Σειρήνες-Οδυσσέας (1980) |
Γράφτηκε
από την Μαρία Μποϊλέ
Ο Γιάννης Γαΐτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου του 1923
και πέθανε το 1984, έξι μόλις ημέρες μετά τα εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης
του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών. Υπήρξε πολυσχιδής δημιουργός,
καθώς τα έργα του περιλαμβάνουν ζωγραφική, γλυπτική, σχέδια, κατασκευές,
μακέτες σκηνικών και κοστουμιών, έπιπλα και διάφορα μικρότερα αντικείμενα.
Η πρώτη
μαρτυρία του ταλέντου του έγινε την 1η Ιουνίου του 1939, όταν σε ηλικία μόλις
16 ετών δημοσιεύτηκε ένα σχέδιό του στην εφημερίδα «Βραδυνή». Φοίτησε στην
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1942-1948), όπου παρακολούθησε μαθήματα στο
εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη, ενός κατεξοχήν μοντέρνου καλλιτέχνη των
αρχών του 20ού αιώνα. Το 1951 έλαβε το Δίπλωμα Ζωγραφικής, αριθ. 597.
Στην πρώτη
του ατομική έκθεση, το 1944, που έλαβε χώρα στο εργαστήριό του επί της οδού
Μαυρομματαίων, τα έργα είχαν σαφείς μετα-ιμπρεσιονιστικές επιδράσεις. Τα
επόμενα 3 χρόνια παρουσίασε, κυρίως, προσωπογραφίες και αφηρημένες συνθέσεις σε
εκθέσεις στον «Παρνασσό», με τελευταία εκείνη του 1947, που επέφερε την
καθολική αποδοκιμασία του κοινού. Επρόκειτο για 34 έργα με κυβιστικές και
σουρεαλιστικές καταβολές, σαφέστατες δηλώσεις της μοντέρνας οπτικής του
καλλιτέχνη, η οποία δεν επεδίωκε τους συνήθεις συγκερασμούς με την ελληνική
παράδοση. Στο βωμό, λοιπόν, του αιτήματος της ελληνικότητας ο Γαΐτης δεν έτυχε
θερμής υποδοχής, με μοναδικές εξαιρέσεις τις περιπτώσεις των διανοούμενων φίλων
του, μεταξύ των οποίων ο Μ. Σαχτούρης, ο Γ. Μαλτέζος, ο Ν. Κουτούζης, ο Γ.
Τσαρούχης, ο Οδ. Ελύτης. Ο τελευταίος, μάλιστα, έγραφε στις 20 Απριλίου του
1947 στην εφημερίδα «Καθημερινή» τα εξής: Ο κόσμος του Γιάννη Γαΐτη είναι
ακριβώς ο κόσμος που παλεύει και αγωνιά για να βρει μέσα από τις ταραχές των
ημερών μας την έκφραση και τη μορφή που του ταιριάζουν. Η πάλη είναι σκληρή, μα
ο καλλιτέχνης δουλεύει ακατάπαυστα και δε φοβάται το άγνωστο...
Την ίδια
περίοδο υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της πρώτης καλλιτεχνικής ομάδας, που
δημιουργήθηκε μεταπολεμικά, αυτής των «Ακραίων», μαζί με τους Αλ. Κοντόπουλο,
Αχ. Απέργη, Γ. Σίμωσι, Γ. Μαλτέζο, Δ. Χυτήρη, Κ. Αντύπα και Λ. Λαμέρα.
Το 1954,
ωθούμενος από από μία αναμφισβήτητη ζωτική ανάγκη να εμπλουτίσει το έργο του
και να διευρύνει τους ορίζοντές του, εγκαταστάθηκε με τη γλύπτρια σύζυγό του
Γαβριέλα Σίμωσι στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Academie de la Grande Chaumis re και του δόθηκε η
ευκαιρία να μελετήσει τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα και να επισκεφθεί
μουσεία και αίθουσες τέχνης σε αυτό το ζηλευτό κέντρο διανόησης και πολιτισμού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν παρουσίασε το έργο του σε περισσότερες από εβδομήντα
ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ όσο περνούσε ο καιρός
μοίραζε τη ζωή του μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Παράλληλα, συμμετείχε σε
πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις και διεθνείς διοργανώσεις, ανάμεσα στις οποίες
ξεχωρίζει η Biennale του San Paοlo (1967). Το 2001
αντίγραφο έργου του εγκαταστάθηκε στην αποβάθρα του μετρό στο Σταθμό Λαρίσης
(Αθήνα).
Στις
πρώιμες χαρακτηριστικές δημιουργίες του εντάσσονται τα γνωστά Τοπία της Ύδρας,
που κινούνται, κυρίως, στις προεκτάσεις του κυβισμού και έχουν πρόδηλες
συμβολιστικές τάσεις. Σε μεταγενέστερες εκδοχές τους ο φυσικός χώρος
μεταμορφώνεται σε μία σειρά γεωμετρικές ενότητες, που διακρίνονται για τη
χρωματική ευγένεια, τη μορφική καθαρότητα, τα κατασκευαστικά στοιχεία και τα
αφαιρετικά χαρακτηριστικά.
Την
περίοδο 1960-1967 η ζωγραφική επιφάνεια των έργων του χωρίζεται σε μικρότερες
ενότητες, με υποτυπώδεις μορφές, που σκοπό έχουν την απόδοση μιας σημειολογικής
γλώσσας με παράλληλες συμβολιστικές προεκτάσεις. Οι άνθρωποι-έντομα, οι πίνακες
μέσα στον πίνακα, η χρήση γελοιογραφικών στοιχείων και ρεαλιστικών αναφορών και
οι συνδυασμοί τους με αφηρημένα και φανταστικά θέματα δίνουν εξαιρετικά
εκφραστικά αποτελέσματα.
Η δολοφονία της ελευθερίας, 1968 |
Από το
1968 και εξής, μπορεί να σημειώσει κανείς την επιβολή στο έργο του Γαΐτη ενός
μόνο θέματος, που θα παίξει καταλυτικό ρόλο σε όλη την επόμενη καλλιτεχνική του
δημιουργία. Με εκπληκτική συνέχεια και συνέπεια επέρχεται η τυποποίηση της
ανθρώπινης μορφής με στόχο να γίνει ένας εικαστικός μύθος, που θα
αντικατοπτρίζει το χαρακτήρα μιας ολόκληρης εποχής. Εκτός του θεματικού
περιορισμού, σημειώνεται και η επιλογή ενός περισσότερου γεωμετρικού λεξιλογίου
τόσο στην απόδοση των μορφών, όσο και στην ανάπτυξη του χώρου. Με αυτόν τον
τρόπο γίνεται απόλυτα σαφής η αξιοποίηση σύγχρονων αναζητήσεων, η
σχηματοποίηση, η χρήση αφηρημένων τύπων και η αυστηρή κονστρουκτιβιστική
οργάνωση, που κάνει τα «ανθρωπάκια» να μην έχουν καμία επαφή μεταξύ τους, να
έχουν χάσει τα χαρακτηριστικά τους και να έχουν μεταβληθεί σε απρόσωπη μάζα.
Από το
1975 οι σχηματοποιημένες μορφές πολλαπλασιάζονται και ενοποιούνται με
αποτέλεσμα τη δημιουργία ανθρώπινων τοπίων. Ο ομαδοποιημένος κόσμος, η
μηχανοποιημένη κοινωνία, η απόλυτη επιβολή της ποσότητας στην ποιότητα γίνονται
καθρέφτης της εποχής. Η ειρωνική διάθεση του καλλιτέχνη φάινεται πως
μεταπλάθεται σε κριτικό πνεύμα, καθώς μας δίνει, όπως πολύ σωστά σημειώνει ο
Χρήστου, έναν κόσμο χωρίς πρόσωπα, σε ένα χώρο που μας συνθλίβει και με τον
άνθρωπο να φαίνεται ανήμπορος να δαμάσει δυνάμεις που έφερε κοντά του.
Αποτελεί
κοινό τόπο ότι ο Γιάννης Γαΐτης υπήρξε ένας εκ των πρωτοπόρων καλλιτεχνών, με
διεθνείς διακρίσεις και, ουσιαστικά, ο πρώτος που επιβεβαίωσε την άποψη ότι ο καλλιτέχνης
επηρεάζεται και ταυτόχρονα επηρεάζει την εποχή του και τον κόσμο του. Παίρνει
και ταυτόχρονα δίνει, δέχεται και εκφράζει τα στοιχεία που ζουν γύρω του, αλλά
και μέσα του. Γι' αυτό μας δίνει πάντοτε την πορεία ενός πολιτισμού, όπως τον
τροποποιεί η δημιουργία του.
Βιβλιογραφία
Κωστοπούλου Α., Κριτικός κατάλογος των έργων
του Γιάννη Γαϊτη : ζωγραφική, γλυπτική, κατασκευές, Ίδρυμα Ι. Κωστόπουλου,
Αθήνα 2003.
Λυδάκης Στ., Οι Έλληνες ζωγράφοι, τόμ. 3ος,
Μέλισσα, Αθήνα 1976.
Παπαδάκης
Ν., «Γιάννης Γαΐτης, ένας επαναστάτης δημιουργός», Σύγχρονοι Έλληνες
Καλλιτέχνες, τόμ. 1ος, Πολυπλάνο, Αθήνα 1980.
Χρήστου
Χρ., Ζωγραφική του 20ού αιώνα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996
Οι
Πολεμιστές, λάδι σε μουσαμά. 98Χ130 εκ
|
Τα
ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη
Κατερίνα
Χουζούρη
Ο Γιάννης
Γαΐτης δημιούργησε περισσότερα από 4.500 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, σχέδια και
κατασκευές. Έκανε κοινωνικά και μαζί θεατρικά δρώμενα. Ασχολήθηκε με
εικονογραφήσεις βιβλίων, σκηνικά, κουστούμια θεάτρου, σχέδια υφασμάτων κ.ά. Ένας
ολόκληρος μικρόκοσμος από ζωόμορφες μυθικές οντότητες από περίεργα εντομοειδή
(εργατικά μυρμηγκάκια, μύγες, σφήκες) πουλιά, ανθρωποειδή, άλλοτε με φράκο και
άλλοτε με ριγωτό και καρό κουστούμι, λευκό γιακά, μαύρη γραβάτα, μαύρα
παπούτσια και μαύρη κορδέλα γύρω από το καπέλο μελόν, κυριαρχούν στις συνθέσεις
του. Το σκηνικό του στήνεται γύρω από σκηνές της καθημερινότητας.
Επηρεάζεται
αρχικά από τον κυβισμό των Picasso και Braque και την γεωμετρική αφαίρεση. Η
θεματολογία του σε αυτή την πρώτη φάση είναι συνήθως προσωπογραφίες και τοπία
νησιών, ιδιαίτερα της Ύδρας και της Σαντορίνης. Από το 1957-1958 καταπιάνεται
με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, την αφηρημένη τέχνη και τον βιομορφικό
υπερρεαλισμό. Τα έργα αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από εντομοειδή και
μικρές ανθρώπινες μορφές. Το ανθρωπάκι του Γαΐτη γίνεται αντιπροσωπευτικό και
καθοριστικό στη ζωγραφική του το 1968, ενώ από το 1980 και μετά, οι μορφές
αυτές, που δεν έχουν καμία ατομική υπόσταση, αποκτούν τρίτη διάσταση και
μπαίνουν στο χώρο σαν κατασκευή, σαν σκηνικό, σαν χρηστικό αντικείμενο, σαν
παιχνίδι, σαν έπιπλο, σαν ύφασμα.
Ο Γιάννης
Γαΐτης αποποιείται την Αναγεννησιακή προοπτική και δημιουργεί μια δισδιάστατη
ζωγραφική που αφηγείται ιστορίες-παραμύθια εμπνευσμένα από την αρχαιότητα, την
μυθολογία, τους βίους αγίων κλπ.
Ο ίδιος
είναι βαθιά ουμανιστής. Το ανθρωπάκι του γεννιέται από την αγάπη που έχει στον
Άνθρωπο. Τον ενδιαφέρουν οι βαριές συνέπειες του βιομηχανικού πολιτισμού, όπως
η ανωνυμία, η απομόνωση, η αλλοτρίωση, η ισοπέδωση, η μαζοποίηση, η
επιπεδοποίηση, η υπερκατανάλωση. Χαρακτηριστικά στοιχεία των έργων αυτής της
κατηγορίας είναι η επανάληψη, η τυποποίηση, η μετωπική απόδοση και η αυστηρή
οργάνωση.
Το έργο
του μόνο φαινομενικά είναι pop (popular). Στην πραγματικότητα απομυθοποιεί με
τρόπο καυστικό και ειρωνικό την καταναλωτική κοινωνία. Η τυποποιημένη,
επαναλαμβανόμενη και στυλιζαρισμένη του μορφή διακωμωδεί, την λατρεία του
παρελθόντος. Η νέα αφηγηματική αναπαράσταση (Figuration Narrative) που υιοθετεί
ο Γαΐτης δημιουργεί ακαθόριστους χώρους και τόπους, που ξεδιπλώνονται άλλοτε σε
οριζόντιες φρίζες ή σε επιμέρους πλαίσια μέσα στο ίδιο έργο. Με αυτό τον τρόπο
ανακαλεί την αφηγηματική ζωγραφική που παρατηρούμε στις βυζαντινές εικόνες,
στις ζώνες των αρχαίων ερυθρόμορφων αγγείων αλλά και στα καρέ-καρέ των
σύγχρονων κόμικς.
Η Κηδεία
της Ζωγραφικής",
κατασκευή
από ζωγραφισμένο ξύλο, 1974 |
Οι θεατές,
1967
|
Les
touristes devant l'Acropole
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου