Βούλγαροι
αξιωματικοί στην πλατεία Κρονίου στα Σέρρας
|
Προσκεκλημένος της Φωτεινής Μαστρογιάννη στη διαδικτυακή εκπομπή Take the money & run ήταν ο ιστορικός Τάσος Χατζηαναστασίου, συγγραφέας του βιβλίου «Αντάρτες και Καπετάνιοι. Η Εθνική Αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης 1942-1944», Αφοί Κυριακίδη Εκδόσεις Α.Ε.
Ο κος Χατζηαναστασίου είναι ο πρώτος που ασχολήθηκε με το θέμα της Εθνικής Αντίστασης κατά της βουλγαρικής κατοχής στην περιοχή Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Σύμφωνα με τον κο Χατζηαναστασίου η αντίληψη ότι η ιστορία ερμηνεύεται από τον καθένα κατά το δοκούν αποτελεί μία μεταμοντέρνα αντίληψη, την οποία οι σοβαροί ιστορικοί καταδικάζουν και θεωρούν ότι πρέπει να απαλειφθεί από τον ακαδημαϊκό ιστορικό χώρο.
Η μάχη για την ιστορία είναι η πιο κρίσιμη στον χώρο της παιδείας διότι αυτή διαμορφώνει την ιστορική και εθνική συνείδηση της νέας γενιάς και η κάθε εξουσία θέλει να διαμορφώσει την επόμενη γενιά με βάση τις δικές της επιλογές και εξαρτήσεις.
Σε μία χώρα που τελεί υπό Επιτροπεία, που έχει μετατραπεί σε οικόπεδο και αποικία αντίστοιχη θα πρέπει να είναι και η ιδεολογία που θα περάσει μέσα από την εκπαίδευση.
Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, οι προσεγγίσεις στην ιστορία ήταν πιο ισορροπημένες και πιο κοντά στη δημιουργία ενός πολίτη με δημοκρατική, πατριωτική συνείδηση και με αγωνιστικό ήθος.
Η τάση της εθνομηδενιστικής αντίληψης που ξεκίνησε από την κυβέρνηση Σημίτη ήταν κυρίαρχη στα Πανεπιστήμια. Ήταν η τάση της αποδόμησης του δικού μας ιστορικού και εθνικού αφηγήματος προκειμένου οι Έλληνες να αισθάνονται ότι δεν είναι τίποτα σπουδαίο και η κοινωνία να απολέσει τη συνεκτικότητα που θα της επέτρεπε να αντισταθεί. Γι’αυτό και η αμφισβήτηση της γενοκτονίας των Ποντίων και η κατάργηση της διδασκαλίας του Επιταφίου Λόγου του Περικλέως που συνέγραψε ο Θουκυδίδης.
Η στόχευση είναι ο αφοπλισμός της αντιστασιακής συνείδησης των Ελλήνων. Ο Νίκος Σβορώνος έχει αναδείξει ως κυρίαρχο στοιχείο του νεώτερου Ελληνισμού την αντιστασιακή παράδοση των Ελλήνων. Εάν αυτή αφαιρεθεί τότε είναι πιο εύκολη η αποδοχή της υποταγής. Δεν είναι σίγουρο πόσο τα αντιστασιακά και πατριωτικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων θα μπορέσουν να αντέξουν επί μακρόν σε μία τέτοια γενικευμένη επίθεση όταν και οι όροι διαβίωσης συνεχώς επιδεινώνονται.
Η νέα γενιά που επηρεάζεται από την ακροδεξιά πολιτική πέφτει από τα σύννεφα όταν μαθαίνει ότι τον Δεκέμβριο του 1967 η χούντα απέσυρε την Ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, αφήνοντάς την ανυπεράσπιστη.
Οι σχολικές εορτές όπως είναι π.χ. η 28η Οκτωβρίου περνάνε πλέον το μήνυμα ότι πολεμήσαμε γενικά για την ειρήνη ή για να φιλοξενήσουμε πρόσφυγες μετά από δεκαετίες. Η 28η Οκτωβρίου ήταν η πρώτη αντιφασιστική νίκη και είμαστε υπερήφανοι που συμβάλλαμε στην πρώτη συμμαχική νίκη κατά του φασισμού. Το μήνυμα της αντίστασης είναι όμως αυτό που πρέπει να τονίζεται και όχι μιας χαζοχαρούμενης αντίληψης περί πασιφισμού. Η ειρήνη είναι φυσικά ένα ιδανικό αλλά όχι όταν υπάρχει καταπίεση και κατοχή, όχι όταν υπάρχει επιβουλή σε βάρος της εθνικής μας ακεραιότητας.
Έλληνες σε
καταναγκαστικά έργα ως Ντουρντουβάκια στη Βουλγαρία
|
Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο είχε τριπλή κατοχή: ιταλική, γερμανική και βουλγαρική. Η Ιταλία είχε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας αλλά μέχρι το 1943 που η Ιταλία συνθηκολογεί. Τις περιοχές υπό ιταλική κατοχή αναλαμβάνουν πλέον οι Γερμανοί με ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα απ' ό,τι νωρίτερα.
Δεν δίνεται η δέουσα σημασία στη βουλγαρική κατοχή γιατί αφορά ένα μικρό κομμάτι δηλαδή την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη που είναι όμως πολύ νευραλγικές περιοχές για τον Ελληνισμό.
Οι Βρετανοί για να απαγκιστρώσουν τη Βουλγαρία από τον Άξονα έκαναν μία κρούση προσφέροντας έξοδο προς την Καβάλα στους Βούλγαρους για να τους δελεάσουν. Πολιτική ευτυχώς που εγκαταλείφθηκε αλλά όχι γιατί οι Άγγλοι σκέφτηκαν ωριμότερα αλλά γιατί ήδη η ΕΣΣΔ είχε επιβάλλει την επιρροή της στη Βουλγαρία οπότε δεν ετίθετο θέμα αμφισβήτησης από τη Βρετανία.
Η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη είναι μία περιοχή σημαντική για την εθνική κυριαρχία της χώρας αλλά και για την οικονομία.Η παραγωγή καπνού που τη δεκαετία του 1930 ήταν το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν προς εξαγωγή βρισκόταν κατά κύριο λόγο στην περιοχή αυτή. Τα τοπικά καπνά ήταν εξαιρετικά και αποτελούσαν μεγάλο ποσοστό των εξαγωγών μας. Χαρακτηριστικό είναι και το ότι το 60% της παραγωγής βουτύρου της χώρας παραγόταν εκεί.
Οι Βούλγαροι δεν ήρθαν απλώς να κάνουν κατοχή μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος αλλά ήρθαν για να μείνουν, να εκδιώξουν τον ελληνικό πληθυσμό που είχε αυξηθεί τα προηγούμενα είκοσι χρόνια λόγω της έλευσης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την αντίστοιχη αποχώρηση των μουσουλμανικών πληθυσμών από την Ανατολική Μακεδονία (όχι από τη Θράκη) και να ενσωματώσουν την περιοχή στο βουλγαρικό κράτος.
Ο εκβουλγαρισμός της περιοχής αφορούσε τη διοίκηση, την αστυνομία ακόμα και την εκκλησία – Έλληνας παπάς δεν έμεινε. Ακόμα και οι κατάλογοι του Αρχαιολογικού Μουσείου είχαν μεταφρασθεί στα βουλγαρικά. Επρόκειτο περί πολιτισμικής γενοκτονίας, πέραν των εκτελέσεων, των διωγμών, του ελέγχου της οικονομίας με αποικιοκρατικούς όρους. Σε μία ελληνική επιχείρηση έμπαινε υποχρεωτικά βούλγαρος συνέταιρος, ο οποίος φυσικά δεν έβαζε τα χρήματα είχε όμως μερίδιο στα κέρδη. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι Βούλγαροι άλλαξαν και τα ονόματα στους τάφους δηλαδή κάποιον π.χ. Αθανασίου τον έκαναν Αθανασώφ!
Η παραχώρηση της κατοχής από τους Γερμανούς στους Βούλγαρους δεν έχει προηγούμενο. Οι Γερμανοί παραχώρησαν την κατεχόμενη περιοχή σε άλλο κράτος το οποίο δεν ήταν καν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ελλάδα! Η Βουλγαρία δεν είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα, αργότερα η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία.
Οι Γερμανοί ήθελαν να κάνουν οικονομία σε «γερμανικό αίμα» για να πολεμήσουν στα μέτωπα της Αφρικής και κυρίως της ΕΣΣΔ. Παραχώρηση την περιοχή με τη συμφωνία τήρησης ησυχίας, τάξης και ασφάλειας στον βουλγαρικό στρατό ο οποίος διακαώς ήθελε να κατέχει τις περιοχές αυτές και μάλιστα τον Ιούλιο του 1943, η Γερμανία δίνει τη δυνατότητα εισόδου στα βουλγαρικά στρατεύματα και στην Κεντρική Μακεδονία πέραν του Στρυμόνα.
Εάν το δούμε αυστηρά εθνολογικά υπάρχει μία σλαβόφωνη ζώνη βόρεια της Δράμας και πέραν αυτής υπάρχουν ισχυρές ελληνικές εγκαταστάσεις όπως το Μελένικο, η Φιλιππούπολη κτλ. που βρέθηκαν πέραν του ελληνικού κράτους. Η ζώνη αυτή είναι αγροτικών πληθυσμών ρευστής συνείδησης και επέτρεπε στη Βουλγαρία με βάση την αντικειμενική θεωρία περί έθνους, που είναι γερμανικής προέλευσης και η οποία υποστηρίζει ότι π.χ. όποιος μιλά βουλγαρικά είναι βούλγαρος, να διεκδικήσει αυτές τις περιοχές. Γι’αυτό είχαμε τους κομιτατζήδες, τα οργανωμένα αυτά ένοπλα σώματα, προκειμένου να αποσπάσουν τους ελληνικούς αυτούς πληθυσμούς από την επιρροή του ελληνικού Πατριαρχείου και να τους ενσωματώσουν στη βουλγαρική Εξαρχεία που ήταν το κέντρο της εθνικής βουλγαρικής αναγέννησης.
Νωρίτερα οι περιοχές αυτές είχαν γνωρίσει άλλες δύο σκληρότατες βουλγαρικές κατοχές. Η μία ήταν το 1912-13 όπου η Βουλγαρία απελευθερώνει από τους Οθωμανούς τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία αλλά με το Β’ Βαλκανικό πόλεμο, ο ελληνικός στρατός φτάνει μέχρι τα όρια της Θράκης. Η Δυτική (ελληνική) Θράκη παραμένει μέχρι το 1919 υπό βουλγαρικό έλεγχο.
Το 1916-18 η Βουλγαρία είναι πάλι με τους Γερμανούς αλλά και με τους Τούρκους και καταλαμβάνει πάλι ελέω Γερμανών τις περιοχές αυτές. Το Παλάτι έβαλε το χέρι του επιτρέποντας την είσοδο γερμανοβουλγαρικών στρατευμάτων στην Ανατολική Μακεδονία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήθελε να κρατήσει στάση ουδετερότητας, φιλογερμανός ο ίδιος αλλά αντιλαμβανόμενος τις εξαρτήσεις της Ελλάδας έναντι της Αντάντ, δεν προχώρησε στο να συμμαχήσει με εχθρούς της Ελλάδας όπως ήταν η Βουλγαρία και η Τουρκία. Ας θυμηθούμε ότι και ο Βενιζέλος είχε επιτρέψει κι αυτός σε δυνάμεις της Αντάντ να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. Επομένως έχουμε την εξισορρόπηση αυτής της κατάστασης σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού.
Το 1916-18 είχαμε φαινόμενα γενοκτονίας του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολική Μακεδονία. Το 1922 είχαμε την έλευση των προσφύγων που εγκαθίστανται στις περιοχές αυτές και πλέον ο ελληνικός πληθυσμός είναι η συντριπτική πλειοψηφία. Το 1941, οι Βούλγαροι συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να διώξουν όλο αυτό τον πληθυσμό (περίπου 600.000) καταφέρνουν όμως να εκδιώξουν 250.000 Έλληνες. Μόνο οι Γερμανοί έβαλαν τον Σεπτέμβριο του 1941, φραγμό στους Βούλγαρους γιατί δεν μπορούσαν να σιτίζουν τους πρόσφυγες.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1941 έχουν την εξέγερση της Δράμας και των χωριών και στη συνέχεια μαζικές εκτελέσεις, οπότε έχουμε πάλι αθρόα ρεύματα πανικόβλητων Ελλήνων που προσπαθούν να περάσουν τον Στρυμόνα και να διαφύγουν στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, παρόλα αυτά το σχέδιο εκδίωξης του πληθυσμού και εποικισμού αποτυγχάνει.
Στον ένοπλο αγώνα υπήρχαν δύο αντιστασιακές οργανώσεις: ο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ και των εθνικιστών ανταρτών υπό τον Αντών Τσαούς (Αντώνης Φωστερίδης) που ηγείτο κυρίως των οπλαρχηγών των τουρκόφωνων ποντίων. Αυτοί είναι πρόσφυγες από τον Δυτικό Πόντο, είχαν πολεμήσει σε αντάρτικο τους Τούρκους ήταν πολύ σκληροτράχηλοι και ικανότατοι πολεμιστές οι οποίοι είχαν μία αρνητική προδιάθεση απέναντι στον κομμουνισμό και κατ’επέκταση στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.Η αντικομουνιστική τους θέση οφείλονταν στην ήττα του ποντιακού αντάρτικού την οποία αποδίδουν στη στροφή του νέου καθεστώτος της ΕΣΣΔ (Λένιν) υπέρ του Κεμάλ.
Η κύρια προσφορά όχι μόνο της ένοπλης αλλά κυρίως της παθητικής αντίστασης ήταν η επιμονή παραμονής στην περιοχή και η απόκρουση αντίστοιχα του εποικισμού. Εάν οι περιοχές αυτές είχαν αλλοιωθεί, θα μπορούσαν να είναι και διεκδικήσιμες.
Όσον αφορά τους Πομάκους, αυτοί αντιμετωπίστηκαν ως βουλγαρομωαμεθανοί επειδή η γλώσσα τους έχει πολλά σλαβικά στοιχεία. Η ελληνική ερμηνεία που βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ότι είναι ένα αρχαίο θρακικό φύλο που οι Οθωμανοί εξισλάμισαν με το ζόρι γιατί ήταν σε νευραλγική θέση γι’αυτούς. Οι Πομάκοι υιοθέτησαν τη βουλγαρική γλώσσα όταν οι Σλάβοι ήρθαν στην περιοχή.
Τα μέτρα όμως καταπίεσης των Βουλγάρων αφορούσαν όλους και μουσουλμάνους και χριστιανούς. Μετά το 1964-65 η Βουλγαρία συνειδητοποιεί ότι πρέπει να έχει καλές σχέσεις με την Ελλάδα και τη δεκαετία του 1980 δημιουργήθηκε ο περίφημος άξονας Αθήνας – Σόφιας και έκτοτε οι σχέσεις παραμένουν φιλικές.
Οι Έλληνες δεν μνησικακούμε, συγχωρούμε αλλά δεν ξεχνάμε. Κρατάμε ακόμα ένα στοιχείο γενναιοδωρίας.
Φωτο από:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου