Η Ψηλάφιση του
Θωμά, 1295 - 1317,
από τον ναό της Περιβλέπτου, Αχρίδα
|
Αχρίδα-Άγιος Κλήμης
Ο ναός του Αγίου
Κλήμεντα στην Αχρίδα ιδρύθηκε το 1294/5 από το
βυζαντινό αξιωματούχο και γαμπρό του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου,
Πρόγονο Σγουρό και αφιερώθηκε αρχικά στην Παναγία Περίβλεπτο. Οι τοιχογραφίες
είναι έργο δύο ζωγράφων από τη Θεσσαλονίκη, του Ευτύχιου και Μιχαήλ Αστραπά, οι
οποίοι σημείωσαν τις υπογραφές και τα μονογράμματά τους σε διάφορα σημεία της
τοιχογράφησης.
Για παράδειγμα στη λεπίδα του ξίφους του Αγίου Μερκουρίου είναι
γραμμένο "χείρ Μιχαήλ του Αστραπά", ενώ τα ονόματα και των δύο
ζωγράφων αναφέρονται στις διακοσμητικές ταινίες της χλαμύδας δύο άλλων
στρατιωτικών αγίων. Οι δύο αυτοί περίφημοι θεσσαλονικείς ζωγράφοι αναλαμβάνουν
αργότερα την τοιχογράφηση μίας σειράς ναών που ίδρυσε ο κράλης Μιλούτιν, όπως ο
Άγιος Νικήτας στο Cucer (πριν το 1316), ο Άγιος Γεώργιος στο Staro Nagoricino
(1317) και δημιουργούν καλλιτεχνική σχολή στη Σερβία.
Εις Άδου Κάθοδος
(Ανάσταση), 1295 - 1317, από τον ναό της Περιβλέπτου, Αχρίδα
|
Το εικονογραφικό πρόγραμμα
του ναού δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα. Τα υψηλότερα μέρη του
διακοσμούνται από χριστολογικές σκηνές σε συνεχείς ζώνες που διακρίνονται για τη δραματικότητά τους
και την ένταση της αφήγησης. Στην επόμενη στενότερη ζώνη απεικονίζεται πάλι σε μία
συνεχή αφήγηση ένας εκτενής μαριολογικός κύκλος. Η έκταση που παίρνει ο βίος
της Θεοτόκου στο ναό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτός ήταν αρχικά αφιερωμένος
στην Παναγία.
Η Βάπτιση του Ι.Χριστού, 1295 - 1317, από τον ναό της Περιβλέπτου, Αχρίδα |
Τεχνοτροπικά οι
παραστάσεις του Αγίου Κλήμεντα χαρακτηρίζονται από τις βαριές ογκώδεις μορφές
με τα εκφραστικά πρόσωπα και τη γωνιώδη κυβιστική πτυχολογία. Οι στάσεις και οι
κινήσεις είναι έντονες και δραματικές. Συνολικά οι τοιχογραφίες διακρίνονται
για την υπερβολή στα εκφραστικά μέσα και στην απόδοση του όγκου. Αποτελούν έτσι
το αποκορύφωμα της λεγόμενης ογκηρής τεχνοτροπίας, του στυλιστικού ιδιώματος
που αρχίζει να διαφαίνεται στην τέχνη στα μέσα του αιώνα και χαρακτηρίζεται από
την ξεχωριστή έμφαση που δίνει στη στερεομετρική απόδοση των μορφών και των
ενδυμάτων. Αρχιτεκτονικά το μνημείο ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς
εγγεγραμμένου ναού και παρουσιάζει τέτοια ομοιότητα με τη λεγόμενη Kόκκινη
Eκκλησιά στο Bουλγαρέλι της Hπείρου, ώστε έχει προταθεί η άποψη πως τα δύο
μνημεία έγιναν από το ίδιο οικοδομικό εργαστήριο.
Ο Απόστολος
Ματθαίος, κρατάει το Ευαγγέλιο, 1295 - 1317, από τον ναό της Περιβλέπτου, Αχρίδα
|
Ο Μιχαήλ
Αστραπάς και ο Ευτύχιος είναι δύο από τους λιγοστούς γνωστούς ζωγράφους της Βυζαντινής
περιόδου, των οποίων οι υπογραφές σώζονται μέχρι σήμερα. Η τέχνη τους ωστόσο
έχει συνδεθεί με την τοιχογράφηση πολλών μνημείων στη Σερβία, στην Π.Γ.Δ.Μ. και
στην Ελλάδα. Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των έργων τους συνθέτουν ένα από τα
πιο σημαντικά καλλιτεχνικά ρεύματα του τέλους του 13ου και των αρχών του 14ου
αιώνα, που είναι γνωστό ως «πρώτη παλαιολόγεια αναγέννηση» ή «ογκηρό στυλ». Πιο
συγκεκριμένα, εξετάζονται (κατά σειρά) οι τοιχογραφίες της Μονής Παναγίας
Περιβλέπτου της Αχρίδας στην Π.Γ.Δ.Μ., της Μονής Ζίτσα στη Σερβία, της Μονής
Παναγίας Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας στην Ελλάδα, της Μονής Αγίου Προχώρου του
Πτσίνια στη Σερβία, του παρεκκλησίου των Αγίων Ιωακείμ και Άννης της Μονής
Στουντένιτσα στη Σερβία, της Μονής Αγίου Γεωργίου του Στάρο Ναγορίτσινο στην
Π.Γ.Δ.Μ., της Μονής Μπάνιτσκα στη Σερβία και της Μονής του Αγίου Νικήτα στο
Τσούτσερ, κοντά στα Σκόπια, στην Π.Γ.Δ.Μ. Οι εξεταζόμενες οκτώ εκκλησίες –
μνημεία αποδίδονται στην καλλιτεχνική παραγωγή των Αστραπάδων Μιχαήλ και
Ευτυχίου και του εργαστηρίου τους ή μπορούν να συνδεθούν με αυτούς.
Ο άγιος Ιάκωβος ο
Πέρσης. Τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Γεωργίου,
Staro Nagoricino, 1317.
|
Η ανάλυση
των φυσικοχημικών χαρακτηριστικών των υποστρωμάτων και των χρωστικών πραγματοποιείται
με διάκριση σε δύο υποενότητες: εκείνη των μνημείων με πλήρη δειγματοληψία και των
μνημείων με μερική δειγματοληψία, λόγω τεχνικών ή άλλων δυσχερειών ως προς την
λήψη των δειγμάτων. Σε όλα τα μνημεία ακολουθείται η ίδια μεθοδολογία εξέτασης.
Η μεθοδολογία αυτή συνίσταται αρχικά στις μακροσκοπικές παρατηρήσεις και τη
φωτογραφική αποτύπωση των μνημείων. Tα δείγματα, αφού μελετηθούν με Μικροσκόπιο
Οπτικών Ινών, μελετώνται με ενόργανες μεθόδους ανάλυσης στο εργαστήριο. Για τα
κονιάματα ακολουθούνται τα βήματα εκείνα της Μεθοδολογίας της Αντίστροφης
Μηχανικής Προσέγγισης που αφορούν τα ιστορικά κονιάματα με ασβεστιμετρία, περίθλαση
ακτινών Χ, φασματομετρία υπερύθρου με μετασχηματισμό Fourier, προσδιορισμό διαλυτών
αλάτων, θερμικές μεθόδους ανάλυσης και ποροσιμετρία υδραργύρου, όπου είναι
εφικτό. Με το σύνολο των παραπάνω τεχνικών εξάγονται συμπεράσματα για το
χαρακτηρισμό των ιστορικών κονιαμάτων, τόσο ως προς τα υλικά και τις αναλογίες
που έχουν χρησιμοποιηθεί, όσο και για τους παράγοντες φθοράς που έχουν
επιδράσει σε αυτά. Για τις χρωστικές διενεργούνται μετρήσεις με μικροσκόπιο
οπτικών ινών και οπτικό μικροσκόπιο, ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης με σύστημα
μικροανάλυσης ακτινών Χ, περίθλαση ακτινών Χ και φασματοσκοπία υπερύθρου με
μετασχηματισμό Fourier.
Τοιχογραφία με την
Προσευχή του Χριστού, έργο των Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιου, 1295, Αχρίδα,
Περίβλεπτος.
|
Επιπλέον, πραγματοποιείται ανάλυση κριτηρίων
για την ανίχνευση καλλιτεχνικών και υφολογικών ομοιοτήτων των τοιχογραφιών στα
υπό εξέταση μνημεία, με χρήση της ψηφιακή επεξεργασίας εικόνων. Μελλοντικά,
τούτο, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο για τον περαιτέρω
συσχετισμό τους.
Ο Εμπαιγμός του
Ι.Χριστού. Τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Staro Nagoricino,
1317-18.
|
Τα
συμπεράσματα διαχωρίζονται σε: α) μερικά, εκείνα που αφορούν σε κάθε μνημείο,
στα κονιάματα και στις χρωστικές και β) συνολικά, επί του συνόλου των δειγμάτων
και των μνημείων.
iv Τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό
των εξεταζομένων μνημείων διαπιστώνεται έντονο πρόβλημα λόγω υγρασίας, το οποίο
προκαλείται από τη συνέργια ανερχόμενης και κατερχόμενης υγρασίας. Στο
εσωτερικό των ναών παρατηρούνται εξανθήσεις αλάτων πάνω στην επιφάνεια της νωπογραφίας,
ενώ σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώνεται απομείωση και απώλεια του χρώματος. Το συνδετικό
υλικό (κονία), χαρακτηρίζεται ως ασβεστιτικό. Τα αδρανή στα ιστορικά δείγματα
από τα εξεταζόμενα μνημεία είναι κυρίως ασβεστιτικής σύστασης, με πυριτικές και
αργιλοπυριτικές προσμίξεις και βρίσκονται σε διάφορες αναλογίες μεταξύ τους, γεγονός
που οφείλεται στη χρήση τοπικών υλικών για την παρασκευή του κονιάματος. Στα
εξεταζόμενα μνημεία εντοπίζεται, επίσης, η παρουσία φυτικών προσθέτων (άχυρο)
στις περισσότερες περιπτώσεις. Επίσης, παρατηρούνται αποτυπώματα αχύρου σε
δείγματα τα οποία πιθανώς έχουν υποστεί μεγαλύτερη φθορά από άλλα, ενώ η
παρουσία αλάτων, κυρίως χλωριούχων νιτρικών και θειικών, είναι ιδιαίτερα
έντονη.
Τοιχογραφία της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Σοποτσάνη, 1260.
|
Η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Τοιχογραφία στο δυτικό τοίχο του ναού του Αγίου Κλήμεντος,
στην Αχρίδα, 1294 - 95
|
Ανάσταση, π.
1350-1375 (Walters Art Museum
|
Ο Παντοκράτωρ
|
Τα
αποτελέσματα της εξέτασης των χρωστικών συγκρίνονται με αποτελέσματα από την ανάλυση
χρωστικών από τον τοιχογραφικό διάκοσμο του Πρωτάτου του Αγίου Όρους, και
αναλύεται κάθε χρωστική ξεχωριστά και από κάθε μνημείο. Συνοψίζοντας, εξάγεται
το συμπέρασμα ότι όλα τα κονιάματα που εξετάστηκαν παρουσιάζουν τα αναμενόμενα
χαρακτηριστικά των ιστορικών κονιαμάτων – υποστρωμάτων βυζαντινών τοιχογραφιών
της περιόδου του 14ου αιώνα, ενώ τελικά συμπεραίνουμε ότι και όλες οι χρωστικές
που εξετάστηκαν κατατάσσονται στην κατηγορία των ιστορικών χρωστικών, χρησιμοποιούμενων
στις βυζαντινές τοιχογραφίες της περιόδου του 14ου αιώνα. Όσον αφορά την
τεχνολογία παραγωγής τοιχογραφιών, καταλήγουμε ότι είναι κοινή με αυτή που
συναντούμε στα μοναστήρια των Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής της ίδιας
περιόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου