Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Οι αρχέγονες μορφές της γλύπτριας Mary Harman

του Παναγιώτη Καμπάνη
Ο άνθρωπος που δουλεύει με τα χέρια είναι εργάτης, με τα χέρια και το μυαλό, τεχνίτης, με τα χέρια, το μυαλό και την καρδιά, καλλιτέχνης.
Αν πραγματικά καταφέρει κάποιος να ανατρέξει στις αρχές της εμφάνισης της λειασμένης πέτρας και της κεραμικής θα αντιληφθεί ότι σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο δεν πρόκειται για «εφαρμοσμένες» κατακτήσεις με χρηστικές για την καθημερινή ζωή ιδιότητες, αλλά για «εφευρέσεις» με διακοσμητικό και θρησκευτικό περιεχόμενο.
Φαίνεται ότι τα προϊόντα κάθε καινούργιας ανακάλυψης, αποτέλεσμα της κατάκτησης, ενός νέου υλικού ή της ριζοσπαστικότερης χρήσης ενός ήδη χρησιμοποιημένου υλικού, ήταν τόσο εντυπωσιακά, γιατί δεν εξέφραζαν κάτι περιστασιακό ή δεν είχαν δημιουργηθεί κάτω από ευκαιριακές συνθήκες.


Η ευθριπτότητα του πετρώματος και οι προσμίξεις του, παραπέμπουν στην εγκλωβισμένη και πολύχρονη διεργασία της φύσης που γεννά, μορφοποιεί και διαρκώς μεταλλάσει την ύλη σε ενέργεια, με συνεχείς αναδιπλώσεις της φόρμας και των απροσδόκητων εκδοχών που αυτή προσλαμβάνει, υπαινισσόμενος ο καλλιτέχνης τις άτυπες «ιστορίες» των εγκάτων της γης και ταυτόχρονα τις συνεχόμενες διεργασίες του υποσυνείδητου.


Βασικό στοιχείο στη γλυπτική της Mary Harman, το οποίο συγκρίνεται επανειλημμένως με την τέχνη των πρώιμων πολιτισμών, είναι η απλότητα και η αναζήτηση μιας ουσιαστικής μορφής, στην οποία η περιεκτικότητα και η αναίρεση των λεπτομερειών συντείνουν σε καθαρότητα και συμπύκνωση.

Αυτό που αναζητά η Mary Harman είναι τα στοιχεία ενός γόνιμου λεξιλογίου για την αίσθηση της φόρμας και για το συναίσθημα στην πλαστική έκφραση, στοιχεία τα οποία συνθέτει από ποικίλες πηγές. Η «αφηρημένη» αξία της μορφής και του σχεδίου, αξία που καθιστά τόσο σημαντική για την καλλιτέχνιδα η πρωτόγονη τέχνη, δε νοείται από την ίδια με την ουδέτερη έννοια του «αφηρημένου», αλλά ως η προϋπόθεση με την οποία γίνεται αντιληπτή η «συναισθηματική σημασία των σχημάτων».

Οι ιδιότητες της πρωτόγονης τέχνης τις οποίες η καλλιτέχνης θαυμάζει και θεωρεί απαραίτητες προϋποθέσεις και για το δικό της έργο, είναι η απλότητα και η αναγωγή στο στοιχειώδες, η εφευρετικότητα και η ευαισθησία, οι λείες επιφάνειες και τα καθαρά περιγράμματα, η συνέπεια προς το υλικό που χρησιμοποιεί και η απευθείας λάξευση, το συναίσθημα και η ζωτικότητα, η περίοπτη πληρότητα και η ελευθερία


Όσο πιο πολύ κοιτάς ένα αντικείμενο, τόσο περισσότερο αφηρημένο γίνεται και, παραδόξως, τόσο περισσότερο πραγματικό. Η δύναμη και το σφρίγος των μορφών δεν εξαιρούν μια αναδυόμενη τρυφερότητα και στοργή που τα συγκεκριμένα γλυπτά υποβάλλουν, εκφράζοντας αρχετυπικά αλλά με πνοή, τις δυνάμεις της φύσης και της ζωής που μας αποκαλύπτουν αλήθειες και που αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος από όσα γνωρίζουμε, παραμένοντας αφανείς και ασύλληπτες. Με τα έργα της η καλλιτέχνης τις υπαινίσσεται, απελευθερώνοντας τη φαντασία του θεατή και τη διάθεσή του να ανιχνεύσει πίσω και πέρα από τις βεβαιωμένες του κατακτήσεις, προς έναν κόσμο γνωστό αλλά ακατοχύρωτο, οικείο και ταυτοχρόνως παράδοξο που μας περιλαμβάνει και τον εμπεριέχουμε, με όλη τη μαγεία του μυστηρίου και τα ερέβη του, τόσα όσα αντανακλώνται μέσα από την ενδοχώρα του καθενός μας. «…διότι έτσι είναι η ανθρώπινη ψυχή. Ας μην έχεις τίποτα να περιμένεις, όλα τα περιμένεις. Χωρίς ψευδαίσθηση δεν ζει ο άνθρωπος. Πόσες φορές δεν κάθεται με κλειστά τα μάτια, λες και αγναντεύει παραδείσους που εκτείνονται πέρα από της λογικής τα στενάχωρα τοπία;» (Μάρω Δούκα, Ένας σκούφος από πορφύρα).


Η ενασχόλησή της με εικόνες μνήμης, τις οποίες προσπαθεί να αναγάγει σε γλυπτικά σύμβολα, μοιάζουν με ανεξήγητες ακροβασίες του μυαλού. Πίσω από κάθε έργο της κρύβονται κομμάτια άλλων στο άπειρο, που πυροδοτούν μια σύγκρουση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό.

Τα ολογράμματα των έργων της μας ταξιδεύουν σε ένα τρισδιάστατο χώρο και μας προσφέρουν την εμπειρία (ή την ευκαιρία) να οραματιστούμε και να βιώσουμε κάτι από το προσωπικό της συναίσθημα. Εκείνο που συναρπάζει είναι η αέναη κινητικότητα του πίνακα, μέσα στο ίδιο του το κάδρο. Τίποτα δεν θέλει να φύγει έξω από αυτό.


Η Mary Christine Cleemput – Harman γεννήθηκε το 1944 στο Βορειοδυτικό Οχάιο. Ο πατέρας της ήταν καλλιτέχνης, Φλαμανδικής καταγωγής από την Γάνδη, ο οποίος μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Η Mary Harman σπούδασε νοσηλευτική και εργάσθηκε ως νοσοκόμα στη Λίμα του Οχάιο, στην Ουάσιγκτον και στη Νέα Υόρκη.

Βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο και ακτιβίστρια, μετά από τον πόλεμο του Βιετνάμ, το 1969 εγκατέλειψε τις ΗΠΑ και μετανάστευσε στον Καναδά. Στην αρχή ζούσε στο Τορόντο, κατόπιν στο Βανκούβερ και σήμερα στο Κεμπέκ.

Είναι ζωγράφος και γλύπτρια, ενώ τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με την εφαρμοσμένη ψηφιακή ολογραφία των έργων της. Έργα της βρίσκονται σε κρατικές και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο και έχει βραβευθεί για το πολυποίκιλο έργο της από πολλούς διεθνείς φορείς. Αγαπάει την Ελλάδα, και ιδιαίτερα τη Σκόπελο, την οποία επισκέπτεται σχεδόν κάθε χρόνο.


Μέχρις εδώ ήταν η μορφή, στη μέση και τις λαγόνες σταμάτησε η τέχνη… άλλωστε τα έργα τέχνης που δείχνουν μη ολοκληρωμένα, τελειώνουν μόνα τους με τον καιρό.



…η στάση των καθιερωμένων μορφών,
αρμονική σιωπή, ατάραχη ακινησία,
επιβλητική, στηρίζει κι ενδόμυχα παρηγορεί,
καθώς δική μας γίνεται, αυτή, η δική τους
παρουσία που έχει μεταμορφωθεί.
………..
σ’ ολόκληρη την όρθρωση, την άρθρωση
του ωραίου σώματός των, είναι υπεροπτικά
σχεδόν, και στην ευγενική θωριά, το βλέμμα
δείχνει αλλού να θεωρεί.
(Ζωή Καρέλλη, Τα εικονίσματα)




 Η ολογραμματική τέχνη είναι ο μαγικός καθρέφτης
που αντανακλά τα αόρατα όνειρά μας σε ορατές εικόνες.


O Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού – Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Α.Π.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου