ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Η καλλιτεχνική υποτέλεια της Δύσης και τα αδιέξοδα της

Jean-Auguste-Dominique Ingres, Ο Βιργίλιος διαβάζει την Αινειάδα στον Αύγουστο, 1812
Του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Από την άποψη μόνο της τέχνης και πέρα από άλλους τομείς, όπως είναι η φιλοσοφία και η επιστήμη, η Δύση έχει καταφέρει ελάχιστα πράγματα, έξω από την ελληνική αισθητική αντίληψη που κυριαρχεί πάνω της και που συνεχίζει να τη διαμορφώνει μέσα στο πέρασμα χιλιετιών.

Υπενθυμίζω ότι η Δύση άρχισε να εξελληνίζεται έμμεσα, όταν τα βαρβαρικά έθνη του βορρά κατέλαβαν την Ρώμη και άρχισαν να έρχονται σε επαφή με την κουλτούρα της εκπολιτιζόμενοι σταδιακά από τον 5ο αιώνα μ.Χ. Όμως, εκρωμαϊζόμενοι αυτοί οι βόρειοι λαοί υιοθέτησαν από «δεύτερο χέρι» τον ελληνικό πολιτισμό που είχε διαπλάσει επί της ουσίας και την ίδια την Ρώμη. Οι Ρωμαίοι, ως κυριότεροι εκπρόσωποι της Δύσης, είχαν εξελληνιστεί ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ,, τόσο πολιτικά, όσο και καλλιτεχνικά. Ωστόσο, στην προϊούσα όσμωση των δύο διαφορετικών πολιτισμικών ρευμάτων για τη διαμόρφωση της μετέπειτα μεσαιωνικής ευρωπαϊκής τέχνης, η συνεισφορά της κέλτικης κουλτούρας υπήρξε σαφώς περιορισμένη σε σχέση με την αντίστοιχη μεγάλη επίδραση του ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού. Έτσι, όλη η Δύση έπειτα από τον 5ο μ.Χ αιώνα άρχισε μεν να εξελληνίζεται, αλλά με έναν αλλοιωμένο τρόπο, εφόσον η παραφρασμένη ρωμαϊκή εκδοχή του ελληνικού πολιτισμού από τη μία, μαζί με  τις ριζωμένες τοπικές αντιλήψεις από την άλλη, δεν επέτρεψαν τον ουσιαστικό εξελληνισμό της παρά μόνο επιδερμικά.

Ο Ιουστινιανός με τη συνοδεία του, ψηφιδωτό στον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας, 547.

Όταν έπειτα από τον 16ο αιώνα, άρχισαν να ανακαλύπτουν την αρχική πηγή που ήταν η Ελλάδα, παρέκαμψαν για πρώτη φορά την Ρώμη διακρίνοντας την αυθεντικότητα από τη διασκευή της. Έτσι, αυτό που ίσχυσε στην Δύση και που συνεχίζει να ισχύει, μπορούμε να το εκλάβουμε ως ένα είδος «εξελληνισμένης βαρβαρότητας». Δηλαδή μια ετεροβαρή σύνθεση, όπου η ελληνικότητα εξωραΐζει τις βάρβαρες τοπικές ιδιαιτερότητες.

Η εικόνα αυτή αν και βυζαντινού ύφους, είναι δημιουργία του Ιταλού καλλιτέχνη Guido da Siena (1230 – 1290).  Η Προσκύνηση των Μάγων, Από το τέμπλο di Badia Ardenga

Με την έλευση του χριστιανισμού, η βυζαντινή τέχνη που ήταν αποτέλεσμα της όσμωσης της ελληνιστικής καλλιτεχνικής παράδοσης με στοιχεία της Ανατολής, διαδέχθηκε την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη σε ολόκληρη την τεράστια επικράτεια του εκχριστιανισμένου πλέον ρωμαϊκού κράτους στην ελληνιστική ανατολή κυρίως, αλλά και στη δύση. Αυτή η αλλαγή του καλλιτεχνικού ύφους συμπίπτει χρονικά και με τη σταδιακή ελληνοποίηση του ισχυρού ανατολικού ρωμαϊκού κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, την ίδια εποχή, μάλιστα, που η Ρώμη παρακμάζει. Κοινό στοιχείο πάντως των δύο διαδοχικών καλλιτεχνικών παραδόσεων που ακολούθησε η Δύση και που η διάρκεια τους ξεπερνά συνολικά τις δύο χιλιετίες, είναι η ελληνικότητα τους.

Duccio: Μυστικός Δείπνος, Siena, 1308-1311

Έκτοτε η βυζαντινή τέχνη κυριάρχησε στην Ιταλία και κατ’ επέκταση στη Δύση μέχρι τον 14ο μ.Χ, αιώνα. Υπάρχουν στην Ιταλία χιλιάδες έργα βυζαντινής τεχνοτροπίας, σχολές όπως της Σιένα και πολλές εκκλησίες σε Ραβέννα, Βενετία κ.α, με βυζαντινές τοιχογραφίες και ψηφιδωτά που επιβεβαιώνουν ιστορικά την επίδραση αυτή, καθώς το κοινό δόγμα της ενιαίας εκκλησίας επέτρεπε την καλλιτεχνική συμπόρευση Ανατολής και Δύσης. Έπειτα όμως, το 1054, επήλθε το σχίσμα. Το γεγονός ότι, η ανάγκη για την ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης καλλιτεχνικής πορείας της Δύσης εκφράστηκε την περίοδο έπειτα από το σχίσμα των εκκλησιών, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως κάτι τυχαίο. Η εκκλησιαστική απόσχιση απαιτούσε και την καλλιτεχνική διαφοροποίηση στην έκφραση του δόγματος. Ενώ η πρώτη, όμως, ως διοικητική απόφαση με πολιτικά αίτια (απομόνωση της ανατολικής ορθόδοξης αυτοκρατορίας και αναγόρευση της Αγίας Γερμανικής αυτοκρατορίας ως νόμιμου κληρονόμου της Ρώμης) μπορούσε να επικυρωθεί άμεσα μόνο με την παπική βούλα, η δεύτερη εντούτοις χρειαζόταν πολύ χρόνο για να πάρει νέα μορφή στην τέχνη και χρειάστηκε σχεδόν 250 χρόνια για αυτό.

Giotto di Bondone, Η Γέννηση του Χριστού, 1303-1305

Στις πρώτες δεκαετίες του 14ου μ.Χ, αιώνα, ένας Ιταλός καλλιτέχνης ο Τζιότο, (
Giotto di Bondone, 1267 - 1337), χειραφέτησε με το έργο του την δυτική τέχνη από τη μακραίωνη ελληνο-βυζαντινή κηδεμονία της. Για να το πετύχει αυτό στράφηκε προς την πλαστικότητα της μορφής και των όγκων, ώστε οι μορφές του να μοιάζουν με τα ρωμαϊκά αγάλματα που είχε δει. Όμως ακόμα κι έτσι η ελληνικότητα δεν ξεπεράστηκε. Απλώς η ελληνικότητα άλλαξε μορφή. Όπως είχε αλλάξει παλαιότερα, όταν η ελληνική βυζαντινή μορφή είχε διαδεχθεί την αρχαία ελληνική. Στην προσπάθεια τους οι δυτικοί, να ξεφύγουν από την κυριαρχία της ελληνο-βυζαντινής ορθόδοξης τέχνης, της «Maniera Greca», (=ελληνικός τρόπος), όπως οι ίδιοι την έλεγαν, έκαναν ένα ελλειπτικό πισωγύρισμα χιλίων και πλέον ετών για να αντιγράψουν την αρχαία τέχνη. Έτσι, οδηγήθηκαν αναπόδραστα στην ελληνικότητα της αρχαίας νατουραλιστικής μορφής, όπως την γνώρισαν «μεταφρασμένη» όμως μέσα από την ρωμαϊκή τέχνη. Η αναβίωση και η κορύφωση αυτού του αισθητικού εγχειρήματος στους επόμενους αιώνες ονομάστηκε Αναγέννηση και στη συνέχεια μέσα από πολλές περιπέτειες και καλλιτεχνικά ρεύματα φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Πάντως, αν και η εγκατάλειψη της βυζαντινής τέχνης και η υιοθέτηση της αρχαίας νατουραλιστικής μορφής θεωρήθηκε μια καινοτομία, ήταν περισσότερο μια φυσιοκρατική οπισθοδρόμηση στο κλασικό ύφος της φόρμας και της προοπτικής, σε σύγκριση με τον διαχρονικό μοντερνισμό της αφαίρεσης που έκφραζε και συνεχίζει να εκφράζει η πνευματική σχηματικότητα της βυζαντινής τέχνης.

Η Δύση, λοιπόν, βρίσκεται αδιάλειπτα στη σφαίρα της αξεπέραστης ελληνικής καλλιτεχνικής επιρροής από τον 3ο π.Χ, μέχρι και τον 20ο μ.Χ αιώνα. Αφού, είτε με την αρχαία ελληνική αισθητική που αντέγραψαν οι Ρωμαίοι, είτε με τον βυζαντινό τρόπο κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα, είτε πάλι με την αρχαία αισθητική που επανέκαμψε κατά την Αναγέννηση, η Δύση υπήρξε για πάνω από δύο χιλιετίες ουραγός των ελληνικών εξελίξεων στην τέχνη, χωρίς η ίδια να έχει δημιουργήσει κάτι πρωτότυπο. Μέχρι πριν από κάποια χρόνια τα βιβλία της ιστορίας της τέχνης ισχυρίζονταν με υπερηφάνεια, ότι η προοπτική ήταν η μεγάλη ανακάλυψη της αναγεννησιακής Δύσης. Ωστόσο, πάμπολλα ανασκαφέντα έργα πιστοποιούν ότι και η προοπτική ήταν ήδη γνωστή στους αρχαίους Έλληνες καλλιτέχνες.

Μιχαήλ Άγγελος. «Ο Κριτής» από την Δευτέρα παρουσία στην Καπέλα Σιξτίνα, 1534

Στην πραγματικότητα, όλος αυτός ο αγώνας των δυτικών καλλιτεχνών επί αιώνες δεν είχε άλλον ευγενέστερο σκοπό, παρά μόνο να φτάσουν όσο γίνεται περισσότερο, ως καλοί αντιγραφείς την τελειότητα των αρχαίων προτύπων τους. Το εγχείρημα, ωστόσο, απέτυχε, διότι στην τέχνη τίποτα δεν μπορεί να επαναληφτεί στην αυθεντικότητα του. Άλλωστε, αυτή η αισθητική κατεύθυνση έχει ένα όριο που δε μπορεί να ξεπεραστεί και το όριο αυτό το έχει θέσει δια παντός η τελειότητα του αρχαίου ελληνικού προτύπου. Η κορύφωση αυτής της προσπάθειας των δυτικών συνέπεσε με τον τελευταίο από τους μεγάλους της αναγέννησης, τον Μιχαήλ Άγγελο, που άγγιξε το όριο, αλλά δεν το ξεπέρασε. Ο ίδιος ευφυής καθώς ήταν, γνώριζε ότι με το έργο του είχε φτάσει πλέον στο τέρμα, χωρίς να κατακτήσει την κορυφή. Υπήρχε η σάρκα, αλλά έλειπε το πνεύμα. Αυτό, έκανε τον νεαρό Έλληνα Δομήνικο Θεοτοκόπουλο να εκφραστεί κριτικά για τις τοιχογραφίες του, όταν επισκέφθηκε την Καπέλα Σιξτίνα. Και πράγματι, έπειτα από τον Μιχαήλ Άγγελο ακολούθησε η σταδιακή έκπτωση της αισθητικής μορφής, η επιτήδευση, η στείρα επανάληψη και ο μανιερισμός, με διαστήματα προσπάθειας ανανέωσης και με ρεύματα όπως ο νεοκλασικισμός, ο κλασικισμός, ο ακαδημαϊσμός, ο ρεαλισμός κ.α, που φτάνουν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Την κατάσταση αυτή περιγράφει ακριβώς τον 18ο αιώνα ο Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν*, θεμελιωτής του Νεοκλασικισμού και ιδρυτής της επιστημονικής Αρχαιολογίας. Ο άνθρωπος που μετέδωσε τη λάμψη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, διαπίστωνε με ειλικρίνεια πως: «Ο μόνος δρόμος για τους σύγχρονους καλλιτέχνες ώστε να γίνουν μεγάλοι, ίσως ανεπανάληπτοι, είναι να μιμηθούν τους αρχαίους». Σε σημείο μάλιστα που ορισμένοι δεν δίστασαν να μιλήσουν για «πολιτισμικό ζυγό» της Ελλάδας έναντι των υπόλοιπων χωρών, αρνούμενοι να παραδεχθούν την οδυνηρή αλήθεια που τους υποδείκνυε ο Βίνκελμαν. Ότι δηλαδή, η πρωτοκαθεδρία στην τέχνη της Δύσης ανήκει στους Έλληνες, ότι η μόνη τους ελπίδα είναι να ακολουθήσουν τον δρόμο που άνοιξαν οι αρχαίοι καλλιτέχνες και πως οι ίδιοι είναι καλλιτεχνικά ετερόφωτοι. Πράγμα που δήλωσαν με κάθε ειλικρίνεια και ο Γκαίτε με τον Νίτσε. Κάτι με το οποίο θα συμφωνούσαν ασφαλώς και ο Jean-Auguste-Dominique Ingres και ο Jacques-Louis David τον 19ο αιώνα.

Jacques-Louis David, Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, 1814

Η τέχνη της Δύσης είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί την ελληνική καλλιτεχνική πρωτοπορία, ότι κι αν κάνει, ότι κι αν γίνει, διότι είναι αξεπέραστη. Όσο κι αν προσπαθούν δεν μπορούν να υπερβούν τα πλαίσια που έχει θέσει η ελληνική τέχνη στη μορφή και τα οποία είναι ταυτόχρονα εννοιολογικά και αισθητικά. Γι’ αυτό, πέρα από τροποποιήσεις και επαναδιατυπώσεις ελληνικών ιδεών, τίποτα αυθεντικά δικό τους δεν έχουν δημιουργήσει. Η μόνη δυνατότητα που θα είχαν για να πρωτοτυπήσουν, θα ήταν το να καταστρέψουν αυτά τα όρια και να αναθεωρήσουν εκ θεμελίων την δυτική τέχνη, θέτοντας νέα όρια, ή ακόμα καλύτερα μη θέτοντας κανένα. Εφόσον αποδείχθηκε η αδυναμία τους να συναγωνιστούν και να νικήσουν την αρχαία Ελλάδα στο στίβο της τέχνης, απλά αποχώρησαν από τον στίβο και κατάργησαν το αγώνισμα. Και αυτό ακριβώς έκαναν τα διάφορα μοντερνιστικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του. Μετέφεραν την καλλιτεχνική δημιουργία σε ένα άλλο επίπεδο ανεικονικής αντίληψης, όπου δεν υπήρχε συναγωνισμός και προκειμένου να απαλλαγούν από τη διαχρονική ελληνική «τυραννία» της μορφής και του αντικειμένου, απλά τα κατάργησαν ή τα μετέτρεψαν σε διανοητικές κατασκευές, αλλάζοντας πλήρως την εννοιολογική αντίληψη του χώρου και τη σημασία του. Αν, λοιπόν, κατά τον 20ο αιώνα η Δύση πρωτοτύπησε σε κάτι, αυτό ήταν το να υπερβεί τα εννοιολογικά όρια της τέχνης. Όμως, όπως ήδη απόδειξε νωρίς με το μινιμαλιστικό του «Μαύρο Τετράγωνο» ο Kazimierz Malewicz κι αυτός ο δρόμος είχε ένα σύντομο και αδιέξοδο τέρμα, με ποικιλία ατέρμονων επαναδιατυπώσεων περί του τέλους της εικόνας. Μένει να δούμε που θα καταλήξει.

Kazimierz Malewicz, Μαύρο Τετράγωνο, 1915


*Το 1755 ο Βίνκελμαν κυκλοφόρησε το πρώτο σύγγραμμά του με τον ενδεικτικό τίτλο Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική (Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerei und Bildhauerkunst). Εδώ εξέφρασε για πρώτη φορά τις απόψεις του για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και προέτρεψε τους καλλιτέχνες να διδαχθούν από αυτή και να τη μιμηθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...