Από την
Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίου έχουν σωθεί απεικονίσεις των μουσικών και των
τραγουδιστών, καθώς και εικόνες και θραύσματα των μουσικών οργάνων. Στην πρώιμη
περίοδο κυριαρχεί ως μουσικό όργανο η άρπα, αλλά από τη μέση εποχή και μετά
επικρατεί στη θέση της η λύρα. Διαθέτουμε επίσης δείγματα και απεικονίσεις
σείστρων.
Αντίθετα
από τις άρπες, οι λύρες έχουν μια σειρά από χορδές ίσου μεγέθους που
κατεβαίνουν στο ηχείο από έναν ζυγό υποστηριζόμενο από δύο βραχίονες ίσου
μήκους. Για την παραγωγή των διάφορων ήχων οι χορδές είτε κουρδίζονται (συνήθως
με τέντωμα στο ζυγό), είτε πιέζονται με το αριστερό χέρι, δηλαδή τα δάχτυλα
ακουμπάν τις χορδές σε διάφορα ύψη, συντομεύοντας τις ταλαντώσεις τους κατά το
χτύπημα. Η λύρα υπάρχει σε δύο τύπους, που ονομάζονται χέλυς και φόρμιγγα ή
κιθάρα. Στην κλασική εποχή η χέλυς, η οποία πήρε το όνομά της από την ομοιότητά
της με χελώνα, θεωρούνταν όργανο των ερασιτεχνών, ενώ η κιθάρα ήταν μεγάλη και
προοριζόταν για επαγγελματίες. Από τις απεικονίσεις η μυκηναϊκή κιθάρα φαίνεται
να ήταν ψηλή (περίπου όσο το πάνω μέρος του σώματος του μουσικού), με καμπύλο
ηχείο σε σχήμα μισοφέγγαρου και επτά χορδές. Το αρχαιότερο δείγμα χρονολογείται
από την περίοδο των Βασιλικών Τάφων. Στις πινακίδες Γραμμικής Β΄ σώζεται το
γενικό όνομα του οργάνου λύρα, ενώ οι λυράρηδες ονομάζονται λυρατείς. Ο Όμηρος
χρησιμοποιεί ενίοτε τη λέξη κίθαρις, αλλά συνήθως τον όρο φόρμιγξ, ενώ το
παίξιμο της λύρας αποδίδεται με το ρήμα φορμίζω.
Οι
απεικονίσεις της μυκηναϊκής λύρας δείχνουν ότι ο μουσικός έπαιζε όρθιος, την
κρατούσε στο αριστερό χέρι, ψηλά πάνω στη μέση, και έκρουε τις χορδές με το
δεξί χέρι, ενώ τα δάχτυλα του αριστερού χεριού ρύθμιζαν το ύψος. Οι επτά χορδές
ήταν πιθανόν κουρδισμένες ως δύο συναπτά τετράχορδα με εναρμόνια διαστήματα. Οι
απεικονίσεις δείχνουν τους μουσικούς να κρούουν τις χορδές κοντά στο ηχείο,
όπου παράγεται ο καθαρότερος και οξύτερος ήχος. Αυτό θα αντιστοιχούσε με την
ομηρική χρήση του επιθέτου λιγύς για την περιγραφή της μουσικής τους.
Στις
απεικονίσεις οι τραγουδιστές απεικονίζονται να τραγουδούν και το καταλαβαίνουμε
από το ανοιχτό τους στόμα. Ίσως το τραγούδι να ήταν αντιφωνικό, αφού έχουμε
εικόνα με τραγουδιστή που κρατά σείστρο και ταυτόχρονα άλλους τρεις να κρατούν
λύρες. Ορισμένες φορές τεντώνουν το λαιμό και γέρνουν το κεφάλι προς τα πίσω,
ίσως για να επιτύχουν μια ένρινη, υψίφωνη και λεπτή φωνή.
[Πηγή, J. G. Younger, «The Mycenaean bard: the evidence for sound and
song»,Aegaeum 28, 2007, 71-78]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου