Το μεγάλο τεχνικό κατόρθωμα στη Ρωσία του 1770 - Βράχος 2.000 τόνων ταξιδεύει 20 χλμ.!
Υπάρχουν ορισμένα έργα ανθρώπων τα οποία, στο δεδομένο χρόνο της υλοποίησής τους, θεωρούνται ακατόρθωτα. Και υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι πεισματάρηδες και ευφυείς, που δεν το βάζουν κάτω, εναντιώνονται στις επικρατούσες λογικές (ενίοτε και στα στοιχεία της φύσης) και αφαιρώντας το στερητικό «α» από το ακατόρθωτο, το μετατρέπουν σε «κατόρθωμα».
O Μαρίνος Χαρμπούρης, μηχανικός και Κεφαλονίτης, βρέθηκε στην αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας το 1770, βρέθηκε και αντίκρυ στο μεγάλο άγαλμα του έφιππου Μέγα Πέτρου (έργο αυτό ενός άλλου μεγάλου της εποχής, του Γάλλου γλύπτη Στέφανου Φαλκονέ), το οποίο, κατά το φιλόδοξο σχεδιασμό, έπρεπε να στηθεί πάνω σε ένα μεγάλο πέτρινο λόφο. Oι λογικοί σκέφθηκαν να μαζέψουν 6-10 τεμάχια βράχων, να τους συνθέσουν (και συνδέσουν) σε έναν οιονεί λόφο.
O «παράλογος» (και παράτολμος) Κεφαλονίτης, ευρισκόμενος απέναντι σε τόσα πολλά …μεγάλα ταυτόχρονα, σκέφθηκε να αντιπαραθέσει τα δικά του «μεγάλα»: την έμπνευση, τη γνώση, την ευφυΐα και τέλος έναν συμπαγή βράχο 2.000 τόνων, τον οποίο μετέφερε από απόσταση 20 χιλιομέτρων, από τους βάλτους της Φινλανδίας, στο κέντρο της Αγίας Πετρούπολης, να τον μετατρέψει σε βάση του αγάλματος!
Το κατόρθωμα του Έλληνα μηχανικού έγινε, τα αμέσως επόμενα χρόνια, θρύλος, έγινε βιβλία, μάθημα και διαλέξεις με εκκίνηση από το Παρίσι του 1777. Στην Ελλάδα, δεν έγινε τίποτα…
Ως το Φεβρουάριο – Μάρτιο του 2003, οπότε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας και η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, συναποφάσισαν να τιμήσουν τον πρωτοπόρο Έλληνα μηχανικό και να θυμίσουν στους νεότερους το κατόρθωμά του, αλλά και τη ζωή του ολόκληρη με τη διοργάνωση έκθεσης ιστορίας, αλλά και τεχνικής, στην «Τεχνόπολη» του Δήμου Αθηναίων την επιστημονική επιμέλεια της οποίας είχε ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος.
Μαρίνος Χαρμπούρης
«… Εύχομαι το παράδειγμά μου να ενθαρρύνει και να δώσει την κατάλληλη σιγουριά σε αυτούς που θα τολμήσουν να ανοίξουν νέους δρόμους για την Τέχνη και θα επιχειρήσουν αυτό που μοιάζει αδύνατον στον μέτριο άνθρωπο…»
Γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς το 1729. Σπούδασε Μαθηματικά στην Μπολόνια. Υπήρξε αξιωματικός του αυστριακού στρατού της Μαρίας – Θηρεσίας, και με τη βοήθεια του στρατηγού του ρωσικού πυροβολικού Πέτρου Μελισσηνού, έγινε αξιωματικός στο Σώμα μηχανικών της Αικατερίνης της Μεγάλης. Η μεγαλύτερη και εντυπωσιακότερη επιτυχία του Χαρμπούρη ήταν η λύση που έδωσε στο πρόβλημα της μεταφοράς από τη Φινλανδία στην Πετρούπολη του τεράστιου βράχου, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση του έφιππου αγάλματος του Μεγάλου Πέτρου.
Η εφευρετικότητα και η αποφασιστικότητα με την οποία χειρίστηκε τη δύσκολη αυτή αποστολή εδραίωσαν τη θέση του στο ρωσικό στρατό και τον προήγαγαν σε διευθυντή της σχολής των αξιωματικών με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Το 1778, μετά το θάνατο της γυναίκας του, αποφάσισε να φύγει από τη Ρωσία μαζί με τα παιδιά του. Το πλοίο στο οποίο επέβαιναν όμως, ναυάγησε στη
Βαλτική, και όχι μόνο χάθηκαν όλα του τα υπάρχοντα, αλλά πνίγηκε και ο εντεκάχρονος γιος του. Έφτασε συντετριμμένος στο Παρίσι, όπου φιλοξενήθηκε από το μεγαλύτερο αδερφό του. Εκεί έγραψε ένα βιβλίο για την άρση και τη μεταφορά του βράχου. Το 1779 επέστρεψε στην Κεφαλονιά.
Μετά από αίτησή του προς τις βενετσιάνικες αρχές, του παραχωρήθηκαν εκτάσεις στην ελώδη περιοχή του Λιβαδιού, τις οποίες αποξήρανε με πρωτοποριακές μεθόδους. Προς μεγάλη έκπληξη των ντόπιων, άρχισε να καλλιεργεί λουλάκι, βαμβάκι και ζαχαροκάλαμο με μεγάλη επιτυχία. Στις 19 Απριλίου του 1782, οι Μανιάτες εργάτες που είχε προσλάβει στα κτήματά του δολοφόνησαν τον ίδιο και όλο το υπηρετικό του προσωπικό, με κίνητρο τη ληστεία. Έτσι άδοξα τελείωσε η ζωή του ιδιοφυούς και εφευρετικού αυτού Έλληνα.
Tο τεχνικό κατόρθωμα του Μαρίνου Χαρμπούρη
O Χαρμπούρης πληροφορήθηκε από έναν χωρικό την ύπαρξη ενός τεράστιου μονόλιθου σε έναν βάλτο της Φινλανδίας. Πήγε αυτοπροσώπως και τον μελέτησε. Γύρισε στην Πετρούπολη κι ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του, αλλά αντιμετώπισε και πάλι την καχυποψία του τεχνικού κόσμου, ο οποίος πίστευε ότι η μεταφορά ήταν αδύνατη. Ευτυχώς, η Μεγάλη Αικατερίνη υπήρξε διορατική, και ο ακατανίκητος συνδυασμός λογικής και γοητείας που ασκούσε ο Χαρμπούρης νίκησε στο τέλος. Έτσι, ο Χαρμπούρης πήρε την εντολή να βρει λύση για το πρόβλημα της μεταφοράς.
Η αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη Β’ εγγονή του Μεγάλου Πέτρου
υποστήριξε με πάθος το εγχείρημα του Έλληνα μηχανικού Μ. Χαρμπούρη που αποτέλεσε και δικό της όνειρο
|
O μηχανισμός κύλισης
O Χαρμπούρης απέρριψε τους γνωστούς τύπους μηχανισμών κύλισης με κυλίνδρους («κατρακύλια»). Έτσι, εφεύρε μια ιδιότυπη κατασκευή, ένα είδος ρουλεμάν από μπρούντζινες σφαίρες, διαμέτρου 20 εκ., που κυλούσαν αβίαστα μέσα σε ένα «σάντουιτς». Η κατασκευή είχε δύο μέρη: το κάτω μέρος αποτελούνταν από ζεύγη αυτόνομων ξύλινων στρωτήρων, στην επιφάνεια των οποίων είχαν ενσωματωθεί μπρούντζινα αυλάκια ειδικής διατομής, έτσι ώστε οι σφαίρες που κυλούσαν κατά μήκος των στρωτήρων να εφάπτονται σ’ αυτούς μόνον σε δύο σημεία.
Με αυτόν τον τρόπο μειώνονταν οι τριβές και οι σφαίρες μπορούσαν να κυλήσουν εύκολα. Το άνω μέρος της κατασκευής αποτελούνταν από παρόμοιους ξύλινους οδηγούς με μπρούντζινες τροχιές ενσωματωμένες στην κάτω επιφάνεια. Όλα τούτα τα ξύλα ήσαν ενσωματωμένα σε μία βαριάς κατασκευής ξύλινη εσχάρα, η οποία έφερε το βράχο. O Χαρμπούρης κατασκεύασε ένα ομοίωμα του μηχανισμού που ήθελε να χρησιμοποιήσει. Με ενθουσιασμό διαπίστωσε ότι το αντίστοιχο βάρος που τοποθέτησε πάνω στο ομοίωμα μπορούσε να κινηθεί πάνω στα ζεύγη τροχιών με το σπρώξιμο ενός δακτύλου! Τα αποτελέσματα της έρευνάς του έπεισαν τελικά το στρατηγό M. de Betzky και την Αυτοκράτειρα να του παραχωρήσουν το απαραίτητο εργατικό προσωπικό και τα μέσα που χρειαζόταν η όλη επιχείρηση.
Η έναρξη της επιχείρησης
Τον χειμώνα του 1768-69, ο Χαρμπούρης έστησε ένα χωριό για 400 εργάτες, τεχνίτες και υπαλλήλους. Γύρω από τον ξαπλωμένο βράχο έγινε μια εκτεταμένη εκσκαφή, έκτασης 3 στρεμμάτων και βάθους μεγαλύτερου των 5 μέτρων, ώστε να αποκαλυφθεί ολόκληρος ο βράχος. Στη μία μεριά της εκσκαφής στήθηκαν 12 γερανοί. Από αυτούς ξεκινούσαν 20μετροι μοχλοβραχίονες, οι οποίοι κατέληγαν κάτω από το βράχο. Στην αντίθετη πλευρά και έξω από την εκσκαφή, στήθηκαν 4 βαρούλκα με τα σχοινιά τους δεμένα στο βράχο. Με το σύνθημα ενός τυμπανιστή που καθοδηγούνταν από τον Χαρμπούρη, οι εργάτες στους γερανούς τράβαγαν προς τα κάτω τους μοχλούς, αναγκάζοντάς τους να ανασηκώσουν το βράχο, ενώ οι εργάτες στα βαρούλκα τέντωναν τα σχοινιά. Έτσι, τον Μάρτιο του 1769, ο βράχος ανατράπηκε κι ακούμπησε στο χορταρένιο υπόστρωμα.
Η κύλιση
H μεταφορά του Μονόλιθου. Χαρακτικό του I.F.Schley (π. 1770) |
O βράχος χρειάστηκε να μείνει στο «χορταρένιο του κρεβάτι» έως το φθινόπωρο του 1769, διότι το έδαφος έπρεπε να είναι πολύ παγωμένο για να αντέξει τη μεταφορά αυτού του τεράστιου γρανιτένιου όγκου χωρίς να βουλιάξει. Η μετακίνηση στο οριζόντιο έδαφος ξεκίνησε το χειμώνα του 1769-70. Μπροστά στήνονταν τα βαρούλκα, δεμένα στο βράχο, και 32 άνθρωποι έδιναν κίνηση σε κάθε βαρούλκο. Σαράντα λιθοξόοι εργάζονταν πάνω στον βράχο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Πάνω στο βράχο στήθηκε ένας πλήρες σιδηρουργείο, ενώ στην κορυφή του βράχου στεκόταν ένας τυμπανιστής, ο οποίος μετέδιδε στις διάφορες ομάδες τις εντολές του Χαρμπούρη. Πίσω από το βράχο, τέλος, στερεώθηκε ένας συρμός από τρία βαγόνια – έλκηθρα με αποθήκη υλικών, πρόχειρο κατάλυμα, προμήθειες κ.ά.
Στις όχθες του Νέβα
Ενώ ο βράχος ταξίδευε ακόμα στη στεριά, ο Χαρμπούρης προετοίμαζε τα τεχνικά έργα που απαιτούνταν για τη φόρτωση του βράχου στα πλοία στις όχθες του Νέβα. Έφτιαξε έναν πασσαλόπηκτο προβλήτα, ο οποίος προχωρούσε εκατοντάδες μέτρα μέσα στο ποτάμι, προκειμένου να καταλήγει σε ένα σημείο αρκετά βαθύ για να μπορούν τα καράβια να πλησιάσουν. O βράχος διήνυσε 6 χλμ. σε έξι εβδομάδες και έφθασε στο Νέβα τον Φεβρουάριο του 1770. Εκεί τα παλάγκα και τα βαρούλκα στήθηκαν πάνω σε ένα μεγάλο πλοίο του ρωσικού Ναυαρχείου για να τραβήξουν το βράχο στην άκρη του προβλήτα.
Μια μεγάλων διαστάσεων φορτηγίδα είχε βυθιστεί δίπλα στον προβλήτα, έτοιμη να δεχθεί το βράχο στο κέντρο της. O βράχος, ρυμουλκούμενος από το καράβι, στάθηκε στην προκαθορισμένη θέση και το ρωσικό Ναυτικό ανέλαβε την επιχείρηση. Τότε άρχισαν να αντλούν τα ύδατα από τη φορτηγίδα για να επιπλεύσει. Το μεγάλο βάρος του βράχου όμως, κράταγε το κεντρικό κομμάτι στον πάτο, ενώ τα άκρα ανασηκώνονταν από την άνωση, με αποτέλεσμα οι αρμοί της φορτηγίδας να ανοίγουν και το νερό να εισχωρήσει στο εσωτερικό της.
Μετά από αυτό, έδωσαν το πρόσταγμα της επιχείρησης και πάλι στον Χαρμπούρη. Αυτός «ξαναΐσιωσε» τη φορτηγίδα, βάζοντας σαβούρα σε πρύμνη και πλώρη. Μετά φρόντισε να κατανείμει το φορτίο του βράχου σ’ ολόκληρο το μήκος της φορτηγίδας. Ξανάρχισε τότε η άντληση των υδάτων και η φορτηγίδα επέπλευσε κανονικά.
Το ταξίδι
Δύο μεγάλα πλοία του ρωσικού πολεμικού ναυτικού έκαναν κατάλληλες μανούβρες και συνδέθηκαν στέρεα με τη φορτηγίδα. Τα τρία πλεούμενα βγήκαν στο μεγάλο Νέβα και έπλευσαν μέχρι την Πετρούπολη. Εκεί, με κατάλληλους χειρισμούς, η φορτηγίδα προσδέθηκε στην προκυμαία. Κατόπιν, στην ελεύθερη πλευρά της φορτηγίδας προσδέθηκε ως αντίβαρο ένα πλοίο και όλα τούτα – πλοίο, φορτηγίδα, προκυμαία – συνδέθηκαν στέρεα μεταξύ τους με χοντρά τριπλά κατάρτια. Έτσι ο βράχος μετακινήθηκε προς τη στεριά χωρίς να ανατραπεί η φορτηγίδα.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1770 (επέτειο της στέψης της Μ. Αικατερίνης) ύστερα από μήνες περιπετειών, στερήσεων, επιτυχιών και αποτυχιών, ο βράχος οδηγήθηκε στην πλατεία όπου θα στηνόταν το άγαλμα. Το όνειρο της Μεγάλης Αικατερίνης είχε πραγματοποιηθεί χάρις στην ιδιοφυΐα του Έλληνα Μηχανικού Μαρίνου Χαρμπούρη, τη ρωσική τεχνολογία και το ποσό των 300.000 γαλλικών φράγκων που πλήρωσε ο ρωσικός λαός. Και όπως δηλώνει πολύ περήφανος ο ίδιος ο Χαρμπούρης, χωρίς να χαθεί ούτε μία ανθρώπινη ζωή…
Το κατόρθωμά του έγινε μύθος της εποχής (φυλλάδες, μετάλλια), αλλά και αντικείμενο ενός βιβλίου του ιδίου του Χαρμπούρη (Παρίσι 1777).
Το πιο πάνω κείμενο είναι του ομότιμου καθηγητή του ΕΜΠ κ. Θεοδοση Π. Τάσιου γραμμένο για τη σχετική έκθεση που υλοποιήθηκε στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων το Φεβρουάριο 2003.
Δείτε το σχετικό βίντεο αναπαράστασης της μεταφοράς του βράχου των 2000 τόνων σε αφήγηση του καθηγητή κ. Θ. Π. Τάσιου.
Πηγή: MERABELLO LIBRO D’ORO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου