Άρθρο της Μαρίνας
Λαμπράκη
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς
γεννήθηκε στον Πύργο Τήνου στις 14 Αυγούστου 1851 και ήταν γόνος οικογένειας
φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του, Ιωάννης και ο θείος του είχαν
μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι,
την Σμύρνη και τον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια
του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που
ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για
έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Από το 1869 έως
το1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών
Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση. Το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία
του Πανελληνίου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές
του στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von
Windmann). Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του
Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία
και βραβεύθηκε. Παρουσίασε επίσης τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με
το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας, στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875.
Τρία αριστουργήματα
Ένας νέος είκοσι
τεσσάρων ετών είναι ο δημιουργός του έξοχου και πολυβραβευμένου συμπλέγματος με
θέμα τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα (1875-1877). Σήμερα το κοινό μπορεί να
απολαύσει την τελική σύνθεση σε μάρμαρο στην Εθνική Γλυπτοθήκη στο Γουδί. Η
σύνθεση είναι πολυαξονική, περίοπτη, γεμάτη συστροφές και χιασμούς. Η τέλεια
γνώση της ανατομίας, το αβρό πλάσιμο της σάρκας, η βαθιά διαίσθηση της
ανθρώπινης ψυχολογίας, οι μελετημένες εκφράσεις μαρτυρούν τον ολοκληρωμένο
τεχνίτη. Αυτό όμως που κάνει το έργο να αναπνέει, αυτό που εμψυχώνει την ύλη
του μαρμάρου ανήκει στον χώρο του ανεξήγητου.
Στο ανάγλυφο της
Φιλοστοργίας (1875) άλλο πρώιμο αριστούργημα του Χαλεπά, ο νεαρός γλύπτης
αποδεικνύεται άξιος κληρονόμος του υψηλού μαθήματος του Παρθενώνα και των
επιτύμβιων στηλών της ίδιας εποχής. Η άρτια γνώση του ανάγλυφου, η μελωδική
ρυθμολογία των πτυχώσεων, που τονίζει τα γλαφυρά μέλη του σώματος της νέας
γυναίκας, το πλούσιο παιχνίδι του σκιοφωτισμού προσδίδουν γνήσιο άρωμα
αρχαιότητας σε αυτό το έργο.
Το τρίτο αριστούργημα
του Χαλεπά από την πρώιμη περίοδο της δημιουργίας του είναι η θρυλική και
πολυφίλητη Κοιμωμένη (1877), ένα επιτύμβιο άγαλμα που γαληνεύει ακόμη τον ύπνο
της νεαρής Σοφίας Αφεντάκη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Μια νεαρή κόρη, μια
παιδούλα, ξαπλωμένη πάνω σε ανάκλιντρο, έχει παραδοθεί σε έναν όλβιο ύπνο. Όλο
της το σώμα, από το λυγισμένο γόνατο ως τα ακροδάχτυλα και ως το τρυφερό
πρόσωπο με το μισάνοιχτο στόμα και το ατμοσφαιρικό πλάσιμο, μαρτυρεί τη θεία
γαλήνη που την έχει τυλίξει. Το αλάνθαστο ένστικτο του λαού το λάτρεψε και το
έκανε κτήμα του, περιβάλλοντάς το με την αχλύ του θρύλου. Το εκμαγείο της
Εθνικής Γλυπτοθήκης, που είχε την πρόνοια να εξασφαλίσει ο άξιος προκάτοχός μου
Δημήτρης Παπαστάμος πριν από τριάντα χρόνια, διασώζει την αβρή ποιότητα της
γλυπτικής επιφάνειας όπως ήταν πριν από τη φθορά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Τον Αύγουστο του 1930,
μισό αιώνα μετά τη δημιουργία της, ο Γιαννούλης Χαλεπάς, που μόλις είχε
παλιννοστήσει στην Αθήνα, θα επισκεφθεί με μια συντροφιά την Κοιμωμένη του στο
Α´ Νεκροταφείο. Το σχόλιό του ότι «τα έργα που φιλοτεχνεί τώρα είναι ανώτερα»
χρήζει αποδείξεως.
Η «μεταλογική» περίοδος
Η Μεγάλη Αναπαυόμενη
(1931), το μόνο άγαλμα μνημειακών διαστάσεων που δημιουργεί στην αποκαλούμενη
«μεταλογική» του περίοδο, φωτίζει και επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του. Αν η
Κοιμωμένη κορυφώνει τις φιλοδοξίες της ελληνικής νεοκλασικής δημιουργίας του
19ου αιώνα, η Αναπαυόμενη συμπυκνώνει τις αναζητήσεις της γλυπτικής στον 20ό
αιώνα. Μια νέα γυναίκα ξαπλωμένη με το πλάι αναγέρνει βίαια το κεφάλι της πάνω
στα ψηλά μαξιλάρια, στυλώνοντας το βλέμμα στο κενό, τεντώνοντας σπασμωδικά τα
χέρια σαν να βρίσκεται σε έκσταση. Ένας βαθύς πόνος, ένας σπασμός, ένας
ανήκουστος λυγμός τη συνταράζει. Στο δεξί της χέρι κρατάει, εμποδίζοντάς την να
πετάξει, μια «ψυχή», μια πεταλούδα. Η μετωνυμία της ψυχής-πεταλούδας παραπέμπει
στην πνοή. Ίσως η γυναίκα αυτή πεθαίνει από ερωτική απογοήτευση, όπως δείχνει
και ο νεαρός άνδρας που είναι χαραγμένος στο πίσω μέρος του προσκέφαλου. Η Αναπαυόμενη
έχει πλαστεί με καθαρά επίπεδα, που εγγράφονται μέσα σε κλειστά περιγράμματα. Η
εκφραστικότητα του έργου φτάνει σε εκρηκτική ένταση.
Οι μελετητές
διακρίνουν δύο φάσεις στη «μεταλογική» δημιουργία του Χαλεπά. Η πρώτη
αντιστοιχεί στα χρόνια της ανάνηψης στην Τήνο (1918 ως 1930), ενώ η δεύτερη
καλύπτει τα τελευταία χρόνια της ζωής του (1930 ως 1938). Ίσως όμως θα πρέπει
να αναφερθούμε στην τραγωδία που ακύρωσε το λαμπρό ταλέντο πάνω στην άνθησή
του. Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το 1877
ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο
άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της
Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο
πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι
μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Τον χειμώνα του 1877
προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο,
άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ’ επανάληψη να αυτοκτονήσει.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η
υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή
συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του
την δώσουν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την ψυχολογία και την ψυχιατρική ακόμα
στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να
καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη. Έτσι οι γονείς
του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο
πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα:
καταβύθιση στην σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο. Καθώς η
κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και
οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν
όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του
απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος
είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα
προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο
από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το1942.
Το 1901, πέθανε ο
πατέρας του και έναν χρόνο μετά, η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο για να τον
πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή
επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την
τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με
την γλυπτική, σε σημείο που αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή
πηλό εκείνη το κατέστρεφε.
Όταν πέθανε η μητέρα
του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος
βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε
ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που
διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε
αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί για να κερδίσει τον
χαμένο χρόνο.
Το μυστικό εργαστήρι του
Από το 1918 ως το 1930
ακολουθεί μια μακρά πορεία αφύπνισης στο φως της λογικής. Οι επαφές με τον
πνευματικό κόσμο της Αθήνας πυκνώνουν. Το ενδιαφέρον της πολιτείας αφυπνίζεται.
Το 1925 η Ακαδημία Αθηνών διοργανώνει έκθεση έργων του και το 1927 τον τιμά με
το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1930, με τη φροντίδα της ανιψιάς του
Ειρήνης Χαλεπά, εγκαθίσταται στην Αθήνα, στο σπίτι της. Θα ζήσει τα τελευταία
χρόνια της ζωής του μέσα σε κλίμα γενικού θαυμασμού, που όμως δεν τον αγγίζει,
καθώς δουλεύει με παράφορο ζήλο, προσπαθώντας να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο.
Τι μορφή έχουν οι
μικρές συνθέσεις που πλάθει στον πηλό χωρίς αρματωσιά, ζυμώνοντας την εύπλαστη
ύλη με ηδονή; Ο Χαλεπάς αντλεί από την απέραντη δεξαμενή της παραδοσιακής
θεματολογίας, που τροφοδοτούσε και τους νεοκλασικούς γλύπτες: τον εμπνέουν
αρχαίοι μύθοι, αλληγορίες, θρύλοι και παραδόσεις αλλά και σκηνές καθημερινής
ζωής.
Το ανανεωτικό και
καινοτόμο στοιχείο δεν έγκειται ωστόσο στα θέματα αλλά στις ελευθερίες που
διεκδικεί και κατακτά ο καλλιτέχνης για να τα ερμηνεύσει: ο παγανιστικός κόσμος
της Αρχαιότητας συνυπάρχει ειρηνικά με τον χριστιανικό. Κλίμακες και ιεραρχίες
παραβιάζονται. Όνειρο, φαντασία και πραγματικότητα δεν έχουν σύνορα στα
μεταλογικά έργα του Χαλεπά. Λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Η ενότητα
του χρόνου και του τόπου καταλύεται.
Ο Χαλεπάς έχει
εξασφαλίσει περίοπτη θέση στην ιστορία του ελληνικού μοντερνισμού. Αυτή την
καταξίωση δεν την οφείλει τόσο στην ανατρεπτική διαχείριση του παραδοσιακού
θεματικού ρεπερτορίου όσο στις πλαστικές λύσεις που βρήκε για να το ερμηνεύσει.
Οι συνθέσεις του ξεκινούν από την κλασική αρχή ότι η γλυπτική φόρμα δουλεύεται
γύρω από έναν πυρήνα, χωρίς προβολές και έντονες εξοχές. Οι όγκοι οργανώνονται
δομικά και οι λεπτομέρειες δουλεύονται επιφανειακά σαν ανάγλυφα. Έτσι, το φως
περιλούζει τη φόρμα χωρίς να δημιουργεί έντονους σκιοφωτισμούς. Αυτή ήταν μία
από τις βασικές αρχές της αρχαϊκής και της προκλασικής γλυπτικής, της «προ
Φειδίου εποχής», που ο Χαλεπάς στην ωριμότητά του δήλωνε ότι θαύμαζε.
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου