Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Ο κόσμος των δεινοσαύρων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Οι δεινόσαυροι ήταν σπονδυλωτά ζώα και οι παλαιοντολόγοι ισχυρίζονται ότι κυριάρχησαν στο γήινο οικοσύστημα για πάνω από 160.000.000 χρόνια. Δηλαδή εμφανίστηκαν για πρώτη φορά πριν από 230.000.000 χρόνια και εξαφανίστηκαν στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου, πριν 65.000.000 χρόνια, πράγμα που σήμανε το τέλος της κυριαρχίας τους στη Γη.



Από τον 19ο αιώνα, όταν ανακαλύφθηκε ο πρώτος δεινόσαυρος, απολιθωμένοι σκελετοί δεινοσαύρων έχουν γίνει σημαντικό θέαμα σε μουσεία όλου του κόσμου, ενώ συνολικά οι παλαιοντολόγοι έχουν ανακαλύψει πάνω από 500 διαφορετικά γένη δεινοσαύρων. Οι δεινόσαυροι έχουν γίνει μέρος του παγκόσμιου πολιτισμού και παραμένουν σταθερά δημοφιλείς, ειδικά στα παιδιά. Έχουν εμφανιστεί σε μυθιστορήματα, σε ταινίες, όπως το Τζουράσικ Παρκ και σε κόμικς, ενώ οι νέες ανακαλύψεις σχετικά με δεινόσαυρους καλύπτονται τακτικά από τα ΜΜΕ. Μερικοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εποχή που έζησαν οι δεινόσαυροι και η εποχή που έζησαν οι άνθρωποι δεν συμπίπτουν. Πρόσφατα όμως έγινε μια ανακάλυψη κοντά σ’ ένα ποτάμι στο Τεννεσύ, που έφερε στο φως ένα μεγάλο αριθμό απολιθωμάτων δεινοσαύρων. Ανάμεσα σ’ αυτά βρέθηκαν περίπου 200 απολιθώματα από ανθρώπινα ίχνη, πράγμα που σημαίνει ότι οι δεινόσαυροι και οι άνθρωποι έζησαν την ίδια χρονική περίοδο. Ο όρος «δεινόσαυρος» χρησιμοποιείται μερικές φορές ανεπίσημα για να περιγράψει άλλα προϊστορικά ερπετά, όπως τον πελικόσαυρο, διμετρόδοντα, τον φτερωτό πτερόσαυρο και τον υδρόβιο ιχθυόσαυρο, τους πλησιόσαυρους και τους μοσάσαυρους, αν και πρακτικά κανένας από αυτούς δεν ήταν δεινόσαυρος.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Η υπέρμετρη φαντασία σχεδόν πάντα συνόδευε τις αναφορές γύρω από τους δεινόσαυρους. Είναι καιρός όμως, να τους δούμε με μια διαφορετική ματιά. Να ταξιδέψουμε δηλαδή εκατομμύρια χρόνια πριν χρησιμοποιώντας πραγματικά στοιχεία. Να προσεγγίσουμε τους δεινόσαυρους με τον ίδιο τρόπο που ένας φυσιοδίφης παρατηρεί τα άγρια ζώα σήμερα. Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε το χρόνο και τον τόπο της Προϊστορίας μπαίνουμε στη χρονοκάψουλα και γυρνάμε πίσω. Εκατομμύρια χρόνια πριν, τη Γη κυβερνούσαν κοφτερά δόντια, γαμψά και θανατηφόρα νύχια. Η φαντασία πάντα έπαιζε το δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη και στη ζωή που δεν γνωρίσαμε, γι’ αυτό σας παραθέτουμε την άποψη και τη γνώμη μιας ομάδας ανθρώπων που γνωρίζουν καλά το αντικείμενο. Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ενδιαφέρον να δείτε τους δεινόσαυρους με μια άλλη ματιά. Να τους παρατηρήσουμε, δηλαδή, με τον ίδιο τρόπο που ένας φυσιοδίφης παρατηρεί τα άγρια ζώα σήμερα. Πραγματικά στοιχεία εμπλουτίζουν το ταξίδι μας. Χρησιμοποιήσαμε τα πιο πρόσφατα παλαιοντολογικά ευρήματα ως αφετηρία για εικασίες, ώστε να μεταφέρουμε πιο κοντά σας την εικόνα των δεινοσαύρων ως ζωντανών πλασμάτων με σάρκα και οστά.



ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΙ

Η δεινοσαυρομανία δεν ξεκίνησε με την ταινία «Τζουράσικ Παρκ», υπήρξε από τότε που ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά οι δεινόσαυροι, οστά των οποίων ξεθάβονταν από την αρχαιότητα. Όμως για πολύ καιρό όλα τα απολιθώματα θεωρούνταν υπολείμματα ζώων (ή ακόμα και γιγάντων) που αφανίστηκαν στον Κατακλυσμό του Νώε. Στα τέλη του 18ου αιώνα, όμως, ο Γάλλος φυσιοδίφης Ζωρζ Κιβιέ (1769-1832) εισήγαγε την έννοια της εξάλειψης, ανοίγοντας το δρόμο για την κατανόηση του χαμένου παρελθόντος της Γης.

Η κατάταξη των δεινοσαύρων ως μιας «ευδιάκριτης φυλής ή υποομάδας των σαυροειδών ερπετών», που έχουν εκλείψει προ πολλού, έγινε μόλις το 1842, όταν ο μεγάλος Άγγλος παλαιοντολόγος Ρίτσαρντ Όουεν (1804-1892) επινόησε τον όρο «Dinosauria», που προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις δεινός και σαύρα (δηλαδή «τρομερές σαύρες»). Ο Όουεν εξέτασε τα αποσπασματικά υπολείμματα 3 διαφορετικών ερπετών που είχαν εκλείψει (του Ιγουανόδοντα, του Υλαιόσαυρου και του Μεγαλόσαυρου), τα οποία είχαν ανακαλυφθεί πρόσφατα στην Αγγλία. Συνειδητοποίησε ότι οι συνάδελφοί του έκαναν λάθος όταν υποστήριζαν ότι αντιστοιχούσαν σε συνήθη, απλώς πολύ πιο μεγαλόσωμα ερπετά. Αυτά που έβλεπε δεν ανήκαν σε κανένα γνωστό ερπετό. Διέφεραν επίσης από τους θαλάσσιους Ιχθυόσαυρους και Πλησιόσαυρους που βρέθηκαν στα πετρώματα του Λιασίου (Πρώιμου Ιουρασικού), τα οποία υπήρχαν στην αγγλική νότια ακτή. Ο Όουεν κατάλαβε ότι αυτά τα χερσαία ερπετά ανήκαν σ’ έναν εντελώς διαφορετικό τύπο ζώου: ερπετό στη βασική μορφή του, αλλά πιο μεγαλόσωμο, που χαρακτηριζόταν περισσότερο από τη ζωντάνια και την ενεργητικότητα των θηλαστικών και των πτηνών και λιγότερο από τη νωθρότητα ενός φιδιού ή μιας σαύρας.

Σήμερα, με βάση τη φυλογενετική, ως δεινόσαυροι ορίζονται μια ομάδα που αποτελείται από τον Τρικεράτοπα, τα πτηνά, τους πιο πρόσφατους κοινούς τους προγόνους και όλους τους απογόνους. Ένας άλλος ορισμός είναι ότι στους δεινόσαυρους ανήκουν οι πιο πρόσφατοι κοινοί απόγονοι του Ιγουανόδοντα και του Μεγαλόσαυρου. Άρα και από τους δύο ορισμούς συνάγεται το συμπέρασμα ότι Δεινοσαύρια = Ορνιθόποδα + Σαυρίσχια, που συμπεριλαμβάνει τα θηριόποδα (δίποδα σαρκοφάγα, πτηνά), τους αγκυλόσαυρους, τα ορνιθόποδα και τα σαυροποδόμορφα.

Οι δεινόσαυροι ήταν εξαιρετικά πολυποίκιλοι. Αυτή η ποικιλία συνίσταται στο γεγονός ότι έχουν ανακαλυφθεί 500 γένη δεινοσαύρων, με τον αριθμό αυτών που αναμένεται να ανακαλυφθούν στα πετρώματα να είναι περίπου 1.850 γένη και το συνολικό αριθμό γενών να είναι 3.400. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 2008 είχαν αναγνωριστεί 1.050 διαφορετικά είδη. Υπήρχαν χορτοφάγοι, σαρκοφάγοι και λίγοι παμφάγοι. Κάποιοι δεινόσαυροι ήταν δίποδοι, ενώ άλλοι τετράποδοι, και άλλοι, όπως ο Αμμόσαυρος και ο Ιγουανόδοντας, αν και τετράποδοι βασικά, μπορούσαν να περπατήσουν εύκολα στα δύο πόδια σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ανεξάρτητα από τον τύπο σώματος, σχεδόν όλοι οι γνωστοί δεινόσαυροι προσαρμόστηκαν καλά κυρίως σε χερσαίους αλλά και σε υδρόβιους βιότοπους.



ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Η χρυσή εποχή της ανακάλυψης δεινοσαύρων στις ΗΠΑ ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Έντουαρντ Ντρίνκερ Κοπ από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ (1840-1897) και ο Όθνιελ Τσαρλς Μαρς (1831-1899) από το Πανεπιστήμιο Γέιλ ανταγωνίζονταν σκληρά για το ποιος θα έφερνε τα περισσότερα και πιο εντυπωσιά σε μέγεθος οστά από την «Άγρια Δύση». Οι ίδιοι σπάνια συμμετείχαν στις ανασκαφές. Για τη δουλειά αυτή προσλάμβαναν τους πιο ικανούς συλλέκτες σπάνιων ορυκτών και λίθων που μπορούσαν να βρουν. Ενώ αυτοί οι δυο απόφοιτοι παραδοσιακών αριστοκρατικών κολεγίων αντιδικούσαν μέχρι τελικής πτώσης, κατέφθασε κι άλλος ανταγωνιστής: το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης. Υπό την καθοδήγηση του παλαιοντολόγου Χένρι Φέρφιλντ Όσμπορν (1857-1935), το μουσείο αναζήτησε νέους δεινόσαυρους σε μακρινούς ορίζοντες. Έτσι πραγματοποιήθηκε η περίφημη Κεντροασιατική Αποστολή με επικεφαλής τον Ρόι Τσάπμαν Άντριους (1884-1960), έναν από τους διασημότερους κυνηγούς απολιθωμάτων όλων των εποχών. Στην έρημο Γκόμπι, ο Άντριους και η ομάδα του ανακάλυψαν αβγά και φωλιές δεινοσαύρων και υπολείμματα πλασμάτων, όπως ο Πρωτοκεράτοψ. Η επέκταση της σοβιετικής σφαίρας επιρροής στη Μογγολία εμπόδισε την εργασία δυτικών ομάδων στην περιοχή. Όταν όμως άρχισε να διαλύεται το σοβιετικό μπλοκ στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η έρευνα απέδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα, όπως το απολίθωμα ενός Οβιράπτορα, που διατηρήθηκε καθισμένος στη φωλιά του, προστατεύοντας τα αβγά του από μια ανεμοθύελλα.



ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΑΣ

Τελευταία το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από τη Μογγολία στην Κίνα και κυρίως στην επαρχία Λιαονίγκ, στα ΒΑ της χώρας, η οποία μας αποκάλυψε το μακρόλαιμο σαυρόποδο Μαμεγχίσαυρο, γιγάντιους Αδρόσαυρους όπως το Χαρονόσαυρο και άλλα απολιθώματα εξαιρετικής ποιότητας και αφθονίας. Το εντυπωσιακό με τα απολιθώματα αυτά είναι ότι συχνά, εκτός από τα οστά και τα δόντια τους, υπάρχουν διατηρημένοι και μαλακοί ιστοί. Ήρθαν στο φως χιλιάδες δείγματα του πουλιού Κομφουκιόρνιθα, πολλά από αυτά με άθικτο το φτέρωμά τους. Το πτηνό Τζεχολόρνιθα διατηρήθηκε με άθικτους σπόρους στον οισοφάγο του. Μερικά είδη πρωτόγονων θηλαστικών διατηρήθηκαν πλήρη, μαζί με τη γούνα τους. Τα απολιθώματα, όμως, που απασχόλησαν κατά κόρον τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν αυτά των θηριόποδων δεινοσαύρων με φτερά ή με εξαρτήματα παρόμοια με φτερά, όπως του Καουντιπτέρυγα, του Μικροράπτορα και του Μπεϊπιαούσαυρου. Σημαντικά ευρήματα ανακαλύφθηκαν στη Ν. Αμερική, στη Μαδαγασκάρη, στη ΝΑ Ασία, στη Β. Αφρική, στην Αυστραλία, στην Ανταρκτική. Μερικές φορές, όμως, δεν χρειάζεται να ταξιδέψει κανείς μακριά από το σπίτι του για να ανακαλύψει δεινόσαυρους: ο Βαρυόνυχας, το αλλόκοτο αυτό ψαροφάγο θηριόποδο, ανακαλύφθηκε από έναν άνδρα στην Αγγλία, ενώ πήγαινε περίπατο το σκύλο του.


Τυραννόσαυρος Rex

ΝΕΑ ΕΙΔΗ

Στη δεκαετία του 1860, ακριβώς μετά τη δημοσίευση της θεωρίας της εξέλιξης, ένας φίλος του Δαρβίνου, ο Τόμας Χένρι Χάξλεϊ (1825-1885), παρατήρησε πόσο έμοιαζαν οι δεινόσαυροι με τα πτηνά. Επινόησε, λοιπόν, μια νέα τάξη ερπετών, τα Ορνιθοσκελή, που τη διαίρεσε σε δύο υποτάξεις, τα Δεινοσαύρια (ο Ιγουανόδοντας και οι συγγενείς του, σαρκοφάγα σαν το Μεγαλόσαυρο και θωρακισμένοι δεινόσαυροι σαν το Σκελιδόσαυρο) και τα Κομψόγναθα (ο Κομψόγναθος και άλλες μικρόσωμες, παρόμοιες με πουλιά μορφές).




ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ

Όλοι οι δεινόσαυροι που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι τώρα μοιράζονται ορισμένες τροποποιήσεις στον προγονικό τους αρχοσαυρικό σκελετό. Αν και μερικές μεταγενέστερες ομάδες δεινοσαύρων είχαν περαιτέρω τροποποιημένες εκδόσεις αυτών των γνωρισμάτων, θεωρούνται χαρακτηριστικά μεταξύ των δεινοσαύρων. Οι πρώτοι δεινόσαυροι τα είχαν και τα μετέφεραν προς όλους τους απογόνους τους. Τέτοιες κοινές δομές σε μια ταξινομική ομάδα καλούνται συναπομορφίες.
Στις δεινοσαυρικές συναπομορφίες περιλαμβάνονται τα μειωμένα τέταρτα και πέμπτα δάχτυλα των χεριών, μειωμένο αριθμός δακτύλων των ποδιών σε τρία κύρια δάχτυλα, ένα ιερό οστό (η περιοχή της σπονδυλικής στήλης με την οποία η λεκάνη συνδέεται) που αποτελείται από τρεις ή περισσότερους σπονδύλους και έναν ανοικτό ή διάτρητο υποδοχέα ισχίων, έχοντας μια οπή στο μέσο, στην οποία αρθρώνεται η κεφαλή του μηριαίου οστού. Οι δεινόσαυροι είναι μοναδικοί μεταξύ όλων των τετράποδων στην κατοχή αυτής της διάτρητης κοτύλης.




ΑΛΛΑ ΚΟΙΝΑ ΑΝΑΤΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Οι επιστήμονες γενικά συμφωνούν ότι ποικίλα άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μοιράζονταν μεταξύ των περισσότερων δεινοσαύρων. Αυτά περιλαμβάνουν μπροστινά άκρα κοντύτερα και ελαφρύτερα από τα οπίσθια άκρα, έναν ασυνήθιστο δευτεροβάθμιο ουρανίσκο, που επέτρεπε στους δεινόσαυρους να τρώνε και να αναπνέουν ταυτόχρονα, έναν σχετικά ευθύ μηρό με κατευθυνόμενο μηριαία κεφαλή, δύο ζεύγη οπών στη κροταφική περιοχή του κρανίου (δηλαδή ένα διάψιδο κρανίο), οπίσθιος-υπόδειξη των αγκώνων στα μπροστινά άκρα και μπροστινά τείνοντα γόνατα στα οπίσθια άκρα.

Η κοινή ρύθμιση των ισχίων που περιγράφηκε πιο πάνω επέτρεπε την κάθετη θέση, στην οποία τα οπίσθια άκρα τοποθετούνταν άμεσα κάτω από το σώμα ή ήταν «κρεμαστά». Αυτή η θέση είναι όπως αυτή των περισσότερων θηλαστικών σήμερα, αλλά αντίθετη από αυτή άλλων ερπετών, τα οποία επιτρέπουν λιγότερο κάθετη στάση και τα άκρα εξέχουν προς τα έξω. Η κάθετη δράση των άκρων στους δεινόσαυρους επέτρεψε την αποδοτικότερη και γρηγορότερη μετακίνηση, έναντι της πιο αδέξιας και πιο αργής μετακίνησης άλλων «ξαπλωμένων» ερπετών. Επέτρεψε επίσης σε πολλούς τύπους δεινοσαύρων να γίνουν δίποδοι.




ΜΕΓΕΘΟΣ

Ενώ τα στοιχεία είναι ελλιπή, είναι σαφές ότι, ως ομάδα, οι δεινόσαυροι ήταν μεγαλόσωμοι. Ακόμη και για τα πρότυπα των δεινοσαύρων, ο Σαυρόποδας ήταν γιγαντιαίος. Επί μεγάλο χρονικό διάστημα της εποχής των δεινοσαύρων, τα μικρότερα Σαυρόποδα ήταν μεγαλύτερα από οτιδήποτε άλλο στο βιότοπό τους, και ο μεγαλύτερος ήταν, σε μέγεθος, πιο ογκώδης από οτιδήποτε άλλο έχει περπατήσει ποτέ στη Γη. Γιγαντιαία προϊστορικά θηλαστικά όπως το Ινδρικοθήριο και το Κολομβιανό μαμούθ επισκιάστηκαν από τον γιγαντιαίο Σαυρόποδα, και μόνο ελάχιστα σύγχρονα υδρόβια ζώα τους πλησιάζουν σε μέγεθος, κυρίως η γαλάζια φάλαινα, η οποία φθάνει μέχρι τα 190.000 κιλά (209 τόνοι) και 33,5 μ. σε μήκος.
 

Σύγκριση μεγέθους Ακροκανθόσαυρου με άνθρωπο

Οι περισσότεροι δεινόσαυροι, όμως, ήταν πολύ μικρότεροι από τους γιγαντιαίους Σαυρόποδες. Τα τρέχοντα στοιχεία προτείνουν ότι το μέσο μέγεθος των δεινοσαύρων ποίκιλλε μέσω της Τριαδικής, αρχών της Ιουράσιας, τελών της Ιουράσιας και κρητιδικής περιόδου. Σύμφωνα με τον παλαιοντολόγο Μπιλ Έρικσον, η εκτίμηση του μέσου βάρους των δεινοσαύρων κυμαίνεται από 500 κιλά έως 5 τόνους. Μια πρόσφατη μελέτη 63 γενών δεινοσαύρων έδωσε ως μέσο βάρος άνω των 850 κιλών (όπως το βάρος μιας σταχτιάς αρκούδας) και ένα μεσαίο βάρος σχεδόν 2 τόνων (σχεδόν τόσο όσο και μιας καμηλοπάρδαλης). Αυτό αντιπαραβάλλεται αισθητά με το μέγεθος των σύγχρονων θηλαστικών. Κατά μέσον όρο, τα θηλαστικά ζυγίζουν μόνο 863 γραμμάρια, δηλαδή όσο και ένα μεγάλο τρωκτικό. Εξαίρεση αποτελεί το είδος Ρεπενόμαμος ο γιγάντιος, με βάρος μέχρι 14 κιλά, που απ’ ότι φαίνεται, τρεφόταν με μικρούς δεινόσαυρους. Ο μικρότερος δεινόσαυρος ήταν μεγαλύτερος από τα 2/3 όλων των σημερινών θηλαστικών. Η πλειοψηφία των δεινοσαύρων ήταν μεγαλύτερη από όλα, εκτός από το 2% των θηλαστικών εν ζωή.




ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Οι ερμηνείες της συμπεριφοράς των δεινοσαύρων είναι γενικά βασισμένες στη στάση που βρέθηκαν τα απολιθώματα τους στον βιότοπο που ζούσαν, σε προσομοιώσεις υπολογιστών για την εμβιομηχανική τους και των συγκρίσεων με τα σύγχρονα ζώα σε παρόμοιες περιβαλλοντικές συνθήκες. Υπό αυτήν τη μορφή, η τρέχουσα κατανόηση της συμπεριφοράς των δεινοσαύρων στηρίζεται σε υποθέσεις, και θα παραμείνει πιθανώς αμφισβητούμενη για το εγγύς μέλλον. Εντούτοις, υπάρχει γενική συμφωνία ότι μερικές συμπεριφορές που είναι κοινές στους κροκόδειλους και τα πουλιά, είναι επίσης κοινές μεταξύ των δεινοσαύρων.

Τα πρώτα άμεσα στοιχεία της συμπεριφοράς περί βοσκής, ήταν η ανακάλυψη το 1878 31 δεινοσαύρων τύπου Ιγουανόδοντα που χάθηκαν μαζί σε ένα βαθύ, πλημμυρισμένο φαράγγι στο Μπέρνισσαρτ του Βελγίου. Παρόμοιοι μαζικοί θάνατοι και ίχνη υποδεικνύουν ότι η συμπεριφορά των κοπαδιών ήταν κοινή σε πολλά είδη δεινοσαύρων. Τα ίχνη των εκατοντάδων ή ακόμα και χιλιάδων χορτοφάγων δείχνουν ότι οι Χαρονόσαυροι μπορεί να μετακινούνταν σε μεγάλα κοπάδια, όπως ο αμερικανικός Βίσονας ή η αφρικανική αντιλόπη. Χνάρια Σαυρόποδων δείχνουν ότι αυτά τα ζώα ταξίδευαν κατά ομάδες που αποτελούνται από διάφορα διαφορετικά είδη, τουλάχιστον στην Οξφόρδη της Αγγλίας και άλλα κρατούσαν τα μικρά τους στη μέση του κοπαδιού για προστασία σύμφωνα με τα χνάρια που βρέθηκαν στο αγρόκτημα του Ντάβενπορτ στο Τέξας. Οι δεινόσαυροι μπορεί να συναθροίζονταν σε κοπάδια για προστασία, για μεταναστευτικούς λόγους ή για να παρέχουν προστασία στα μικρά τους.
 
Μικροράπτωρ

Η ανακάλυψη του Τζακ Χόρνερ το 1978 μιας Μαιασαύρας («καλής μητέρας») δεινόσαυρου που είχε τη φωλιά της στη Μοντάνα έδειξε ότι η γονική φροντίδα συνεχίζονταν πολύ μετά από τη γέννηση μεταξύ των Ορνιθόποδων. Υπάρχουν, επίσης, στοιχεία ότι άλλοι δεινόσαυροι της κρητιδικής περιόδου, όπως ο Παταγονικός σαυρόποδας Σαλτόσαυρος (ανακάλυψη του 1997), είχαν παρόμοιες συμπεριφορές και ότι τα ζώα συναθροίζονταν στις τεράστιες αποικίες όπως εκείνες των πιγκουίνων. Ο μογγολικός μανιράπτορας Οβιράπτορας ανακαλύφθηκε σε θέση επώασης παρόμοια με των σημερινών κοτόπουλων το 1993, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι ήταν καλυμμένος μ’ ένα στρώμα μόνωσης φτερών που κρατούσε τα αυγά ζεστά. Ίχνη έχουν επίσης επιβεβαιώσει τη γονική συμπεριφορά μεταξύ των Σαυρόποδων και Ορνιθόποδων από το νησί Σκάι στη ΒΔ Σκωτία. Αυγά και φωλιές έχουν βρεθεί για τις περισσότερες σημαντικές ομάδες δεινοσαύρων, και φαίνεται πιθανό ότι οι δεινόσαυροι επικοινωνούσαν με τα μικρά τους κατά τρόπο παρόμοιο με τα σύγχρονα πτηνά και τους κροκοδείλους.

Τα λοφία και τα διακοσμητικά στοιχεία μερικών δεινοσαύρων, όπως των Μαργκινοκεφάλων, Θερόποδων και των Λαμπεοσαυρίνων, μπορεί να ήταν πάρα πολύ εύθραυστα για να χρησιμοποιηθούν για την ενεργό άμυνα, οπότε είναι πιθανό να χρησιμοποιούνταν για τις σεξουαλικές ή επιθετικές επιδείξεις, αν και λίγα είναι γνωστά για το ζευγάρωμα και την υπεράσπιση «προσωπικού» εδάφους των δεινοσαύρων. Η φύση της επικοινωνίας των δεινοσαύρων παραμένει επίσης αινιγματική και είναι ένας ενεργός τομέας της έρευνας. Παραδείγματος χάριν, τα πρόσφατα στοιχεία προτείνουν ότι τα κοίλα λοφία των Λαμπεοσαυρίνων μπορεί να λειτουργούσαν σαν αίθουσες αντήχησης για ένα ευρύ φάσμα ήχων-φωνών.
 
Μικροράπτωρ

Από την σκοπιά της συμπεριφοράς, ένα από τα πολυτιμότερα απολιθώματα δεινοσαύρων ανακαλύφθηκε στη έρημο Γκόμπι, το 1971. Περιλάμβανε έναν Βελοσιράπτορα επιτιθέμενο σ’ ένα Πρωτοκεράπτορα, αποδεικνύοντας ότι οι δεινόσαυροι πράγματι επιτίθονταν κι έτρωγαν ο ένας στον άλλο. Ενώ η κανιβαλική συμπεριφορά μεταξύ των Θεροπόδων δεν αποτελεί έκπληξη, αυτό επιβεβαιώθηκε και από σημάδια δοντιών στη Μαδαγασκάρη, το 2003.

Φαίνεται να υπήρχαν λίγοι αναρριχώμενοι δεινόσαυροι. Αυτό είναι κάπως εκπληκτικό, όταν συγκρίνεται με την πιο πρόσφατη διάδοση των μαστοφόρων στην καινοζωική περίοδο, που περιελάμβανε πολλά είδη αυτών των τύπων. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα ζώα κινούνταν, η επιστήμη της εμβιομηχανικής έχει δώσει αρκετές διευκρινίσεις επί του θέματος. Για παράδειγμα, οι μελέτες των δυνάμεων που ασκούνται από τους μύες και τη βαρύτητα της σκελετικής δομής των δεινοσαύρων δείχνουν πόσο γρήγορα οι δεινόσαυροι θα μπορούσαν να τρέξουν, εάν ο Διπλόδοκος θα μπορούσε να δημιουργήσει ηχητικές εκρήξεις μέσω απότομων κτυπημάτων της ουράς του, εάν ο γιγαντιαίοι Θερόποδες έπρεπε να επιβραδύνουν, όταν ορμούσαν για τροφή, ώστε να αποφύγουν τους μοιραίους τραυματισμούς και εάν οι Σαυρόποδες μπορούσαν να επιπλέουν στο νερό.

Μικροράπτωρ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ

Οι δεινόσαυροι αποτελούν απόκλιση από τους προγόνους τους Αρχόσαυρους 230.000.000 χρόνια περίπου πριν, στη διάρκεια του μέσου με τέλους της τριαδικής περιόδου, περίπου 20.000.000 χρόνια αφότου το Περμικο-Τριασσικό γεγονός εξάλειψε κατ’ εκτίμηση 95% όλης της ζωής στη Γη. Ραδιοχρονολόγηση των απολιθωμάτων από πρόωρα είδη Ηωραπτόρων καθιερώνουν την παρουσία τους στα απολιθώματα. Παλαιοντολόγοι θεωρούν ότι ο Ηωράπτορας μπορεί να είναι ο κοινός πρόγονος όλων των δεινοσαύρων. Εάν αυτό ισχύει, τα γνωρίσματά του υποδηλώνουν ότι οι πρώτοι δεινόσαυροι πρέπει να ήταν μικροί και δίποδοι κυνηγοί. Επίσης, μεταξύ των πρώτων δεινοσαύρων ήταν ο πρωτόγονος Λαγόσουχος. Ο Σαλτόποδας, που ήταν μόλις μεγαλύτερος από ένα ανθρώπινο χέρι, εμφανίστηκε λίγο αργότερα. Οι πρώτοι πρωτόγονοι δεινόσαυροι διαφοροποιήθηκαν γρήγορα μέσω του υπολοίπου της τριαδικής περιόδου. Τα είδη των δεινοσαύρων επέκτησαν γρήγορα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και μια σειρά μεγεθών που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν σχεδόν κάθε επίγειο βιότοπο. Κατά τη διάρκεια της περιόδου υπεροχής των δεινοσαύρων, που κάλυψε τις μετέπειτα Ιουράσια και Κρητιδική περίοδο, σχεδόν κάθε γνωστό ζώο εδάφους μεγαλύτερο από 1 μέτρο στο μήκος, ήταν δεινόσαυρος. Το γεγονός της εξάλειψής τους, που συνέβη το κρητιδικό-τριτογενές, πριν περίπου 65.000.000 χρόνια, στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου, προκάλεσε την εξάλειψη όλων των ειδών δεινοσαύρων, εκτός από το είδος που είχε δημιουργήσει ήδη τα πρώτα πτηνά. Άλλα διάψιδα είδη, σχετικά με τους δεινόσαυρους, επίσης επέζησαν του γεγονότος. Τα αίτια της εξαφάνισης των δεινοσαύρων παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστα.
 

Τρικεράτωψ

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ

Οι δεινόσαυροι (συμπεριλαμβανομένων των πτηνών) είναι Αρχόσαυροι, όπως τα σύγχρονα κροκοδείλια. Τα διάψιδα κρανία τους έχουν δύο ανοίγματα, που ονομάζονται κροταφικά ανοίγματα, και βρίσκονται εκεί όπου οι μύες συνδέουν το σαγόνι, και ένα πρόσθετο άνοιγμα μπροστά από τα μάτια. Ανατομικά, οι δεινόσαυροι έχουν πολλά άλλα χαρακτηριστικά των Αρχόσαυρων, όπως τα δόντια που αναπτύσσονται όχι ως άμεση προέκταση των γνάθων. Στο πλαίσιο της ομάδας των Αρχόσαυρων, οι δεινόσαυροι διαφοροποιούνται πιο σημαντικά στο βηματισμό τους. Τα πόδια των δεινόσαυρων επεκτείνονται άμεσα κάτω από το σώμα, ενώ τα πόδια των σαυρών και τα κροκοδείλια πλάγια από την κάθε πλευρά.

Συλλογικά, οι δεινόσαυροι θεωρούνται συνήθως ως υπερτάξη ή μη ταξινομημένος κλάδος. Χωρίζονται σε δύο τάξεις, τα Σαυρίσχια και τα Ορνιθίσχια, ανάλογα με τη δομή της λεκάνης. Τα Σαυρίσχια περιλαμβάνουν τις κατηγορίες που μοιράζονται έναν πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο με τα πουλιά απ’ ότι με τα Ορνιθίσχια, ενώ τα Ορνιθίσχια περιλαμβάνουν όλα τα είδη που μοιράζονται ένα πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο με τον Τρικεράτοπα απ’ ό,τι με τα Σαυρίσχια. Τα Σαυρίσχια («με λεκάνη σαύρας») διατήρησαν τη δομή του ισχίου των προγόνων τους, μ’ ένα ηβικό κόκκαλο να κατευθύνεται προς τα εμπρός. Αυτή η βασική μορφή τροποποιήθηκε με περιστροφή προς τα πίσω από το ηβικό οστό και σε διαφορετικό βαθμό σε διάφορες ομάδες (Ερρεράσαυρος, Θεριζινοσαυρίδες, Δρομεοσαυρίδες, και τα πουλιά). Τα Σαυρίσχια περιλαμβάνουν τα Θηριόποδα (δίποδα και κυρίως σαρκοφάγα, εκτός από τα πουλιά) και τα Σαυρόμορφα (τετράποδα φυτοφάγα με μακρύ λαιμό). Αντίθετα, τα Ορνιθίσχια («με λεκάνη πουλιού») είχαν μια λεκάνη που επιφανειακά έμοιαζε με λεκάνη πουλιού: το ηβικό οστό ήταν προσανατολισμένο να δείχνει προς τα πίσω). Σε αντίθεση με τα πουλιά, το ηβικό οστό των Ορνιθίσχιων επίσης είχαν συνήθως επιπλέον προς τα εμπρός που δείχνει τη διαδικασία. Τα Ορνιθίσχια περιλαμβάνουν μια ποικιλία από τα φυτοφάγα.
 
Μικροράπτωρ

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η μακροχρόνια διένεξη για τη σχέση μεταξύ πουλιών και δεινοσαύρων δεν έχει να κάνει τόσο με τα απολιθώματα όσο με το πώς τα ερμηνεύουμε. Οι παλαιοντολόγοι θεωρούν γενικά τα πτηνά ως Αρχοσαύρια, ακόμα και ως στενούς συγγενείς συγκεκριμένων ομάδων Αρχοσαύριων. Προβλήματα όπως η προέλευση της πτήσης στη μια ή την άλλη ομάδα δεινοσαύρων δεν τους απασχολούσαν ιδιαίτερα. Εφόσον η ανατομία τους έδειχνε καθαρά ότι συγγένευαν με τα πουλιά, τι σημασία είχε εάν αυτοί οι δεινόσαυροι μπορούσαν πράγματι να πετάξουν ή όχι; Επιπλέον, τα αρχαιότερα γνωστά πτηνά (Αρχαιοπτέρυξ) έζησαν εκατομμύρια χρόνια πριν τα Θηριόποδα, που θεωρούνται οι στενότεροι συγγενείς των πτηνών. Επίσης, ορισμένες λεπτομέρειες της ανατομίας των «χεριών» στα πτηνά διαφέρουν τόσο πολύ από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά στους δεινόσαυρους, ώστε δεν μπορεί να έχουν εξελιχθεί από τους τελευταίους. Γνωρίζοντας τις ελλείψεις στο αρχείο των απολιθωμάτων αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Μην ξεχνάμε ότι τον 20ο αιώνα τα δίχτυα των ψαράδων έπιασαν έναν ολοζώντανο και υγιή Κοιλάκανθα, ένα αρχαϊκό ψάρι, που οι επιστήμονες πίστευαν ότι είχε εκλείψει πριν από 80.000.000 χρόνια! Μη νομίσετε ότι είναι πολύ πιο απίθανο να βρεθείτε στην έρημο της Μογγολίας σήμερα και να αντικρίσετε μια αγέλη Βελοκιράπτορες, όλο νύχια και δόντια, να κατευθύνεται παιχνιδιάρικα προς το μέρος σας! Οι ορνιθολόγοι υποστήριξαν ότι πολλά εδαφόβια είδη δεινοσαύρων ίσως έχασαν την ικανότητα να πετούν, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τη στρουθοκάμηλο και τους πιγκουΐνους. Υποστήριξαν, δηλαδή, ότι εξελίχθησαν από ιπτάμενους προγόνους, τα λείψανα των οποίων δεν έχουν βρεθεί ακόμα.
 

Αρχαιοπτέρυξ

ΘΕΩΡΙΕΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ

Η ξαφνική μαζική εξαφάνιση των μη ιπταμένων δεινοσαύρων, που συνέβη πριν 65.000.000 χρόνια, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μυστήρια της Παλαιοντολογίας. Πολλές άλλες ομάδες ζώων εξαφανίστηκαν επίσης εκείνη την περίοδο, συμπεριλαμβανομένων των Αμμωνιτών (είδος μαλακίων), των Μοσάσαυρων, Πλησιόσαυρων, Πτερόσαυρων, των χορτοφάγων χελωνών και των κροκοδείλων, των περισσότερων πουλιών, και πολλές ομάδες των θηλαστικών. Η φύση του γεγονότος που προκάλεσε αυτήν την μαζική εξάλειψη έχει μελετηθεί εκτενώς από τη δεκαετία του 1970. Αυτή τη στιγμή, διάφορες σχετικές θεωρίες υποστηρίζονται ευρέως από παλαιοντολόγους.

Σινοσαυροπτέρυξ


ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΑΣΤΕΡΟΕΙΔΗ

Η ακτή του Μεξικού προς την Καραϊβική δέχτηκε πριν από 65.000.000 χρόνια έναν ανεπιθύμητο επισκέπτη. Με μέγεθος όσο το μισό νησί του Μανχάταν και με ταχύτητα δεκάδες χιλιάδων χιλιομέτρων την ώρα, ένας αστεροειδής προσέκρουσε στη Γη και θεωρείται ότι αυτός ήταν η αιτία για την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Η θεωρία σύγκρουσης με αστεροειδή, που προτάθηκε αρχικά από τον Γουόλτερ Αλβάρεζ προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, συνδέει το γεγονός εξάλειψης στο τέλος της κρητιδικής περιόδου. Ο Αλβάρεζ πρότεινε ότι μια ξαφνική αύξηση στα επίπεδα ιριδίου, που καταγράφηκε σε όλο τον κόσμο σε στρώματα πετρωμάτων της περιόδου, είναι άμεσο αποτέλεσμα του αντίκτυπου εκείνης της σύγκρουσης. Ο όγκος των στοιχείων τώρα προτείνει ότι ένας αστεροειδής πάχους 10 χλμ. έπεσε κοντά στη χερσόνησο Γιουκατάν, δημιούργησε τον κρατήρα πάχους 170 χλμ. και έφερε τη μαζική εξαφάνιση. Οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι εάν οι δεινόσαυροι αναπτύσσονταν ή μειώνονταν πριν από το γεγονός. Κάποιοι προτείνουν ότι ο μετεωρίτης προκάλεσε μια μακροχρόνια και αφύσικη πτώση στην ατμοσφαιρική θερμοκρασία της γης, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι θα είχε δημιουργήσει αντί αυτού ένα ασυνήθιστο κύμα θερμότητας. Αν και η ταχύτητα της εξάλειψης δεν μπορεί να συναχθεί από απολιθώματα μόνο, τα διάφορα μοντέλα προτείνουν ότι η εξάλειψη ήταν εξαιρετικά γρήγορη. Η συναίνεση μεταξύ των επιστημόνων που υποστηρίζουν αυτήν τη θεωρία είναι ότι η σύγκρουση προκάλεσε τις εξαλείψεις και άμεσα (από τη θερμότητα λόγω της σύγκρουσης μετεωριτών) και έμμεσα (μέσω μιας παγκόσμιας ψύξης που επήλθε όταν υλικό που εκτινάχθηκε από τον κρατήρα της σύγκρουσης αντανακλούσε τη θερμική ακτινοβολία από τον ήλιο).

Κρανίο Ακροκανθόσαυρου, Μουσείο Φυσικών Επιστημών Βόρειας Καρολίνας


ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ - ΤΟ ΝΕΦΟΣ ΤΟΥ ΟΟΡΤ

Ενώ παρόμοια με τη θεωρία σύγκρουσης του Αλβάρεζ (που περιλάμβανε έναν αστεροειδή ή κομήτη), αυτή η θεωρία προτείνει ότι ένα ρεύμα κομητών απομακρύνθηκε από το Νέφος του Όορτ, λόγω της βαρυτικής διάσπασης που προκλήθηκε από ένα διερχόμενο αστέρι. Ένα ή περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα συγκρούστηκαν έπειτα με τη Γη σχεδόν ταυτόχρονα, προκαλώντας την παγκόσμια εξαφάνιση των ειδών. Όπως με την σύγκρουση ενός αστεροειδούς, το τελικό αποτέλεσμα αυτού του βομβαρδισμού κομητών θα ήταν μια ξαφνική πτώση στις παγκόσμιες θερμοκρασίες, που θα ακολουθείτο από μία παρατεταμένη κρύα περίοδο.

Κερατόσαυρος

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ

Στην αιχμή της εποχής των δεινοσαύρων δεν υπήρξε κανένα πολικό κάλυμμα πάγου και οι στάθμες των θαλασσών υπολογίζεται ότι ήταν από 100 έως 250 μέτρα υψηλότερα από ό,τι είναι σήμερα. Η θερμοκρασία του πλανήτη ήταν, επίσης, πιο ομοιόμορφη, με μόνο 25 βαθμούς Κελσίου να χωρίζει τις μέσες πολικές θερμοκρασίες από εκείνες στον ισημερινό. Κατά μέσον όρο, οι ατμοσφαιρικές θερμοκρασίες ήταν επίσης πολύ μεγαλύτερες. Οι πόλοι, για παράδειγμα, ήταν κατά 50° C θερμότεροι απ’ όσο σήμερα. Η σύνθεση της ατμόσφαιρας στη διάρκεια της εποχής των δεινοσαύρων ήταν πολύ διαφορετική επίσης. Τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα ήταν μέχρι 12 φορές πιο υψηλά από τα σημερινά επίπεδα και το οξυγόνο ήταν 32-35% της ατμόσφαιρας, σε σύγκριση με το 21% που είναι σήμερα. Παρόλα αυτά, μέχρι το τέλος της Kρητιδικής περιόδου, το περιβάλλον άλλαζε εντυπωσιακά. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα μειωνόταν, πράγμα που οδήγησε σε μια τάση ψύξης, καθώς τα επίπεδα του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα χαμήλωναν. Τα επίπεδα οξυγόνου στην ατμόσφαιρα άρχισαν, επίσης, να μεταλλάσσονται και πρέπει, τελικά, να χαμήλωσαν αρκετά. Μερικοί επιστήμονες υποθέτουν ότι η αλλαγή κλίματος, που συνδυάστηκε με τα χαμηλότερα επίπεδα οξυγόνου, θα είχε οδηγήσει άμεσα στην εξαφάνιση πολλών ειδών. Εάν οι δεινόσαυροι είχαν αναπνευστικά συστήματα παρόμοια με αυτά που βρίσκονται συνήθως στα σύγχρονα πτηνά, μπορεί να ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αντιμετωπίσουν τη μειωμένη αναπνευστική αποδοτικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις τεράστιες απαιτήσεις οξυγόνου των πολύ μεγάλων σωμάτων τους.


Δεινόνυχος

ΑΛΛΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

Άλλες εκδοχές της εξαφάνισης των δεινοσαύρων είναι η όξινη βροχή, οι εκρήξεις ηφαιστείων, η ακτινοβολία από Σουπερνόβα, η δυσπεψία, ακόμα και η σεξουαλική ανικανότητα. Τα μεγαλόσωμα ζώα, σαφώς πιο επιρρεπή στους εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν την επιβίωσή τους, δεν μπορούν να καλυφθούν ούτε να κρυφτούν, ζευγαρώνουν σπανιότερα και κάνουν λιγότερους απογόνους. Έτσι και με την πραγματικότητα που ζούμε καθημερινά, είδη ζώων, φυτών και πουλιών να εξαφανίζονται από το πρόσωπο της Γης, αναρωτιόμαστε: Μήπως ο άνθρωπος κατάφερε να εξαφανίσει τα είδη που αμφισβητούσαν την κυριαρχία του; Εικασίες, μύθοι, πραγματικότητα και φαντασία μπλέκονται και μπλέκουν έναν ιστό αλήθειας και παραλόγου, στο ατελείωτο παιχνίδι της ζωής.


ΜΕΡΙΚΑ ΕΙΔΗ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ

ΑΚΑΝΘΟΣΑΥΡΟΣ (SPINOSAURUS)

Πολύ μεγάλο θηριόποδο, με μήκος 11-20 μέτρα, από το ρύγχος ως την ουρά. Είχε αγκάθια σχεδόν 2 μέτρων, σχεδόν 11 φορές το ψηλότερο από τους ίδιους τους σπόνδυλους.




ΑΚΡΟΚΑΝΘΟΣΑΥΡΟΣ (ACROCANTHOSAURUS)

Αν και σημαντικά μικρότερος από τους γιγαντιαίους συγγενείς του, όπως ο Γιγαντόσαυρος, ο Ακροκανθόσαυρος ήταν ανάμεσα στα μεγαλύτερα θηριόποδα που υπήρξαν ποτέ. Ο Ακροκανθόσαυρος ταξινομείται στην υπεροικογένεια Αλλοσαυροειδή εντός της ενδοτάξης των Τετάνουρων. Το μεγαλύτερο γνωστό άτομο είχε μήκος από το ρύγχος ως την άκρη της ουράς 11,5 μέτρα και εκτιμώμενο βάρος 6.117 κιλά. Το κρανίο του είχε μήκος σχεδόν 1,3 μέτρα. Έζησε στη σημερινή Β. Αμερική στη διάρκεια του Άπτιου και πρώιμου Άλβιου σταδίου του Πρώιμου Κρητιδικού. Όπως τα περισσότερα γένη δεινοσαύρων, ο Ακροκανθόσαυρος περιέχει μόνο ένα είδος, το Acrocanthosaurus atokensis, που ονομάστηκε έτσι από την κομητεία Ατόκα της Οκλαχόμα, όπου το πρώτο δείγμα του είδους ανακαλύφθηκε. Ήταν δίποδος θηρευτής και τα απολιθωμένα κατάλοιπά του βρίσκονται κυρίως στις πολιτείες των ΗΠΑ, Οκλαχόμα και Τέξας. Είναι περισσότερο γνωστός για τις ακανθώδεις αποφύσεις σε πολλούς από τους σπονδύλους του, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα υποστήριζαν μία σειρά από μύες στον λαιμό, την πλάτη και τους γοφούς του ζώου. Κυνηγούσε πιθανώς μεγάλα σαυρόποδα και ορνιθόποδα. Ήταν δίποδος, με μακριά και βαριά ουρά που αντιστάθμιζε το κεφάλι και το σώμα, διατηρώντας το κέντρο βάρους πάνω από τους γοφούς. Τα μπροστινά του άκρα ήταν σχετικά μικρότερα και πιο εύρωστα από αυτά του Αλλόσαυρου, αλλά εκτός από αυτό ήταν παρόμοια, με το κάθε ένα να έχει τρία δάκτυλα με νύχια. Εν αντιθέσει με τους ταχυκίνητους δεινόσαυρους, το μηριαίο οστό του ήταν μακρύτερο από το κνημιαίο και τα μετατάρσια, υποδεικνύοντας ότι δεν έτρεχε γρήγορα. Τα πόδια του είχαν τέσσερα δάκτυλα το καθένα, αν και όπως είναι τυπικό για τα θηριόποδα, το πρώτο ήταν πολύ μικρότερο από τα υπόλοιπα και δεν έρχονταν σε επαφή με το έδαφος.





ΑΛΛΟΣΑΥΡΟΣ (ALLOSAURUS)

Ένα είδος σαρκοφάγου δεινόσαυρου, μετρίου έως μεγάλου μεγέθους θηριόποδο, με μήκος 9-12 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά. Ανήκε στην υποτάξη Θηριόποδα και έζησε 155 με 145 εκατομμύρια χρόνια πριν, στην Ιουρασική περίοδο.


Κυνηγούσε σε αγέλες, ομάδες συγγενών Αλλόσαυρων έως 10 ατόμων. Η κορυφή του κεφαλιού του φέρεται να ήταν διακοσμημένη με ένα οστέινο εξόγκωμα ή μικρά κέρατα κατά μήκος του λαιμού. Ο Αλλόσαυρος καταδίωκε το θήραμά του για πολλή ώρα, και μπορούσε να διανύσει εύκολα αρκετά μεγάλες αποστάσεις. Συνήθως πλήγωνε το θήραμα στα πόδια για να μην μπορεί να τρέξει, μέχρι που αυτό έπεφτε εξαντλημένο κάτω. Τα πιο συχνά θηράματα γι’ αυτόν ήταν οι Διπλόδοκοι, οι Ιγουανόδοντες και οι Στεγόσαυροι.




ΑΡΧΑΙΟΠΤΕΡΥΞ (ARCHAEOPTERYX)

Μικρό, ιπτάμενο θηριόποδο, το αρχαιότερο και πιο πρωτόγονο γένος πτηνών που είναι γνωστό. Έζησε στην ύστερη Ιουράσια περίοδο, περίπου 150-145 εκατομμύρια χρόνια πριν, εκεί που σήμερα βρίσκεται η νότια Γερμανία σε μια περίοδο που η Ευρώπη ήταν αρχιπέλαγος νησιών σε μία ρηχή τροπική θάλασσα, πολύ πιο κοντά στον ισημερινό από ότι είναι τώρα. Ο αρχαιοπτέρυξ είχε μέγεθος παρόμοιο με της κίσσας με μήκος 30-60 εκατοστά από το ρύγχος ως τον πρωκτό. Παρά το μικρό του μέγεθος, τα φαρδιά φτερά και την ικανότητά του να πετάει ή να αιωρείται, ο αρχαιοπτέρυξ είχε περισσότερα κοινά με μικρά θηριόποδα παρά με τα σύγχρονα πτηνά: σαγόνια με αιχμηρά δόντια, τρία δάχτυλα με νύχια, μακριά οστέινη ουρά, τα δεύτερα δάχτυλα του ποδιού είναι υπερεκτάσιμα, πούπουλα (που υπαινίσσονται ομοιοθερμία) και διάφορα σκελετικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο αρχαιοπτέρυξ παίζει σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στην μελέτη της προέλευσης των πτηνών αλλά και στην μελέτη των δεινοσαύρων. Τα πρώτα υπολείμματα Αρχαιοπτέρυγα ανακαλύφθηκαν το 1861, δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση από τον Κάρολο Δαρβίνο του έργου του «Περί της καταγωγής των ειδών» και αποτέλεσε βασικό στοιχείο στο ζήτημα της εξέλιξης. Με την πάροδο των χρόνων ανακαλύφθηκαν 9 ακόμα απολιθώματα Αρχαιοπτέρυγων. Πολλά από αυτά τα απολιθώματα περιέχουν εντυπωμένα πούπουλα, από τις παλαιότερα (αν όχι τα παλαιότερα) άμεσα στοιχεία που υπάρχουν για τα πούπουλα. Επιπλέον, επειδή αυτά τα πούπουλα είναι προηγμένης μορφής, τα απολιθώματα αυτά αποτελούν στοιχείο του ότι τα πούπουλα είχαν αρχίσει ήδη να εξελίσσονται για αρκετό καιρό.




ΒΡΑΧΙΟΣΑΥΡΟΣ (BRACHIOSAURUS)

Ο Βραχιόσαυρος ήταν ο μεγαλύτερος δεινόσαυρος (ένα γιγάντιο σαυρόποδο) με ύψος 12 μέτρα, μήκος 20-32 μέτρα, από το ρύγχος ως την ουρά και βάρος 45 τόνων!



ΓΙΑΝΓΚΤΣΟΥΑΝΟΣΑΥΡΟΣ

Μεγάλου μεγέθους θηριόποδο, με μήκος 9-12 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Κίνα. Ήταν μεγαλύτερος από τον Κερατόσαυρο, που έζησε την ίδια εποχή και πιο ρωμαλέος από τον ξάδελφό του τον εύθραυστο Αλλόσαυρο. Το αρσενικό είχε λαμπρά χρώματα, με εναλλασσόμενες οριζόντιες χρυσοκίτρινες και ζωηρές πράσινες ραβδώσεις. Τα ελαφρώς μικρότερα σε μέγεθος θηλυκά είχαν πιο θαμπά χρώματα και λιγότερο εμφανή διακοσμητικά ποικίλματα στο κεφάλι. Πριν από την εποχή της αναπαραγωγής, τα αρσενικά αποκτούσαν πλούσιο μπλε τρίχωμα, ένα εντυπωσιακό φτερωτό κολάρο στο λαιμό και ιριδίζοντα μεγάλα διακοσμητικά φτερά, όμοια με αυτά του παγωνιού, στους βραχίονες, στους μηρούς και στην ουρά. Στολισμένα έτσι, καμάρωναν μπροστά σ’ ένα ακροατήριο θηλυκών. Το πλάσμα αυτό ήταν μονογαμικό. Οι νεοσσοί καλύπτονταν με πυκνό χνουδωτό φτέρωμα, γκρι χρώματος. Τα αρσενικά δε έβοσκαν τη περίοδο που ασχολούνταν με τους νεοσσούς, ενώ τα θηλυκά κυνηγούσαν σε μικρές ομάδες 2-3 ζώων. Το φτέρωμα του ζευγαρώματος, έπεφτε σύντομα και αποτελούσε ιδεώδες υλικό για τη κατασκευή της φωλιάς. Ζούσαν συνήθως σε μικρές ομάδες σε αραιά δασωμένες πεδιάδες, κατασκηνώνοντας σε απομονωμένα δασύλλια. Οι κατασκηνώσεις αυτές αποτελούσαν τόπους φωλιάσματος, παρατηρητήρια κι αφετηρίες εξορμήσεων, από όπου τα θηλυκά ξεκινούσαν για να κυνηγήσουν άλλους δεινόσαυρους, Έχοντας μεγαλύτερο βάρος από τον Αλλόσαυρο, αυτά τα ζώα ήταν καταλληλότερα για ενέδρες παρά τη καταδίωξη των θηραμάτων τους. Ήταν ειδικευμένα στο κυνήγι μεγάλων σαυρόποδων, όπως του Μαμαγχίδαυρου, αν και επιτίθονταν και στον Τουογιανγκόσαυρο.



ΔΙΠΛΟΔΟΚΟΣ (DIPLODOCUS)

Είχε μήκος 20-30 μέτρα, από το ρύγχος ως την ουρά και ζούσε στις ΗΠΑ. Εντύπωση προκαλεί το εξαιρετικά μεγάλο μήκος αυτού του δεινόσαυρου σε σχέση με τη κατασκευή του κορμού του. Πάνω από τα 2/3 του μήκους του είναι ο λαιμός και η ουρά του, που τα διατηρούσε σε περίπου οριζόντια θέση. Ο Διπλόδοκος είχε μια σειρά από τριγωνικές πλάκες που εκτείνονταν από το κεφάλι ως την ουρά. Αρσενικά και θηλυκά έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους, αν και τα θηλυκά συνήθως ήταν μεγαλύτερα. Είχαν χρώμα γκρι, που μεταλλασσόταν βαθμιαία σε κοκκινωπό ροζ στα πλευρά, στο κάτω μέρος του σώματος, στα άκρα, στο λαιμό και στο πρόσωπο. Ο λαιμός και η ουρά παρουσίαζαν ποικιλία σχεδίων με ροζ και γκρι ραβδώσεις. Το θηλυκό γεννούσε 20-30 αυγά σε παράλληλα αυλάκια σκαμμένα στο έδαφος. Τα κάλυπτε με βλάστηση και κοπριά, ενώ τα φυλούσε ένα αρσενικό ή χαμηλής ιεραρχικής θέσης θηλυκό, που συγγένευε με τη μητέρα. Ζούσαν σε μεγάλες (20-100 άτομα) οικογενειακές ομάδες με αναπτυγμένη και αυστηρή κοινωνική ιεραρχία. Αρχηγός ήταν μια ηλικιωμένη «βασίλισσα» με τους θηλυκούς στενούς συγγενείς της και ένα χαρέμι συζύγων. Τα θηλυκά ζούσαν από 100-120 έτη, ανάλογα με τη κοινωνική τους θέση, ενώ τα αρσενικά, δεν ζούσαν πάνω από ένα αιώνα. Οι αγέλες τους παρέμεναν αδιαίρετες όλο το χρόνο. Ήταν μεγαλύτερες όταν συναθροίζονταν σε πεδιάδες, αν και μικρές ομάδες περιστασιακά, αναζητούσαν τροφή στα δάση.



ΕΡΡΕΡΑΣΑΥΡΟΣ (HERRERASAURUS)

Μεσαίου μεγέθους, πρωτόγονο θηριόποδο, με μήκος 3-5 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Ν. Αμερική. Σχετικά μεγαλόσωμο για τη πρώιμη εποχή της εμφάνισής του, το εξαιρετικά σπάνιο αυτό ζώο είχε έντονο πράσινο σμαραγδένιο χρώμα, φολιδωτό λοφίο, ενώ ένα κολάρο από γκρίζα πρωτόγονα φτερά περιέβαλε τους ώμους του. Το λοφίο και το φτερωτό κολάρο στους ώμους ανορθωνόταν όταν εκδήλωνε απειλητική συμπεριφορά. Τα ζώα και των δυο φίλων παρέμεναν μοναχικά σε όλη τους τη ζωή τους. Κάθε Ερρερόσαυρος περιπλανιόταν στα όρια της δικής του, εκτεταμένης περιοχής όπου κυνηγούσε μόνος του. Η ερωτοτροπία των Ερρεράσαυρων ήταν σύντομη και εξαιρετικά βίαιη, ενώ μπορούσε να οδηγήσει στο θάνατο οποιουδήποτε από τους συμμετέχοντες και τη κατανάλωση του ηττημένου από το νικητή. Η εξέταση των τραυμάτων όσων πέθαναν πρόσφατα δείχνει ότι το σάλιο τους είναι δηλητηριώδες, γεγονός που εξηγεί το έντονο χρώμα τους. Δεν έχουν βρεθεί ποτέ φωλιές, αυγά και νεοσσοί τους. Τους άρεσε να κρύβονται, ζούσαν σε πεδιάδες με πυκνή δασοκάλυψη και σε ελώδη δάση. Πρόκειται για αρπακτικά που έπιαναν μικρά και μετρίου μεγέθους ζώα στήνοντας ενέδρα. Παρά τον έντονο χρωματισμό τους απαντώνται πολύ σπάνια κι έτσι πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τις συνήθειές τους, βασίζονται σε συμπεράσματα από πολύ ελλιπείς αναφορές.



ΗΩΡΑΠΤΟΡΑΣ (EORAPTOR)

Πρωτόγονος δεινόσαυρος με μήκος 1 μέτρο από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Νότια Αμερική. Μικρό, λεπτόκορμο δίποδο με κόκκινο-καφέ χρώμα, έντονα γαλανές κηλίδες στο κεφάλι και στο λαιμό και μπλε πρωτόγονα φτερά στα πλευρά, που παρατηρούνταν ιδιαίτερα στα αρσενικά την εποχή του ζευγαρώματος. Αρσενικά και θηλυκά είχαν περίπου το ίδιο μέγεθος, αν και τα θηλυκά είχαν σκοτεινότερα και πιο μουντά χρώματα και λιγότερα στολίδια. Η ερωτοτροπία συντελείτο σε πρωτόγονες αρένες, στις οποίες ένα ή περισσότερα αρσενικά επιδεικνύονταν σε μια ομάδα θηλυκών, τα οποία επέλεγαν το σύντροφό τους. Τα θηλυκά επώαζαν 6-12 ελλειψοειδή αυγά με καφέ κηλίδες σε πρόχειρες φωλιές σκαμμένες στο έδαφος. Τα ζώα αυτά περιπλανιόνταν σε περιοχές ανοικτές, με φτωχή βλάστηση. Ο Ηωράπτορας έτρωγε τα πάντα, αλλά κυρίως μικρά θηλαστικά. Κυνηγούσε μόνος ή σε μικρές ομάδες, πάντοτε στο ημίφως που επικρατεί κοντά στο ηλιοβασίλεμα ή λίγο πριν την αυγή, όταν τα μικρά θηλαστικά που αποτελούσαν τη λεία του, δραστηριοποιούνταν. Ήταν από τους πρώτους γνωστούς δεινόσαυρους με δίποδη στάση, χέρια και ικανότητα σύλληψης, μεγάλα μάτια, γρήγορο μεταβολισμό, πρωτόγονα φτερά και σχετικά υψηλή νοημοσύνη. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι απαραίτητα στο κυνήγι νυκτόβιων γρήγορων θηραμάτων, όπως τα θηλαστικά. Αυτό δεν είναι σύμπτωση, αφού τα πρώτα αναγνωρίσιμα θηλαστικά εμφανίστηκαν αυτήν την εποχή.




ΙΣΑΝΟΣΑΥΡΟΣ (ISANOSAURUS)

Μικρό, πρωτόγονο σαυρόποδο με μήκος 5-10 μέτρα, από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Νοτιοανατολική Ασία. Αρσενικά και θηλυκά είχαν παρόμοια εμφάνιση, αν και τα θηλυκά ήταν 10-20% πιο μεγαλόσωμα από τα αρσενικά, που είχαν πιο έντονο χρώμα. Τα ζώα αυτά, που ζούσαν κυρίως σε πεδινές δασώδεις περιοχές με κωνοφόρα και σε μονίμως πλημμυρισμένα ελώδη δάση, παρουσίαζαν έναν αινιγματικό χρωματισμό με πράσινες ραβδώσεις. Ο Ισανόσαυρος είναι το πρώτο γνωστό γνήσιο σαυρόποδο. Τα χέρια και τα πόδια του, διέθεταν 5 ονυχοφόρα δάχτυλα. Οι χαρακτηριστικοί επίσης για τα σαυρόποδα κάλοι στις φτέρνες του υποδεικνύουν κάποια ραθυμία και αυξημένη τάση για τετράποδη κίνηση. Ανάλογα με το πόσο ανοιχτό ήταν το τοπίο, ο Ισανόσαυρος απαντάται είτε σε προσωρινά μονογαμικά ζευγάρια ή σε οικογενειακές ομάδες, όπου επικρατούσε μια μητριαρχική ιεραρχία. Ο Ισανόσαυρος παρουσίαζε τάση για σημαντική διαφορά ηλικίας στα δυο φύλλα, χαρακτηριστικό γνώρισμα των σαυρόποδων. Ένα κυρίαρχο θηλυκό μπορεί να ζούσε 30-50 έτη, ενώ τα περισσότερα αρσενικά ζούσαν 20-35 έτη.




ΚΕΡΑΤΟΣΑΥΡΟΣ (CERATOSAURUS)

Μικρόσωμο θηριόποδο, με μήκος 4-7 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Βόρεια Αμερική. Κυνηγούσε κατά αγέλες και διακρινόταν για τα πολλά διακοσμητικά ποικίλματα στο κεφάλι. Πολλά είδη είχαν μεγάλα κέρατα στο ρύγχος και μπροστά ή πάνω από τις οφθαλμικές κόγχες. Στο ρινόκερο Κερατόσαυρο, τα κέρατα, ο λαιμός, η ράχη και η ουρά είχαν έντονο κόκκινο χρώμα. Τα πλευρά του είχαν θαμπό γκρι χρώμα και κόκκινες οριζόντιες ραβδώσεις. Ο κοντός, πανίσχυρος λαιμός και η ράχη του ήταν θωρακισμένα με οστέινες φολίδες. Γενικά οι Κερατόσαυροι δεν είχαν φτέρωμα, εκτός από τα νεαρά και τα αρσενικά την εποχή του ζευγαρώματος, το οποίο επιδεικνύουν κατά τον ανταγωνισμό σε αρένες. Τα πολύ μεγάλα δόντια τους, ακόμη και για θηριόποδα και το πολύ μεγάλο άνοιγμα των σιαγόνων, τους επέτρεπαν να σκίζουν εύκολα τις σάρκες των θυμάτων τους.



Τα ζευγάρια ήταν μόνιμα κι επέστρεφαν κάθε έτος στους ίδιους τόπους φωλιάσματος. Οι γονείς φρόντιζαν τα μικρά τους για μήνες μετά την εκκόλαψή τους, μαθαίνοντάς τα να κυνηγούν. Κυνηγούσαν σε ομάδες 3 ή 4 ζώων, που αποτελούνταν συνήθως από άτομα του ενός μόνου φύλου. Προτιμούσε να στήνει ενέδρες παρά να καταδιώκει το θύμα του. Επιτίθετο σε Ιγουανοδοντίδες, αν και ο ρινόκερος Κερατόσαυρος ειδικευόταν στο κυνήγι θωρακισμένων δεινόσαυρων, όπως του αρματωμένου Στεγόσαυρου. Μερικά από τα πιο μεγαλόσωμα είδη Κερατόσαυρων κυνηγούσαν αποκλειστικά σαυρόποδα. Για παράδειγμα, ο αφρικανικός πελώριος Κερατόσαυρος τρεφόταν με γιγάντια σαυρόποδα, όπως Βραχιόσαυρους.




ΚΡΥΟΛΟΦΙΟΣΑΥΡΟΣ (CRYOLOPHOSAURUS)

Μετρίου μεγέθους θηριόποδο, με μήκος 5-8 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά, που έζησε στη Νότια Αφρική και στην Ανταρκτική. Ήταν πρωτόγονο μέλος των «εξελιγμένων» θηριόποδων, όπου περιλαμβάνονταν ο Τυραννόσαυρος και τα πτηνά. Ζούσε στις ακτές της Ανταρκτικής και σε άλλες περιοχές της νότιας Γκοντβάνας. Χαρακτηριζόταν από μεγάλο, φανταχτερό λοφίο, που υπήρχε και στα δυο φύλα, ήταν όμως πιο ζωηρόχρωμο στα αρσενικά στην εποχή του ζευγαρώματος. Το λοφίο στον Κρυολοφιόσαυρο του Έλιοτ, είχε χρώμα κίτρινο του λεμονιού με μπλε ραβδώσεις, αλλά ο χρωματισμός ποίκιλλε, ανάλογα με το είδος. Ο κορμός του ζώου καλυπτόταν από άσπρα και μαύρα πρωτόγονα φτερά. Μαύρα, τριχοειδή φτερά σχημάτιζαν επίσης τη μάσκα και το γένι. Με τα πανίσχυρα σαγόνια του συνέθλιβε τα θαλασσινά, που αποτελούσαν την αγαπημένη του τροφή. Η αναπαραγωγή γινόταν στις αρχές της άνοιξης, όταν στο Νότιο Ωκεανό υπήρχε πληθώρα τροφής για τα νεογνά. Ο Κρυολοφιόσαυρος επέλεγε ένα μόνιμο σύντροφο και συνήθως φώλιαζε στις ίδιες ακτές σε όλη του τη ζωή. Η φωλιά του ένας σωρός άμμου, ψηλά στην ακτή, όπου δε έφτανε η θάλασσα, περιείχε έως και 20 αυγά, τα οποία φύλαγε ένας γονέας, ενώ ο άλλος αναζητούσε τροφή. Τα μικρά παρουσίαζαν πρόωρη ανάπτυξη και ωρίμαζαν μέσα σε δυο χρόνια. Έτρωγε πτώματα χελωνών, κροκόδειλων, Μελοσαύριων και Πλησιόσαυρων. Αγαπούσε όμως κυρίως τους Αμμωνίτες, που τους συνέλεγε στην ακτογραμμή ή στα αβαθή ύδατα. Τους κατάπινε μαζί με τα μισοθρυμματισμένα όστρακα. Το γεύμα αυτό αποθηκευόταν στον πρόλοβο και επανερχόταν μισοχωνεμένο στο στόμα του ζώου, για να δοθεί στους νεοσσούς.




ΛΙΛΙΕΝΣΤΕΡΝΟΣ (LILIENSTERNUS)

Μεγάλο θηριόποδο με μήκος 6-8 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά, που έζησε στη Δ. Ευρώπη. Μια ακρολοφία αποτελούμενη από φολίδες περιστοιχισμένη από μπλε και μπλε-μαύρο ινώδες φτέρωμα διέτρεχε τη ράχη αυτού του λεπτόσωμου γκρι-μπλε θηριόποδου, που γενικά, ήταν μακρύτερο στα αρσενικά απ’ ό,τι στα θηλυκά. Το ρύγχος έφερε παράλληλες μαυροκίτρινες ακρολοφίες που χρησιμοποιούνταν για επίδειξη. Τα ζώα αυτού του είδους, συνήθως ζούσαν σε μικρές ξεχωριστές ομάδες αρσενικών και θηλυκών με ανήλικα μικρά.



Αυτές οι ομάδες συναθροίζονταν σε μεγαλύτερες την εποχή του ζευγαρώματος, όταν τα αρσενικά ανέπτυσσαν πλούσιο φτέρωμα στο σώμα και στους βραχίονες, που το επεδείκνυαν θορυβωδώς στα θηλυκά. Τα θηλυκά πριν γεννήσουν τα αυγά τους διασκορπίζονταν σε μικρά αβαθή ορύγματα στο έδαφος. Δυο ή τρεις νεοσσοί με πρώιμη ανάπτυξη εκκολάπτονταν από μια γέννα 4-5 αυγών. Ήταν ένα μεγάλο θηριόποδο του Τριαδικού. Κυνηγούσε ομαδικά μεγαλύτερα προσαυρόποδα, πρώιμα σαυρόποδα και άλλα φυτοφάγα. Τα ζώα αυτά περιφέρονταν σε μια εκτεταμένη περιοχή και κάθε ομάδα ακολουθούσε τις κινήσεις συγκεκριμένων κοπαδιών φυτοφάγων ζώων. Τέλος, προσπαθούσαν να αποκόψουν το θύμα τους από το κοπάδι του, όπως τα θηριόποδα.



ΜΑΜΕΓΧΙΣΑΥΡΟΣ (MAMENCHISAURUS)

Μακρόλαιμο σαυρόποδο, με μήκος 20-26 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Κίνα. Το ζώο αυτό έμοιαζε με το Διπλοδόκο. Ο λαιμός φάνταζε πολύ μακρύς και δυσανάλογα παχύς σε σύγκριση με το ελαφρύ του σώμα. Η ουρά του κατέληγε σ’ ένα μικρό οστέινο ρόπαλο, ενώ μπορεί να υπήρχε ακρολοφία από όρθιες πλάκες κατά μήκος της ράχης. Τα άκρα και τα πλευρά του ήταν στικτά γκρι, ενώ το πάνω μέρος του σώματος, ο λαιμός και η ουρά είχαν σκούρο γκρι έως μαύρο χρώμα. Μια γραμμή έντονου ερυθρού χρώματος εκτεινόταν σε κάθε πλευρά από το περίγραμμα της κάτω γνάθου έως τη μέση της ουράς. Η ρινική περιοχή και τα μάτια μπορεί να είχαν κόκκινες σάρκινες αποφύσεις, ενώ η ρινική απόφυση διογκωνόταν κατά την ένδειξη ή όταν το ζώο έβγαζε ήχους. Ο Μαμεγχίσαυρος ήταν κοινωνικό ζώο και απαντιόταν συνήθως σε μεγάλα κοπάδια έως και 100 ζώων, οργανωμένων γύρω από μια ή δυο μητριαρχικές φυλές. Τα αδέσμευτα αρσενικά ήταν οργανωμένα σε μικρότερες ομάδες, που συναθροίζονταν με τα μεγαλύτερα κοπάδια κατά την εποχή του ζευγαρώματος. Τα θηλυκά γεννούσαν 10-20 αυγά και στη συνέχεια τα έθαβαν κάτω από τη βλάστηση και τα φύλαγαν έως την εκκόλαψή τους. Οι νεοσσοί αναπτύσσονταν πολύ γρήγορα και στις αρχές του καλοκαιριού ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν τις μετακινήσεις του κοπαδιού. Ζούσαν συνήθως κοντά σε νερό. Εξαιτίας του μεγέθους και της κοινωνικότητάς τους δεν είχαν πολλούς εχθρούς. Μόνο λίγα θηριόποδα, όπως ο Γιανγκτσουανόσαυρος ήταν αρκετά μεγάλα, ώστε να μπορούν να τους επιτεθούν. Οι Μαμεγχίσαυροι ήταν καλοί κολυμβητές, γεγονός που τους επέτρεπε να διαφεύγουν από αρπακτικά που τυχόν τους καταδίωκαν.




ΜΑΣΣΟΣΠΟΝΔΥΛΟΣ (MASSOSPONDYLUS)

Μικρού έως μεσαίου μεγέθους προσαυρόποδο με μήκος 3-5 μέτρα, από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Νότια Αφρική και στην Ανταρκτική. Είχε έντονο χρωματισμό, αν κι αυτό δεν τον προστάτευε πάντα. Οι μπλε και κίτρινες αποχρώσεις, του παρείχαν εξαιρετική κάλυψη, μόνο αν ζούσε κοντά σε ακτές και σε χαμηλούς θάμνους ανάμεσα σε αμμόλοφους. Τα θηλυκά ήταν λίγο μεγαλύτερα από τα αρσενικά και είχαν μακρύτερο λαιμό. Οι νεοσσοί χαρακτηρίζονταν από μεγάλη ποικιλία χρωμάτων, γεγονός που τους έκανε αόρατους στο περιβάλλον των τόπων φωλιάσματος. Ζούσε σε χαλαρά οργανωμένες μητριαρχικές ομάδες, που συναθροίζονταν σε μεγαλύτερα κοπάδια κατά την άνοιξη, εποχή του ζευγαρώματος. Τα αρσενικά μάχονταν για τα θηλυκά. Κάθε θηλυκό γεννούσε 6-10 αυγά, σε μια μικρή φωλιά κάτω από στρώσεις άμμου και βλάστησης. Οι νεοσσοί πρόωρα αναπτυγμένοι, ήταν έτοιμοι να μετακινηθούν μαζί με το κοπάδι λίγες μέρες μετά τη γέννησή τους. Οι δεινόσαυροι αυτοί τρέφονταν με θαμνώδη φυτά αλλά και οστρακόδερμα και ενίοτε με νεκρά ζώα, ενώ σκάλιζαν το έδαφος με τα ανθεκτικά μπροστινά νύχια τους αναζητώντας ασπόνδυλα και ρίζες. Το κοπάδι και τα μπροστινά νύχια τους αποτελούσαν την προστασία τους, από τα σαρκοβόρα θηριόποδα.




ΣΤΕΓΟΣΑΥΡΟΣ (STEGOSAURUS)

Ο μεγαλύτερος από τους «θωρακισμένους» δεινόσαυρους με μήκος 8-10 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Βόρεια Αμερική. Ο «αρματωμένος» δεινόσαυρος ήταν ένα ογκώδες τετράποδο, γενικά πράσινου χρώματος, που χαρακτηριζόταν από πλατιές οστέινες πλάκες σε εναλλασσόμενη (ζιγκ ζαγκ) διπλή σειρά κατά μήκος της ράχης του. Η ουρά κατέληγε σε 4 αγκάθια και το ζώο μπορούσε να τη κινεί πέρα δώθε. Οι Στεγόσαυροι ζούσαν σε μικρές οικογενειακές ομάδες υπό την αρχηγία μιας θηλυκής κυρίαρχης, αν και δεν είχαν τόσο αναπτυγμένη κοινωνική οργάνωση όσο τα σαυρόποδα. Οι ομάδες συναθροίζονταν κάθε έτος στους τόπους ζευγαρώματος, όπου τα ζώα- και ειδικότερα τα αδέσμευτα αρσενικά- μετακινούνταν ανάμεσα στις οικογενειακές ομάδες. Τα αρσενικά που βρίσκονταν σε οίστρο είχαν χαρακτηριστικές ζωηρόχρωμες κηλίδες στο λάρυγγα. Τα πιο μεγαλόσωμα αρσενικά και θηλυκά φυλούσαν τις φωλιές, καθεμιά από τις οποίες περιείχε 10-12 αυγά. Το φιλήσυχο αυτό φυτοφάγο έβοσκε τη χαμηλή μαλακή βλάστηση στις παρυφές των δασών και στις όχθες των ποταμών. Το ποδοπάτημα του εδάφους που συνεπάγεται η κίνηση των κοπαδιών των Στεγόσαυρων, συμπτωματικά δημιουργούσε τις συνθήκες που απαιτούνταν για την ανάπτυξη των νεαρών φυτών: οι Στεγόσαυροι κινούνταν από τον ένα βοσκότοπο στον επόμενο, κάνοντας ένα κύκλο που διαρκούσε 3 έως 6 μήνες, έτσι ώστε να υπάρχει πάντα άφθονη τροφή σε κάθε τόπο που έφτανε το κοπάδι. Ο Στεγόσαυρος έτρωγε επίσης ασπόνδυλα, μικρά θηλαστικά, αυγά και ενίοτε νεκρά ζώα. Όλα αυτά τα κατάπινε ολόκληρα και τα άλεθε σε ένα πρόλοβο που διέθετε.




ΤΟΥΟΓΙΑΝΓΚΟΣΑΥΡΟΣ (TUOJIANGOSAURUS)

Μεγάλος θωρακισμένος δεινόσαυρος, με μήκος 6-8 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά, που ζούσε στη Κίνα. Ο Τουογινγκόσαυρος ήταν μικρότερος και πιο σκουρόχρωμος από το Στεγόσαυρο, που έζησε την ίδια εποχή. Είχε 15 ζεύγη τριγωνικών πλακών, που θυμίζουν αγκάθια, σε δυο σειρές κατά μήκος της ράχης του. Η ουρά έφερε δυο ζεύγη μακριών αγκαθιών, ενώ σε κάθε ώμο υπήρχε από ένα πολύ μακρύ αγκάθι. Οι πλάκες του Τουογιανγκόσαυρου, που ήταν αιχμηρές και με ομοιόμορφο γκρι χρώμα, είχαν αμυντική λειτουργία. Ο δεινόσαυρος αυτός γενικά είχε μουντό χρώμα και εναλλασσόμενες ραβδώσεις με βαθύ γκρι και βυσσινί-καφέ χρώμα. Ζούσε μόνος ή σε μικρές ομάδες, χωρίς οργανωμένη κοινωνική δομή. Ζευγάρωνε ευκαιριακά: 6 με 8 αυγά τοποθετούνταν στο έδαφος, θάβονταν κάτω από τη σαπισμένη βλάστηση κι εγκαταλείπονταν. Ήταν επιφυλακτικός στην επαφή, νυκτόβιος και ημιυδρόβιος. Συνήθως έτρωγε φυτά και χόρτα σε κατάφυτες παρυφές υδάτων και σε ελώδη δάση. Ωστόσο, όπως όλοι οι Στεγόσαυροι, ήταν ουσιαστικά παμφάγος: έσκαβε για σκουλήκια, έπιανε μικρά ψάρια και καρκινοειδή, ενώ έτρωγε ακόμη και τα πτώματα. Μετακινιόταν σε πιο ξηρά εδάφη μόνο για να ζευγαρώσει, να γεννήσει τα αυγά του ή να αλλάξει βοσκότοπο. Λίγα ζώα μπορούσαν να διαπεράσουν τη πανοπλία του, ειδικά όταν έπαιρνε αμυντική στάση στρέφοντας τα αγκάθια του προς τον εχθρό. Ο πυκνά δασωμένος και υδάτινος ζωτικός χώρος του, του πρόσφερε προστασία από μεγάλα θηριόποδα, όπως ο Γιανγκτσουανόσαυρος.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου