ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Το φαινόμενο Θεόφιλος... Ένας γνήσιος λαϊκός ζωγράφος


Μια άγνωστη στο ευρύ κοινό, φωτογραφία του Θεόφιλου
  Γράφει και επιμελείται
ο Γερ. Γ. Γερολυμάτος


Ο Θεόφιλος που γεννήθηκε στη Βαρειά της Μυτιλήνης, ανάμεσα στα 1866 και 1873, ήταν το μεγαλύτερο απο τα οχτώ παιδιά του τσαγκάρη Γαβριήλ Χατζημιχαήλ (Κεφαλάς) και της Πηνελόπης, το γένος Ζωγράφου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο παππούς του ήταν αγιογράφος.
Όπως συμβαίνει με κάθε ονειροπόλο, έτσι και στον Θεόφιλο, ο μύθος και η πραγματικότητα συγχέουν πολύ συχνά τα όρια τους. Τα όσα γνωρίζουμε για τη ζωή του, είναι λιγοστά, κι αυτά προέρχονται από διηγήσεις όσων τον γνώρισαν, από συγγενείς του ή από τον ίδιο και εκείνα που έλεγε με καμάρι για τον εαυτό του, δε δίνουν καμιά εγγύηση για την ακρίβεια τους. 
Από μικρός, αντί να πηγαίνει με τα άλλα παιδιά που τον κορόιδευαν επειδή ήταν βραδύγλωσσος και αριστερόχειρας, κλεινόταν στο υπόγειο του σπιτιού του και πάλευε με τις μπογιές, τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Αργότερα, όταν μεγάλωσε και προκοπή δεν έβλεπε στον τόπο του, πήγε να γνωρίσει ''τη μαγεμένη Ανατολή με τις πανάρχαιες πόλεις'' σαν την ''Καπερναούμ, παραθαλάσσιον πόλιν της Τιβεριάδος με το φρούριον της'', τις όμορφες χανούμισσες και τους λήσταρχους, σαν τον ''βασιλέα των βουνών, Μεχμέτ Εφέ Τσακιτζή'', που φοβέριζε τα φουσάτα των Τούρκων. Στην πραγματικότητα, κατέληξε καβάσης στο Ελληνικό Προξενείο στην Σμύρνη για ένα διάστημα.

Αν προσπαθούσαμε να σκιαγραφήσουμε την προσωπογραφία του θα βλέπαμε έναν άνθρωπο κοντό, με μακρύ αδύνατο πρόσωπο, στενόμακρη μύτη και ζωντανά γαλανά μάτια. Είχε περήφανο μουστάκι, φορούσε φουστανέλα, τσαρούχια και χειρονομούσε στην ομιλία επάνω, σαν καλός Ρωμιός. Στο σελάχι που είχε ζωσμένο στην μέση του, αντί για πιστόλες είχε περασμένα πινέλα και άλλα σύνεργα της δουλειάς του. Η αλλοπρόσαλλη αυτή εμφάνιση, όπως ήταν φυσικό, δεν άργησε να προκαλέσει κατάπληξη στην αρχή κι ύστερα να γίνει αντικείμενο περιέργειας και στόχος για χωρατά. Στις απόκριες ντυνόταν Μεγαλέξανδρος. Κάποιες φωτογραφίες  κι ένα νεανικό σκίτσο του Δ. Γαλάνη του 1900, τον δείχνουν με περικεφαλαία, ξύλινο ολόχρυσο σπαθί ή κοντάρι και χάρτινα φανταχτερά ποικιλόχρωμα ρούχα. Τον ακολουθούσαν ένα τσούρμο χαμίνια, κι αυτά ''Μακεδόνοι'', που θορυβώντας με φωνές και απειλές άρχιζαν τον πόλεμο.

Ένας χρονογράφος περιγράφει την σκηνή: ''Ο Μέγας Αλέξανδρος έμπαινε στη μέση του στρατού, έβγαζε το σπαθί του, ολόχρυσο βαμμένο και, στριφογυρίζοντας το στη  μύτη του τσαρουχιού, το χτυπούσε δυνατά επάνω στα κοντάρια. Ο στρατός θύμωνε, πετούσε τα κοντάρια καταγής και άρχιζε τον Μέγα Αλέξανδρο στις κατραπακιές, όσο που κατέβαινε η περικεφαλαία ως τη μύτη του, και δεν τον άφηναν παρά αν τύχαινε να τρέξει σε βοήθειά του κανένας σπλαχνικός χωροφύλακας".

Ο Θεόφιλος περιτριγύρισε στο Πήλιο για κάπου τριάντα χρόνια, από το 1898 μέχρι το 1927, οπότε επέστρεψε στην Μυτιλήνη, όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατο του στις 24 Μαρτίου του 1934. Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι κάτοικοι των χωριών κορόιδευαν τον ''αχμάκη'', τον τρελό και κάθονταν ειρωνικά να τον χαζεύουν καθώς γέμιζε τους τοίχους στο καφενείο ή στον κοντινό μπακάλη με τις αφελείς ζωγραφιές του. Αφοσιωμένος στην εργασία του, συνόδευε την εκτέλεση με αυτοσχέδια τραγούδια. Όταν δεν έβρισκε ζωγραφική απασχόληση, ασβέστωνε δωμάτια, έκανε μικροθελήματα ή άλλες χοντροδουλιές για να βγάζει το ψωμί του, ώσπου να φτάσουν καλύτερες μέρες. Οι συνθέσεις του βρίσκονταν σπαρμένες άλλοτε, σε όλα τα κοντινά στο Βόλο χωριά, στα καφενεία, τα μανάβικα, τις ταβέρνες, τα μικρομάγαζα, τα σπίτια και αποτείνονταν σε μικροαστικό κοινό, χωρικούς μικρέμπορους, μαγαζάτορες και σπάνια σε τοπικούς άρχοντες. Μεγάλος προστάτης του στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός από την Ανακασιά  στου οποίου το σπίτι ο Θεόφιλος ζωγράφισε τοιχογραφίες εμβαδού 100 μ. Μηλιές, Πορταριά, Μακρινίτσα, Αγιος Βλάσιος, Αγριά, Ανακασιά, είναι μερικά μόνο από τα χωριά  όπου ο Θεόφιλος ζωγράφισε για ένα κομμάτι ψωμί, ορισμένα απο τα αντιπροσωπευτικότερα  έργα του. Τα θέματα του ήδη απο τότε, είναι η αρχαιότητα (εκστρατεία της Τροίας, Θησέας, θυσία της Ιφιγένειας κ.α) ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, το Εικοσιένα ( Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αθανάσιος Διάκος, Μάρκος Μπότσαρης κ.λ.π).

Θεόφιλος: Ερωτόκριτος και Αρετούσα
Μια μέρα που ανεβασμένος σε μια ανεμόσκαλα ζωγράφιζε την πρόσοψη ενός μαγαζιού, κάποιοςγια αστείο του την τράβηξε και τον γκρέμισε κάτω. Πονεμένος στο κορμί και την ψυχή, γερασμένος και ταλαιπωρημένος, αποφασίζει να ξαναγυρίσει το 1927  στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη. Δύο χρόνια νωρίτερα ο ζωγράφος  Γουναρόπουλος είχε περάσει από το Πήλιο, όπου του μιλούν για το Θεόφιλο και βλέπει έργα του. Έμεινε κατάπληκτος από το πηγαίο ταλέντο του λαϊκού ζωγράφου, ώστε επιστρέφοντας στο Παρίσι έδειξε φωτογραφίες στον τεχνοκρίτη φίλο του Τεριάντ, που μετά από λίγα χρόνια θα αναλάβει να φανερώσει στο διεθνές κοινό τη μεγάλη φυσιογνωμία του Μυτιληνιού καλλιτέχνη. Η παρεμβολή του Τεριάντ στάθηκε αφορμή όχι μόνο να επικρατήσει η ''μόδα'' του Θεόφιλου,  αλλά και να μετατοπιστεί η ζωγραφική του από την λαϊκή τάξη προς την αστική, με την απόσπασή του από την τοιχογραφία και την μετατροπή του σε ζωγράφο καβαλέτου, παραγωγό κινητών πινάκων, που μεταφέρουν τη ζωγραφική του στα αστικά σαλόνια. 

Στη Μυτιλήνη, ο Θεόφιλος ξαναρχίζει τις περιπλανήσεις του στα χωριά ζωγραφίζοντας καφενεία και μαγαζιά και αμειβόμενος με πενταροδεκάρες όπως λ.χ ( Το καφενείο της Κορώνης ). Για αυτό έγραψε ο Κώστας Ουράνης στο ''Ελεύθερο Βήμα'' τον  Αύγουστο του 1930 και είναι το μόνο άρθρο που γράφτηκε όσο ζούσε ακόμη ο ζωγράφος. Το 1929 γνώρισε τον Στράτη Ελευθεριάδη, γνωριμία πολύ σημαντική, γιατί του έδωσε παραγγελίες  και τα μέσα να εκτελέσει πολλά έργα προορισμένα να εκτεθούν στο Παρίσι. Στο μεταξύ οι ενέργειες του Γουναρόπουλου καρποφόρησαν. Ο Τεριάντ πηγαίνει στη Μυτιλήνη και ενδιαφερόμενος για τον Θεόφιλο του παράγγειλε μια ολόκληρη σειρά έργων. Σιγά-σιγά τον προσέχουν και άλλοι, ο καθ  Δ. Ευαγγελίδης, ο γλύπτης Τόμπρος, ο Σπ. Μελάς και άλλοι ζωγράφοι και συλλέκτες που ασχολούνται με την τέχνη του και αγοράζουν έργα του. Όμως η δόξα έφτασε κάπως αργά. Το 1934 στις 24 Μαρτίου ο  φουστανελάς ζωγράφος πεθαίνει, φτωχός όπως ήταν σε όλη του τη ζωή και άγνωστος στο πλατύ κοινό. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά ακόμη χρόνια για να γίνει διάσημος  και να πάρει τη θέση που του ανήκε στην ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής. 

Τα χαρακτηριστικά της τοιχογραφικής βυζαντινής παράδοσης που ξαναφανερώνονται στη δουλειά του,  αποδεικνύουν  ότι οι αγιογραφίες του παππού του, οι οποίες εντυπωσίασαν την μνήμη του στα παιδικά του χρόνια, σημάδεψαν υποσυνείδητα ένα μεγάλο μέρος απο το έργο του: απλότητα, αίσθηση της επιφάνειας του τοίχου, χειρισμός του υλικού. Όλα αυτά με μια πηγαία αφέλεια και μια δροσερή φαντασία. Κατά περίεργο τρόπο, ασφαλώς από ένστικτο και όχι από γνώση, καταλήγει στα ίδια περίπου χρωματικά συμπεράσματα και κατακτήσεις που έφτασαν στην ελληνιστική, ή βυζαντινή εποχή, αλλά και σε μια αυτόνομη κυριαρχία του χρώματος που βρίσκουμε σε μοντέρνους ζωγράφους, όπως στον Ματίς. Από ένστικτο, γιατί ο Θεόφιλος ''γεννήθηκε με το χρώμα στα σπλάχνα''

Όταν έχουμε υπόψη μας τα έργα και άλλων ξένων απλοϊκών ζωγράφων, όπως λ.χ ο τελώνης Ρουσώ, διαπιστώνουμε ότι οι αναλογίες είναι κυρίως τεχνικές. Εκεί όμως που διαφέρουν ριζικά είναι στο χρώμα, επειδή ο κάθε τέτοιος ζωγράφος ενεργεί ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του και τα τεχνικά μέσα που διαθέτει. Οι δυτικοί ζωγράφοι μεταχειρίζονται συνήθως έτοιμα ελαιοχρώματα, έτσι μπορούν να αποδώσουν αποχρώσεις και χρωματικές ποικιλίες. Ο Θεόφιλος  χειριζόταν τριμμένα χρώματα από  κοπανισμένο κεραμίδι ή ορυκτά που έβρισκε επιτόπου, φύλλα ροδιάς ή σκόνες. Για το λόγο αυτό και τα αποτελέσματα είναι τελείως διαφορετικά. Η μεγάλη ιδέα, το όραμα της Πόλης, οι ήρωες του Εικοσιένα, και ακόμη πιο μακριά, ο Μεγαλέξανδρος και όλη η εποποιία του, αποτελούν τα βασικά θεματικά στοιχεία των συνθέσεών του.

Η πλούσια φαντασία του δίνει στην κάθε σύνθεση προεκτάσεις και τα γραφικά του σχόλια ένα δείγμα από τον περίεργο και μοναδικό αυτό κόσμο, όπου η πραγματική ιστορία και ο μύθος γίνονται ένα κι αυτό, έχοντας σαν καταλύτη τη λαϊκή ελληνική παράδοση. Μέσα στο σκληρό ελληνικό φως που δεν επιδέχεται φωτοσκιάσεις, μονάχα η μαγική δύναμη του καθαρού χρώματος, μπορεί να αντέξει την ''αλήθεια''. Μια αλήθεια που ο ζωγράφος πάντα επεδίωξε με τα ποιητικά όνειρα και τα αφηγήματα της πλούσιας φαντασίας του και με τον άδολο χρωματικό του θησαυρό.
                                                                                                        

(1η δημοσίευση στο περιοδικό ΕΝΝΕΑΔΑ-τεύχος 2ο ,  Σεπτέμβριος 2000)


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 

'' Δάσκαλοι της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου και 20ου αιώνα''
ΤΩΝΗ  ΣΠΗΤΕΡΗ  εκδ. Καστανιώτη  1982.

'' Βιβλιογραφία Θεόφιλου Χατζημιχαήλ ''
Γ.Κ.ΚΑΤΣΙΜΠΑΛΗ   Αθ. 1957.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...