Η Κοίμηση της Θεοτόκου, 1315, (Ναός Χριστού Βέροιας) |
Ο
Καλλιέργης, ήταν επίσημος ζωγράφος εκ Θεσσαλονίκης, ο οποίος ζωγράφισε τον ναό
του Σωτήρος Χριστού στη Βέροια της Μακεδονίας το 1315, όταν βασίλευε ο
Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος.
Άπό τής
εποχής τού αειμνήστου Σπ. Λάμπρου είναι γνωστόν το όνομα τοΰ Βυζαντινού
ζωγράφου Καλλιέργη, τοΰ ζωγραφήσαντος τό 1315 τόν ναόν τού Σωτήρος Χριστού εις
τήν Βέροιαν. Τό όνομα τού ζωγράφου Καλλιέργη εύρίσκετο εις επιγραφήν,
χαραγμένην επί λίθου είς τήν είσοδον τού ναού, όπως αναφέρουν οί δημοσιεύσαντες
παλαιότερον τήν επιγραφήν. Ό Λάμπρος, χωρίς νά ίδη τόν λίθον και τήν επιγραφήν,
αλλά παρατηρήσας ότι ή μέχρι τότε καταλογάδην δημοσιευομένη επιγραφή είναι
πράγματι έμμετρος, άνεδημοσίευσε ταύτην είς στίχους εκ τής τελευταίας κατά τήν
εποχήν του δημοσιεύσεώς της είς τήν Ίσβέστια τοΰ έν Κωνσταντινουπόλει Ρωσικού
άρχαιολογικού ’Ινστιτούτου. Είναι περίεργον ότι ό Λάμπρος ονομάζει τόν ναόν τής
Βέροιας, ένθα εύρίσκετο ή επιγραφή, «ναόν τής Παναγίας της Περιβλέπτου», ένθ ό
ναός εν τή επιγραφή ονομάζεται ρητώς «τής Άναστάσεως Χριστού» καί είναι γνωστός
τόσον είς τούς παλαιότερον ίδόντας δήθεν επί τόπου τόν λίθον καί δημοσιεύσαντας
τήν έπιγραφήν, όσον καί σήμερον, ώς ναός τοΰ Σωτήρος Χριστού.
Διά τήν
ευκολίαν τοΰ αναγνώστου έπαναλαμβάνομεν τό κείμενον τής επιγρα
φής, όπως
τό έδημοσίευσεν ό Σπ. Λάμπρος :
Ξένος
Ψαλιδάς (ή ψαλίδας) ναόν ϋ·εοΰ εγείρει
αφεοιν
ζητών των πολλών εγκλημάτων
τής , Αναοτάσεως
Χρίστου ονομα ύέμενος
Ευφροσύνη
σννεβνος (=σννεννος) τούτον εκπληροΐ.
'Ιστοριογράφος
όνομα Καλιέργης
τούς
καλούς και κοαμίονς ανταδέλφους μου
δλης
Θετταλίας αριστος ζωγράφος.
Πατριαρχική
χειρ καθιστά τον ναόν
του
μεγάλου βασιλέως *Ανδρονίκου
Κομνηνον
τον Παλαιόλόγον εν ετέι [,ς] ωκγ'.
Τό όνομα
Καλιέργης (Καλλιέργης ή Καλλέργης) είναι γνωστόν εκ τής έν Κρήτη ομωνύμου
οικογένειας, ή οποία ήγωνίσθη ήρωϊκώς κατά των Βενετών κατακτητών τής νήσου.
"Όπως όμως όρθώς παρετήρησεν ό κ. Ξυγγόπουλος, ό ζωγράφος της Βέροιας
Καλιέργης, εκτός μακρινής καταγωγής, δέν φαίνεται νά ήτο Κρής καί καυχώμενος ως
δ αριστος ζωγράφος πάσης Θεσσαλίας (=Μακεδονίας) ούδεμίαν μνείαν ποιείται τής
Κρήτης. Έξετάζων δέ περαιτέρω δ κ. Ξυγγόπουλος δμοιότητας τοΰ έργου τοΰ
Καλιέργη εις τόν Χριστόν τής Βέροιας πρός τοιχογραφίας καί μωσαϊκά συγχρόνων
ναών τής Θεσσαλονίκης διατυπώνει μέ μετριόφρονα έπιφύλαξιν τήν ύπόθεσιν, δτι δ
Καλιέργης ήτο πιθανώς Θεσσαλονικεύς ή τουλάχιστον έξέμαθε τήν τέχνην του έν
Θεσσαλονίκη.
Έπιβεβαίωσιν
τής ύποθέσεως ταύτης τοΰ κ. Ξυγγοπούλου άποσκοπεϊ νά φέρη τό παρόν σημείωμα.
"Εμεινε δηλαδή τυχαίως άπαρατήρητον δτι εις σύγχρονον σχεδόν δημοσιευμένον
άγιορειτικόν έγγραφον μαρτυρεΐται έν Θεσσαλονίκη ζών ζωγράφος Γεώργιος
Καλλιέργης. Εις έγγραφον τής μονής Χελανδαρίου τής 9 Νοεμβρίου τοΰ 1322, επτά
μόλις έτη μετά τήν άποπεράτωσιν τοΰ Χριστού της Βέροιας, δ ’Αλέξανδρος Δούκας ό
Σαραντηνός καί ή σύζυγός του Καλή πωλοΰν πρός μοναχούς τής μονής Χελανδαρίου
τρεις οικίας των, κειμένας έν Θεσσαλονίκη καί εις την συνοικίαν τοΰ 'Αγίου
Παραμόνου. 'Η πώλησις γίνεται ενώπιον καί έπί παρουσία τών εξής μαρτύρων:
«...τοΰ από τοΰ Θεσσαλονικαίου μεγάλου άλλαγίου κΰρ Μιχαήλ τοΰ Χαμαιδράκοντος,
τοΰ ζωγράφου κΰρ Γεωργίου τοΰ Καλλιέργη, τοΰ πρωτομαΐστορος τών οικοδόμων κΰρ
Γεωργίου τοΰ Μαρμαρά...».
Τό έγγραφον
υπογράφει (στ. 113) «ό μεγαλοναΐτης σκευοφύλαξ καί ταβουλ-λάριος Δημήτριος ό
Διαβασημέρης», πολύ γνωστός έξ άλλων έγγραφων άξιωμαχούχος τής μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης.
Ό ζωγράφος
τής Θεσσαλονίκης Γεώργιος Καλλιέργης, ό εμφανιζόμενος μετ’ άλλων τιτλούχων είς
έγγραφον μετά τού επαγγελματικού του τίτλου «ζωγράφος» επτά έτη μετά τήν
άποπεράτωσιν τού Χριστού τής Βέροιας, πρέπει νά είναι ό «άριστος ζωγράφος πάσης
Θετταλίας» τής επιγραφής τού ναού. Οΰτω έπιβεβαιοΰται ή υπόδεσις τού κ.
Ξυγγοπούλου, ότι ό Καλιέργης τής Βέροιας, εάν δέν είναι Θεσσαλονικεύς, εζη
τουλάχιστον έν Θεσσαλονίκη καί εκεί έξέμαθε τήν τέχνην του. Τούτο αποτελεί μίαν
άκόμη ένδειξιν, δτι έκ Θεσσαλονίκης έξεκίνησαν οί ζωγράφοι τής λεγομένης
μακεδονικής σχολής, οί ζωγραφήσαντες καί εκκλησίας τής Σερβίας.
Θεοχαρίδης
(1960). Ο Βυζαντινός ζωγράφος Καλλιέργης. Μακεδονικά, 4, 541-543.
Ο ναός του
Σωτήρος Χριστού
Ο Ναός της
Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού αποτελεί το γνωστότερο βυζαντινό μνημείο της
πόλης της Βέροιας και έχει επικρατήσει να ονομάζεται απλά η εκκλησία του
Χριστού. Ήταν καθολικό Μοναστηριού. Κτίσθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα.
Διατηρεί τοιχογραφίες που φιλοτέχνησε ο περίφημος Θεσσαλονικεύς ζωγράφος Γεώργιος Καλλιέργης. Σώζονται
τοιχογραφίες του 1326 και 1355 με παραστάσεις κεκοιμημένων αρχόντων στη δυτική
και νότια όψη του. Πρόκειται για μονόχωρο,
δρομικό ναό με τρίπλευρη αψίδα, που φέρει εξωτερικά κεραμοπλαστικό διάκοσμο.
Σύμφωνα με
την κτητορική επιγραφή επάνω από τη δυτική είσοδο ο ναός ιδρύθηκε στα χρόνια
του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), από τον Ξένο Ψαλιδά,
προς συγχώρηση των αμαρτιών του, και ολοκληρώθηκε από τη σύζυγό του Ευφροσύνη.
Το έτος 1315 εγκαινιάστηκε, πιθανότατα από τον πατριάρχη Νήφωνα, ο οποίος
καταγόταν από τη Βέροια.
Ήδη από το
1314 ο ναός αποτελούσε καθολικό σταυροπηγιακής μονής, η οποία είχε παραχωρηθεί
με πατριαρχικό γράμμα και χρυσόβουλλο στον ιερομόναχο Ιγνάτιο Καλόθετο από τη
Χίο, ο οποίος διέμενε στο Άγιον Όρος. (Απεικονίζεται γονυπετής, δεόμενος στο
νότιο τοίχο του ναού).
Ο ναός στο
εσωτερικό του είναι κατάγραφος με αγιογραφίες που φιλοτέχνησε, σύμφωνα με την
κτητορική επιγραφή, ο ζωγράφος Γεώργιος Καλλιέργης από τη Θεσσαλονίκη.
Η Ανάσταση του Χριστού. |
Στο
τεταρτοσφαίριο της αψίδας απεικονίζεται η Παναγία ολόσωμη κρατώντας στο στήθος
της το Χριστό πλαισιωμένη από τους σεβίζοντες αρχαγγέλους. Κάτω, στον
ημικύλινδρο, τοποθετούνται οι συλλειτουργούντες ιεράρχες. Στο αέτωμα
εικονίζονται στο κέντρο δύο αρχάγγελοι που κρατούν ανάμεσά τους μετάλλιο με το
Χριστό Εμμανουήλ, ενώ αριστερά και δεξιά οι προφήτες Σολομών και Δαβίδ
αντίστοιχα με ανοικτά ειλητάρια στα χέρια τους. Εκατέρωθεν του τεταρτοσφαιρίου,
πάνω από το οποίο παριστάνεται το Άγιο Μανδήλιο, εικονίζονται ο αρχάγγελος
Γαβριήλ και η ένθρονη Θεοτόκος του Ευαγγελισμού. Πιο κάτω σε δύο ζώνες ιεράρχες
ολόσωμοι και σε μετάλλια.
Στο βόρειο
και νότιο τοίχο το καθιερωμένο για τον αρχιτεκτονικό τύπο του ναού
εικονογραφικό πρόγραμμα διατάσσεται σε τρεις ζώνες. Στην ανώτερη απεικονίζονται
σκηνές από το Δωδεκάορτο και τα Πάθη του Χριστού. Η Σταύρωση και η Κάθοδος στον
Άδη παριστάνονται σε ειδική τιμητική θέση, στα αβαθή αψιδώματα του βόρειου και
νότιου τοίχου αντίστοιχα, προκειμένου να τονιστεί ο σωτηριολογικός χαρακτήρας
τους και να τιμηθεί η ιδιότητα του Χριστού ως Σωτήρα. Η Κοίμηση της Θεοτόκου
καταλαμβάνει την άνω ζώνη του δυτικού τοίχου. Στη μεσαία ζώνη εικονίζονται σε
στηθάρια διάφοροι άγιοι, προφήτες και ευαγγελιστές, ενώ στην κατώτερη ολόσωμοι
ιεράρχες, μάρτυρες και όσιοι.
Το έργο
του ζωγράφου Γεωργίου Καλλιέργη εντάσσεται στα πλαίσια της παλαιολόγειας
αναγέννησης των αρχών του 14ου αι. προδίδοντας σχέσεις τόσο με τη Θεσσαλονίκη
όσο και με την Κωνσταντινούπολη. Φέρει ωστόσο την προσωπική του σφραγίδα με το
συνδυασμό συντηρητικών και ανανεωτικών στοιχείων. Δημιουργεί δικά του πρότυπα.
Οι μορφές του στις ήρεμες και λιτές συνθέσεις χαρακτηρίζονται από γαλήνια
έκφραση και συγκροτημένο πάθος, παρ’ όλη τη διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών
και των στάσεων. Δίνει βαρύτητα στην απόδοση του εσωτερικού κόσμου συνδυάζοντας
το υλικό με το πνευματικό. Πλάθει τις συνθέσεις του με χρωματική ποικιλία, με
φωτεινά, απαλά και διαυγή χρώματα. Δίκαια λοιπόν αυτοαποκαλείται ως «όλης
Θεπαλίας» (δηλαδή της Μακεδονίας) άριστος ζωγράφος.
Η δήλωση
του ζωγράφου, ο οποίος στην κτητορική επιγραφή αυτοχαρακτηρίζεται υπερήφανα ως
«όλης Θετταλίας (εν. Μακεδονίας) άριστος ζωγράφος», είναι ασυνήθιστη για τα
βυζαντινά δεδομένα και η αυτοπροβολή του καλλιτέχνη απηχεί το κλασικιστικό
κλίμα που επικρατούσε αυτήν την εποχή στη Θεσσαλονίκη, επιφανής πολίτης της
οποίας ήταν και ο Καλλιέργης. Είναι προφανές ότι στη διαμόρφωση της
καλλιτεχνικής του προσωπικότητας επέδρασαν αποφασιστικά τα διδάγματα
ελληνοπρέπειας των πνευματικών κύκλων της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στους οποίους
εμφανίζονται το 14ο αιώνα και τα πρώτα σπέρματα της νεοελληνικής εθνικής
συνείδησης.
Η
προσήλωση στην κλασσική παράδοση, ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του
Καλλιέργη, εντοπίζεται ιδιαίτερα στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής, στοιχείο
που τον συσχετίζει με τη ζωγραφική των Αγίων Αποστόλων της Θεσσαλονίκης. Στην
οργάνωση του ζωγραφικού χώρου, στη χρήση των φωτεινών και ζωηρών χρωματισμών
και στο γενικότερο ζωγραφικό χαρακτήρα της τεχνικής του, οι τοιχογραφίες του
Καλλιέργη θυμίζουν ιδιαίτερα την τέχνη των φορητών εικόνων. Η στενή συγγένεια
με τους Αγίους Αποστόλους και κατ’ επέκταση με τα σύγχρονα μνημεία της
Κωνσταντινούπολης καθορίζει το ποιοτικό επίπεδο της ζωγραφικής του Καλλιέργη
και επιβεβαιώνει τον ισότιμο ρόλο της Θεσσαλονίκης στην εξέλιξη της βυζαντινής
τέχνης.
Κοντά στις
αισθητικές αντιλήψεις του Καλλιέργη βρίσκεται και η υψηλής ποιότητας αγιογραφία
στο ψευδοαρκοσόλιο στη νότια όψη του νότιου τοίχου του ιερού στον I. Ν. Αγίου
Ιωάννη Θεολόγου με την αφιερωματική παράσταση του Νικηφόρου Σγούρου (Δέηση).
Άλλο ένα τοιχογραφημένο σύνολο στη Βέροια έχει συνδεθεί στο παρελθόν από
αρκετούς ερευνητές (Μουρίκη, Χατζηδάκης, Παπαζώτος) με τη δραστηριότητα του
Καλλιέργη. Πρόκειται για τις τοιχογραφίες στον κυρίως ναό του Αγίου Βλασίου, οι
οποίες, σύμφωνα με πρόσφατες απόψεις (Τσιγαρίδας) «δεν αποτελούν αυθεντικό έργο
του Καλλιέργη, αλλά ανήκουν στη δραστηριότητα ενός τοπικού ζωγράφου και του
συνεργείου του, ο οποίος εμπνέεται από τη ζωγραφική του Καλλιέργη στο ναό του
Χριστού, χωρίς να αποδίδει την ποιότητα και την εκφραστική πνοή του
πρωτοτύπου» και χρονολογούνται στη δεκαετία 1320-1330.
Εξωτερικά,
στη νότια άκρη του δυτικού τοίχου του ναού απεικονίζονται σε ψευδοαρκοσόλιο
ολόσωμοι ο Χριστός αριστερά, η (Παναγία στο κέντρο και η μορφή της νεκρής
αρχόντισσας Μαρίας Συναδηνής. Η τοιχογραφία αυτή με βάση τη χρονολογία που τη
συνοδεύει τοποθετείται στα 1326. Στην εξωτερική επιφάνεια του νότιου τοίχου
απεικονίζονται η αγία Άννα με τη Θεοτόκο (αρχές 14ου αι.) και ο Χριστός που
ευλογεί τέσσερις μορφές νεκρών, τοπικών πιθανότατα αρχόντων της Βέροιας σε
ψευδοαρκοσόλιο. Πρόκειται, σύμφωνα με τις επιγραφές που τις συνοδεύουν, για
τους Μιχαήλ Καβαλλάριο Συναδηνό, το Μανουήλ Διδυμάρη, το Μανουήλ Συναδηνό και
την Αννα του Μελά που πέθαναν το έτος 1355. Τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να
υπήρξαν δωρητές και προστάτες του ναού και έτυχαν γι’ αυτό της προνομιακής
μεταχείρισης να ταφούν εδώ.
Απόσπασμα
από το φυλλάδιο "Ο ναός της Αναστάσεως του Χριστού στη Βέροια", 11η
Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (2009)
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου