Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Η Μεξικάνα ζωγράφος Fridha Kahlo, (1907 – 1954)

Self Portrait - Time Flies, 1929 
Η Φρίντα Κάλο (Magdalena Carmen Frida Kahlo Calderón), γεννήθηκε από γερμανοεβραίο πατέρα και ισπανομεξικάνα μητέρα στο Coyoacán στην Πόλη του Μεξικού. Ο πατέρας της ήταν μορφωμένος, άθεος και είχε έρθει σε νεαρή ηλικία στο Μεξικό όπου είχε γίνει φωτογράφος. Η μητέρα της ήταν Καθολική.
Στην ηλικία των έξι αρρώστησε από πολυομυελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο από το άλλο και ημιπαράλυτο. Παρακολούθησε την Escola Preparatoria μία από τα 35 κορίτσια ανάμεσα σε 2000 άτομα όπου και είδε για πρώτη φορά το μετέπειτα σύζυγό της, τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος ζωγράφιζε τους τοίχους της σχολής.

To 1925, στα 18 ένα τραμ συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε. Υποβλήθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων και έκτοτε η ζωή της σημαδεύτηκε από πόνο και θλίψη για την αδυναμία της να κάνει παιδιά.

Το 1926, και ενώ βρισκόταν σε ανάρρωση, ζωγράφισε το πορτραίτο της. Το τελευταίο αποτελεί την αρχή μιας νέας σειράς πινάκων, όπου καταγράφει τα γεγονότα της ζωής της και τις συναισθηματικές της αντιδράσεις σε αυτά. Η οικογένειά της δε μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα οικονομικά, για αυτό και την προέτρεψαν να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής.


Το 1929 έδειξε τη δουλειά της στον Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο είχε γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεξικού που σύχναζε. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν.

«Μου συνέβησαν δύο φοβερά ατυχήματα στη ζωή μου. Το πρώτο ήταν όταν με χτύπησε λεωφορείο. Το δεύτερο είναι ο Ντιέγκο».

Κι είχε δίκιο η Φρίντα Κάλο. Διότι δεν έζησε απλώς μια ζωή στη σκιά του συζύγου της – τότε καταξιωμένου ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο παντρεύτηκε δύο φορές -, αλλά και 57 χρόνια μετά τον θάνατό της εκείνος εξακολουθεί να την επισκιάζει.


Οι πίνακές της είναι αντιδιαμετρικοί από τους πίνακες του Ριβέρα. Eνώ ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην τάση της mexicanidad, τη μεξικανική κουλτούρα που ανθούσε εκείνη την περίοδο. Συχνά οι πίνακές της επηρεάζονται τα δημοφιλή λαϊκά χριστιανικά τάματα (retablos) και αποτελούν ευχαριστία στην Παρθένο Μαρία για την πραγματοποίηση μιας ευχής.

Η απόφαση του υπουργού Εκπαίδευσης του Μεξικού να σταματήσει το πρόγραμμα ζωγραφικής τοίχων, αναγκάζει το ζευγάρι να μεταβεί το 1930 στο Σαν Φρανσίσκο, όπου η καλλιτεχνική φήμη του Ριβέρα ήταν ήδη μεγάλη. Η Κάλο, την περίοδο αυτή, ζει στη σκιά του συζύγου της. Η κατάσταση, όμως, επρόκειτο να αλλάξει σύντομα.

The Bus, 1929

Το 1932, ο Ριβέρα είχε αναλάβει να ζωγραφίσει τους τοίχους του μουσείου του Ντιτρόιτ, περίοδος που η Κάλο αποβάλλει το παιδί της. Κατά την ανάρρωσή της, ζωγράφισε την Αποβολή στο Ντιτρόιτ, το πρώτο πραγματικά ρεαλιστικό πορτραίτο της. 

Έκτοτε, η Κάλο άρχισε να δουλεύει μια σειρά αριστουργημάτων, που δεν είχαν προηγούμενο στην ιστορία της τέχνης. Οι πίνακές της αποτύπωναν τη γυναικεία ποιότητα της αλήθειας, της σκληρότητας και του μαρτυρίου. Διατεινόταν, ωστόσο, ότι το έργο της δεν ήταν σημαντικό. «Προτιμούσε να την βλέπουν ως μια σαγηνευτική προσωπικότητα παρά ως ζωγράφo», αναφέρει στη βιογραφία της ο συγγραφέας.


Η γνωριμία της με τον Αντρέ Μπρετόν, ηγετική μορφή του Σουρεαλισμού, το 1938 στο Μεξικό, όπου είχε επιστρέψει τρία χρόνια πριν, της δίνει την ευκαιρία να εκθέσει τα έργα της στο ευρύ κοινό. Το 1938, πραγματοποιεί μία έκθεση στη γκαλερί Julian Levy της Νέας Υόρκης, η οποία γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Η επόμενη έκθεσή της θα λάβει χώρα στο Παρίσι, και παρά το γεγονός ότι δεν αποτελεί σημαντική οικονομική επιτυχία, θα δεχτεί εξαιρετικές κριτικές, το Λούβρο θα ζητήσει να αγοράσει ένα από τα έργα της και θα λάβει την αναγνώριση του Πικάσο. Αργότερα, ωστόσο, θα αποκηρύξει το Σουρεαλισμό, δηλώνοντας: «Νόμιζαν ότι είμαι Σουρεαλιστής, αλλά δεν ήμουν. Δεν ζωγράφισα ποτέ όνειρα. Ζωγράφιζα τη δική μου πραγματικότητα».


Η υγεία της επιδεινώνεται διαρκώς και από το 1944 και μετά, η Κάλο υποβάλλεται σε αρκετές εγχειρίσεις στη λεκάνη και το πόδι. Στις αρχές του 1950, η ψυχική της κατάσταση είναι κρίσιμη, με αποτέλεσμα να εισαχθεί σε νοσοκομείο της πόλης του Μεξικού για ένα περίπου χρόνο. Την περίοδο αυτή, η καλλιτεχνική της φήμη αυξάνει περισσότερο στις ΗΠΑ απ’ ότι στο Μεξικό. Γίνεται αποδεκτή από τα μεγαλύτερα μουσεία των ΗΠΑ, ενώ το 1946 λαμβάνει υποτροφία από τη μεξικανική κυβέρνηση, καθώς και το επίσημο βραβείο της Ετήσιας Εθνικής Έκθεσης.


Μετά την επιστροφή της από το νοσοκομείο, τα έργα της είναι περισσότερο χαοτικά εξαιτίας της επίδρασης των παυσίπονων και του ποτού. Το 1954 πραγματοποιεί την πρώτη και μοναδική έκθεσή της στη χώρα της. Την ίδια χρονιά, ακρωτηριάζουν το δεξί της πόδι, που απειλούταν από γάγγραινα. Πρόκειται για ένα ισχυρό χτύπημα, σύντομα όμως ξαναστέκεται στα πόδια της.

Η τελευταία της δημόσια εμφάνιση είναι τον Ιούλιο του 1954, σε μια κομουνιστική διαδήλωση κατά της ανατροπής του αριστερού προέδρου της Γουατεμάλας, Jacobo Arbenz. Η Φρίντα Κάλο πέθανε στον ύπνο της, λίγο καιρό αργότερο. Τα τελευταία της λόγια στο ημερολόγιό της ήταν: «Ελπίζω το τέλος να είναι χαρούμενο και ελπίζω να μην επιστρέψω ποτέ ξανά. Φρίντα».

 Ενδεικτικά  μπορούμε να δούμε την ίδια, τον κόσμο της, την πραγματικότητα της και την φαντασία της μέσα από 8 επιλεγμένος πίνακές της:


 Το έργο αυτό είναι η πρώτη αυτοπροσωπογραφία της 17χρονης τότε, Frida Kahlo. Το ζωγράφισε με σκοπό να το χαρίσει στον Alejandro Gomez Arias, παιδική της αγάπη, με σκοπό να τον ξανακερδίσει.


 Ο πίνακας αυτός ολοκληρώθηκε 2 χρόνια μετά τον γάμο της Kahlo με τον Diego Rivera, το 1929. Απεικονίζει τον διάσημο και επιτυχημένο καλλιτέχνη να έχει τα σύνεργα της τέχνης του ανά χείρας και να στέκεται σαν γίγαντας δίπλα στην νέα, κατά πολύ νεώτερη και μικροσκοπική σύζυγο του.

Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, η Kahlo και ο Rivera ταξίδεψαν στην Αμερική όπου και έμειναν για 4 χρόνια. Το μοναδικό κολάζ που ολοκλήρωσε ποτέ η Kahlo είναι ένα πορτραίτο-τομή της κοινωνίας των Η.Π.Α. στα χρόνια της οικονομικής κρίσης του ’30.


 Η έννοια της ταυτότητας είναι κάτι που απασχολούσε βαθιά την Kahlo. Η μεξικανική αλλά και ευρωπαϊκή πολιτιστική της κληρονομιά, ήταν στοιχεία της ταυτότητας της που τη σημάδεψαν όσο μεγάλωνε και την απασχολούσαν πάντα, αφού ήταν ταυτόχρονα από το Μεξικό αλλά και Ξένη.


Η ιδέα του θανάτου είναι ένα ακόμη επαναλαμβανόμενο στοιχείο της σημειολογίας της Kahlo. Οι προσωπικές της εμπειρίες με ασθένειες, ατυχήματα και θανάτους αγαπημένων προσώπων, της δημιούργησαν μια πλήρη συναίσθηση της θνητότητας, της παροδικότητας και ευαίσθητης φύσης της ίδιας της ύπαρξης.


 Το έργο αυτό ανήκει στα πιο σουρεαλιστικά της Kahlo. Αναιρεί την αρχέγονη εικόνα της γυναίκας στο λουτρό της, αφού βλέπουμε μέσα από τα ίδια τα μάτια της, τα πόδια της να ξεπροβάλλουν στην απέναντι άκρη της μπανιέρας. Το δεξί της πόδι είναι παραμορφωμένο και σημαδεμένο από το ατύχημα της.

Η πραγματική εικόνα συγχέεται με εικόνες θανάτου, πόνου, πόθου, αναμνήσεις και σκέψεις της πρωταγωνίστριας που επιπλέουν στο νερό, καθώς και αναγνωρίσιμα κομμάτια της σημειολογίας του κόσμου της Frida Kahlo.


Το έργο αυτό απεικονίζει την ζωγράφο μέσα σε ένα ανδρικό κουστούμι που “πλέει” επάνω της και την κάνει να φαίνεται πιο ευάλωτη, ενώ κάθεται με ένα ψαλίδι στο χέρι έχοντας κόψει τα μακριά μαλλιά της, που τώρα είναι πεσμένα στο δάπεδο γύρω της.

Η σημειολογία του συγκεκριμένου έργου είναι πολύπλοκη. Τα μαλλιά έχουν κυρίαρχο ρόλο στις προσωπογραφίες της Kahlο: είναι συνήθως περίτεχνα μαζεμένα με κορδέλες η λουλούδια ή πέφτουν πλούσια στους ώμους της. Η ίδια τα κρατούσε μακριά και τα έπλεκε έτσι γιατί αυτό προτιμούσε ο άνδρας της, ενώ οι κορδέλες στα μαλλιά της δεν έχουν τυχαία χρώματα. Κάθε χρώμα και κάθε στολίδι έχει την σημασία του, όπως εξηγεί στο ημερολόγιο της.

Αυτή η πράξη αυτό-ακρωτηριασμού ήταν η αντίδραση στην ανακάλυψη της σχέσης του Rivera με την αδερφή της Cristina και τον πόνο που της προκάλεσε η προδοσία αυτή. Είναι μια θυσία, αλλά και μια εχθρική πράξη απέναντι στον Rivera, καταστρέφοντας την εικόνα που αγαπούσε.


Σε αντιπαράθεση με τον προηγούμενο πίνακα, αυτός απεικονίζει την καλλιτέχνη μετά την επανασύνδεση της με τον Rivera.

Φορώντας και πάλι παραδοσιακή ενδυμασία, αλλά και μία κομμένη πλεξούδα που συγκρατούν κορδέλες στο κεφάλι της, συμβολίζοντας μεν την συγχώρεση και επανασύνδεση αλλά κάνοντας ταυτόχρονα σαφή την ανεπανανορθωτη ψυχολογική και συναισθηματική της φθορά στην σχέση τους και την καρδιά της.

Self-Portrait Along the Boarder Line Between Mexico and the United States, 1932 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου