Γερ. Γερολυμάτος: "Άποψη του Λιβαδιού από τη Χώρα-Σερίφου" Ακουαρέλες-1996 |
Του ζωγράφου
Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
(α)
Το Πανηγύρι της Παναγιάς στον Πύργο της
Σερίφου
Ο Πύργος στη Σέριφο,
είναι ένα μικρό χωριό στην άγρια πλαγιά μιας γρανιτένιας οροσειράς πάνω από το
Αιγαίο. Γύρω στα πενήντα σπίτια, από τα οποία, μόνο τα πέντε στέκουν ακόμη, σε
πείσμα των βόρειων ανέμων, ενώ τα υπόλοιπα, είναι θλιβερά ερείπια, πέτρες
αναλυμένες πάνω σε πέτρες. Το χωριό, που ήταν ο τόπος καταγωγής του πατέρα του
φίλου μου, έσφυζε κάποτε από ζωή. Πολυμελείς οικογένειες, που ζούσαν εδώ, σε
δύο το πολύ δωμάτια, έδιναν στον τόπο κίνηση και φωνές. Σήμερα, μόνο οι
κουκουβάγιες, μόνιμοι κάτοικοι των χαλασμάτων του Πύργου, συντροφεύουν τον
επισκέπτη στη σιωπή. Το 1963, έκλεισαν τα μεταλλεία σιδήρου της Σερίφου και μαζί
τους ολόκληρα χωριά ερήμωσαν. Ένα από αυτά, ήταν και ο Πύργος.
Έκτοτε, τα πάντα
εγκαταλείφθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, εκτός από το ναϊδριο του χωριού, που
όπως τότε χτίστηκε πρώτο, έτσι και τώρα παραμένει η τελευταία ζώσα αναλαμπή στον
Πύργο, για να εορτάζει τον 15αύγουστο την Κοίμηση της Μεγαλόχαρης με ένα
παραδοσιακό πανηγύρι. Το χωριό ξαναμάζεψε, λοιπόν, για λίγες ώρες τα ξενητεμένα
χελιδόνια του. Το ναϊδριο ασβεστώθηκε σαν πάλευκο περιστέρι, στολίστηκε,
λαμπρύνθηκε μέσα στη δωρική του απλότητα και λειτουργήθηκε με την φροντίδα των 22
κτιτόρων του. Αν και βρισκόμουν στις Κυκλάδες, μου ήταν αδύνατο να μη φέρω στη
σκέψη μου τον Παπαδιαμάντη και τους πανηγυριστές των διηγημάτων του.
Η κτιτορία, είναι ένας
παραδοσιακός θεσμός στις Κυκλάδες, και αφορά την «υιοθέτηση» των υπαίθριων
ερημοκλησίων και την ανάληψη κάποιων ευθυνών για τη φροντίδα τους από ομάδες
πιστών. Ο φίλος μου, παρόλο που ο ίδιος κατοικεί στην Αθήνα, έχει κληρονομήσει
την κτιτορία από τον πατέρα του και τη συνεχίζει με συγκινητική συνέπεια και με
ανιδιοτελή προθυμία, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι κτίτορες. Περισσότερα από
300 άτομα πέρασαν από το πανηγύρι. Σεριφιώτες, παραθεριστές και ξένοι
τουρίστες, που είχαν μάθει για το πανηγύρι και ήθελαν να έρθουν. Τα πρόσωπα των
ντόπιων ξεχώριζαν με την πρώτη ματιά. Πρόσωπα στεγνά και δουλεμένα, σμιλεμένα
από το λιοπύρι και τους ανέμους, με μια στοχαστική απλότητα και εσωτερική
ηρεμία.
’Εξι κατσίκια
σφάχτηκαν και μαγειρεύτηκαν σε δύο μεγάλα καζάνια με μακαρόνια κοντά και
κόκκινη σάλτσα, σύμφωνα με την παράδοση του πανηγυριού. Όλα αυτά συνοδεύονταν
από ντόπιο, άφθονο ευώδες κρασί και ευλογημένο άρτο, που προσφέρονταν δωρεάν
στους πανηγυριστές. Το πεντανόστιμο φαγητό σερβίρεται σε όλους. Κανείς δε σε
ρωτά ποιός είσαι, όλοι σου εύχονται. Οι αυτοσχέδιοι πάγκοι και τα τραπέζια δεν
επαρκούσαν για όλους, και έτσι όσοι έτρωγαν σηκώνονταν για να καθίσουν και οι
άλλοι. Όλα τα έξοδα, φυσικά, επιβαρύνουν τους κτίτορες, που βάζουν από κοινού
τα χρήματα για να πραγματοποιηθεί το πανηγύρι, και επίσης μαγειρεύουν, σερβίρουν
και καθαρίζουν. Ο ναός ποτέ δεν καλύπτει τα έξοδα του πανηγυριού από τα χρήματα
των κεριών, αλλά και ποτέ δε σταμάτησε να γίνεται το πανηγύρι.
Το γεγονός ότι κανείς
από τους προσκυνητές δεν πληρώνει τίποτα, καταργεί τις ιδιότροπες και
πολυτελείς απαιτήσεις και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αδελφότητας και ισότιμης
σχέσης, που εκφράζεται με λόγους ευγένειας και συγκινητκής αλληλοαποδοχής. Μου
έρχονται στο νου οι πρώτες χριστιανικές «Αγάπες» του μοιράσματος της τροφής και
ακόμη οι αρχαίες πανήγυρεις, που σίγουρα αναβιώνουν προσαρμοσμένες μέσα στο
πνεύμα τώρα του χριστιανισμού. Τίποτα δεν έχει χαθεί. Τα πάντα συνδέονται μέσα
στις χιλετίες από την πηγαία θεοσέβεια του Έλληνα, που όπως τότε, έτσι και
τώρα, πανηγυρίζει ευφρόσυνα γύρω από τα ιερά του.
Συνομίλησα για λίγο με
έναν ντόπιο, ηλικιωμένο κτίτορα, με γελαστά μάτια και κόκκινα από την χαρά
μάγουλα. Αυτός μου είπε, πως εκτός από την εκκλησία αυτή, είναι κτίτορας σε
ακόμη τρία ερημοκλήσια, με ανάλογα πανηγύρια στις ημερομηνίες που εορτάζουν οι
τιμώμενοι Άγιοι και Αγίες. Αυτό, ισοδυναμεί με αρκετές εκατοντάδες Ευρώ το
χρόνο, που αυτός ο ευσεβής και σίγουρα όχι εύπορος γέροντας, προσφέρει ως
μερίδιο της κτιτορίας του. Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, που αρκετοί
άνθρωποι στερούνται των αναγκαίων, κάποιοι άλλοι, όπως ο φίλος μου και ο
γελαστός γέροντας, δίνουν από 100-200 €, που σίγουρα θα τους λείψουν, για να
προσφέρουν τιμή και λατρεία στους Αγίους, τροφή και χαρά σε ανθρώπους
άγνωστους, ίσως ακόμη και όχι χριστιανούς.
«Το κάνω για την
Παναγία και για τους Αγίους», συνέχισε ο γέροντας αφοπλιστικά, προλαβαίνοντας
την επόμενη ερώτηση μου, για το νόημα της υποβολής σε τόσο κόπο. Η μόνη του
ανησυχία, ήταν, για το αν οι νέοι θα συνεχίσουν την όμορφη αυτή παράδοση, όπως
οι ίδιοι την παρέλαβαν από τους γονείς τους. Αν κρίνω, όμως, από τα νέα παιδιά,
που πηγαινοέρχονταν φέρνοντας πιάτα και κανάτες γεμάτες με κρασί, υπάρχει ακόμη
μέλλον. Αυτή η αυθεντικότητα, σπάνια πλέον και στον κόσμο των εν Ελλάδι
πανηγυριών, είναι και ο λόγος, που με ώθησε να γράψω την πρώτη από τις
Αυγουστιάτικες πινελιές μου της Σερίφου. Γεγονότα ασήμαντα, αλλά είναι το χρώμα
τους, θαρρώ, που έχει την αξία, όπως τα ταπεινά αγριολούλουδα στην άκρη του
δρόμου.
Το σύγχορδο κελάϊδημα
του βιολιού με το λαούτο, μας παρέσυρε με ήχους διονυσιακούς σε εκστατικά
μονοπάτια. Τριγύρω μας, βουνά και θάλασσα ένα ομοιόμορφο μαύρο. Στο βάθος, λίγα
χλωμά φώτα από την Κύθνο και από πάνω μας ένας γαλαξιακός ποταμός. Η φωτισμένη
εκκλησία, με το γεμάτο από κόσμο μπαλκόνι της, έμοιαζε σαν το κατάστρωμα πλοίου,
που ταξίδευε νύχτα σε κατασκότεινη θάλασσα.
(β)
Οι δύο Γαλάτες
Ένα όμορφο βράδυ, στα
γενέθλια του ίδιου φίλου, γνώρισα ένα συμπαθητικό ζευγάρι Γάλλων με τις δύο
κορούλες τους. Και οι δύο, εκεί γύρω στα σαράντα περίπου. Με τα αγγλικά μας και
με όμορφη διάθεση, ξεκινήσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων, για να
καταλήξουμε να συζητάμε περί Χημείας και Τέχνης. Ο σύζυγος, ήταν Καθηγητής της
Εφαρμοσμένης Χημείας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Οι απόψεις μας περί Τέχνης
ταίριαζαν και έτσι, έχοντας γνωριστεί αρκετά, περάσαμε και σε άλλα πεδία, της
επικαιρότητας και της ιστορίας.
Είχα την περιέργεια να
τους κάνω μια ερώτηση, που ομολογώ ότι ανέμενα, με ενδιαφέρον την απάντηση της.
Τους είπα:« Όλοι ονομάζουν την χώρα σας Φράνς και εσάς Φράγκους. Εμείς, όμως
την ονομάζουμε Γαλλία και εσάς Γάλλους, δηλαδή Γαλάτες. Τι είστε λοιπόν, κατά
τη γνώμη σας, Γαλάτες ή Φράγκοι;»
Από την έκφραση
αμηχανίας, που φάνηκε στο πρόσωπο τους, συμπέρανα πως τους είχα εκπλήξει. Ίσως,
δεν το είχαν σκεφτεί ποτέ έτσι. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και έπειτα σχεδόν με
ένα στόμα, μου είπαν και οι δύο αυθόρμητα: «Gaulloise!» (Γαλάτες). Η απάντηση τους με
ευχαρίστησε. Όμως δεν άντεξα να μην τους κάνω και μια δεύτερη ερώτηση: «Τότε,
γιατί όλοι σας λένε Φράγκους; Και μάλιστα οι Γερμανοί αποκαλούν την Γαλλία
Φρανκ-ράϊχ και όχι Γαλατία;». Μου χαμογέλασαν, σηκώνοντας τους ώμους προς
δήλωση ανυπάρκτου απαντήσεως. Όμως, το άκουσμα περί Γερμανών και Φράνκ-ράϊχ,
τους προκάλεσε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας.
Έκλεισα το θέμα κάπου
εκεί, νιώθοντας, ότι αν συνέχιζα να ανοίγω το πιθάρι της ιστορίας, ίσως κάποιες
αλήθειες να τους χάλαγαν το κέφι. Ωστόσο, επαλήθευσαν τη διαχρονική πεποίθηση
μου, πως ο χρόνος κάνει κύκλους και πως οι χιλιετίες και οι αιώνες μοιάζουν με
δευτερόλεπτα, όταν η αλήθεια συνοδεύει την γνώση. Από την άλλη, ήταν καλό, που
δεν μου έθεσαν και εκείνοι το «δίλημμα» της Μουτσάτσου, για τον αν είμαι
Χέλενας ή Γκρήκ!
(γ)
Το «ζωντανό τυρί»
Κάποια ημέρα, που πήγαμε
για μπάνιο στην ωραία παραλία της Συκαμιάς, καθίσαμε το μεσημέρι για φαγητό σε
μια μοναχική ταβέρνα, και ανάμεσα στα διάφορα εδέσματα, μας παρέθεσαν και λίγο κίτρινο
τυρί, ντόπιο. Η γεύση του με ενθουσίασε τόσο, που όντας γνήσιος λάτρης του
καλού τυριού, έβαλα σκοπό να αγοράσω λίγο, πριν επιστρέψω στην Αθήνα.
Μικρό νησί η Σέριφος,
εύκολα βρίσκεις αυτό που ψάχνεις. Έτσι και εγώ, βρήκα το μικρό, αλλά καθαρό και
οργανωμένο τυροκομείο, όπου κρυβόταν το αντικείμενο του γευστικού μου πόθου.
Πριν, όμως, από αυτό, θα έπρεπε να εξηγήσω, ποιό από όλα τα είδη των τυριών,
που εκτίθενταν στη βιτρίνα του ψυγείου, ήταν το ποθούμενο. Και αυτό, δεν ήταν
εύκολο, μόνο εξ όψεως!
Η ιδιοκτήτρια του
τυροκομείου, μια γυναίκα χαρισματική στην ξενάγηση στον κόσμο των τυριών, μας
έδωσε να γευτούμε μικρά δείγματα από διάφορα κεφαλοτύρια, γραβιέρες,
ξυνομυτζήθρες κ.λ.π, αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν αυτό που αναζητούσα.
Έμοιαζαν, αλλά δεν ήταν! Προσπάθησα να της περιγράψω το χρώμα και τη γεύση του.
Τότε, κατάλαβε, τι ακριβώς ζητούσα.
Το δικό μου τυρί, δεν
ήταν προς κοινή θέα και για αυτό δεν υπήρχε στη βιτρίνα. Ήταν ντροπαλό και ωρίμαζε
στον «Λάκκο»! Η ιδιοκτήτρια έκανε νόημα σε εμάς και σε άλλους δύο πελάτες, που
έτυχε να βρίσκονται επίσης εκεί, να την ακολουθήσουμε παραμέσα. Και αυτό κάναμε,
με κάποια ομολογουμένως περιέργεια.
Μας οδήγησε μπροστά σε
ένα κλειστό βαρέλι και αυτό που ακολούθησε. ήταν ένα σύντομο τυροκομικό
σεμινάριο. Το βαρέλι, είχε πριν λίγες ημέρες βγει από έναν λάκκο, όπου είχε
παραμείνει θαμμένο για κάμποσους μήνες, προκειμένου να ωριμάσει το τυρί που
βρισκόταν μέσα του. Άνοιξε το καπάκι και μια χαρακτηριστική μυρωδιά γέμισε το
χώρο.
Το βαρέλι, ήταν γεμάτο
με αρωματικά βότανα, κάτι ανάμεσα σε θυμάρι και σε ρήγανη που το αποκαλούν
θρούμπη. Έβαλε το χέρι της μέσα και έβγαλε έξω ένα ολόκληρο κεφάλι τυριού, που
ήταν καφέ στην εξωτερική του επιφάνεια, από την ζύμωση μέσα στο λάκκο και στο
βαρέλι. Μας εξήγησε, ότι αυτό οφειλόταν στο κρασί, που υπήρχε εκτός από τα βότανα,
μέσα στο βαρέλι και επενεργούσε στη διαδικασία της ωρίμανσης και της τελικής
γεύσης. Ήμουν βέβαιος πλέον, πως αυτό, ήταν το τυρί που αναζητούσα.
Δυστυχώς, το συγκεκριμένο
τυρί, δεν ήταν δυνατόν να κοπεί σε μικρότερα κομμάτια, χωρίς να χάσει, όπως μας
είπε, τα βούτυρα του, και κάθε φορά που θα κοβόταν, θα έπρεπε να καλύπτεται από
μια μεμβράνη. Ως εκ τούτου, μπορούσε να πωληθεί μόνο ολόκληρο το κεφάλι,
περίπου στα δύο κιλά. Αποφάσισα, λοιπόν, αφού δε γινόταν αλλιώς, να το αγοράσω
όλο και μάλιστα σε αρκετά αλμυρή τιμή.
Ικανοποιημένη εκείνη,
για την απόφαση μου, να τιμήσω αυτό το εξαιρετικό ποίημα της τυροκομικής τέχνης,
άρχισε να μου διηγείται τις φάσεις της παρασκευής του, τις εξαιρετικές
γευστικές και οσφραντικές του αξίες, ακόμη δε και τις ιδιοτροπίες και τις
απαιτήσεις του! Όπως, το να σκεπάζεται ανελλιπώς μετά από κάθε κόψιμο, ή να μην
αποθηκευτεί σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Μου συνέστησε, έπειτα, με επιστημονική
ακρίβεια, να ακολουθήσω μια σειρά από οδηγίες, όπως να μην το φάω αμέσως, αλλά
να το αφήσω πρώτα για 12 ώρες, ώστε να συνηθίσει την θερμοκρασία του χώρου και
να αποδώσει το μέγιστο των δυνατότητων του!
Άρχισα να σκέφτομαι,
υπομειδώντας, ότι έμοιαζε περισσότερο, σα να επρόκειτο να υιοθετήσω το τυρί του
Λάκκου, παρά να το αγοράσω, τόσο ζωντανό τυρί που ήταν! Τέλος πάντων, το πήρα
σε μια σακούλα, σαν πολύτιμο τρόπαιο και έφυγα περιχαρής, αναμένοντας τη στιγμή
της απόλαυσης του, με μια φέτα ζεστού, πρωϊνού άρτου.
Πράγματι, υπέμεινα τη
δοκιμασία των 12 ωρών και μάλιστα το άφησα και λίγες περισσότερες. Το ίδιο
βράδυ στην παρέα, η αφήγηση της τυροκομικής εμπειρίας και η σχεδόν «υιοθεσία»
του ζωντανού κεφαλότυρου, έγινε σλόγκαν και αιτία πολλών γέλιων. «Αγαπήστε το,
πριν το φάτε!», ή «Μιλήστε του πρώτα λίγο, για να χαλαρώσει», ήταν μερικά από
αυτά.
Το επόμενο πρωϊ, μαζί
με τον καφέ, ήταν σερβιρισμένες και μερικές ζεστές φέτες άρτου, αλειμμένες με
βούτυρο και το μόνο που έλειπε, ήταν το «ζωντανό τυρί», για να δώσει την πρώτη απόδειξη
της μεγάλης γευστικής του αξίας. Όπως και έγινε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου