Το
Στρατόπεδο Χαϊδαρίου με φαντάρους στην δεκαετία του ’50 (αρχείο Γιάννη Ρίτσου) |
μια νύχτα στα Κουνέλια στο Χαϊδάρι
του Θωμά Γκόρπα
Επιμέλεια κειμένου
Κώστα Φωτεινάκη
Συνεχίζουμε την
παρουσίαση κειμένων με περιγραφές, κοινωνικοπολιτικές και ιστορικές αναφορές
στην Δυτική Αθήνα. Έτσι σας παρουσιάζουμε ένα σχεδόν άγνωστο κείμενο του
λογοτέχνη Θωμά Γκόρμπα το οποίο περιγράφει μια έξοδο φαντάρων την μετεμφυλιακή
περίοδο. Οι φαντάροι υπηρετούν την θητεία τους στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου και ένα
βράδυ την κάνουν κοπάνα μαζί με τον μόνιμο επιλοχία για να συνεχίσουν την
ουζοκατάνυξη στα Κουνέλια με τα ταβερνάκια και τα ψευτοτεκεδάκια για την
φανταρία όπου έπαιζαν σε μερικά και ξεπεσμένοι μπουζουκτζήδες».
Τα «Ωραία Τρίκαλα»
είναι η ταβέρνα του μαστρο-Χαρίλαου... Εκεί καταλήγουν τα φανταράκια, πίνουν,
μαλώνουν για τα πολιτικά, κλαίνε και κάνουν όνειρα για το μέλλον... Ο μαστρο- Χαρίλαος
τους προσγειώνει και τους βάζει στη θέση τους.... Ο Θωμάς Γκόρμπας ο οποίος
απεβίωσε σε ηλικία 68 ετών την Άνοιξη του 2003 έχει προκαλέσει την κάθε λογής
εξουσία με κείμενα, ποιήματα και άρθρα περιγράφει σ’ αυτό το διήγημα τα
τραύματα που άνοιξε ο εμφύλιος και που πρέπει να επουλωθούν... Έφυγε όπως και
οι φαντάροι που περιγράφει... «Σιωπηλός και αμίλητος...»
«Όπως τα είπε ο μόνιμος επιλοχίας»
μια
νύχτα στα Κουνέλια στο Χαϊδάρι
του
Θωμά Γκόρπα
«...Πολλή η απελπισία. – Αλλά όσοι
έχουμε αγωνιστεί – για μια καλύτερη Ελλάδα, - ελπίζουμε ακόμα...» Θ. Γκ.
Κέντρον Εκπαιδεύσεως Βαρέων Όπλων Πεζικού. Το γνωστόν ΚΕΒΟΠ. Αύγουστος
μήνας. Εκείνο το Σάββατο είχαμε επιθεώρηση ανωτάτου διοικητικού. Ο στρατηγός
βρήκε 2-3 αγυάλιστους ζωστήρες κι άλλα τόσα ζευγάρια άρβυλα κακώς γυαλισμένα
φάγανε οι φαντάροι φυλακή φάγανε οι λοχαγοί κράτηση τράβηξε κι ένα λόγο περί
ετοιμότητος και περί πατρίδος που μας εμπιστεύτηκε κλπ. πήγε η ώρα 6 ½ -7 το
λιοπύρι μας βάρεσε κατακούτελα δεν είχα όρεξη πια για εξόδου φτάνοντας στην
Αθήνα βραδιάζοντας. Εγώ, ο λοχίας ο σιτιστής της Νομικής κι ο Καραβέλιας των
γραφομηχανών ο δάσκαλος ανεβήκαμε στο γραφείο του λόχου. Ο μόνιμος επιλοχίας
είχε πάντα κάτω απ’ το κρεβάτι του ένα μπουκάλι ούζο κι από κονσέρβες Δόξα Σοι
ο Θεός του Εφοδιασμού...
Κόντευαν μεσάνυχτα όταν σώθηκε το ούζο κι ο Καραβέλιας πρότεινε να πάμε
στα Κουνέλια να συνεχίσουμε τέτοια γλυκιά βραδιά που ήταν... Πήγαμε το λοιπόν
απέναντι στο στρατόπεδο στα ξακουστά ακόμα Κουνέλια με τα ταβερνάκια και
ψευτοτεκεδάκια για την φανταρία όπου έπαιζαν σε μερικά και ξεπεσμένοι
μπουζουκτσήδες.
Κάτσαμε στα Ωραία Τρίκαλα του μαστρο-Χαρίλαου. Με το πρώτο κρασί ο
επιλοχίας άρχισε να διηγείται ιστορίες με ανικανοποίητες συζύγους αξιωματικών
γριές πουτάνες των επαρχιών θεόκουτες βλαχοπούλες που θάμπωναν τα γαλόνια του
ιστορίες γι’ αμερικάνικα τσιγάρα και Κορέες για σκληρές βδομάδες σε Τάγματα
Προφυλακής και γλυκά ξενύχτια τα σαββατοκύριακα στην πόλη γυναίκες-λαχεία
ακορντεόν κεράσματα και τέτοια. Κάποια στιγμή σταμάτησε απότομα τα μάτια του
είχαν θολώσει στο πικάπ το λάλαγε ο βαρύς Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Ο επιλοχίας έκλαιγε. Τα είχαμε χαμένα. Μιλιά. Κρατούσαμε στα χέρια τα ποτήρια.
Αυτός λοιπόν ο φημισμένος κομμουνιστοφάγος και φωνακλάς και στο βάθος καλό
παιδί ήταν το ρετάλι της παρέας;
Είμαστε οι μόνοι που είχαμε απομείνει στο μαγαζί. Ο Τσαουσάκης τέλειωσε.
Ο ταβερνιάρης έστειλε την κόρη του για ύπνο σταμάτησε το πικάπ πήρε ένα κιλό
κρασί και το ποτήρι του πήρε καρέκλα κι έκατσε στο τραπέζι μας. Ο επιλοχίας
σκούπισε τα μάτια του με μια χαρτοπετσέτα χτύπησε φιλικά στην πλάτη τον
μαστρο-Χαρίλαο και του χαμογέλασε.
Ο ταβερνιάρης είχε σβήσει και το ένα φως. Απ’ τ’ανοιχτά πορτοπαράθυρα
έμπαιναν δροσιά και ήχοι μακρινοί των παιδικών μας χρόνων. Ο επιλοχίας μοίρασε
ένα γύρο τσιγάρα και μας τ’ άναψε κι ενώ σάλιωνε το δικό του άρχισε να λέει:
Φαντάρος Κέβοπος, Απόγονος Κέκροπος,
με χέρι φτερουγάτο,
και χαμόγελο φευγάτο,
σε καρδιά φωλιάζει, σαν ήρωας μοιάζει.
(περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τ.114)
|
- Όπου κι αν πήγα μάγκες τον πρώτο καιρό ήταν καλά. Σιγά- σιγά όμως
άρχισα να νοσταλγώ το χωριό μου και την πολιτική ζωή. Και το βάρος που είχα
στην καρδιά που άφησα το γέρο μου μοναχό του στα χωραφάκια μας για την καριέρα
του κολομόνιμου... Ας όψονται κάτι τύποι που μας είχαν βάλει ψήφους στ’ αφτιά:
φαΐ μέσα μπορείς να βγάλεις κι έξω ύπνος μέσα εισιτήρια δε θα πληρώνεις σινεμά
δε θα πληρώνεις θάχεις και τα τυχερά σου απ’τους νεοσύλλεκτους και κοτζάμ
μιστός θα σου μένει ολόκληρος...
Είχα τύψεις μα την Παναγία, κι όσο σκεφτόμουν και τα καψόνια που τράβηξα
ώσπου να μου κολλήσουν τις σαρδέλλες... Άντε εβίβα και καλοί πολίτες όλοι μας
και Ζήτω η ρεμπετιά κολέηδες... Λοιπόν όπου κι αν πήγα οι διοικηταί τα πράγματα
τα χώριζαν στα δύο: από ‘δω τα δικά μας κι από κει τα ύποπτα και τα
κομμουνιστικά... Μπήκα πολύ νωρίς στο νόημα κι ας ήμουν ακόμα 18- 19... Εγώ
πήγα με το όνειρο να γλιτώσω απ’ τα χωράφια και το χωριό και φανταζόμουνα και
το αστέρι σε 6- 7 χρονάκια έτσι διαδίδονταν είχα πάει με την πρώτη φουρνιά... Μπάααα... αλλού
τα κακαρίσματα και αλλού γεννάν οι κότες... Άσε που μου είχε μπει να μ’ έστελναν
να υπερετήσω και σε καμμιά πόλη με νυχτερινό να βγάλω τις δύο τελευταίες τάξεις
να πάρω το κολόχαρτο του γυμνασίου διαδίδοταν ότι όσοι το έπαιρναν θα έμπαιναν
στην Ευελπίδων θα ‘βγαιναν με τ’ αστέρι δύο τρία χρόνια νωρίτερα... Άντε γειά
μας και καλοί πολίτες όλοι μας και καλά μυαλά...Το λοιπόν σε θέλουν ρουφιάνο. Αυτή είναι πολύ μυστήρια δουλειά κι αν δεν
την έχεις στο αίμα σου εκτός αν είσαι ζωντόβολο... Αριστεροί δεν είμαστε όχι μα
ο φουκαράς ο γέρος μου μια ζωή βενιζελικός βέρος εθνικόφρων αλλά
αντιβασιλικός...
-Επιλόχα, κάπου το πας απόψε, πέταξε ο Καραβέλιας σβήνοντας το τσιγάρο
του στο πιάτο από τα μακαροτσίνια με χταποδάκι. Ο σιτιστής έβαλε κρασί στα
ποτήρια. Το μπουκάλι άδειασε, ήταν το 7ο ή το 8ο κιλό.
Σηκώθηκε ο ταβερνιάρης, στάθηκε στο πλάι του επιλόχα και τον χτύπησε
φιλικά στην πλάτη.
-Γεια σου μαστρο-Χαρίλαε. Του είπε ο ξαναμένος επιλοχίας. Ο ταβερνιάρης
χαμογέλασε πικρά και συμφώνησε με το κεφάλι. Ύστερα πολύ κουρασμένα έσκυψε και
μάζεψε τα τρία αδειανά μπουκάλια. Αναστέναξε κι αναστενάζοντας συνεχώς χάθηκε
μες στην κουζίνα.
-Καλό ανθρωπάκι, έχει περάσει κι αυτός βάσανα! Βαμμένος δεξιός αλλά μας
βλέπει όλους σαν παιδιά του. Θυμάμαι πέρσι ένα βράδυ άναψε σαματάς σε δύο
παρέες στραβάδια για τα πολιτικά. Σηκώθηκα και τους έκανα τον άγριο τους είπα
να το βουλώσουν. Τίποτε αυτοί. Ήταν και τάπα στο μεθύσι άρχισαν να μου μιλάνε
όλοι μαζί και να μου χειρονομούνε. Έκανα το κορόιδο και γύρισα στο τραπέζι μου.
Η ΕΣΑ μας έλειπε. Ώσπου βλέπω το μάστορα παιδιά να τους πλησιάζει αγριεμένος.
Μόλις τον είδαν έπεσε σιωπητήριο...
-Μπράβο! Έτσι είπαμε; Πίνουμε το κρασί για να χωρίσουμε ή να
αδερφωθούμε; Για μένα ο φαντάρος είναι ιερό πράμα. Όλοι μας ταλαιπωρηθήκαμε στο
στρατό, όλοι μας υποφέρουμε για την πατρίδα. Και η πατρίς μία είναι για όλους
μας...
Κάτι τέτοια τους είπε κι όλοι έσκυψαν το κεφάλι. Και το αίμα πήγε στη
θέση του. Μου έκανε εντύπωση ούτε ρήτορας να ήταν και δεν έχει καλά- καλά
τελειώσει το δημοτικό.
Ο μάστορας επέστρεψε με δύο μπουκάλια γίγαντες και φέτα με μπόλικο
λάδι...
-Κι αυτά από μένα. Κι αντίρρηση δεν θέλω. είπε και τ’ ακούμπησε και πριν
κάτσει στην καρέκλα του, έσφιξε το μπράτσο του επιλοχία και του είπε:
-Έλα, Μήτσο μου, συνέχα. Πολύ ωραία μας τα λες απόψε... Συγκινηθήκαμε
όλοι μας και πιο πολύ η μάνα μας του λόχου. Μπήκε κρασί στα ποτήρια και
τσουγκρίσαμε.
Ο επιλοχίας σκέφτηκε λίγο και συνέχισε:
-Θυμήθηκα μια ιστορία όταν υπηρετούσα στη Λάρισα...
Η νύχτα προχώραγε, η Ελλάδα προχώραγε σκοτεινή κι αυτή αλλά χωρίς
αστέρια χωρίς γλυκά αεράκια...
- ... τελοσπάντων και στη Λάρισα ο διοικητής απαγόρευε σε υπαξιωματικούς
κι οπλίτες την είσοδο στα τρία απ’ τα τέσσερα μαγέρικα που ήταν κοντά στη
στρατώνα στα τρία «κομμουνιστικά διαφθορεία»... Και τα τέσσερα μαγαζιά ήταν για
φαντάρους και μπατίρηδες και έρημους μπεκρήδες. Και τα τέσσερα είχαν στον τοίχο
τον βασιλιά, τη Φρειδερίκη, Κολοκοτρώνηδες και Μπουμπουλίνες. Ζήτω ο στρατός
και τα τοιαύτα. Κι οι τέσσερες ταβερνιάρηδες μοστράριζαν τις κόρες τους και η
γυναίκα πίσω στη λάντζα και οι τέσσερις έκαναν πίστωση κι ο βερεσές πληρώνεται
δίπλα που λέει κι η παροιμία... Αλλά το μαγέρικο του διοικητή το «δικό μας» το
«καλό» ήταν το πιο χάλια το πιο ακριβό... Κ’ η κόρη του μάστορα ήτανε
χοντρέλα...
Φαντάρος του Γιάννη Τσαρούχη |
Ακραιφνής εθνικόφρων αυτός ο διοικητής λεγόταν Καρατζαμτζάκης Φανούριος.
Καρατζαμτζάκης πολύ κηφήνας, πολύ μπερδεμένος άνθρωπος... Ένας λοχαγός στάσιμος
μάγκας και δερβίσης που είχε αποφασίσει να τους τα πετάξει μου είχε σφυρίξει
στ’ αφτί ότι ο διοικητής είχε κάνει στο αντάρτικο στον Ζέρβα αλλά τα ‘κανε
πλακάκια με τον ΕΛΑΣ κάτι τέτοιο, ότι τον είχαν ξηλώσει μετά τον Δεκέμβριο και
τον ξαναπήραν αργότερα χάρη στον πεθερό του που ήταν στα μέσα και στα έξω μετά
την Βάρκιζα πρώην δοσίλογος και τα τοιαύτα πολύ μπερδεμένα πράγματα... Παιδιά,
πολλά σκατά έχω φάει, αλλά τα σκατά του ρουφιάνου κανείς δεν με κατάφερε να τα
φάω... Τότε στη Λάρισα πολύ μ’ είχαν στριμώξει εφτά χρόνια έτρωγα καραβάνα τάχα
μάθει όλα δεν γούσταρα πια, ήξερα πως έπρεπε να φάω στη μάπα άλλα τόσα για να
γίνω επιλοχίας – χαρά στα λάχανα...
Είχα γίνει πετσί και κόκαλο, είχα ζαρώσει, κάπνιζα σαν αράπης και γύριζα
το ξημέρωμα στο γραφείο τάπα...Κατέληξα στο νοσοκομείο δύο μήνες. Έκανα τα
πάντα, έκανα και τον τρελό για να με διώξουν, τίποτε! Γύρισα απ’ το νοσοκομείο
γερασμένος... Κι από τότε έγινα βαρύ κεφάλι, κλείστηκα στον εαυτό μου πέρασαν
τα χρόνια... Τρίκαλα, Κόρινθος, Κιλκίς, Κοζάνη, Μεσολόγγι... Τώρα που άραξα
στην Αθήνα κολέηδες ευκαιρία να βρω ένα καλό κορίτσι, βαρέθηκα τις πουτάνες...
Να ‘χει και τίποτα μετρητά να παντρευτώ, να τελειώσω με τις ασωτείες, ν’ ανοίξω
ένα μπακαλικάκι ένα ψιλικατζίδικο, ένα ΕΒΓΑ, ένα μαγαζάκι ότι να ‘ναι να
βγαίνει το μεροκάματο... Αιγάλεω, Περιστέρι, Άσπρα Χώματα, είναι και πατριώτες
μου μαζεμένοι εκεί είναι και τα νοίκια φτηνά... Ένα το πολύ δύο χρονάκια
έμειναν να γίνω κι εγώ άνθρωπος...
Ξημέρωνε... Ο ταβερνιάρης τον είχε πάρει και ροχάλιζε. Είχαμε ξεμεθύσει.
Είμαστε πολύ μελαγχολικοί κι αμίλητοι. Ένας κοίταξε την ώρα μας έδειξε το ρολόι
σηκωθήκαμε. Ο επιλόχας τράβηξε ένα κατοστάρικο απ’ το πορτοφόλι τ’ άφησε στο
τραπέζι. Βγήκαμε στο δρόμο. Ο ήλιος ανέβαινε. Πιο πέρα τα πρώτα λεωφορεία
μαρσάριζαν. Κοιτάξαμε τον ήλιο θαμπωθήκαμε τρίψαμε τα μάτια μας ανάψαμε ένα
τσιγάρο ακόμα και κατουρήσαμε. Μελαγχολικοί κι αμίλητοι.
(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό πολιτιστική "ΕΝΝΕΑΔΑ" τ. 19ο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου