τοῦ αρχαιολόγου Ἰωάννη Μηλιάδου
Στὸ ναὶ καὶ στ’ ὄχι στέκεται
ἡ δίβουλή τους γνώμη,
δεξὰ νὰ πάρουν ἢ ζερβὰ
τὸ διπλοσταυροδρόμι·
σταματοῦν καὶ μὲ καινούρια
ξαναπαίρνουν δρόμο
φούρια…
Ι. Γρυπάρης,
«Συναποθανούμενοι»
Η ΠΙΚΡΟΤΑΤΗ πεῖρα ποὺ ἔχω ἀπ’ τὴ σχέση τῶν ἀνθρώπων μὲ τ’ ἀρχαῖα Μνημεῖα, δὲν μοῦ ἐπιτρέπει αὐταπάτες. Μιὰ καὶ τὰ λαίμαργα βλέμματα
μερικῶν κυνικῶν «δυναμικῶν» στράφηκαν πρὸ τὸ λεγόμενο «Θέατρο Διονύσου», ἡ καταδίκη του ἔχει ὑπογραφεῖ. Θὰ προχωρήσουν στὴν ἀρχὴ προφυλακτικά, θὰ ξεγελάσουν, θὰ ὑπαναχωρήσουν κάποια
στιγμὴ καὶ στὴν κατάλληλη εὐκαιρία θὰ ἐπιτεθοῦν ἀκάθεκτοι.
Ἔτσι γίνεται πάντα. Στὴν ἀρχὴ πάντα μὲ τὸ μαλακὸ καὶ μὲ μιὰ συγκινητικὴ ἀθωότητα προθέσεων: ἕνα μικρὸ πείραμα γιὰ χάρη τοῦ… Πνεύματος, χάρη τοῦ Αἰσχύλου! Οὔτε ἴχνος ἀνίερης ἐκμετάλλευσης. Ποιὸς μπορεῖ νάχει ἀντίρρηση; Οἱ πρῶτοι ποὺ πιάνονται στὴν παγίδα εἶναι μερικοὶ ἰδεολόγοι ἄνθρωποι τῶν Γραμμάτων ποὺ ζαλίζονται εὔκολα ἀπὸ τοὺς καπνοὺς μιᾶς ἀρμαθιᾶς ἰδεολογικοῦ σανοῦ ποὺ τὴν πυρπολοῦν ἄλλοι. Γιατί ὁ κύριος ἐκμεταλλευτὴς δὲν παρουσιάζεται ἐξ ἀρχῆς ὁ ἴδιος στὸ προσκήνιο. Ἔτσι βλέπουμε κι’ ἀνθρώπους ποὺ συχνότατα εἶναι «σώφρονες», νὰ ἐπιτρέπουν στὸν ἑαυτό τους νὰ τοὺς ξεφύγει ὁ μεγάλος λόγος: «Εἶναι λαμπρὴ ἰδέα ν’ ἀκουσθεῖ ὁ τραγικὸς λόγος στὸ αὐθεντικὸ ἀρχαῖο θέατρο τῶν Ἀθηνῶν».
Παίρνετε ψύχραιμα τὴ φράση αὐτή, τὴ διαβάζετε ἀνάποδα καὶ βρίσκετε τὸ σωστό: Σ’ ἕνα μέρος ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἴχνος ὁρατὸ ποὺ νὰ θυμίζει Αἰσχύλο καὶ Σοφοκλῆ, σὲ μιὰ πετσοκομμένη ὀρχήστρα
μετασχηματισμένη σὲ ἀρένα μονομάχων, σ’ ἕνα χῶρο ποὺ δὲν ἀρκεῖ οὔτε γιὰ παράσταση παντομίμας, σ’ ἕνα τρισάθλιο ὁρατὸ περιβάλλον τῆς ἐσχάτης ρωμαϊκῆς παρακμῆς, ἐκεῖ μᾶς καλεῖ ἡ πολυπραγμοσύνη τῶν κυνικῶν νὰ ἐνωτισθοῦμε τὸν ὑψηλὸ λόγο τοῦ Αἰσχύλου. Τί φρικτὴ ἰδέα! τί βάρβαρη! Ἔτσι θὰ τροποποιήσουν μιὰ μέρα τὴ φράση τους, γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ ἀντιληφθοῦν κάποτε, μετὰ τοὺς πρώτους
«φιλολογικούς» ἐνθουσιασμούς, σὲ τί φριχτὰ ἀδιέξοδα μᾶς φέρνει καὶ ἡ παραμικρή μας ἐπέμβαση στὸ ἀρχαῖο αὐτὸ Μνημεῖο.
Ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ προέρχεται, σὲ τί ἀποβλέπει καὶ πῶς ὑποστηρίζεται ἡ κυνικὴ αὐτὴ ἰδέα; Προέρχεται φυσικὰ ἀπὸ τοὺς κύκλους ποὺ πιστεύουν ὅτι προορισμὸς τῶν ἀρχαίων ποὺ ὑπάρχουν εἶναι νὰ παραδίδονται στὴν τουριστική τους «ἀξιοποίηση». Αὐτὰ τὰ ἴδια δὲν ἔχουν δικό τους
προορισμό, δικό τους πνεῦμα, ἱερότητα καὶ μιὰ ἐντελῶς δική τους ὁλοζώντανη εὐαισθησία, ὅταν τοὺς φερόμαστε βάρβαρα. Τὴ δικαιολογία τὴν παρέχουν οἱ ἰδεολόγοι: Θὰ καταπλήξει τὸν κόσμο ἡ ἀναβίωση τῆς ἀρχαίας τραγωδίας στὸ αὐθεντικὸ θέατρο τοῦ Αἰσχύλου! Καὶ μὲ νέα φούρια θὰ διαγράψουμε τὴν ἀνοδική μας πορεία στὸν τομέα τῶν παραστάσεων τοῦ ἀρχαίου δράματος ποὺ ἀρχίζουν νὰ μᾶς ἀμφισβητοῦν τὸ μονοπώλιό τους ἢ τουλάχιστον τὴν πρωτοπορία μας οἱ ξένοι. Καὶ τί θὰ κάνουν στὸ τέλος; θὰ ὑποχωρήσουν, ἀφοῦ αὐτοὶ δὲν θὰ ἔχουν νὰ παρουσιάσουν ἕνα αὐθεντικὸ θέατρο, φτιαγμένο ἐπίτηδες γιὰ τὸ λόγο τοῦ Αἰσχύλου!
Ο Αισχύλος |
Θὰ πορευτοῦν ἀκόμα ἕνα διάστημα οἱ ἰδεολόγοι μ’αὐτά τους τὰ ὄνειρα. Ἀλλὰ τὸ ξύπνημά τους θὰ εἶναι τραγικό. Ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ὥριμη στιγμὴ γιὰ τὴν πράξη, αὐτοὶ θὰ φᾶνε μιὰ κλωτσιὰ καὶ θὰ πεταχτοῦν στὸ περιθώριο, ἐνῶ μέσα στὸ χῶρο θὰ εἰσελάσουν οἱ μπουλντόζες καὶ οἱ μηχανικὲς μετάλλινες δαγκάνες
ποὺ θ’ ἀνατρέψουν τὸ πᾶν. Ἄλλες χαλύβδινες μασέ-λες θὰ πολτοποιοῦν τὰ ἑκατομμύρια τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ. Γιατί πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς πολὺ «ἀγαθούλης» γιὰ νὰ πιστεύει πὼς οἱ κυνικοὶ ποὺ προωθοῦν τὴν ὑπόθεση στὰ παρασκήνια, ἐνδιαφέρονται —τάχα— γιὰ μιὰ δυὸ φιλολογικὲς παραστάσεις, γιὰ τὸ λόγο τοῦ Αἰσχύλου, καὶ ἄλλα ἠχηρὰ παρόμοια. Ἀξιοποιῶ, στὴ γλῶσσα τους, σημαίνει ἐκμεταλλεύομαι. Κι’ ἐκμετάλλευση τοῦ Διονυσιακοῦ Θεάτρου, σημαίνει
ξαναχτίσιμό του. Σ’ αὐτὸ τὸ τέρμα ἀποβλέπει ἡ ὑπόθεση κι’ αὐτὸς ὁ τελικὸς σκοπὸς ὑπάρχει στὸ ξεκίνημα ὅλης αὐτῆς τῆς «ἰδεολογικῆς» περιπέτειας. Τὸ κόκκαλο εἶναι γεμάτο μεδοῦλι καὶ εἶνε κάθε καρυδιᾶς καρύδια ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ «ἐμπνευσμένοι» ἄνθρωποι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ τὸ γλείψουν. Ὄχι, λοιπόν, αὐταπάτες· στὴν ὑπόθεση τοῦ Διονυσιακοῦ Θεάτρου δὲν ὑπάρχει ἰδεολογία ἢ πνευματικότητα. Ὑπάρχει συμ—φέ—ρον. Καὶ τὸ συμφέρον εἶναι πάντοτε ὑλικό.
Τὸ χτίσιμο ἑνὸς νέου μαρμάρινου
θεάτρου στὸ χῶρο τοῦ παλιοῦ, θ’ ἀπαιτήσει δαπάνη ἑκατὸ ἐκατομμυρίων καὶ μιὰ δεκαπενταετία. Ἂν παρουσιαστεῖ, ἔστω κι’ ἀπὸ ὑπεύθυνη κρατικὴ ὑπηρεσία, προϋπολογισμὸς χαμηλότερος, θὰ εἶναι ψεύτικος καὶ παραπλανητικός. Καθένας καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἐντελῶς προβληματικὸ ἂν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ὁλοκληρωθεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο, ὅπως ποτὲ δὲν ὁλοκληρώθηκε τὸ ὑπαίθριο θέατρο ποὺ ἄρχισε νὰ χτίζει ἡ φασιστικὴ δικτατορία πίσω ἀπ’ τὴν Πνύκα, χωρὶς νὰ λογοδοτήσει κανεὶς γιὰ τὴ σπατάλη τόσον ἑκατομμυρίων. Ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι ν’ ἀρχίσει ἡ «δουλειά», ὄχι νὰ γίνει τὸ θέατρο. Κι’ ἂν γίνει; Ὑπολογίσαμε τὶς συνέπειες; Χτίζω ἕνα καινούριο θέατρο στὸ χῶρο τοῦ παληοῦ, σημαίνει καταστρέφω ὅλα τὰ ἀρχαῖα ἐρείπια ποὺ βρίσκονται σήμερα ἐκεῖ. Δηλαδή: καταστρέφω τὸ σίγουρο καὶ χεροπιαστὸ ἀπομεινάρι τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης γιὰ νὰ ξαναχτίσω (ἐπιστημονικώτερα: ν’ ἀναστηλώσω) τί; Κάτι ποὺ δὲν τὸ ξέρουμε καὶ κάτι ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτέ! Τὸ Θέατρο τοῦ Αἰσχύλου! Τὸ αὐθεντικό!
Εἶναι μιὰ χαρακτηριστικὰ νεοελληνικὴ κακομοιριά, κάθε μας
κατασκευή, κάθε δημιουργική μας δραστηριότητα νὰ ἐντάσσεται μέσα στὰ ζοφερὰ πλαίσια μιᾶς καταστροφῆς. Μιὰ λανθάνουσα ὑπερτροφικὴ ὑπεροψία γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ δῆθεν «ἔργο» μας, λειτουργεῖ καταλυτικὰ καὶ ἐξουδετερώνει κάθε
σεβασμὸ καὶ κάθε ἐνδοιασμό μας γιὰ τὸ ἀνώνυμο, τὸ παληό, τὸ ἀπροστάτευτο ἔργο ἑνὸς ἄλλου προσώπου ἢ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. «Καταστρέφειν καὶ χαίρειν» — ἰδοὺ τί μᾶς χαρακτηρίζει.
Χρειάστηκε νὰ κάνουμε ἕνα Μνημεῖο γιὰ νὰ τιμήσουμε τὸν Ἄγνωστο Στρατιώτη μας
καὶ τὸ πρῶτο ποὺ σκεφθήκαμε ἦταν νὰ παραμορφώσουμε τὸ πειὸ χαρακτηριστικὸ κομμάτι τῆς πόλης, τὸ θαυμάσιο λόφο τῶν παληῶν ἀνακτόρων. Τολμήσαμε νὰ τραυματίσουμε τὴν ἴδια τὴ φύση γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουμε τὰ «λιμενικά μας ἔργα» καὶ νὰ βγάλουμε τὸ παλάτι ἔξω ἀπὸ κάθε κλίμακα καὶ ἀπὸ κάθε ἔννοια ὅτι ἑδράζεται στὴ γῆ. Μᾶς χρειάζεται ἕνα σύγχρονο Στάδιο γιὰ τοὺς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες καὶ μᾶς ξεδιπλώνονται ἕτοιμα τὰ σχέδια τῆς καταστροφῆς τοῦ Ἀρδητοῦ γιὰ νὰ πλατύνουμε (καὶ νὰ καταστρέψουμε) τὸ σημερνὸ Στάδιο ποὺ εἶναι ἀναμαρμάρωση τοῦ ἀρχαίου. Κανεὶς δὲ σκέφτηκε ὅτι οἱ λόφοι ποὺ ἀποτελοῦν τὴ ραχοκοκκαλιὰ τοῦ ἀθηναϊκοῦ λεκανοπέδιου βρίσκονται σὲ διαλεκτικὴ σχέση μεταξὺ τοὺς κι’ ὅτι δὲ μπορεῖς νὰ τραυματίσεις τὸν Ἀρδητὸ χωρὶς νὰ πονέσει ἡ Ἀκρόπολη καὶ ὁ Φιλόπαππος. Εἴπαμε νὰ κάνουμε ἕνα πνευματικὸ κέντρο κι’ αὐτὸ ποὺ καταδικάσαμε πρῶτο, ἦταν τὸ στερνὸ ἔργο ποὺ ἀπόμεινε τοῦ Κλεάνθη γιατί δὲν καταδεχόμαστε τὰ νέα σχέδιά μας νὰ τὰ προσαρμόσουμε στὴν ὑπάρχουσα παληὰ κατάσταση.
Χρειαζότανε ἁπλοχωριὰ τὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο κι’ ἔρχονται οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχιτέκτονες καὶ καταστρέφουν τὸν κεντρικὸ πυρῆνα τοῦ ἀρχι-τεκτονήματος τοῦ Καυτατζόγλου δημιουργώντας μιὰν ἀηδῆ ἄουλα. Ἀλλὰ καὶ ἡ καταστροφὴ πρέπει νὰ ἔχει τὴν κάποια λογική της.
Πρὸς τί; Θρασεῖς, στεῖροι, μοιραῖοι προχωροῦμε τώρα νὰ προσάψουμε τὴν ἀπάτη μας στὴν πλαγιὰ τοῦ Ἱεροῦ βράχου.
Ἀναστηλώνω σημαίνει ξαναβάζω στὴ θέση τους ὑπαρκτὰ κομμάτια γιὰ νὰ κερδίσω τὴν ἀρχικὴ μορφὴ καὶ τὸ πνεῦμα ἑνὸς ἀρχαίου Μνημείου. Εἶναι μιὰ δημιουργικὴ ἐπιστημονικὴ ἐργασία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσει πιὸ πέρα ἀπ’ ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα καὶ οἱ γνώσεις μας. Ἡ ἀναστήλωση ποτὲ δὲν ὑπόσχεται ὅτι θὰ μπορέσει νὰ δώσει ὁλοκληρωμένο τὸ ἀρχαῖο Μνημεῖο — συνεπῶς στὴν ἔννοια τῆς ἀναστήλωσης δὲ μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει ἡ ἀνάγκη τῆς χρησιμοποίησης τοῦ ἀρχαίου Μνημείου γιὰ σκοποὺς σύγχρονους. Κάθε ἀντίθετη ἄποψη εἶναι βιασμὸς τῶν πραγμάτων καὶ τῆς ἐπιστήμης ποὺ καταλήγει στὴν αὐθαιρεσία καὶ τὴν ἀπάτη. Δίνω, ὅμως, μιὰ καινούρια ἀπατηλὴ μορφὴ σ’ ἕνα ἀρχαῖο Μνημεῖο, σημαίνει καταστρέφω
τὸ ἀρχαῖο Μνημεῖο καὶ τὸ διαγράφω ὡς μαρτυρία τοῦ πολιτισμοῦ μιᾶς παληᾶς ἐποχῆς. Τὸ διαγράφω καὶ τὸ ἀποξενώνω καὶ ἀπ’ τὴν ἐπιστήμη καὶ ἀπ’ τὴ ζωὴ σὰν ἐρείπιο.
Τὰ πράματα ὅμως περιπλέκονται ἀφάνταστα ὅταν τὸ Μνημεῖο μέσα στὸν ἱστορικὸ χῶρο ἔχει ὑποστεῖ κατὰ καιροὺς ριζικὲς μεταμορφώσεις. Τότε
πρέπει νὰ διαλέξετε ἀπὸ πρὶν ποιὰ μορφὴ τοῦ Μνημείου θ’ ἀναστηλώσετε καὶ νὰ μελετήσετε κατὰ πόσον ἔχετε στοιχεῖα γιὰ μιὰ τέτοια δουλειά. Δὲν ἔχετε δικαίωμα νὰ κατασκευάσετε ἕνα ἐκλεκτικὸ παστίτσιο παραθέτοντας π.χ. μιὰ ὀρχήστρα τοῦ 5ου αἰ., ἕνα κοῖλο του 4ου, μιὰ σκηνὴ ἑλληνιστικὴ κι’ ἕνα ρωμαϊκὸ λογεῖο, γιατί τότε
πετυχαίνετε, ὄχι τὸ αὐθεντικὸ θέατρο, ἀλλὰ τὴν προβολὴ τῆς βάρβαρης σύγχρονης ψυχῆς μας ἀπάνω σὲ σεβάσμια κληροδοτημένα ἀγαθὰ ποὺ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ δικά μας.
Στὴν περίπτωσή μας, οἱ ἀδίστακτοι κυνικοὶ μᾶς εὐαγγελίζονται τὴν ἐπιστροφὴ στὸ αὐθεντικὸ θέατρο τοῦ Αἰσχύλου. Ἀλλὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Σοφοκλῆ, τοῦ Εὐριπίδη, ὁλόκληρο τὸν 5ον αἰ. ποὺ εἶναι ὁ αἰώνας τῆς τραγωδίας, θέατρο στὴ σημερινὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, δὲν ὑπῆρχε. Τί θ’ ἀναστηλώσετε; Λέγοντας
«θέατρο» χρησιμοποιήσιμο σήμερα, νοοῦμε ἕνα μόνιμο λίθινο ἀρχιτεκτόνημα ποὺ διαθέτει σκηνή,
παρασκήνια, ὀρχήστρα καὶ —πρὸ πάντων— ἐκμεταλλεύσιμες μαρμάρινες κερκίδες — ἕνα τεράστιο κοῖλον ποὺ νὰ φτάνει ψηλὰ ὥς τὴ σπηλιὰ τοῦ Βράχου, ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε ἦταν στημένο τὸ Μνημεῖο τοῦ Θρασύλλου. (Σ’ αὐτὴ τὴν ἀναμαρμάρωση, ἄλλωστε, θὰ σπαταληθοῦν τὰ ἑκατομμύρια). Εἶναι, φαίνεται,
δυστύχημα ὅτι οἱ μεγάλοι, ὅσο καὶ ἁπλοὶ Ἐκεῖνοι, δὲν σκεπτόντουσαν σὰν καί μᾶς. Δὲν ἔχτιζαν πρῶτα ἕνα θέατρο γιὰ νὰ παίξουν τὰ ἔργα ποὺ θὰ ἔγραφαν ὕστερα. Δημιούργημα φυσιολογικό, μέσα στὸ πλαίσιο ἑνὸς λαϊκοῦ θρησκευτικοῦ πανηγυριοῦ τὸ δρᾶμα τους, μποροῦσε ν’ ἀρκεστεῖ σ’ ἕνα ἁπλὸ ἁλῶνι, μιὰν ὀρχήστρα ἀπὸ πατημένο χῶμα, καὶ μιὰ κινητὴ καὶ λυόμενη ξύλινη σκηνή.
Καὶ οἱ ἴδιοι μποροῦσαν νὰ ἐνωτίζονται τὸν ὑψηλὸ λόγο τοῦ Αἰσχύλου καθισμένοι κατάχαμα — γιατί δὲν ἔκαναν τουρισμό. Πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε ἐνδείξεις τῆς πρωταρχικῆς αὐτῆς ὀρχήστρας τοῦ Αἰσχύλου. Βρίσκεται
νοτιώτερα καὶ σὲ χαμηλότερο ἐπίπεδο ἀπὸ τὴ σωζόμενη ρωμαϊκὴ ὀρχήστρα. Θὰ μπορούσαμε, λοιπόν, νὰ καταλήξουμε (ὄχι στὰ σοβαρά) σὲ μιὰ πρόταση, γιὰ ν’ ἀποσπάσουμε τὸ προσωπεῖο τῶν ἐραστῶν τοῦ αὐθεντικοῦ. Θέλετε ν’ ἀνασυστήσουμε τὴν αὐθεντικὴ ὀρχήστρα τοῦ Αἰσχύλου; Δὲν θὰ ὑπάρχει ὅμως μαρμάρινο κοῖλο — συνεπῶς ὁ τόπος, κατάλληλος γιὰ μερικὲς λεπτότατες πνευματικὲς ἀπολαύσεις, θὰ εἶναι ὡστόσο ἀπολύτως ἀπρόσφορος γιὰ τουριστικὴ «ἀξιοποίηση». Καὶ εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι κανεὶς κραυγαλέος ὑποστηρικτὴς τοῦ αὐθεντικοῦ δὲν πρόκειται ν’ ἀποδεχθεῖ τὴ μόνη δυνατὴ αὐθεντικὴ λύση.
Ἀλλὰ εἶμαι πρόθυμος νὰ ξεστρατίσω σὲ μιὰ παραχώρηση: θέλετε νὰ συνδυάσουμε τὴν ὀρχήστρα τοῦ Αἰσχύλου μ’ ἕνα κάποιο μαρμάρινο κοῖλον; Τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι τὸ κοῖλο ποὺ ὑπάρχει σήμερα νὰ τὸ μεταφέρουμε καμμιὰ δεκαπενταριὰ μέτρα ἀνατολικώτερα γιὰ νὰ βρεθεῖ στὸν ἄξονα τῆς ὀρχήστρας τοῦ Αἰσχύλου. Σᾶς πάει αὐτό; Καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη πρέπει νὰ καταστρέψουμε ὅ,τι ὁρατὸ ἀπομεινάρι ὑπάρχει σήμερα. Δὲν μᾶς μένει παρὰ νὰ γυρίσουμε στὴν ὀρχήστρα καὶ τὸ κοῖλον τῆς ἐποχῆς τοῦ Λυκούργου. Ἀλλὰ τότε ἀποχαιρετοῦμε τὸ χῶρο τῆς κλασικῆς τραγωδίας καὶ περνοῦμε στὸ θέατρο τῆς Μέσης καὶ Νέας Κωμωδίας. Καὶ πάλι ὅμως θὰ χρειαστεῖ νὰ καταστρέψουμε τὴ σημερνὴ ὀρχήστρα καὶ τὸ βῆμα τοῦ Φαίδρου καὶ —τὸ χειρότερο καὶ ἀνεπίτρεπτο— νὰ σκεπάσουμε τὰ ἴχνη τῆς ἑλληνιστικῆς σκηνῆς ποὺ ἀπ’ τὴ μιὰ μεριὰ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ μελέτη τῶν προβλημάτων τοῦ ἀρχαίου θεάτρου, κι’ ἀπ’ τὴν ἄλλη τὸ ὑλικό τους εἶναι τόσο εὔθικτο ποὺ καὶ τὸ παραμικρὸ ἄγγιγμα θὰ τὰ διαλύσει. Θὰ σκεπάσουμε καὶ τὴ Στοά, πίσω ἀπ’ τὴ σκηνή, γιὰ νὰ περισώσουμε τὰ θεμέλιά της.
Πρέπει κάθε ἔντιμα σκεπτόμενος ἄνθρωπος νὰ τὸ πάρει ἀπόφαση: ὅ,τιδήποτε κι’ ἂν ἐπιχειρήσουμε νὰ κατασκευάσουμε γιὰ σύγχρονη ἐκμετάλλευση στὸ χῶρον αὐτό, θὰ ὑποχρεωθοῦμε ν’ ἀρχίσουμε ἀπὸ μιὰν ἀνελέητη καταστροφὴ αὐτοῦ ποὺ ὑπάρχει. Δὲν θὰ πρόκειται, φυσικά,
γι’ ἀναστήλωση, ἀλλὰ γιὰ ξαναχτίσιμο, ἔπειτα ἀπὸ καταστροφή. Ἀλλ’ ἄς δεχθοῦμε γιὰ μιὰ στιγμὴ ὅτι οἱ κυνικοί, οἱ ρεαλιστές, οἱ δυναμικοὶ ἐπικρατοῦν. Δημοψήφισμα καὶ συλλαλητήρια ἐγκρίνουν τὴν καταστροφὴ γιὰ χάρη ἑνὸς θεάτρου ποὺ θὰ εἶναι χάρμα τῶν ματιῶν. Σκεφθήκαμε ποτὲ τί δυσκολίες θὰ συναντήσουμε στὸ δρόμο μας πρὸς τὸ ἄγνωστο καὶ τί θηρίο θ’ ἀντιμετωπίσουμε σὰν ἀποτέλεσμα τῆς θρασύτατης πολυπραγμοσύνης μας;
Τὰ μεγάλα βάρη ποὺ θὰ συσσωρευθοῦν, οἱ ἀτέλειωτοι ὄγκοι μαρμάρων γιὰ τὸ κοῖλο, θὰ τινάξουν ἀναμφιβόλως τοὺς ἀρχαίους ἀναλημματικοὺς τοίχους ποὺ στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκονται σήμερα δὲ θὰ μπορέσουν ν’ ἀνθέξουν στὴν ἐπιφόρτωση. Συνεπῶς θ’ ἀναγκαστοῦμε νὰ χτίσουμε ὁλόκληρο τὸ περίγραμμα τοῦ νέου θεάτρου ἀπὸ τσιμέντο, ἀπὸ τὴ σημερνὴ ὀρχήστρα, ὥς τὴ σπηλιὰ τοῦ Βράχου καὶ γιὰ νὰ μὴ φαίνεται τὸ τσιμέντο, θὰ φέρουμε τόννους
χώματος γιὰ νὰ τὸ σκεπάσουμε. Ἔτσι θ’ ἀλλάξει ἐντελῶς ἡ μορφὴ τοῦ σημερινοῦ τοπίου — ὄχι, βέβαια, στὸ καλύτερο.
Ἀλλὰ νὰ ἦταν μόνον αὐτό! Στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ σημερινοῦ κοίλου, γιὰ λόγους ποὺ ἴσως ἀκόμα δὲν τοὺς ξέρουμε, πάντως ἐπειδὴ τὸ κοῖλο αὐτὸ ἔγινε σιγὰ – σιγὰ κι’ ἔπρεπε νὰ προσαρμοστεῖ σὲ προϋπάρχουσα
κατάσταση, ὑπάρχει μιὰ καταφανέστατη ἀσυμμετρία. Εἶναι μακρύτερη. (Ἄλλες ἀσυμμετρίες ὑπάρχουν στὸ ἐξωτερικὸ περίγραμμα τοῦ θεάτρου). Τί θὰ κάνει τὸ νέο θέατρο; Θὰ σεβαστεῖ τὶς ἀρχαῖες ἀσυμμετρίες ἢ —πράγμα εὐκολώτατο!— θὰ τὶς ἐπιδιορθώσει, τροποποιώντας τὸ ἀρχαῖο κοῖλο; Ὑπάρχει ἀκόμα μιὰ ὀρθογώνια βαθύτατη ἐντομή, γιατί σ’ αὐτὴ εἰσχωροῦσε σὰν σφῆνα ἡ γωνία τοῦ Ὠδείου τοῦ Περικλῆ. Τί θὰ γίνει μ’ αὐτὴ τὴν ἐντομὴ στὸ καινούριο κοῖλο; Θὰ τὴν σεβαστοῦμε; ὁπότε θὰ χάσκει ἀκατανόητα ἤ θὰ τὴν συμπληρώσουμε, ὁπότε θὰ πατήσουμε στὸ χῶρο τοῦ Ὠδείου, ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει τελειωτικὰ ἐρευνηθεῖ καὶ μελετηθεῖ; Ἢ θὰ τὰ στείλουμε ὅλα στὸ Διάβολο, γιὰ νὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας; Ἀλλ’ ἂς δεχθοῦμε ὅτι βολέψαμε ὅλες αὐτὲς τίς… λεπτομέρειες.
Χτίσαμε τὸ νέο θέατρο. Θὰ ἤθελα νὰ μοῦ ποῦν οἱ τολμηροὶ πῶς φαντάζονται ὅτι θὰ σταθεῖ στὸ χῶρο μόνο του, ξεκρέμαστο, αὐτὸ τὸ μεγαθήριο; Τὸ ἀρχαῖο θέατρο εἶχε ἐνταχθεῖ μέσα σὲ συγκρότημα πολλῶν κτιρίων: Ὠδεῖο Περικλῆ, Ἀσκληπιεῖον, Στοὰ Εὐμένη, χορηγικὰ μνημεῖα κ.τ.λ. Ὅλ’ αὐτὰ τώρα λείπουν. Θὰ τὰ ξαναχτίσουμε ὅλα; Γιατὶ ὄχι! Ὅσο γιὰ τὴ Στοὰ τοῦ Εὐμένη ἔχουμε ἤδη σχετικὴ πρόταση!
Καὶ τώρα στὸ σπουδαιότερο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει ποιὸ ἦταν τὸ ἀκριβὲς προφὶλ τῆς κάθετης τομῆς τοῦ ἀρχαίου κοίλου; Ἀλλὰ ἡ καμπύλη αὐτὴ δὲν σχετίζεται μόνο μὲ τὴν αἰσθητικὴ ἐμφάνιση τοῦ κοίλου. Σχετίζεται
κυρίως καὶ ἀμεσώτατα μὲ τὴν ἀκουστική του ἀρχαίου θεάτρου. Καὶ τὴν καμπύλη αὐτὴ τὴν ἀγνοοῦμε. Τί θὰ τὸ κάνετε ἕνὰ ἀχανὲς καινούριο θέατρο χωρὶς ἀκουστική; Ἁπλούστατα θὰ τὸ ἐγκαταλείψετε σὲ λίγο.
Ὡστόσο τὸ ἔνστικτο τῆς καταστροφῆς, ποὺ παίζει τεράστιο ρόλο
στὴ ζωὴ ὅλων τῶν στείρων ἀνθρώπων, μαζὶ μὲ τὴ θερμουργὸ πνοὴ τοῦ συμφέροντος, εἶναι δυνάμεις πολὺ ἀνώτερες ἀπ’ τὴν κοινὴ λογικὴ καὶ τοὺς ἠθικοὺς δισταγμοὺς τῶν… σχολαστικῶν. Καὶ ἡ καταστροφή, σήμερα, ἢ αὔριο, θὰ γίνει. Ὁ τόπος αὐτὸς καὶ οἱ ταγοί του, ἀλλοφρονοῦν ὅταν ἀποκαλύπτεται μιὰ κλοπὴ τεσσάρων μικρῶν ἀγαλματίων ἀπὸ ἕνα τεράστιο Μουσεῖο. Ἡ ψυχολογικὴ ἀνάλυση τοῦ φαινομένου εἶναι αὐτή: αὐτὸ πού μᾶς κόβει καὶ μᾶς θερίζει εἶναι ἡ ἔννοια τῆς κλοπῆς, τῆς ἀφαίρεσης ἑνὸς πε-ριουσιακοῦ μας στοιχείου ποὺ τὸ καρπώνεται κάποιος τρίτος. Ὄχι ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχαίου καθ’ ἑαυτὸ σὰν πνευματικὸ ἀγαθό. Ἡ καταστροφὴ ὅμως, ποὺ εἶναι ἀπείρως χειρότερη καὶ βαρβαρότερη ἀπ’ τὴν κλοπή, δὲν μᾶς προκαλεῖ ἀνάλογες ἀντιδράσεις.
Συμβιβαζόμαστε πιὸ εὔκολα μαζί της. Ἀπόδειξη: ἔχει καταγγελθεῖ ἀπὸ χρόνια ὅτι τὰ Μνημεῖα τῆς Ἀκρόπολης φθείρονται καθεμέρα καὶ φθείρονται ἀνεπανόρθωτα. Καὶ ὅμως κανεὶς δὲν κοκκινίζει ἀπὸ ντροπή. Οὔτε οἱ ἁρμόδιοι. Τοὺς κλέφτες νὰ κυνηγήσουμε, ὄχι τοὺς δολιοφθορεῖς.
Ἀπό τό περιοδικόν «ΕΠΟΧΕΣ», τ.
47, Μάρτιος 1967
ΠΗΓΗ
http://averoph.wordpress.com/2013/09/24/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B5%CF%86%CE%B5%CE%B9%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%87%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%BF%E1%BF%A6-%E1%BC%B0%CF%89%CE%AC%CE%BD-%CE%BC%CE%B7/#more-37802
(Σσ: Τό παρόν,ἀνηρτήθη ἐπ’ εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 38 ἐτῶν,ἀπό τήν ἡμερ/νίαν θανάτου τοῦ διαπρεποῦς Ἕλληνος Ἀρχαιολόγου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου