Του Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
που στην ουσία υπήρξε κληρονόμος αυτής της κρίσης, υπέφερε από τα ίδια
κοινωνικά συμπτώματα του ψευδούς εξανθρωπισμού, που εξάντλησε τη δυναμική του
σε προσχηματικές αξίες και ατομικά ιδεώδη, άδεια από κάθε πνευματικό
περιεχόμενο, χωρίς όραμα και ελπίδα για το μέλλον. Επόμενο ήταν να ακολουθήσει
ο ξεπεσμός και η κατάπτωση.
Σύμφωνα με τον Ernst Fischer,[1] η παρακμή της αρχαιότητας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οφειλόταν στην
έλλειψη «μιας κοινωνικής σκοποθεσίας
ανερχόμενων κοινωνικών δυνάμεων». Η προκληθείσα από αυτή την έλλειψη
κοινωνικών αγώνων ολοκληρωτική αποκοινωνικοποίηση του ατόμου, που υποβιβάστηκε
σε παρασιτικό προλετάριο διψασμένο για άρτο και θεάματα, έφεραν την ακατάσχετη
παρακμή της αρχαιότητας, Προσθέτει ότι η έλλειψη αυτή δε μπόρεσε να αναπληρωθεί
από νέους κοινωνικούς σκοπούς καθώς το άτομο: τόσο από την ειδωλολατρική, όσο και από τη χριστιανική φιλοσοφία
αντλεί αξιώματα, όχι όμως και κοινωνικές προοπτικές. Έτσι που η χριστιανική
φιλοσοφία ερμηνευόμενη στη βάση της πνευματικής της σκοποθεσίας μοιάζει με μια:
θέα προς ένα ανέφικτο χριστιανικό
Υπερπέραν, χωρίς ελπίδες ν΄αλλάξει η ζωή πάνω στη γη.
Εξετάζοντας ο Fischer τα πράγματα της αρχαιότητας από μια απόσταση 1950 χρόνων, είναι φυσικό
να τα αντιμετωπίζει με έναν ορθολογιστικό τρόπο, γιατί έχει υπόψιν του όλα
εκείνα που μεσολάβησαν και που οι άνθρωποι εκείνης της εποχής αγνοούσαν. Η
εκλογικευμένη θεώρηση, δυσκολεύεται να προσεγγίσει τα πολύ σημαντικά υποκειμενικά
στοιχεία, όπως είναι η πίστη σε ένα ιδανικό, που συνθέτουν την ανθρώπινη
συναισθηματικότητα και παίζουν καθοριστικό ρόλο στις ανθρώπινες επιλογές και
πράξεις. Εξαιτίας του «ανέφικτου χριστιανικού Υπερπέραν», χιλιάδες άνθρωποι
οδηγήθηκαν στις ρωμαϊκές αρένες, λιγότερο ως πιστοί μιας άγνωστης θρησκείας και
περισσότερο ως εχθροί της Ρώμης και του αυτοκράτορα, από τη στιγμή που το
χριστιανικό μήνυμα άρχισε να λαμβάνει δυνητικά τη μορφή ενός νέου πολιτικού
οράματος. Έτσι, είναι λογικό η αναζήτηση των αιτίων για το τέλος του
ειδωλολατρικού κόσμου, να καταλήγει σχεδόν πάντα στην αναμέτρηση της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας με τον Χριστιανισμό. Γιατί ο Χριστιανισμός, δε πρέπει να μας
διαφεύγει, ότι πέρα από θρησκεία υπήρξε στην αρχή και φορέας μιας κοινωνικής
επανάστασης.
Η διαφωνία με τον Fischer βρίσκεται στην ανάδειξη του ταξικού ανταγωνισμού ή της έλλειψής του, ως
της αποκλειστικής αιτίας, που καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη όλων των
άλλων πεδίων της ανθρώπινης ζωής. Αποδίδει την παρακμή της Ρώμης με όρους
αποκλειστικά πολιτικούς και την αποσυνδέει από την ηθική και θρησκευτική κρίση
που την κατέτρωγε τους τελευταίους αιώνες. Στην καλύτερη περίπτωση αναγνωρίζει
στην ηθική κατάπτωση μια συνέπεια της ταξικής τελμάτωσης και όχι ένα αποτέλεσμα
της θρησκευτικής κρίσης. Είναι όμως έτσι; Η υποβάθμιση του κυρίαρχου ρόλου που
παίζουν στη διαμόρφωση του ευρύτατου κοινωνικού και πολιτισμικού βίου ο
παράγοντας της θρησκείας πρωτίστως και της τέχνης δευτερευόντως, είναι
σημαντική. Στο ζήτημα της θρησκείας και της τέχνης που μας αφορά θα πρέπει,
λοιπόν, να αξιολογηθεί ο τρόπος και ο βαθμός στον οποίο ο ταξικός ανταγωνισμός
ή η έλλειψή του, μπορεί να καθορίζει την θρησκευτική συνείδηση και την τέχνη
μιας εποχής. Αν και δε μπορεί να αποκλειστεί η όσμωση και η αλληλεπίδραση των
τριών αυτών όρων μέσα σε ένα κλειστό σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων, εν
τούτοις η θρησκεία και η τέχνη εδράζονται σε αρχές διαφορετικές από εκείνες της
πολιτικής. Οι άνθρωποι ανεξάρτητα από την ισχύουσα πολιτική κατάσταση, όταν
τους επιτρέπεται θρησκεύονται και κάνουν τέχνη χωρίς να επηρεάζονται απαραίτητα
από τις ρέουσες κοινωνικές αλλαγές και τα πολιτικά κατεστημένα, εκτός από τις
περιπτώσεις της δυναμικής πολιτικής παρέμβασης[2].
Ούτε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η τέχνη παράγεται μόνο κάτω από ορισμένα
κοινωνικο-πολιτικά συστήματα διακυβέρνησης. Πόσο μάλλον δε γίνεται να
απορριφθεί στο σύνολο της η τέχνη του αρχαίου κόσμου, επειδή οι ταξικές
κοινωνίες αποτέλεσαν έναν κατεστημένο κανόνα και μάλιστα για χιλιετίες
αμετάβλητο.
Η εξέλιξη της τέχνης
είναι αναμφισβήτητη στο δουλοκτητικό καθεστώς της αρχαίας Ελλάδας, ήδη από την
εποχή των τυράννων, όπως π.χ. ο Κλεισθένης της Σικυώνας. Αλλά και αργότερα που
εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία, συνεχίστηκε η καλλιτεχνική ακμή των κλασικών
αιώνων, παρόλο που οι πολιτικές αντιπαραθέσεις οδηγούσαν συχνά σε βίαιες
διαμάχες τις αντίθετες παρατάξεις, που εκτονώνονταν στο πλαίσιο μιας
δημοκρατίας ολιγάριθμων ελεύθερων πολιτών. Υπάρχει, λοιπόν, μια αντίθεση σε ότι
αφορά την εξέλιξη της τέχνης. Γιατί, ενώ θα περίμενε κανείς πως αυτοί οι αιώνες
της παρακμής, από τους δημοκρατικούς χρόνους έως τον Καίσαρα και μετά, θα
επιδρούσαν αρνητικά στην τέχνη, αυτό δε συνέβη στην αισθητική της μορφή παρά
μόνο στο περιεχόμενό της. Αντίθετα οι αιώνες αυτοί έχουν να επιδείξουν τα
σπουδαιότερα επιτεύγματα της ρωμαϊκής τέχνης και της διοικητικής οργάνωσης ενός
κράτους. Παράλληλα με την αποστέωση της ρωμαϊκής κοινωνίας, που μπορεί να είχε
εν μέρει την αιτία της στην εγκατάλειψη των κοινωνικών αγώνων, υπήρχε η ηθική
παρακμή και η έλλειψη θρησκευτικής ενότητας. Τα πράγματα, λοιπόν, δεν
είναι άσπρα ή μαύρα. Αν και μας είναι
απεχθής η χρήση του Κολοσσαίου ως τόπου μαρτυρίου, αυτό δεν μπορεί να ακυρώσει,
νομίζω, τη σπουδαία ιστορική του αξία, αφού το Φλάβιο Αμφιθέατρο είναι δίχως
αμφιβολία ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα της εποχής του.
Για τον Ηegel, η αναμέτρηση της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως εκφραστής του αρχαίου κόσμου, με τον Χριστιανισμό,
έγινε στο πεδίο των εσωτερικών αντιθέσεών τους στο ζήτημα της ηθικής, στο χώρο
της θρησκείας, με τρόπο διαλεκτικό και αναπόφευκτο. Έτσι η κατάρρευση της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επήλθε τελικά: «διότι καθιέρωσε την καθολική νομική
ισότητα όλων των ανθρώπων, δίχως όμως να αναγνωρίσει τα δικαιώματά τους και την
εσωτερική ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτή η αναγνώριση μπορούσε να βρεθεί μόνο στην
ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση, που ανέδειξε την καθολική ισότητα των ανθρώπων
στη βάση της ηθικής τους ελευθερίας». Ο Ηegel, όπως υπέδειξε και ο Καντ, έθεσε ως
δεδομένο ότι υπήρχε ένα έσχατο σημείο πέρατος στην πορεία της ιστορίας, που
είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας επί γης: «η
Ιστορία του κόσμου δεν είναι άλλο από την πρόοδο της αυτοσυνείδησης της
ελευθερίας». Το ξεδίπλωμα της Παγκόσμιας Ιστορίας θα μπορούσε να γίνει
κατανοητό, ως η διερεύνηση της ισότητας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη
ελευθερία. Μια αντίληψη που συνοψίζεται στην επιγραμματική φράση του Ηegel ότι: «τα ανατολικά
έθνη αντιλαμβάνονταν ότι ελεύθερος είναι Ένας, ο ελληνικός και ρωμαϊκός κόσμος,
ότι ελεύθεροι είναι Κάποιοι, ενώ εμείς ξέρουμε ότι Όλοι οι άνθρωποι (ως
ανθρώπινη φύση) είναι απολύτως ελεύθεροι».
Ο Fr. Fukuyama [3] εντοπίζει στον χριστιανισμό το πρότυπο μιας νέας για την εποχή
ριζοσπαστικής κοινωνικής αντίληψης για το άτομο: «ο χριστιανισμός ήταν
εκείνος που πρώτος εισήγαγε την αντίληψη της ισότητας όλων των ανθρώπων ενώπιον
του θεού κι από εκεί συνέλαβε την ιδέα του κοινού πεπρωμένου για όλους τους
λαούς του κόσμου». O Umberto Eco[4] γράφει για τις περιθωριακές ομάδες των πρώτων χριστιανών και για την
πρόθεσή τους να δώσουν πολιτική διάσταση στις χριστιανικές ιδέες περί ισότητας
και ελευθερίας σε αυτή τη ζωή και όχι σε κάποιο μελλοντικό υπερπέραν: «αυτές στις οποίες υπερισχύει η ελπίδα και η
δράση. Δεν πρέπει να κάνουμε λάθος εκτίμηση και να θεωρήσουμε ότι αυτές οι
ομάδες, επειδή παρουσιάζονται σαν φορείς μυστικιστικών ελπίδων, ήταν ομάδες
διανοουμένων. Ήταν λαϊκές ομάδες, αποτελούνταν κυρίως από άθλιους προλετάριους
που χρησιμοποιούσανε το χριστιανισμό σαν θεωρία-φορέα (ή καλύτερα σαν μύθο),
μια και τότε ο χριστιανισμός ήταν η μόνη διαθέσιμη θεωρία για την απελευθέρωση,
κάνοντας κυρίαρχο θέμα την εγκαθίδρυση μιας γήϊνης κοινωνίας με βάσεις κομουνιστικές».
Κατά την άποψη του H.Tain[5], η παρακμή και η κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οφείλεται κατά
αρχήν στην ίδια τη στρατιωτική επικράτησή της. «Στην τρομαχτική σύνθλιψη της
κατακτητικής πορείας της Ρώμης, οι πολιτείες είχαν αφανιστεί κατά εκατοντάδες
και οι άνθρωποι κατά εκατομμύρια…Ύστερ΄ από τετρακόσια περίπου χρόνια, η
εκνευρισμένη και ερημωμένη αυτοκρατορία, ούτε άνδρες είχε πια, ούτε αρκετή
ενεργητικότητα για ν΄αποκρούσει τους βαρβάρους». Όπως συμβαίνει με όλες τις
αυτοκρατορίες που ξοδεύουν σε ατέλειωτες αιματηρές αναμετρήσεις, όσα
πλεονεκτήματα τις οδηγούν στην επικράτηση, η Ρώμη κατέρρευσε όταν πλέον δεν
είχε τη δύναμη να διατηρήσει τα κεκτημένα. Το τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες
ζωές, ο υπερτροφικός επεκτατισμός, οι καταστροφές πόλεων, η μετατροπή ελεύθερων
ανθρώπων σε δούλους και το ίδιο το μη παραγωγικό δουλοκτητικό οικονομικό
σύστημα, διαμόρφωσαν τις αιτίες της κατάρρευσης σε κάθε επίπεδο. Ο
κατακερματισμός της ρωμαϊκής συνείδησης και η ανασύνθεσή της σε έναν
παγκοσμιοποιημένο τύπο Ρωμαίου πολίτη, οφείλεται κυρίως στη σαρωτική επέλαση
των ποικίλων εξωτερικών επιδράσεων, που ήταν φυσική συνέπεια της κατακτητικής
τους πολιτικής. Οι Ρωμαίοι σαρώθηκαν από τους πολιτισμούς των λαών που υπέταξαν
και οι οποίοι ήταν κατά βάση αρχαιότεροι από εκείνους και είχαν πιο γερές
βάσεις. Η παρακμή και οι πραγματικές
της αιτίες θα φωτιστούν ακόμη περισσότερο, αν στα προηγούμενα προστεθούν ο
παράγοντας της ηθικής και κοινωνικής αποσύνθεσης για την οποία ευθυνόταν
εξολοκλήρου η υποβόσκουσα κρίση των αξιών του ειδωλολατρικού κόσμου και ακόμη ο
ανεξέλεγκτος συγκερασμός διαφορετικών θρησκειών και πολιτισμών κάτω από την
ασπίδα της ρωμαϊκής κοινωνίας που είχε χάσει πια την ταυτότητά της[6].
Για την ακρίβεια ο
κλυδωνισμός του νοσούντος θρησκευτικού συστήματος της αρχαιότητας, όχι μόνο
προηγείται χρονικά της αντίστοιχης κατάρρευσης του πολιτικο-στρατιωτικού
σχήματος της Αυτοκρατορίας, αλλά και την προκάλεσε. Δεν είναι τυχαίο,
ότι αυτή η κατάρρευση που μοιάζει σχεδόν παράλληλη, εκδηλώθηκε πρώτα στη βαθιά
κρίση του θρησκευτικού συστήματος, λόγω των ανταγωνισμών των διάφορων θρησκειών
και κυρίως εξαιτίας της εμφάνισης του χριστιανισμού, για να ακολουθήσει και η
κατάκτηση του αδύναμου πλέον από τις εσωτερικές έριδες κράτους από τους
βόρειους εισβολείς.
(Το κείμενο αποτελεί μέρος της
μελέτης μου: «Τα Φυσικά Πρότυπα στην Τέχνη και τη Θρησκεία-Μια επισκόπηση της
ανάπτυξης του πολιτισμού», Γ΄ Μέρος:
ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, Κεφ. 1: Το νέο περιεχόμενο της Θρησκείας και της Τέχνης,
πρώτοι μ. Χ αιώνες- Η μετάβαση προς ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης. παρ. 1. 2:
Οι αιτίες της Ρωμαϊκής παρακμής)
[2] Τέτοιες πολιτικές παρεμβάσεις σε θέματα θρησκείας είναι διαχρονικές.
Υπό διαφορετικές μορφές και θέσεις τέτοιες ήταν η θρησκευτική μεταρρύθμιση του
Αχενατών στην Αίγυπτο, οι διωγμοί των χριστιανών, η επίσημη αναγνώριση του
Χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο, η θρησκευτική αποστασία του Ιουλιανού, η
απαγόρευση της ειδωλολατρίας από τον Μ. Θεοδόσιο, ο ταραγμένος αιώνας της
εικονομαχίας στο Βυζάντιο, οι θρησκευτικοί πόλεμοι της Ευρώπης, οι εκδιώξεις
των αιρετικών, η δράση της Ιεράς Εξέτασης, ο Διαφωτισμός στη Γαλλική Επανάσταση
και η επανάσταση των Μπολσεβίκων στην Ρωσία.
[3] FRANCIS FUKUYAMA : «Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος». (σ. 94), Εκδ. «Νέα
Σύνορα» Α. Α. Λιβάνη-Αθήνα 1993, (μετ. από Αγγλικά Αχ. Φακατσέλης)
[4] UMBERTO ECO: «Η Σημειολογία στην καθημερινή ζωή».Κοινωνιολογία. Εκδ. Μαλλιάρης-
Παιδεία. Αθήνα (σ.198-199).
[6] Ο Καίσαρας επιχείρησε ένα μεγάλο πρόγραμμα ανοικοδόμησης ναών και
θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων για την αναβίωση της παράδοσης, ακριβώς για να
καλύψει τα κενά που είχαν δημιουργήσει οι πολύχρονοι πολιτικοί και θρησκευτικοί
ανταγωνισμοί, αλλά δίχως να καταφέρει να ανακόψει την φθίνουσα πορεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου