Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Φώτης Κόντογλου, ένας εμβληματικός ζωγράφος που αδικήθηκε από το ελληνικό κράτος

 
Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του

 «Τώγραψα στο κουτί τα τσιγάρα αγαναχτισμένος για τα μαρτύρια που μου κάνουν οι αποχτηνωμένοι αυτοί άνθρωποι, μη πληρώνοντάς με για τις ζωγραφιές που έκανα στη Δημαρχία. Τώγραψα το δράμα στις 12 Αυγούστου 1941»…

Ένα σύντομο οργίλο μήνυμα του Φώτη Κόντογλου, γραμμένο σ΄ ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα κασετίνα. Για να μείνει η αδικία. Να μην ξεχαστεί στον χρόνο. Σαν πεισματάρικη εξομολόγηση σε νεανικό ημερολόγιο, σαν τεκμήριο πιστοποίησης ενός μπαταχτσή κρατικού μηχανισμού σε βάρος του πολίτη. Και τι πολίτη! Του σπουδαίου ζωγράφου, που κάποτε «άνοιξε μια πόρτα στη μίζερη, μικρόπνοη, κλεισμένου χώρου, λογοτεχνία μας και μπήκε μια μεγάλη πνοή ανοιχτής θάλασσας, ανοιχτού αγέρα στην Ελλάδα», όπως σχολίαζε τη δεκαετία του 1920 ο Νίκος Καζαντζάκης για τον νεαρό τότε Κόντογλου που πρωτοεμφανιζόταν στις συντροφιές του πνεύματος, όχι ως ζωγράφος –δεξιότητα που ανακάλυψε μετά– αλλά ως λογοτέχνης με το διήγημα «Πέδρο Καζάς».

Φ. Κόντογλου - Η κοιλάδα του Κλαυθμώνος. Πηγή εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Έκτοτε, το 1937, ύστερα από μία περιπετειώδη διαδρομή που τον έχει οδηγήσει στο φιλόξενο λιμάνι της ζωγραφικής, δέχεται την πρόταση του δημάρχου Κοτζιά να διακοσμήσει το εσωτερικό του δημαρχιακού μεγάρου στην οδό Αθηνάς. Για αρχή, ζητά τα έξοδα για τα υλικά και την αμοιβή των συνεργατών του. Όταν το έργο ολοκληρωθεί, λέει, θα πληρωθεί όλα τα υπόλοιπα. Θέλει να φτιάξει ένα ατελιέ, όπου θα μπορεί να εργάζεται απερίσπαστος και με άνεση. Στο σπίτι του δεν υπάρχει κατάλληλος χώρος γι’ αυτήν τη δουλειά.

Ρίχνεται με πάθος στην ανάθεση. Σχεδιάζει, σκίζει και ξανά απ’ την αρχή. Θέλει να ιστορήσει «το ενιαίον της φυλής» και καταλήγει να στολίσει τους τοίχους με μία παράταξη 65 μορφών από τον μύθο ίσαμε την πραγματικότητα, από τον Θησέα έως τον Κολοκοτρώνη. Το έργο ολοκληρώνεται όταν η Ελλάδα πατάει το κατώφλι του πολέμου. Ο Κόντογλου ζει από την τέχνη του και τούτη η δουλειά στην παρούσα χρονική συγκυρία αλλάζει τα σχέδια για την επένδυση της αμοιβής του (πολυτέλεια, πια, το ατελιέ). Είναι ευτυχής που τουλάχιστον θα εξασφαλίσει τα προς το ζην της οικογένειάς του. Αλλά από τον οφειλέτη δήμο δεν παίρνει δεκάρα τσακιστή! Τα ήδη ισχνά οικονομικά της οικογένειας επιδεινώνονται. Εκείνος έχει ξοδέψει χρόνια από τη ζωή του κοπιάζοντας για μία δουλειά, που θα του απέφερε κάποιο κέρδος. Τζίφος! Αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι του για μερικά καρβέλια ψωμί (για την ακρίβεια, για ένα σακί αλεύρι) και εγκαθίσταται με την οικογένειά του σε ένα γκαράζ!

Η νωπογραφία στην οικία Κόντογλου. Πηγή εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Αν θες ν’ ανέβεις σε ουράνιες σφαίρες, γίνε καλλιτέχνης. Μα αν θες να πιεις φαρμάκια, γίνε καλλιτέχνης» χαράζει σε ένα αντίστοιχο πακέτο τσιγάρα, μόνιμο πια πνευματικό, που «ακούει» πρόθυμα τις πίκρες και τα παράπονά του και ούτε ο χρόνος θα καταφέρει να σβήσει τις γραπτές παραπονιάρικες εξομολογήσεις του, γιατί το χρέος του δήμου ουδέποτε θα καταβληθεί. Αντίθετα, μετά τον πόλεμο, θα παραγραφεί.

Όμως, δεν θα είναι αυτό το μόνο παράπονο…

Αρχική εικόνα: Φ. Κόντογλου - Η Ελλάδα των τριών κόσμων. Πηγή εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Για τη συνέχεια εδώ:

https://www.archaiologia.gr/blog/2025/12/15/%cf%86%cf%8e%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%ba%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%b3%ce%bb%ce%bf%cf%85-%ce%ad%ce%bd%ce%b1%cf%82-%ce%b5%ce%bc%ce%b2%ce%bb%ce%b7%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%ce%b6%cf%89/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου