«Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα/νά’τανε το 21, νά’ ρθει μια βραδυά»…
Γράφει
ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης, επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και
Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.
Στα πλαίσια της επετείου για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 αξίζει να μελετήσουμε διάφορες μορφές της Τέχνης και τον τρόπο που παρουσιάζουν τα πράγματα.
Η αξιολόγηση και η απόλαυση της τέχνης γίνεται μέσω κάποιας κριτικής προσέγγισης.
Γιατί μας αρέσει ή δεν μας αρέσει ένα ποίημα, ένας πίνακας, ένα κινηματογραφικό έργο; Όσον αφορά έργα τέχνης που σχετίζονται με ιστορικά γεγονότα θα πρέπει να εξετάζουμε την τέχνη με την ίδια κριτική προσέγγιση που πρέπει να κάνουμε και για την Ιστορία.
Η Ιστορία βασίζεται στα γνωστά γεγονότα ή στην έρευνα για τα γεγονότα και κρίνεται από το βαθμό της αντικειμενικής ερμηνείας τους. Η Τέχνη βασίζεται στο συναίσθημα, την υποκειμενικότητα και τις μυθοπλαστικές δυνατότητες των δημιουργών της.
Η τέχνη μπορεί να αλληλοσυμπληρώνεται με την ιστορία αλλά και μερικές φορές η τέχνη μπορεί να παραποιεί την ιστορική ακρίβεια. Στην περίπτωση πηγών της Ιστορίας ένα έργο τέχνης μπορεί να είναι και ένα ιστορικό ντοκουμέντο.
Αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να εξετάζουμε την παρουσίαση μιας περιόδου από την τέχνη με την ίδια κριτική οξυδέρκεια που απαιτούμε και από ένα ιστορικό κείμενο.
Η τέχνη προσφέρει τη δική της συγκίνηση αλλά όταν πρόκειται για ιστορία θα πρέπει να εξετάζουμε κριτικά τι μας λέει ένα έργο τέχνης ως ιστορική μαρτυρία. Πώς παρουσιάζει την περίοδο, τα γεγονότα, τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ανθρώπων;
Ποια είναι η σχέση του με την πραγματικότητα;
Ας δούμε ένα πολύ δημοφιλές τραγούδι του Σταύρου Κουγιουμτζή σε στίχους Σώτιας Τσιώτου, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία την περίοδο των 150 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, το 1968-1971 αλλά και για πολλές δεκαετίες αργότερα, που τραγουδήθηκε από τον Νταλάρα και άλλους κορυφαίους ερμηνευτές, το «Να ‘τανε το Εικοσιένα».
Η μουσική είναι ευχάριστη, ο ρυθμός ενθουσιώδης, το θέμα του πατριωτικό και αγαπήθηκε ευρέως. Τραγουδήθηκε ακόμη και στην Τουρκία, μεταφρασμένο μάλλον παραποιημένα, όπως φαίνεται, γιατί δεν θα μπορούσαν οι τούρκοι να διαλαλούν τις φαντασιώσεις ενός εξυπνάκια ρωμιού να περνά τα «αγωνιστικά» του βράδια με μια «τουρκοπούλα αγκαλιά».
Είναι ένα δημοφιλές τραγούδι με μεγάλη εμπορική επιτυχία αλλά δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό από το πραγματικό πνεύμα του 1821. Είναι ένα ελαφρό ρομαντικό τραγούδι όπου ο ομιλητής (ένας σύγχρονος Έλληνας που θυμάται αμυδρά το 21, μάλλον μέσα από κάποιες θαμπές εικόνες και εντυπώσεις των μαθητικών χρόνων) και φαντάζεται τον εαυτό του σε πρωταγωνιστικό πατριωτικό/ερωτικό ρόλο:
Μου ξανάρχονται ένα ένα
χρόνια δοξασμένα/
νά” τανε το 21, νά’ ρθει
μια βραδυά.
…Να περνάω καβαλάρης στο
πλατύ τ’ αλώνι/
και με τον Κολοκοτρώνη
νά’ πινα κρασί.
… Πρώτος το χορό να
σέρνω στου Μοριά τις στράτες/
και ξωπίσω μου Μανιάτες
και Ψαριανοί.
Είναι ένα ρηχό κείμενο για την πραγματικότητα του 1821.
Ο ομιλητής κάνει μια ρηχή αναφορά στους Ψαριανούς αλλά δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί και να μεταφέρει κάτι από τον συλλογικό πόνο για των «Ψαρών την ολόμαυρη ράχη», για τις σφαγές της Χίου, των Κυδωνιών, της Κρήτης και της Κύπρου, για την τραγωδία της εξόδου του Μεσολογγίου ή ακόμη για το ανθρώπινο δράμα του αθώου πληθυσμού των ίδιων των τούρκων της Τριπολιτσάς.
Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του και άλλοι συγγραφείς δίνουν μια βαθιά αίσθηση αυτής της οδυνηρής πραγματικότητας:
«Μας ήλθε η είδησις ότι το Μεσολόγγι εχάθη, λέει ο Κολοκοτρώνης. Εβάλαμεν τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρινε κανένας, αλλ’ εμέτρα ο καθένας με τον νουν του τον αφανισμόν μας…» (Απομνημονεύματα, σσ. 170-1)
Αυτό το συλλογικό αίσθημα του οδυνηρού ελληνικού αγώνα είναι διάχυτο σε άλλα έργα που αναφέρονται στην επανάσταση του 1821, όπως το δημοτικό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», το «Ως πότε παλικάρια να ζούμε στα στενά» του Ρήγα Φεραίου, το «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…» ή το «έρμο ντουφέκι σκοτεινό…» του Σολωμού, ή το «Ας μη βρέξει ποτέ το σύννεφο και ο άνεμος…» του Ανδρέα Κάλβου ή «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου» του Βασίλη Μιχαηλίδη.
Η παραλλαγή ενός άλλου γνωστού δημοτικού τραγουδιού που διαστρεβλώνει την ιστορική αλήθεια είναι το «Σαν πας πουλί μου στο Μωριά, σαν πας στην Αγία Λαύρα».
Το αυθεντικό τραγούδι αναφέρεται στον κλέφτη καπετάνιο Αντώνη Κατσαντώνη και στη μετάβασή του το 1807 στη Λευκάδα (Αγία Μαύρα) όπου συμμετείχε με τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον Κολοκοτρώνη και άλλους κλέφτες οπλαρχηγούς στην άμυνα του νησιού εναντίον των επιθετικών κινήσεων των στρατευμάτων του Αλή Πασά.
Ο τίτλος του αυθεντικού τραγουδιού είναι «Σαν πας πουλί μου στ’ Άγραφα, σαν πας στην Αγία Μαύρα» (τη Λευκάδα). Ο Κατσαντώνης ποτέ δεν πήγε στην Αγία Λαύρα ή την Πελοπόννησο, έδρασε στην περιοχή των Αγράφων, αιχμαλωτίστηκε άρρωστος και υπέστη βασανιστικό θάνατο από τον Αλή Πασά το 1809.
Στον Κατσαντώνη και τους συντρόφους του αναφέρεται και ένα άλλο δημοτικό τραγούδι με τον τίτλο «Το λένε οι κούκοι»:
Το λέν’ οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια,/το λέει και ο πετροκότσυφας στα κλέφτικα λημέρια./ Οι κλέφτες εσκορπίσανε και γίνανε μπουλούκια./Ο Δίπλας πάει στ’ Άγραφα κι ο Αντώνης πάει στο Βάλτο./ Κι ο Νάσος πέρα πέρασε κατά τα Βλαχοχώρια,/ για να βαφτίσει ένα παιδί, να πιάσει μια κουμπάρα.
Το τραγούδι εμφανίζεται αργότερα σε διάφορες παραλλαγές μία από τις οποίες αναφέρεται και στην Αγία Λαύρα:
Είναι μια παραλλαγή μιας άλλης χρονικής περιόδου αλλά και με ιδιαίτερες ιδεολογικές αναφορές.
Άλλα έργα τέχνης που δημιουργούν μύθους και παραποιούν την Ιστορία είναι ο πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη «Ο όρκος της Αγίας Λαύρας» (1865) και ο πίνακας του Νικολάου Γύζη «Σχολείον Κρυπτόν» (1885) ο οποίος ενέπνευσε στον Ιωάννη Πολέμη το ποίημα «Κρυφό Σχολειό» αλλά γι’ αυτά θα πρέπει να επανέλθουμε σε κάποιο άλλο σημείωμα. Πηγή
Αρχική εικόνα: Λαϊκή απεικόνιση του Κολοκοτρώνη να παρακολουθεί το γλέντι των παλικαριών του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου