντι-ουμανισμοί, η θρησκεία και ο υλισμός, παραπέμπουν και
οι δύο τον άνθρωπο στην ετερονομία, σ΄εκείνη του θεϊκού, σ΄εκείνη της φύσης.
Και οι δύο εκκενώνουν, μέσω της ίδιας δομής, το μυστήριο του ιερού ανάγοντάς το
σε μια αρχική βάση, το Θεό ή την ύλη, που τουλάχιστον θεωρητικά, αν όχι στην
πράξη, εξηγεί τα πάντα (υπό αυτή την έννοια ο υλισμός δεν διαφεύγει διόλου από
τη βασική δομή της κλασικής μεταφυσικής, εκείνη της οντοθεολογίας».
(Το κείμενο αποτελεί
μέρος της μελέτης μου: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια
επισκόπηση της ανάπτυξης του πολιτισμού», Α΄ Μέρος: ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ, Κεφ. 7. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ- Η
κοινωνικότητα στην προϊστορική Θρησκεία και Τέχνη, παρ. 7.1. Θρησκευτικό
συναίσθημα και τέχνη)
[1] LUC FERRY: «Οι
Μοντέρνοι Καιροί και η Σοφία τους», Εκδ. «Νέα Σύνορα» Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα-1993, σ.
35-36
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου