του Δρ.
Γεωργίου Κ. Φίλη
Η αναθεωρητική νεοθωμανική – πανισλαμική κυβέρνηση της
Τουρκίας, διά του προέδρου της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δηλώνει έτοιμη να
προχωρήσει προς την κατεύθυνση αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης επειδή
-όπως αναφέρθηκε- «φέρνει δυσκολίες» στην πολιτική της Άγκυρας αναφορικά με την
υλοποίηση των νέο-ιμπεριαλιστικών της σχεδίων.
Ο Τούρκος
πρόεδρος στις δηλώσεις του αναφορικά με το θέμα της συνθήκης της Λωζάνης στην
ουσία υποστήριξε πως το καθεστώς του Μουσταφά Κεμάλ –του επονομαζόμενου και
Ατατούρκ- αντί με τη συμφωνία να καταλάβει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου –και
όχι μόνο- προχώρησε σε έναν συμβιβασμό ο οποίος –κατά τον πρόεδρο Ερντογάν-
ισοδυναμούσε με ήττα.
Πέραν της
επικινδυνότητας των θέσεων αυτών -οι οποίες υπερθεματίστηκαν από την
αντιπολίτευση, από διαφόρους επίσημους κρατικούς παράγοντες και φυσικά από τον
απολύτως ελεγχόμενο από το καθεστώς Τύπο- οι απόψεις αυτές βρίθουν ιστορικών
ανακριβειών και εσκεμμένης αποσιώπησης της πραγματικότητάς της εποχής εκείνης η
οποία ήταν τελείως διαφορετική.
Ένα και
μόνο γεγονός είναι ενδεικτικό της δυσκολίας που αντιμετώπιζε η τουρκική ηγεσία
στην Άγκυρα, και των δυνατοτήτων της Αθήνας ακόμα και ένα μήνα προ της επίθεσης
των δυνάμεων του Κεμάλ και της διάρρηξης του μετώπου στην Μικρά Ασία.
Η
κυβέρνηση συνασπισμού (του Δημητρίου Γούναρη και Νικολάου Στράτου) υπό την
πρωθυπουργία του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη η οποία ανέλαβε στις 9 Μαΐου 1922 ήταν
αποφασισμένη να προχωρήσει σε ένα «αποφασιστικό χτύπημα» έτσι ώστε να
αποτελματώσει την κατάσταση στο Μικρασιατικό μέτωπο και να αναγκάσει τον
Μουσταφά Κεμάλ να καθίσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων.
Η Ελλάς,
μαχόμενη στην πραγματικότητα μόνη της εναντίον των δυνάμεων του Μουσταφά Κεμάλ
οι οποίες υποστηρίζονταν από την Σοβιετική Ρωσία αλλά και την ευμενή
«ουδετερότητα» των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, έχοντας εξαντλήσει του
οικονομικούς της πόρους, βυθισμένη στα πολιτικά πάθη και με τα τέκνα της
μαχόμενα τα τελευταία δέκα έτη, βρισκόταν στα όρια της εξάντλησης.
Κάτι
έπρεπε να γίνει για να αλλάξει την ισορροπία πριν να είναι πλέον αργά. Η
απόφαση αποτελούσε μονόδρομο, η Ελλάς θα εκβίαζε την επίλυση του δράματος με
μία κίνηση η οποία θα μετάβαλε την παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Για τον
σκοπό αυτό στις 10 Ιουλίου 1922 εκδίδονται οι διαταγές επιχειρήσεων υπ’ αριθμ.
6531 και 8405.
«Συμφώνως
προς ταύτας» γράφει στο ιστορικό του πόνημα με τίτλο Ο Ιστορικός Δισταγμός του
1922 (έκδοση του 1929) ο Δημήτριος Σβολόπουλος «αι προ της Κωνσταντινουπόλεως
μεραρχίαι ώφειλων ν’ αρχίσωσι την προέλασίν των, η μεραρχία Ανδριανουπόλεως και
το πλευρικών αυτής απόσπασμα την 4ην πρωϊνήν ώραν της 16ης Ιουλίου».
Με άλλα
λόγια, η Αθήνα μετά τη συγκέντρωση και προπαρασκευή 16.000 περίπου ανδρών και
40 πυροβόλων της στρατιάς Θράκης, είχε αποφασίσει και εκδώσει μάλιστα διαταγές
για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως, επιχείρηση η οποία θα ξεκινούσε
στις 16 Ιουλίου του 1922 την 4η πρωινή.
Γράφει ο
Σβολόπουλος, ο οποίος την εποχή εκείνη εκτελούσε τα χρέη του διευθυντού του
γραφείου τύπου της ελληνικής αρμοστείας στην Κωνσταντινούπολη, άρα και είχε
άμεση αντίληψη των πραγμάτων τα εξής:
«Η
γνωστοποίησης της διαταγής την παραμονήν της εκκινήσεως είχε προκαλέσει
φρενίτιδα ενθουσιασμού από της μίας άκρης του μετώπου μέχρι της άλλης … Από του
αρχηγού διοικητού του 4ου Σώματος Στρατού μέχρι του τελευταίου στρατιώτου
ουδείς εκοιμήθη κατά την ιστορικήν εκείνην νύκτα. Ο διοικητής του 4ου Σώματος
Στρατού επεθεώρει τας έτοιμους προς εκκίνησιν μεραρχίας, αι οποίαι ύστερα από
ολίγας ώρας θα έκρουον την πύλην του Ρωμανού».
Τι συνέβη
όμως στο διάστημα μέχρι την 16 Ιουλίου; Η Ελληνική κυβέρνηση αντί να
προσχωρήσει με αποφασιστικότητα στο εγχείρημα το οποίο θα άλλαζε την μοίρα του
ελληνισμού, θα απέτρεπε την επερχόμενη καταστροφή, θα έσερνε την κεμαλική
Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προ της επιθέσεως του Αυγούστου και θα
έφερνε τις μεγάλες δυνάμεις προ τετελεσμένων δίστασε, κάτι που φαίνεται από την
ενημέρωση που έκανε με σχετικά διαβήματα προς Λονδίνο, Παρίσι και Ρώμη.
Φοβούμενη
τη γαλλική κυρίως αντίδραση, και έχοντας στο μυαλό τον ναυτικό αποκλεισμό την
περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ματαίωσε την επιχείρηση στην κυριολεξία μία
ώρα προ της ενάρξεως αυτής. Η ιστορία είναι αμείλικτη και με τα «εάν» δεν
καταφέρνει κανένας τίποτα.
Όμως, στις
23 Ιουλίου του ιδίου μήνα, ο Άγγλος πρωθυπουργός σε ομιλία στην Βουλή των
Κοινοτήτων για το συγκεκριμένο θέμα, στην ουσία επιβεβαίωσε την ορθότητα της
αρχικής σύλληψης του εγχειρήματος, ενώ εμμέσως πλην σαφώς κατέδειξε πως το
Λονδίνο θα αποδεχόταν το τετελεσμένο.
«Το
γεγονός τούτο θα ήτο αποφασιστικόν» είπε, ενώ την ίδια ημέρα της επιχείρησης
της 16 Ιουλίου το μήνυμα της Άγκυρας μέσω Λονδίνου προς την Αθήνα ήταν πως ο
«Κεμάλ είναι διατεθειμένος διαπραματευθή ειρήνην».
Φυσικά
μετά την ματαίωση της επιχείρησης, το ηθικό της ελληνική πλευράς στο μέτωπο
κατέρρευσε ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ αντιλήφθηκε πως οι δυνάμεις της Αντάντ στην
ουσία πολεμάνε με το μέρος του, προστατεύοντας την πρωτεύουσά της Αυτοκρατορίας
και μη επιτρέποντας στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που θα έπρεπε
να έχει στη διάθεσή της ως εμπόλεμο μέρος, για να υπερασπίσει τα συμφέροντα του
έθνους.
Συμπέρασμα,
η συνθήκη τη Λωζάννης, παρά τις αιτιάσεις του Τούρκου προέδρου, ήταν ό,τι
καλύτερο θα μπορούσε να επιτύχει η Άγκυρα εκείνη την εποχή αφού πέραν του
γεγονότος ότι δε διέθετε τις ναυτικές δυνάμεις να κυριαρχήσει στο Αιγαίο, δεν
ήταν σε θέση να υπερασπίσει ούτε την ίδια της την πρωτεύουσα…
Η
πρωτεύουσα παρέμεινε οθωμανική, μόνο επειδή η Ελλάδα, την τελευταία στιγμή μέσω
του «Ιστορικού Δισταγμού» της 16ης Ιουλίου του 1922, δεν θέλησε να αλλάξει του
όρους ενός γεωπολιτικού δράματος το οποίο λίγες εβδομάδες ύστερα θα οδηγούσε
στην μεγαλύτερη καταστροφή του νεότερου Ελληνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου