Edward Hopper, Bridge Path (1939)
|
«Πρόοδος»,
«προοδευτισμός», «προοδευτικό όραμα», «προοδευτικό πρόσημο», «προοδευτικές
πολιτικές»… καθώς εντός του κυβερνητικού χώρου γίνεται συχνά κουβέντα για την
«ανάγκη σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων» ενάντια στη «νύχτα της συντήρησης»
και της δήθεν «οπισθοχώρησης σε μαύρες εποχές», κρίνουμε απαραίτητο να
συζητηθούν και να ξεκαθαριστούν περαιτέρω τούτες οι έννοιες στις οποίες κατά
καιρούς έχουμε ασκήσει κριτική.
Ο Auguste Comte,
φιλόσοφος του Κοινωνικού Θετικισμού, ορίζει την «πρόοδο» ως κάτι το «ουσιώδες»
για την αδιάκοπη βελτίωση του ανθρώπου, κάτι που βασίζεται στην επιστήμη και
στην πειραματική μέθοδο. Ο στόχος του ανθρώπινου όντος για τον Comte είναι να
καθορίσει το πνεύμα με το οποίο θα εξετάσει τους θεμελιώδεις κλάδους του
θετικισμού και να κάνει ένα προοδευτικό ταξίδι προς τη γνώση των νόμων που
καθορίζουν τον κόσμο. Στην πραγματικότητα ο Comte αλλά και άλλοι θετικιστές και
μεταγενέστεροι κοινωνιολόγοι χαρακτηρίζονται από ένα ιδιαίτερα οπτιμιστικό
όραμα περί «προόδου». Αν όλες οι θεωρίες της προόδου γίνονταν όντως αποδεκτές,
αυτό θα σήμαινε, για παράδειγμα, ότι κάθε τεχνολογική καινοτομία θα οδηγούσε
και σε μια θετική εξέλιξη για τον άνθρωπο. Γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται
καθόλου από την ιστορική εμπειρία, αρκεί να σκεφτούμε τον κίνδυνο ενός πολέμου
με πυρηνικά όπλα. Επίσης στον 21ο αιώνα -στη λεγόμενη κοινωνία της πληροφορίας-
η ραγδαία πρόοδος στον τομέα της «αδύναμης» νοημοσύνης, όπως η «Νομική
Πληροφορική» και οι «Τεχνολογίες της Πληροφορίας», δεν προοιωνίζει μόνο κάποιες
θετικές συνέπειες (ενδεχομένως), αλλά περισσότερο δείχνει μια «σκοτεινή
πλευρά», ειδικά στο πεδίο των στρατιωτικών εφαρμογών. Πέρα όμως από τα αρνητικά
παρεπόμενα της προόδου (κοινωνικής και τεχνολογικής) πρέπει να σημειώσουμε ότι
ο μέσος άνθρωπος πολύ συχνά απορρίπτει -για πολλούς και διάφορους λόγους- τούτη
την αδιάκοπη πορεία που συχνά, και εντελώς αυθαίρετα, χαρακτηρίζεται a priori
ως «πορεία βελτίωσης». Η άρνηση αυτή πολλές φορές βαφτίζεται ως «ανωριμότητα»
και «επαρχιωτισμός» από τους υπέρμαχους του προοδευτισμού. Στην πραγματικότητα,
όπως θα δούμε παρακάτω, η ιδέα της τεχνολογικής και κοινωνικής προόδου, από τα
γεννοφάσκια της υπήρξε πλατωνικά ελιτίστικη και αντιδημοκρατική, όχι μόνο λόγω
της απέχθειας με την οποία οι προοδευτικοί έβλεπαν το μέσο άνθρωπο, προσκολλημένο
στο δικό του τρόπο ζωής, αλλά διότι βασική επιδίωξη των προοδευτικών δυνάμεων
ήταν πάντα η ανάθεση της εξουσίας σε «ειδικούς επαγγελματίες», οι οποίοι (στη
δική τους κρίση) δύναται να πάρουν τις βέλτιστες αποφάσεις.
Η
γενεαλογία της προόδου εν συντομία
Ο πυρήνας της ιδέας περί
ανίκανου πολίτη εντοπίζεται στην βασική θέση του Thomas Hobbes περί μόνιμης
κατάστασης πολέμου (state of war)[1]. Ο Hobbes, όπως πολύ σωστά είχε πει η
Arendt, είναι ο θεμελιωτής του αστικού καθεστώτος[2]· ήταν από τους πρώτους εκπροσώπους
της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα που εξέφρασε τόσο έντονα την
αντίθεσή του προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, και κυρίως προς την
Αριστοτελική φιλοσοφία. Έτσι η ιδέα του
περί μόνιμης κατάστασης πολέμου συνδέεται άμεσα με την αντίληψη του ανθρώπου ως
εγωιστικό αυτόματο (automaton), ως μηχανή που κινείται συνεχώς και καταλήγει
αναπόφευκτα σε γενική σύγκρουση με τις άλλες μηχανές[3]. Για τον ίδιο, οι
άνθρωποι στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τις προσωπικές τους υλικές
επιθυμίες, δίχως κανέναν ενδοιασμό και ηθικό χαλινάρι, φτάνουν ακόμα και στο
σημείο να σκοτώνουν και να επιτίθενται αδιάκριτα. Απέναντι στον θεολογικό
αριστοτελισμό των Σχολαστικών, που είχαν μεταβάλει την αριστοτελική μεταφυσική
σε «υπερφυσική φιλοσοφία», o Hobbes αντιπροτείνει
έναν ορθολογικό υλισμό επιμένοντας στην αποκλειστική πραγματικότητα της ύλης.
Έτσι, με στόχο την κατοχή υλικού πλούτου, ο άνθρωπος Behemoth οδηγείται σε μια
κατάσταση μόνιμου πολέμου όλων εναντίον όλων. Η μόνη λύση για τον Hobbes ήταν η
καθυπόταξη όλων στις σιδηρές προσταγές μιας απόλυτης εξουσίας, ενός Leviathan
(the Sovereign) με άλλα λόγια, που θα επιβάλλει την τάξη δια πυρός και σιδήρου.
Ωστόσο, βασικό μέλημα του Hobbes δεν είναι η εδραίωση ενός καθεστώτος
σαδιστικού καταναγκασμού, αλλά η απομάκρυνση των ανθρώπων από την πολιτική
δραστηριότητα. Λόγω της έμφυτης ροπής όλων μας, λοιπόν, προς την απόλυτη
καταστροφή, ο Hobbes προτείνει την ανάθεση όλων των πολιτικών αποφάσεων σε μια
μικρή ομάδα ανθρώπων ή στον απόλυτο μονάρχη. Σε γενικές γραμμές, ο Hobbes ήταν
ένας από τους πρώτους στοχαστές της νεωτερικότητας που βάσισε τη σκέψη του στην
ιδέα της επιθυμίας, όντας ταυτόσημη με την ανάγκη: η ακόρεστη επιθυμία (ή
βούληση), Φαουστική (όπως θα την αποκαλούσε ο Oswald Spengler)[4] για κατοχή
υλικού πλούτου είναι ταυτόχρονα και ανάγκη, όντας αναπόσπαστο κομμάτι της
ανθρώπινης φυσικής κατάστασης.
O John Locke και οι
φιλελεύθεροι στοχαστές παρότι αμφισβήτησαν την απολυταρχία, ελάχιστα
εναντιώθηκαν στην αντίληψη του Hobbes που ταυτίζει τη βούληση με την ανάγκη.
Για τον Locke[5], πιο συγκεκριμένα, παρότι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι,
την ίδια στιγμή δημιουργούν κοινωνίες με στόχο να προστατευτούν. Ασφαλώς σε
αντίθεση με τον Hobbes, ο Locke διατυπώνει ευθαρσώς μια σταθερή ηθική και
πολιτική άποψη υπέρ της αρχής της ανεκτικότητας ως εννοιολογική προσέγγιση του
όρου «tolerance» (λατιν. «tolerantia»). Έτσι η ανεκτικότητα απέναντι στις
θρησκευτικές διαφορές είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η κοινωνική ειρήνη[6].
Έναν αιώνα πριν τον Locke είχαν εκφράσει παρόμοιες ιδέες και ορισμένοι Γάλλοι
πολιτικοί στοχαστές που είναι γνωστοί με το όνομα Politiques[7]. Η ιδέα της ανεκτικότητας τέθηκε σε ευρύτερη
φιλοσοφική και ηθική βάση στο έργο σημαντικών στοχαστών όπως ο Althusius και
ιδίως ο Milton και ο Spinoza. Ας δούμε λοιπόν με ποιο τρόπο η ιδέα της
ανεκτικότητας – έτσι όπως κατέστη κατανοητή από τον Locke – σφυρηλατεί τον
προοδευτισμό: στην πραγματικότητα, ο Locke δεν αμφισβήτησε πλήρως την αρχική
θεώρηση του Hobbes, πως ο άνθρωπος στη φυσική του κατάσταση δεν είναι παρά ένα
τερατόμορφο θηρίο που επιτίθεται και καταστρέφει. Ωστόσο, ένα κοινωνικό
συμβόλαιο που, στη σκέψη του Locke, δεν θα πρέπει να βασίζεται στην εδραίωση
μιας απόλυτης εξουσίας (την οποία ο στοχαστής θεωρεί παράνομη), θα προστατέψει
τους ανθρώπους από την πιθανότητα διολίσθησης στη βία μέσω ενός συμβιβασμού: ο
Locke αντικαθιστά την απολυταρχία – που στη σκέψη του Hobbes καταπιέζει τις
ανθρώπινες επιθυμίες ώστε να αποφευχθεί ο μόνιμος πόλεμος – με την αέναη κατοχή
χρήματος και ιδιοκτησίας. Η απεριόριστη κατοχή και συσσώρευση υλικού πλούτου με
νόμιμα μέσα, κατευνάζει τις ακόρεστες επιθυμίες και απομακρύνει την ανάγκη της
απόλυτης εξουσίας. Με βάση το σκεπτικό του Locke, το χρήμα που θα συσσωρεύεται
μπορεί να πολλαπλασιάζεται, σε αντίθεση με τα υλικά αγαθά που αν δεν
καταναλωθούν σε ορισμένο χρονικό διάστημα καταστρέφονται[8].
Πιο συγκεκριμένα, αν
ένας άνθρωπος επιθυμεί μια Α ποσότητα ιδιοκτησίας, η κατοχή της αντίστοιχης
ποσότητας σε χρήμα ικανοποιεί αυτή την επιθυμία (και ανάγκη, με βάση τη
φιλοσοφική αυτή σκέψη). Στη συνέχεια, δεδομένου ότι οι ανθρώπινες επιθυμίες
είναι ακόρεστες, ο ίδιος άνθρωπος θα ζητήσει μια Α2 ποσότητα ιδιοκτησίας· αυτή
την ανάγκη έρχεται να καλύψει η δημιουργία συνθηκών για τη συσσώρευση μιας Α2
ποσότητας χρήματος. Η μετάβαση από το Α στο Α2 βέβαια δεν θα πρέπει να γίνεται
άναρχα. Τόσο για τον Locke όσο και για τους μεταγενέστερους φιλελεύθερους, το
οικονομικό παιχνίδι της μεγέθυνσης θα πρέπει να επιβλέπουν όροι, οι οποίοι
αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού συμβολαίου, και ταυτόχρονα
ικανοποιούν την αύξηση του πλούτου με «μή επιθετικά μέσα». Έτσι, ως αντίδοτο
στην απολυταρχία, γεννιέται η ιδέα της προοδευτικής αύξησης ιδιοκτησίας (από Α
σε Α2 και από Α2 σε Α3) μέσω της δημιουργίας κατάλληλων συνθηκών που θα ευνοούν
την παροχή και απόκτηση υλικού πλούτου ad infinitum. Πολύ περισσότερο, ο
πεσσιμισμός του Hobbes, δίνει τη θέση του στον φιλελεύθερο οπτιμισμό, τον οποίο
εδραίωσε περαιτέρω ο Σκωτσέζος φιλόσοφος Adam Smith[9]. Το μοντέλο αυτό
προβλέπει ότι η ακατάπαυστη -όλο και μεγαλύτερη- αύξηση της διάθεσης, παροχής
και κατανάλωσης υλικών αγαθών μέσω του συστήματος της «αυτο-ρυθμιζόμενης
αγοράς», ενός δηλαδή μηχανισμού που αποτρέπει κάθε ανάμειξη ανθρώπινου
παράγοντα στη ρύθμιση της οικονομίας. Κρίθηκε πως με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε
όχι μόνο να λυθεί οριστικά το πρόβλημα της σπάνης, αλλά και να κατευναστεί η
επιθετικότητα, προϊόν της ανεξέλεγκτης ανθρώπινης τάσης για κατοχή[10]. Η ιδέα
ότι οι παραγωγικές δυνατότητες θα πρέπει προοδευτικά να αυξάνονται αποτέλεσε τη
λειτουργική βάση της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως περιγράφει και ο Max
Weber[11]. Τούτη η αντίληψη, ότι η συνεχόμενη αύξηση των παραγωγικών
δυνατοτήτων δίχως φρένο και όριο, και με την αναπόφευκτη χρήση της τεχνολογίας,
θα εξάλειφε όλες τις δυστυχίες, αποτέλεσε κινητήριο μοχλό της Βιομηχανικής
Επανάστασης, κατά τον Karl Polanyi[12].
Ίσως η Βιομηχανική
Επανάσταση και η αύξηση της παραγωγής να κατάφεραν να περιορίσουν το πρόβλημα
της σπάνης. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις τόσο η ίδια η παραγωγική διαδικασία
όσο και η διαχείρισή της από γραφειοκρατίες ειδημόνων, υπήρξαν ζημιογόνες για
διάφορες κοινότητες. Σε πρώτη φάση, η γραφειοκρατική διείσδυση στην πολιτική
ήταν αναπόφευκτη· το μοντέλο της αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς όχι μόνο δεν επιθυμεί
ανθρώπινη παρέμβαση με στόχο να οδηγείται η οικονομία σε ανάπτυξη, δίχως φρένο
και μέτρο, αλλά απεναντίας βασίστηκε στον γραφειοκρατικό έλεγχο και στον
αυταρχισμό. Επιπλέον, η ιδεολογία της προόδου και της καπιταλιστικής ανάπτυξης
στην Αγγλία συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις και πυροδότησε εξεγέρσεις: κατέστρεψε
αγροτικές κοινότητες, με αποτέλεσμα πλούσιοι γαιοκτήμονες να μετακομίζουν στις
πόλεις, όπου και θα στοιβαχτούν σε σπίτια μαζικής διαμονής, με στόχο να
δουλέψουν στα εργοστάσια, και μάλιστα σε συνθήκες υποτιμητικές, τόσο για τους
ίδιους όσο και για τα ίδια τους τα παιδιά (που ήταν και αυτά αναγκασμένα να
εργάζονται επίσης), ενώ την ίδια στιγμή τμήμα του πληθυσμού εκριζώθηκε και
αποκόπηκε από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής του. Στην άλλη γωνιά του πλανήτη –
κατά τους Lawrence Goodwyn, Paul Tagggart και Margaret Canovan[13] – την
περίοδο του Gilded Age (όπως επισήμως αποκαλείται η περίοδος της αμερικανικής
ιστορίας που ακολούθησε την Εποχή της Ανοικοδόμησης μετά τη λήξη του εμφυλίου
πολέμου), οι αγρότες του νότου, έχοντας χτυπηθεί οικονομικά, θα αναγκάζονται να
πληρώνουν υψηλές εισφορές αν επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν τους σιδηροδρόμους
για τη μετακίνηση προϊόντων. Η αυξανόμενη ανέχεια θα οδηγήσει σταδιακά στην
έκρηξη ενός κινήματος βασισμένο στις αρχές του κοπερατιβισμού, εμπνευσμένο από τις
δημοκρατικές ιδέες του Thomas Jefferson, του Andrew Jackson (και του νότιου
συντηρητισμού[14]), για τους οποίους η οικονομική πρόοδος και η βιομηχανοποίηση
αποτελεί βασική απειλή στη δημοκρατία.
Παρομοίως, στη
ρεπουμπλικανική/δημοκρατική σκέψη του Tocqueville η «ευρωπαϊκά νοούμενη» έννοια
της προόδου είναι από δευτερεύουσα και ασήμαντη μέχρι και επικίνδυνη. Για τον
ίδιο, τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας ήταν μια κατά προσέγγιση ισότητα (ως
ζητούμενο) και η παντοδυναμία της πλειοψηφίας. Αυτά τα γνωρίσματα ασφαλώς
εμπεριέχουν κινδύνους για την ελευθερία, διότι δύναται να δράσουν ισοπεδωτικά
και να καλλιεργήσουν τη λατρεία της μετριότητας και τον κομφορμισμό[15]. Ωστόσο
για τον Tocqueville σημαντικότερο όλων είναι η εξής «τριπλή συνύπαρξη»: ισχυρής
συνείδησης ατομικής γνώμης, πολιτικών ελευθεριών και δημόσιου πνεύματος[16].
Υπό μια έννοια ο εκδημοκρατισμός και η εξάπλωση της πολιτικής ισότητας
αποτελούσε πρόταγμα μετασχηματισμού του σύγχρονου κόσμου. Η επισήμανση αυτή του
Tocqueville την εποχή εκείνη έδειξε, έστω έμμεσα, τους λόγους για τους οποίους
τα ευρωπαϊκά έθνη απέτυχαν να αναπτυχθούν δημοκρατικά, παρά τις αλλεπάλληλες
επαναστατικές εκρήξεις και παρά τα τεχνολογικά άλματα. Επιπλέον, για τον ίδιο
εξέχουσας σημασίας είναι οι παραδόσεις και η θρησκεία, που όπως αναφέρει κατά
το ταξίδι του στην Αμερική, θα έπρεπε να διατηρηθούν πάση θυσία, ώστε να
προστατευτούν τόσο οι κοινότητες των ανθρώπων όσο και η δημοκρατία. Όπως
φαίνεται λοιπόν, την ίδια ριζοσπαστική παράδοση που ενστερνίζεται ο
Tocqueville, είχαν υιοθετήσει οι αγρότες της Αγγλίας, και ταυτόχρονα οι
Jefferson και Jackson. Τον ίδιο σκεπτικισμό και πολιτισμικό συντηρητισμό που
έδειξαν οι δημοκράτες της εποχής ενάντια στην πρόοδο συναντάμε και στον
Αμερικανικό ποπουλισμό, στον συνεταιρισμό της Farmers Alliance και του
συνδικάτου Knights of Labor, μέσα από τα οποία οι αγρότες εξέφρασαν την
εναντίωσή τους στους «γιάνκηδες» της Wall Street, στους καπιταλιστές και στην
οικονομική εξάπλωση δίχως όρια. Η Εποχή του Ποπουλισμού (Populist Era), όπως
ονομάστηκε αργότερα, έθεσε τα πρώτα θεμέλια για την εναντίωση στην ιδεολογία
της προόδου, υπηρετώντας τα ιδεώδη της δημοκρατικής Αμερικανικής Επανάστασης,
τα ιδεώδη του ρεπουμπλικανισμού και της δικαιοσύνης. Το αγροτικό κίνημα δεν
κατάφερε να σπάσει τις φυλετικές περιχαρακώσεις στον Αμερικανικό νότο, όπως
αναφέρουν οι Goodwyn και Eugene Dominic Genovese[17], παρά τις συνεχόμενες και
εντεταμένες προσπάθειες. Ωστόσο κατάφερε να αμφισβητήσει την ιδεολογία της
προόδου[18] ως ασυμβίβαστη με τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη. Η αυτο-οργάνωση
των αγροτών του Αμερικανικού νότου, όπως ακριβώς και των αγροτών της Βρετανίας,
βάσει αναλύσεων του Christopher Hill[19], αναβίωσε τη δημοκρατική παράδοση, μια
παράδοση που κοιτά την πρόοδο και την τεχνο-οικονομική ανάπτυξη με καχυποψία,
που αντιστέκεται στον νεωτερικό Φαουστικό άνθρωπο, απεχθάνεται το θεραπευτικό
κράτος της κοινωνικής πρόνοιας και κάθε ελιτίστικη, κεντρική εξουσία,
αντιπροτείνοντας επιστροφή στις μικροαστικές αξίες της κοινότητας, της
εργασίας, της θρησκείας και της συμβίωσης γύρω από μία υπερέχουσα αρχή.
Βέβαια το αγροτικό
κίνημα δεν κατάφερε να στεριώσει· την άνοδο του Λαϊκού Κόμματος (People’s
Party) ακολουθεί η εισχώρηση εντός του αρκετών ηγετικών φυσιογνωμιών που
αναδύθηκαν μέσα από την Farmer’s Alliance. Με βάση το Omaha Platform – ιδρυτική
διακήρυξη του PP – το κόμμα θα αποτελούσε μοναδικό εκπρόσωπο των συμφερόντων
του αγροτικού κόσμου· στόχος του θα ήταν να αμφισβητήσει την ηγεμονία του
δεξιού (για την εποχή) Δημοκρατικού Κόμματος, και των φιλελεύθερων
Ρεπουμπλικάνων, που για τους αγρότες ήταν βασικοί εκπρόσωποι των συμφερόντων
του καπιταλιστικού βορά. Ωστόσο, ηγετικά μέλη του PP ήρθαν σε συμφωνία με τους
Δημοκρατικούς, πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορούσαν να εξυγιάνουν το κόμμα που
στον Αμερικανικό νότο ήταν κυρίαρχο, λόγο της προσήλωσής του στην ιδεολογία της
Λευκής ανωτερότητας που – παρά την ήττα του Στρατός της Συνομοσπονδίας
(confederate army) – δεν είχε χάσει την αίγλη της σε πολλές πρώην δουλοκτητικές
πολιτείες. Κάτι τέτοιο είχε ως συνέπεια το ΡΡ να φαγοκυτταρωθεί από το
Δημοκρατικό Κόμμα, θέτοντας τέλος στις ελπίδες των αγροτών για οικονομική
δικαιοσύνη και δημοκρατία. Τα αιτήματα των αγροτών, ωστόσο, άρχισαν να
υλοποιούνται κατά την περίοδο της Προοδευτικής Εποχής (progressive era), υπό
την ηγεσία του Theodor Roosvelt, όπου άρχισε να προωθείται η ιδέα πως η
επικράτηση της τεχνικής, των εξειδικευμένων επαγγελματιών και του κεντρικού
σχεδιασμού θα μπορούσε να αποτελέσει απάντηση θετική στην επιβίωση πληθυσμών
που σπαράσσονταν από τον πόλεμο, την οικονομική ανέχεια και την ανεξέλεγκτη
μετανάστευση. Οι Προοδευτικοί είχαν αντιληφθεί ότι τα προβλήματα της
βιομηχανικής επέκτασης μόνο με τεχνικές λύσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν,
καθώς και με την καθοδήγηση καταρτισμένων «άριστων», παρά με τζεφερσονικού
τύπου δημοκρατικές λύσεις. Αργότερα ο Franklin Roosvelt προτείνει παρεμβάσεις
μιας κλίκας «ειδικών», στα πλαίσια του New Deal, εξιδανικεύοντας τον ρόλο της
εξειδίκευσης, της αέναης αύξησης της παραγωγής και, ταυτόχρονα, της
κατανάλωσης, δίχως όριο και μέτρο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, οι δυνάμεις
που σήμερα αποκαλούμε «προοδευτικές», κοινώς οι δυνάμεις της φιλελεύθερης
αριστεράς, που ακολουθούν το πρότυπο του New Deal και υπόσχονται τη βελτίωση
της κοινωνίας μέσα από γραφειοκρατικά μέτρα (όπως το κράτος πρόνοιας, η παρέμβαση
στην οικογένεια, ο έλεγχος της γλώσσας και της δημόσιας συμπεριφοράς),
αποτελούν εν μέρη κληρονόμο αυτής της παράδοσης. Αυτή η πολιτική παράδοση
αποβλέπει στην απομάκρυνση του μέσου ανθρώπου από την πολιτική – η οποία
καθίσταται αντικείμενο της γραφειοκρατίας των «ειδικών». Η αντιλαϊκιστική
κουλτούρα που εδραίωσε, σφυρηλάτησε την πορεία της αριστεράς από τις αρχές της
δεκαετίας του 1910, όπως αναφέρει ο Christopher Lasch[20].
H
φιλοσοφία της προόδου: μια γενική αποτίμηση
Η αντίληψη της ιστορίας
που θεωρεί ότι όλα όσα έρχονται «μετά» είναι «καλύτερα» από τα προηγούμενα, ότι
το μέλλον θα είναι όλο και πιο ευοίωνο σε σχέση με το παρελθόν[21] καθώς η
τεχνογνωσία, η εξειδίκευση και η «αριστεία» θα φέρνουν συνεχώς πρόοδο, με τις
συνθήκες του ανθρώπινου βιοτικού επιπέδου να καλυτερεύουν όλο και περισσότερο,
αποτέλεσε τη βάση της νεωτερικότητας. Την οπτιμιστική προοδευτική αντίληψη αυτή
ασπάστηκαν ποικίλα ρεύματα: αρχικά η Δεξιά και οι αντιδραστικοί μοντερνιστές,
μαζί με τους οι θετικιστές (όπως προαναφέραμε) και οι ερευνητές της «μαζικής
ψυχολογίας» κατά τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, οι κομμουνιστές καθώς και οι
ακόλουθοι του επιστημονικού σοσιαλισμού[22], κατά τη δεκαετία του ‘50 και του
‘60 ορισμένοι θεωρητικοί της «μαύρης θεολογίας»[23] και οι Χριστιανοί
μιλλεναριστές που απομακρύνθηκαν από τη λαϊκότητα, την αμεσότητα των παραδόσεων
των μαύρων εκκλησιών του αμερικανικού νότου, στη συνέχεια η νέα Αριστερά, οι
σύγχρονοι ακτιβιστές και ελιτιστές καθώς και τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Στην
πραγματικότητα, η ιστορία και η ηθική δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι που έχει
μια ειρηνική, καλή και γραμμική πορεία: καταγράφει κρίσεις, ξεριζωμούς,
σπαραγμούς και καταστροφές που αναιρούν την ίδια την έννοια της προόδου. Ο
Spengler προσπαθώντας να ανακαλύψει τη μορφολογία της ιστορίας και να μελετήσει
τη μορφή που ενσωματώνει κάθε πολιτισμός, υποστήριξε ότι ο κόσμος μπορεί να
θεωρηθεί ως «ιστορία», δηλαδή ως ένα σύνολο μοναδικών φαινομένων ή ως «φύση»,
δηλαδή ως ένα σύνολο φαινομένων που συνδέονται με πολιτιστικούς δεσμούς[24]. Από την άλλη, το κράτος για τον Spengler
είναι ένας ανεξάρτητος οργανισμός, ο οποίος γεννιέται, αναπτύσσεται και
πεθαίνει, ακριβώς όπως ο άνθρωπος. Έτσι η ιστορία είναι το στοιχείο που, μέσω
της εμπειρίας, οδηγεί στη φύση και επομένως στην ωρίμανση ενός πολιτισμού. Σε
αυτό το πλαίσιο σκέψης, ο δυτικός πολιτισμός είναι ένας ζωντανός οργανισμός που
προορίζεται να πεθάνει. Το είδος του πολιτισμού που επηρεάζεται όλο και
περισσότερο από το χρήμα, την εκβιομηχάνιση, την τεχνολογία και την πρόοδο
(στοιχεία που, κατά τον Spengler, νοούνται ως εξαιρετικά αρνητικά), μπορούμε να
υποθέσουμε ότι θα οδηγήσει σε ένα επόμενο μοντέλο κράτους το οποίο θα ορίζεται
από άλλες αξίες και επομένως ο άνθρωπος θα πρέπει απλά να αποδεχθεί το
αναπόδραστο πεπρωμένο του: την ολοκληρωτική παρακμή. Η ντετερμινιστική οπτική
του Spengler, που παρουσιάζει μια -αποκαλυπτικού τύπου- όψη της ιστορίας,
βασίζεται στην πεποίθησή του ότι ο αδιάκοπος εκπολιτισμός αντιπροσωπεύει το
τελευταίο στάδιο (τερματικό) του πολιτισμού και επομένως η πρόοδος, τουλάχιστον
από ένα σημείο και έπειτα, θα πρέπει να θεωρείται κάτι το πολύ αρνητικό. Ακόμη
και ο Bertrand Russell[25], υπέρμαχος της τεχνολογικής προόδου, υποστήριξε ότι
μια κοινωνία που κυριαρχείται από ομάδα ελιτιστών που τους οδηγούν τα εγωιστικά
τους ένστικτα -και αψηφούν τη θέληση των απλών ανθρώπων- δεν μπορεί να οδηγήσει
σε σωστή χρήση των καινοτομιών και επομένως αυτή η «πρόοδος» είναι αδύνατο να
φέρει ευημερία και ευτυχία.
Σε κάθε περίπτωση, είτε
αισθανόμαστε πιο κοντά στη πεποίθηση του Comte, είτε σε αυτή του Spengler είναι
πολύ σημαντικός ο προβληματισμός και η μετρημένη στάση μας απέναντι στη πρόοδο
εν γένει. Κανείς δεν μπορεί να μας υποσχεθεί ότι αυτό που κάποιοι προοδευτικοί
θέλουν να έρθει αύριο θα είναι καλύτερο από το χθεσινό, αλλά ούτε το αντίθετο.
Ωστόσο σε καμία περίπτωση μια αλλαγή -όπως κι αν βαφτίζεται- δεν οδηγεί,
αξιωματικά, και σε καλυτέρευση, ούτε είναι βέβαιο ότι κάτι, όντως ωφέλιμο, θα
καταμεριστεί με τρόπο δίκαιο σε όλους. Επομένως, εκτός από τις προβλέψεις και
τις εικασίες επί των συνεπειών, θα πρέπει ταυτόχρονα -πράγμα σημαντικότερο- να
αναζητήσουμε και να φροντίσουμε τα δημοκρατικά μέσα που είναι απαραίτητα ώστε
να συντηρούμε και να αποδεχόμαστε όσα αποδεδειγμένα μας ωφελούν -και έχουμε
πραγματικά ανάγκη- και να αντιστεκόμαστε σε όσα, με όχημα την ακόρεστη
επιθυμία, συμβάλλουν στην παρακμή του πολιτισμού μας. Αυτή η αναζήτηση και η
φροντίδα θα μπορούσε να σηματοδοτήσει και την αφετηρία ενός μελλοντικού πολιτικού
μετασχηματισμού.
∴
[1] Thomas Hobbes, 2006. Leviathan, (New York:
Dover Philosophical Classics).
[2] Hannah Arendt, 1976. The
Origins of Totalitarianism (California: A Harvest Book) σελ. 123-157.
[3] K.C. Brown, επιμ., Hobbes Studies, Οξφόρδη, Blackwell, 1965.
[4]
Oswald Spengler, H Παρακμή της Δύσης (Πρώτος Τόμος) 2005. Μορφή και
Πραγματικότητα, Περιγράμματα μιας Μορφολογίας της Παγκόσμιας Ιστορίας. Αθήνα: Τυπωθήτω.
[5] John Locke και Peter Laslett. 1988. Two
Treatises of Government. Cambridge: Cambridge University Press.
[6] Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης.
1998. Πολιτικοί Στοχαστές των Νεότερων Χρόνων, Γ Έκδοση Αθήνα: Πορεία.
[7] Michel de l’Hôpital, Estienne
Pasquier, Philippe du Plessis Mornay και ο θεωρητικός της κρατικής κυριαρχίας
Jean Bodin.
[8]
Μιχάλη Θεοδοσιάδη, Λαϊκισμός και Κοινή Ευπρέπεια (υπό επεξεργασία, ο τίτλος
ενδέχεται να αλλάξει).
[9]
Αναφορικά με την ιδέα της αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς: βλ. Adam
Smith. 1987. The Wealth of Nations. London: Wordsworth Classics. σ.425. Του ίδιου συγγραφέα: 2007. Theory of Moral
Sentiments. New York: Dover Philosophical Classics. σ.182. Karl Polanyi, 2001. The
Great Transformation. Boston: Beacon Press. σ.45,
σ.71.
[10] Crawford Brough Macpherson.
1964. The political theory of possessive individualism : Hobbes to Locke.
Oxford: Oxford University Press.
[11] Max Weber, 1998. The
Protestant ethic and the spirit of capitalism. 2nd Roxbury ed. Los Angeles:
Roxbury Pub.
[12] Karl Polanyi, 2001. The
Great Transformation. Boston: Beacon Press. σσ.42.
[13] Lawrence Goodwyn, 1976.
Democratic Promise: The Populist Movement in America. New York: Oxford
University Press.
Paul Taggart, 2002. Populism. UK:
Open University Press. Σσ.25-45.
Margaret Canovan, 1981. Populism.
New York: Harcourt Brace Jovanovich.
[14]
Αναφορικά με τα θετικά και αρνητικά στοιχεία της κουλτούρας του νότιου
συντηρητισμού, βλ. Eugene Domonic Genovese. 1994. The Southern Tradition.
Massachusetts: Harvard University Press.
[15]
Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, 1998. Πολιτικοί Στοχαστές των Νεότερων Χρόνων, Γ
Έκδοση. Αθήνα: Πορεία. σ. 168 και 169.
[16] Alexis de Tocqueville, 2002.
Democracy in America, Translation: Henry Reeve, A Penn State Electronic
Classics Series Publication.
[17] Eugene Dominic Genovese,
1976. Roll Jordan Roll: The World the Slaves Made. Yale: Yale University Press.
σσ.25.
Lawrence Goodwyn, 1976.
Democratic Promise: The Populist Movement in America. New York: Oxford
University Press. (κεφάλαιο The
Populist Approach to Black America. σσ.276-306).
[18] Lawrence Goodwyn, 1976.
Democratic Promise: The Populist Movement in America. New York: Oxford
University Press. σ.vii.
[19] Christopher Hill,
Reformation To Industrial Revolution. London: Penguin Books. σσ.213-286.
[20] Christopher Lasch, 1991. The
True and Only Heaven. New York: W & W Norton Inc. (βλ κεφάλαιο:
Right Wing Populism and The Revolt Against Liberalism, σσ.476-570).
[21] Lawrence Goodwyn. 1976. Democratic Promise:
The Populist Movement in America. New
York: Oxford University Press. σσ.vii.
[22]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάλιστα, αποτελεί η στάση των Μαρξ και Ένγκελς (βλ.
Κομμουνιστικό Μανιφέστο) υπέρ της προόδου της αστικής τάξης, η οποία όταν ήρθε
στην εξουσία «κατέστρεψε όλες τις φεουδαρχικές, πατριαρχικές και ειδυλλιακές
σχέσεις», κατέστρεψε τους «φεουδαρχικούς δεσμούς που συνδέανε τον άνθρωπο με
τους φυσικούς ανώτερούς του και δεν άφησε κανέναν άλλο δεσμό ανάμεσα σε άνθρωπο
και σε άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από την αναίσθητη “πληρωμή τοις
μετρητοίς”».
[23]
Βλ. Ο Christopher Lasch για τον Martin Luther King Jr – ελπίδα δίχως οπτιμισμό.
[24]
Oswald Spengler, H Παρακμή της Δύσης (Πρώτος Τόμος) 2005. Μορφή και
Πραγματικότητα, Περιγράμματα μιας Μορφολογίας της Παγκόσμιας Ιστορίας. Αθήνα: Τυπωθήτω.
[25] Bertrand Russell. 1968. The
Impact of Science on Society. AMS PRESS: New York
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου