Πρέπει να χωρίσετε Εβίτα! Δεν έχει η
σχέση σας άλλα περιθώρια. Πρέπει να χωρίσετε!
Τα λόγια της Κλάρας
ηχούν όμοια σφυριά στο κεφάλι μου. Απελπισμένες σκέψεις κάνουν βόλτα στο σαλεμένο
σχεδόν λογικό μου.
-Πρέπει να χωρίσετε!
-Πρέπει να χωρίσετε!
-Πρέπει να χωρίσετε!
Είναι ο μισός μου
εαυτός που ξέρει την αλήθεια και μεταμελείται για ότι έχει κάνει, για ότι
στερεί εδώ και καιρό από κάποια άλλη. Είναι και ο άλλος μου μισός εαυτός, που
χαίρετε για την παγίδα που της έστησε, αφαιρώντας της κάτι γι΄ αυτήν πολύτιμο.
Υπάρχουν αξίες διφορούμενες, αξίες που στην αναξιότητά τους μέσα υποθάλπουν το
αβέβαιο. Υποκριτικές καταστάσεις που τη μια στιγμή σε ρίχνουν στο γκρεμό και
την άλλη σε εξυψώνουν στον ουρανό. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω γιατί αυτό που
εγώ νόμιζα για τέλειο έκρυβε μέσα του τόσο πόνο.
Το τέλειο! Ποιος θα
μπορούσε να το προλογίσει έντεχνα; Ένας λογοτέχνης, ένας σχιζοφρενής ποιητής ή
ένας γιάπης καλά ενταγμένος μέσα στον τεχνολογικό του κόσμο; Ποιος θα μπορούσε
να δώσει το σωστό ορισμό του; Ίσως κανείς...
Η δουλειά με είχε
απορροφήσει εντελώς. Το καθημερινό μου δρομολόγιο ήταν απόλυτο και σίγουρο. Τα
χρόνια που είχαν περάσει μου είχαν αποθηκεύσει
τις κατάλληλες γνώσεις και το πτυχίο μου είχε ανοίξει εντελώς κάποιες
πόρτες. Σίγουρη και επιτυχημένη επαγγελματικά διένυα τις ατραπούς της μοναχικής
κατά τ΄ άλλα ζωής μου.
Ώσπου γνώρισα τον
Θάνο. Έτσι ξαφνικά, όπως η μπόρα έρχεται και τα κάνει όλα άνω κάτω, μπήκε
εκείνος στη ζωή μου. Γλυκός, τρυφερός και ανεξάντλητος τάραξε τα λιμνάζοντα
νερά μου. Ομιλητικός κι εγώ σιωπηλή. Συγκλονιστικός κι εγώ μέτρια. Θεατρίνος κι
εγώ απλά ένας θεατής. Ηχηρός κι εγώ άηχη. Τεντωμένος κι εγώ ζαρωμένη. Τα πάντα
αυτός κι εγώ μπροστά του το τίποτα.
Η σχέση μας πλούσια σε
συγκινήσεις. Πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς! Το χρώμα μπήκε στη ζωή μου. Χρόνια
πριν χωρίς την παρουσία του Θάνου έχανα με ηλίθια αφέλεια το παρόν. Τώρα το
ζούσα συγκλονισμένη. Μελανό σημείο; Υπήρχε μελανό σημείο σε αυτή την απόλυτη
σχέση; Υπήρχε;
Ναι, γιατί παρ΄όλο το
φως που είχε αυτή η σχέση είχε και σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που όταν έπεφτε με
άφηνε ανήμπορη να αντιδράσω, να φωνάξω, έστω να βγάλω μια κραυγή απελπισίας. Με
ζάρωνε στη γωνίτσα μου ανήμπορη να κάνω οτιδήποτε άλλο, κοιτώντας με θολό βλέμμα
από τα δάκρυα το τηλέφωνο.
Εγώ είχα μόνο εκείνον,
εκείνος είχε εμένα αλλά είχε και την άλλη.
Η άλλη ήταν το
παρελθόν του ήταν εν μέρει το παρόν του ίσως να ήταν και το μακρινό του μέλλον.
Εγώ δεν είχα παρελθόν μαζί του. Είχα μόνο ένα μισό παρόν και βέβαια αγνοούσα αν
θα είχα μαζί του κάποιο μέλλον. Εκείνος εξαπατούσε την άλλη. Εγώ εξαπατούσα
εμένα. Εκείνος ήταν ψύχραιμος. Εγώ προσποιούμουν την ψύχραιμη. Εκείνος δεν είχε
τύψεις. Εγώ πνιγόμουν από αυτές. Εκείνος κι εγώ! Στην αρχή, στη μέση και στο
τέλος η άλλη.
Ξέρω καλά όμως πως
ακόμα και τώρα που έχω την απόλυτη γνώση μιας τέτοιας αμφίρροπης κατάστασης, τα
υπέρ και τα κατά αυτής, αν άρχιζα πάλι από την αρχή το ίδιο λάθος θα έκανα
ξανά. Μια σχέση τόσο παράξενη και τόσο ιδιόμορφη...Με σμίλεψε καταλυτικά η
επαφή μαζί του, με γέμισε ιδέες και συνήθειες. Έμαθα πράγματα να κάνω για μένα
διαφορετικά από αυτά που είχα συνηθίσει και μάθει όλα τα προηγούμενα χρόνια
χωρίς αυτόν.
Οι στιγμές της
εγκατάλειψης γίνονταν αφόρητες. Όταν αυτό συνέβαινε, έδειχνα αδιάφορη κι ας
ένιωθα μέσα μου ένα δυνατό ρεύμα να με παρασέρνει. Καμωνόμουν την ακατάβλητη
όμως στην πραγματικότητα ήμουν φανερά καταβεβλημένη. Είχα αδυνατίσει
επικίνδυνα, ενώ οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου είχαν γίνει μόνιμο
στολίδι.
Τις Κυριακές, που δε μπορούσα
να είμαι μαζί του, στηνόμουν απέναντι από το σπίτι του, σε μια γωνιακή
καφετέρια, φορώντας μαύρα γυαλιά και παρακολουθώντας, κοιτώντας με λαχτάρα το
μπαλκόνι του, μήπως δω κάποια κίνηση, μήπως δω κάτι, κάτι από εκείνον. Τις
Κυριακές τα μεσημέρια έπαιρνε τη γυναίκα του, τον γιο του να πάνε για φαγητό.
Οι μαχαιριές μέσα μου αβάσταχτες.
Αυτή τον είχε δικό
της, φανερά, χωρίς να κρύβονται από τους περαστικούς, τους γνωστούς ή τους
φίλους. Αυτή χαμογελούσε γαλήνια πλάι του κι εγώ έσβηνα μέρα με την μέρα από
την απέραντη ζήλια μου. Γιατί ζήλευα θανάσιμα κι απεχθανόμουν εκείνη τη γυναίκα
που είχε τη σιγουριά της επιστροφής του. Άδικα έψαχνα να βρω τις δικές μου
τελίτσες σ΄αυτή την παράξενη και γεμάτη πάθος σχέση, αλλά δεν τα κατάφερνα.
Συναντούσα μόνο άνω τελείες. Ήθελα να τον κάνω να ξεχάσει το παρελθόν του όμως
δε το μπορούσα. Το καταραμένο το κινητό του χτυπούσε αλύπητα κι αμέσως γύριζε
πάλι κοντά τους.
-Θα σχολάσει το παιδί από τα αγγλικά, του λέει, κι αυτός αρχίζει να
ετοιμάζεται...
-Το παιδί ανέβασε πυρετό, έλα, πρέπει να το πάμε σε κάποιο γιατρό κι
αυτός αμέσως σκοτεινιάζει...
Καταραμένο παρελθόν!
Πόσο σε ζηλεύω, πόσο σε μισώ!
Μερικές φορές με
πιάνει μια λαχτάρα να ακούσω τη φωνή της, τη φωνή που καθορίζει τη ζωή του,
τότε την παίρνω τηλέφωνο.
-Εμπρός μου λέει, κι εγώ κρατώ φανερά ταραγμένη το ακουστικό.
-Λέγετε, μου λέει τώρα πιο επίμονα κι εγώ την φαντάζομαι στην
αγκαλιά του όταν κάνουν έρωτα και χάνομαι.
-Αχ, αχ ας ήμουν ένα μικρό κομμάτι από το παρελθόν του, ας γινόμουν ένα
τεράστιο κομμάτι στο μέλλον του.
Όμως υπάρχουν
καταστάσεις ανάλλαγες κι εμείς υποτασσόμαστε πολλές φορές χωρίς τη θέλησή μας
στην αρχέτυπη μοίρα μας. Ο Θάνος έχει καταλάβει την ανασφάλειά μου και μου
αφαιρεί με τη σύριγγα όλο και πιο πολύ το μεδούλι της ψυχής μου. Εξαπατώντας
έτσι τον εαυτό μου βαδίζω με συνεργό την ανασφάλεια και την απέραντη κακία μου
που όλο και περισσότερη τώρα πια γίνεται.
-Γιατί να μη τον γνωρίσω εγώ πρώτη;
-Γιατί να μην έχει κάνει ένα παιδί μαζί μου;
-Γιατί;
Το σήμερα διαδέχεται
εκκωφαντικά το αύριο ενώ εγώ όλο και περισσότερο βυθίζομαι στο τέλμα της
αδιέξοδης ζωής μου.
-Πρέπει να χωρίσετε Εβίτα!
Η φωνή της Κλάρας
εξακολουθεί να με βασανίζει. Πρέπει να το κάνω, πρέπει να βρω τη δύναμη να δώσω
ένα τέλος σε αυτό το μαρτύριο που ζω μαζί του εδώ και δυο ολόκληρα χρόνια. Όμως
εκεί είναι το μεγάλο μου πρόβλημα.
Πως θα καταφέρω να βρω
τη δύναμη που μου χρειάζεται για να τα σταματήσω όλα. Πως θα αναγκάσω τη ψυχή
να συνηθίσει πάλι τη μοναξιά της. Πως θα ξαναγυρίσω στον κόσμο των ζωντανών,
πως θα ξαναθυμηθώ πως είμαι κι εγώ μια γυναίκα, μια γυναίκα μάλιστα που έχει
ανάγκες, που έχει να δώσει πολλά σε έναν άντρα, μια γυναίκα που χρειάζεται να
αισθανθεί μοναδική στην αγκαλιά ενός άντρα που θα είναι μόνο δικός της,
κατάδικός της.
-Πως να βρω τη δύναμη, πως...
Τις νύχτες της απουσίας
του από την ημιτελή ζωή μου γυρίζω το μεγάλο μου σπίτι καπνίζοντας με μανία.
Γύρω μου υπάρχουν τόσοι δρόμοι. Έχω την δυνατότητα να τους διαβώ όλους, όμως δε
το κάνω. Μένω κολλημένη εκεί, στο μικρό στενό που με έχει βάλει αυτός. Κοιτάζω
γύρω μου τα ερωτευμένα ζευγάρια και τον γυρεύω στα χαμόγελά τους, στα μάτια
τους τα ευτυχισμένα. Όμως τίποτα, αυτός πουθενά. Αυτός στη ζωή του, στο
παρελθόν του, στο παρόν του, στο μέλλον του. Αυτός μακριά μου στην
τακτοποιημένη του ζωή.
Θέλω να ξεκόψω από
αυτόν τον πυρετό που με καίει καθημερινά. Πρέπει να ξεκόψω. Πάει καιρός που
βασανίζω το νου μου να βρει ένα τρόπο. Νομίζω πως έχω αρκετό κουράγιο να το
κάνω τώρα, δεν μπορώ να συνεχίσω αυτό το ψέμα άλλο ακόμα. Νομίζω έφτασε η
κορυφαία για μένα στιγμή.
Στο τηλέφωνο που τον
παίρνω είμαι εντελώς αποφασισμένη. Του ανακοινώνω το οριστικό τέλος στο
ημιτελές παρόν μας. Εκείνος δε με παίρνει πολύ στα σοβαρά. Γελάει, μου
αστειεύεται, πως θα αντέξω χωρίς εκείνον μου λέει. Εγώ επιμένω σθεναρά. Εκείνος
δείχνει να κάμπτεται.
-Αν είναι για το καλό σου μου λέει να χωρίσουμε.
Το τηλέφωνο κλείνει!
Αυτό τελικά ήταν, έτσι απλά, δυο χρόνια έγιναν παρελθόν. Λίγα λεπτά ήταν αρκετά
κι όλα στη ζωή μου από δω και πέρα αλλάζουν. Μέσα στον θρυμματισμένο πόνο της
ψυχής μου με θαυμάζω! Εγώ βρήκα το θάρρος, το κουράγιο να ξεκόψω. Εγώ είμαι
αυτή; Αρχίζω να συνειδητοποιώ πως μόνο μέσα από ακραίες καταστάσεις μπορεί να
αναδιπλωθεί ο πραγματικός μας εαυτός, να γίνει ένας μικρός ήρωας στα μάτια μας.
Η νύχτα άπλωσε τα
πλοκάμια της πάλι κι απόψε. Η μοναξιά μου μες το σπίτι κοιτάζεται στου τοίχου
τον καθρέπτη. Τα κύτταρά μου, όλα μου τα γωνιαία κύτταρα τα νιώθω ακίνητα,
στερεωμένα σ΄αυτή την απέραντη μοναξιά. Έκανα το σωστό, έκανα το πρέπον.
Επιτέλους βρήκα το κουράγιο κι έβαλα μια τελεία, μια ολόκληρη τελεία πολύ
σημαντική για μένα. Μια τελεία που από μόνη της είναι ολόκληρο πια το παρελθόν
μου μαζί του.
Ένα παρελθόν που θα
βαραίνει από δω και πέρα στο παρόν μου.
Ένα παρελθόν που θα΄
θελα να είναι και το μέλλον μου.
Ένα παρελθόν οριστικά
πια μακριά του.
Μακάρι να το αντέξω..
(Το διήγημα της Α.
Γκιωνάκη, απέσπασε το 3ο Βραβείο Διηγήματος στον 3ο Λογοτεχνικό
Διαγωνισμό Ποίησης-Διηγήματος Δυτικής Αθήνας-2005, που προκήρυξε το περιοδικό
πολιτιστική ΕΝΝΕΑΔΑ και ο ΑΣΔΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου