Του Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
Γ΄ Μέρος
Προπαίδευση στο ΚΕ Παλάσκας
15 Ιανουαρίου 1981-
Πέμπτη
Η τελευταία μου μέρα
σαν πολίτης. Την πέρασα ήσυχα κι απλά. Μπορώ να πω, ότι ανυπομονώ να καταταγώ
για να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα. Το βράδυ τρώω με τους δικούς μου και τους
φίλους.
16 Ιανουαρίου 1981-
Παρασκευή
Κ.Ε. ΠΑΛΑΣΚΑ
Σήμερα παρουσιάστηκα
στην ακτή Μητσοπούλου στο Πασαλιμάνι. Μας μετέφεραν με λεωφορεία στο Κέντρο
Εκπαιδεύσεως «Παλάσκα». Είμαι αρκετά
φοβισμένος και περίεργος για το τι θα ακολουθήσει. Μπροστά μου υψώνονται σαν
πελώριο βουνό, οι ημέρες που χρειάζονται για να απολυθώ. 790 ημέρες.
Στις 16
Μαρτίου του 1983. Η τελευταία εικόνα που συγκρατώ μπαίνοντας σε ένα ταξί, ήταν
η δακρυσμένη μορφή της μάνας μου, να με χαιρετάει από το μπαλκόνι του σπιτιού
μας.
81 Α΄ ΕΣΣΟ, είμαστε
πολλοί στην κληρουχία, περίπου 1700. Μας μοίρασαν στα δύο κέντρα. Τους
περισσότερους στους μεγάλους κοιτώνες του Παλάσκα και τους υπόλοιπους στο
Κέντρο «Κανελλόπουλος», που είναι
δίπλα. Η πρώτη μέρα ήρεμα, ακόμη με τα πολιτικά ρούχα μας. Η νευρικότητα όλων
εκφράζεται με διάθεση για χαβαλέ και γνωριμίες και πολλά αστεία. Βλέπεις
διάφορες φάτσες, μαλλιάδες, αδελφές, μάγκες και δειλούς, επαρχιώτες, Αθηναίους,
πλούσιους, φτωχούς, μορφωμένους και όχι, λεβεντόπαιδα και παλικάρια, ανάμεικτα
με κάθε καρυδιάς καρύδια. Στην πορεία, σιγά -σιγά, τους διακρίνεις όλους.
Για αρχή, παίρνω μια
μεσαία κουκέτα, τη δεύτερη από τις τρεις, για να μην είμαι πολύ ψηλά και να μην
με ενοχλεί το φως των νυχτερινών λαμπών του θαλάμου. Γνωρίστηκα κυρίως με τους
γύρω μου συγκάτοικους, από τύχη φαίνονται καλά παιδιά. Στο θάλαμο είμαστε
πολλοί, γύρω στους 70. Αποτελούμε όλοι μαζί λόχο με 2-3 διμοιρίες. Από εδώ και
πέρα θα κινούμαστε όλοι μαζί στις αναφορές, στις αγγαρείες και στην εκπαίδευση.
Στο νου μου έρχονται
οι λιγοστές συμβουλές του πατέρα μου, να μην κάνω τον έξυπνο και τον μάγκα, να
είμαι πρόθυμος και υπάκουος, να μη τσακωθώ, να προσέχω, για να απολυθώ
κανονικά, μιας και ο χρόνος «θα περάσει,
πριν το καταλάβεις». Έχω τον αριθμό ΑΣΜ 96764. Καλή δύναμη.
19 Ιανουαρίου 1981-
Δευτέρα
με συναδέλφους στο θάλαμο |
Σήμερα πήραμε και
τα ναυτικά ρούχα. Χειμωνιάτικη και καλοκαιρινή στολή, σκούρα μπλε και άσπρη
αντίστοιχα, που αποτελείται από μπελαμάνες και παντελόνια, μαζί με σορτς και
σκελέες, λιγαδούρα με κόμπο, μαντίλι μαύρο (πένθος για τον τορπιλισμό της
Έλλης), επενδύτη, στολή αγγαρείας, πουλόβερ μαύρο, ωραίο, δύο ζευγάρια
ημιάρβυλα και παπούτσια εξόδου, δύο καπελοθήκες με καπέλα και κορδέλα
υπηρεσίας, 2 κουβέρτες, καραβάνα με κουταλο-πήρουνο και ένα μεγάλο σάκο, που
πρέπει να καταφέρεις να γεμίσεις με όλα αυτά, για να σε συνοδεύει με το βάρος
του στις όποιες μεταθέσεις. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος κλοπής όλων αυτών. Έτσι,
που οι περισσότεροι ασφαλίζουμε το στόμιο του σάκου με λουκέτο. Αν δείξεις
προσοχή στην επιλογή των ρούχων και των παπουτσιών, μπορεί να γλιτώσεις τα
πόδια σου από ενοχλήσεις. Μέχρι να ορκιστούμε, θα φοράμε τα ρούχα αγγαρείας,
σαν προπαιδευόμενοι ναύτες που είμαστε, και όχι την όμορφη κανονική στολή του
ναύτη.
Το πρωί, περιμέναμε σε
μεγάλες ουρές για να κουρευτούμε, σαν τα πρόβατα στη στάνη. Είχα φροντίσει να
κουρέψω τα μαλλιά μου κοντά, πριν καταταγώ, αλλά δεν ωφέλησε καθόλου. Από τη
μία πόρτα μπαίναμε άνθρωποι, και από την άλλη πόρτα βγαίναμε αγνώριστοι.
Φυσικά, η ιδιαίτερη προσοχή του κουρέα, ήταν πολυτέλεια για τα κεφάλια μας. Με
την ψιλή μηχανή όλα, γουλί που λένε. Στο τέλος, ειδικά στους μακρυμάλληδες,
είχαν απομείνει, γύρω από τα αυτιά κυρίως, μερικές μακριές τρίχες, απομεινάρια
οικτρά μιας άλλοτε πλούσιας κόμης. Ευτυχώς, η εκτόνωση της ψυχολογικής μας
καταρράκωσης, εκδηλωνόταν με χιούμορ και αστεία.
Σήμερα, πήραμε όλοι
μια ιδέα, του τι είναι στρατός. Κοίταξα γύρω μου και είδα, πόσο ίδιοι μοιάζουμε
όλοι τώρα. Κουρεμένοι γουλί, μέσα στα ίδια χοντροκομμένα, σκούρα και φαρδιά
ρούχα. Μια ισοπεδωτική ομοιομορφία, που καταργεί κάθε εξωτερική διαφορά. Κάνει
πολύ κρύο σήμερα.
25 Ιανουαρίου 1981-
Κυριακή
Κ.Ε. ΠΑΛΑΣΚΑ
Έχω κάνει ήδη δέκα
ημέρες από τη θητεία μου. Σήμερα κυριακάτικη ανάπαυλα από τις ασκήσεις στο
πεδίο. Μας έχουν δώσει κάτι όπλα και ξιφολόγχες του 1929, τύπου Enfield. Αναρωτιέμαι από πόσα χέρια έχει περάσει, και αν έχει ποτέ σκοτώσει
άνθρωπο. Η μακριά ξιφολόγχη είναι ανατριχιαστική.
Είμαι στον 7ο λόχο και
στη 2η διμοιρία. Με τα τηλέφωνα έχουμε πρόβλημα. Μπορεί να χρειαστεί να
περιμένεις στην ουρά και μια ώρα για να μιλήσεις, και αυτό, όχι πάνω από 3-4
λεπτά. Αγγαρεία του λόχου στις κουζίνες και στις τουαλέτες με το «θηρίο». Έχω
αρχίσει να νιώθω μεγάλη μοναξιά και σκέφτομαι πολύ έντονα τις καλοκαιρινές μου
αναμνήσεις με την Μωρήν. Τώρα, δεν με περιμένει καμία κοπέλα έξω. Ίσως είναι
καλύτερα. Βλέπω άλλους που έχουν κοπέλα ή είναι παντρεμένοι, πόση αγωνία τους
διακατέχει για το τι γίνεται.
4 Φεβρουαρίου 1981-
Τετάρτη
στο θάλαμο μετά από τις ασκήσεις |
Είκοσι μέρες από την
κατάταξη μου και το κλείσιμο εδώ μέσα έχει αρχίσει να γίνεται ανυπόφορο. Όλα
κινούνται σαν ρολόι, όμως έχουν την απατηλή αίσθηση μιας ατέλειωτης
αιωνιότητας. Έχουμε πλαντάξει όλοι. Συζητάμε όσο μπορούμε και ονειρευόμαστε την
ζωή του πολίτη μετά. Όμως δεν φτάνει. Η κλεισούρα, η καταπίεση, η κούραση και
οι ελλείψεις, έχουν δημιουργήσει νεύρα σε πολλούς και οι τσακωμοί για
ασήμαντους λόγους είναι καθημερινό φαινόμενο. Τα γέλια των πρώτων ημερών έχουν
γίνει πια σπάνια. Κάποιοι λένε, ότι μας ρίχνουν στο νερό αντι-καυλωτικό, όμως
το θεωρώ απίθανο κάτι τέτοιο, αφού η μαλακία πάει σύννεφο. Μέσα στο Κέντρο οι
φήμες μεταδίδονται αστραπιαία, «ράδιο-αρβύλα» που λένε, οι περισσότερες είναι
φανταστικές όμως.
Ο ώμος μου πονάει από
το χτύπημα του όπλου, τόσες ημέρες ασκήσεων πεδίου. «Παρουσιάστε!», «εφ΄ώμου άρμ!»,
βηματισμοί και παρελάσεις για συγχρονισμό κινήσεων, όλο το πρωί και το
απόγευμα. Στην αρχή ήμασταν για γέλια, σωστό ασκέρι. Τώρα όμως, αρχίζουμε να
μοιάζουμε με στρατιωτικά τμήματα. Έχουμε καλό ναύτη προπαιδευτή, όχι πολύ
ψαρωτικό. Απολύεται, λέει, σε κάνα-δύο μήνες, είμαστε η τελευταία κληρουχία που
εκπαιδεύει. Στα μάτια μας φαίνεται φοβερός και τυχερός «μπάρμπα-ναύτης». Μας
λέει να κάνουμε υπομονή και θα περάσει ο καιρός. Μας λουφάρει που και που στο
υπόστεγο, όταν κάνει πολύ κρύο ή βρέχει έξω. Ο επιβλέπων αξιωματικός, κάποιος
ανθυποπλοίαρχος Χατζής, πιλάφι 55 χρόνων, είναι πολύ σκληρός και απαιτητικός.
Γνήσιο παιδί του Ναυτικού. Φαντάσου, ότι υπηρετεί από 15 χρόνων, τέλεια
σκλήρυνση του νου δηλαδή, μια ζωή ολόκληρη.
Αυτός ο αξιωματικός
χωλαίνει από το ένα πόδι. Άκουσα ότι το έπαθε από πυροβολισμό, όταν επιχείρησε
έφοδο σε ένα φυλάκιο του βουνού, πριν χρόνια. Δοκίμασε να δει τις αντιδράσεις
του σκοπού, λένε, και δεν απάντησε στις κλήσεις για σύνθημα, ούτε στο «αλτ». Ο
σκοπός τελικά του την άναψε και του σακάτεψε το πόδι. Όταν τον έπαιρναν με το
φορείο, έδωσε συγχαρητήρια στον ναύτη που τον πυροβόλησε και τον πρότεινε για
τιμητική άδεια! Σκέψου, τι θα πάθαινε ο σκοπός, αν του έπαιρνε το όπλο. Ακόμη
θα υπηρετούσε.
8 Φεβρουαρίου 1981-
Κυριακή
Κυριακή σήμερα και από
τις 10 πμ, επισκεπτήριο συγγενών και φίλων. Πόσο την περιμέναμε αυτή τη μέρα!
Άλλη ατμόσφαιρα επικρατεί στους θαλάμους, χαρά και προετοιμασία. Πλενόμαστε,
ξυριζόμαστε, γυαλίζουμε με βερνίκι «Κάμελ» τα άρβυλα, να φαινόμαστε του κουτιού.
Περνούμε επιθεώρηση και μας δίνουν οδηγίες για το ποια πράγματα δεν πρέπει να
συζητάμε ούτε με τους δικούς μας. Σαν να μας καθυστερούν σκόπιμα για να μας
τεντώσουν τα νεύρα περισσότερο. Στο τέλος, μας οδηγούν σε ένα μεγάλο χώρο
στάθμευσης, έξω ακριβώς από την κεντρική πύλη του Κέντρου. Εκεί, μας περιμένουν
το ίδιο ανυπόμονα μερικές εκατοντάδες ανθρώπων, γυναίκες, άντρες και παιδιά σε
καροτσάκια. Μετά βίας τους συγκρατούν κάποιοι ναυτονόμοι, να μη σπάσουν τις
γραμμές τους πριν δοθεί η άδεια. Εμείς, φαινομενικά συγκρατημένοι, μπαίνουμε σε
παράταξη με βήμα ρυθμικό, στροφή δεξιά, στροφή αριστερά, αλτ! Σιωπή.
Ανάμεσα μας ένας
άδειος χώρος μερικών δεκάδων μέτρων. Ψάχνουμε με τα μάτια τους αγαπημένους μέσα
στο πλήθος. Το ίδιο και εκείνοι. Ακούγονται τώρα φωνές που αναγνωρίζουν πρόσωπα
και ονόματα, «Γιάννη», «Κώστα», «Πέτρο»!, χέρια κινούνται και προσκαλούν. Οι
στιγμές είναι ατέλειωτες. Σαν να μην αντέχει πια τέτοια φόρτιση ο επιβλέπων
αξιωματικός, και δίνει επιτέλους το σύνθημα στους ναυτονόμους να αφήσουν το πλήθος.
Πώς να ξεχαστούν αυτές
οι στιγμές; Μια βίαια ενωτική διάθεση, έκανε τις δύο αντίθετες παρατάξεις του πλήθους,
να ορμήσουν με αλαλαγμούς η μια πάνω στην άλλη. Τα χρώματα έντονα, κίτρινα,
κόκκινα, μπλε, ενάντια σε ένα ομοιόμορφο και άχρωμο, σκούρο γκρίζο. Γυναίκες
όμορφες με φούστες πολύχρωμες, χαμογελαστά πρόσωπα παππούδων και γιαγιάδων,
μωρά και άλλα παιδάκια στις αγκαλιές. Φωνές, γιορτή χαράς! Τα δύο πλήθη έσμιξαν
σφιχτά, στροβιλίστηκαν στο κέντρο, και παίρνοντας τους αγαπημένους αραίωσαν,
κάθισαν παρέες και συντροφιές τριγύρω στα δέντρα και στα παγκάκια. Πόση χαρά να
βρω τους δικούς μου. Δεν χόρταιναν να με κοιτούν και να τους κοιτώ. Μιλήσαμε
για πολλά, μου είχαν φέρει και διάφορα μαζί με σπιτικό φαγητό. Ήταν οι γονείς
μου, η αδελφή μου με τον αρραβωνιαστικό της τον Διαμαντή, ο παππούς, η γιαγιά,
οι δύο θείες μου, αδελφές της μάνας μου, οι δύο εξαδέλφες μου. Ο Διαμαντής, που
σαν αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού, διανύει πια το τέλος της δικής του
θητείας στο ΠΝ, είναι έφεδρος Σημαιοφόρος (ΣΕΑ). Με είχε επισκεφτεί προ ημερών
στον θάλαμο. Σε δύο μήνες θα απολυθεί εκείνος.
Κάποια στιγμή, μια
σφυρίχτρα διέκοψε το μεγάλο υπαίθριο πικ-νικ και σήμανε το τέλος του
επισκεπτηρίου. Βγάλαμε και μια αναμνηστική φωτογραφία. Βρίσκουν ότι έχω αλλάξει
κάπως, λίγο πιο αδύνατος, λένε. Σίγουρα είμαι. Μας έκανε πολύ καλό αυτό το
επισκεπτήριο και μας εκτόνωσε αρκετά, ώστε να υπομείνουμε ακόμη για 20 ημέρες
αυτή τη δοκιμασία, ως ότου ορκισθούμε.
Τα βράδια γράφω κάποια
διηγήματα υπό το φως μιας γαλάζιας λάμπας.
12 Φεβρουαρίου
1981-Πέμπτη
με τον ίδιο φίλο-συνάδελφο σε ένα διάλειμμα των ασκήσεων |
Είναι μερικοί που
προσπαθούν να μας ψαρώσουν, κάνοντας χρήση βαθμού ή παλαιότητας. Είναι μόνιμοι
πιλαφάδες και ορισμένοι ναύτες με χρυσά κουμπιά, που υπηρετούν επίσης τη θητεία
τους. Οι πρώτοι μετρούν τον χρόνο της απόλυσης τους με τις Ολυμπιάδες, δεν
έχουν γνωρίσει από έφηβοι, τίποτα άλλο, έξω από την καταπίεση των Σχολών
Ναυτικού και της ιεραρχίας. Αν τους δεις με πολιτικά ρούχα έξω στον κόσμο,
είναι συνηθισμένα ανθρωπάκια που έχουν βρει δουλειά στο Πολεμικό Ναυτικό.
Είναι λίγοι οι
υπαξιωματικοί και αξιωματικοί, που αγαπούν πραγματικά το Ναυτικό και την
εργασία που κάνουν. Είναι αυτοί, που τους αναγνωρίζεις από την ήρεμη και σοβαρή
συμπεριφορά τους. Που σου μεταδίδουν το κύρος τους χωρίς να το επιβάλλουν.
Γνωρίζουν, ότι το πραγματικό αντικείμενο της εργασίας τους, είναι ο ίδιος ο
άνθρωπος και έπειτα τα όπλα και οι διαδικασίες. Σου δίνουν τη διαταγή με το
σταθερό τόνο της φωνής που σε σέβεται, αλλά και σε υποχρεώνει ταυτόχρονα. Οι
άλλοι του σωρού, διατάζουν μόνο με φωνές, σε ειρωνεύονται και σε προσβάλλουν
για να σου επιβληθούν με την ψυχολογική βία. Γιατί δε μπορούν με άλλο τρόπο.
Ξεσπούν πάνω σου, για να νοιώσουν ότι είναι κάποιοι, επειδή έχουν υποφέρει πολύ
σε μια δουλειά που δεν αγαπούν, αλλά την συνεχίζουν από ανάγκη.
Οι ναύτες με τα χρυσά
κουμπιά είναι χειρότεροι, γιατί είναι συνάδελφοι στην ουσία. Τουλάχιστον οι
μόνιμοι, προφασίζονται και έχουν ηθικό έρεισμα και δικαίωμα, άσχετα αν κάνουν
κατάχρηση εξουσίας. Τα περισσότερα, βέβαια, από αυτά, συμβαίνουν σε εμάς που
είμαστε νέοι προπαιδευόμενοι και όχι τόσο στους μπαρμπα-ναύτες. Εκεί δεν τα
καταφέρνουν εύκολα, όμως εμάς είναι εύκολο να μας ψαρώνουν. Δεν έχω ακόμη
εξοικειωθεί με τα χρυσά διακριτικά και τα σήματα, ούτε με τους βαθμούς. Όσα πιο
πολλά χρυσά βλέπω σε μια στολή και κλάρες στο πηλίκιο, τόσο πιο πολύ στέκομαι
προσοχή. Για να διανύσω 200
μέτρα μπορεί να χαιρετήσω στρατιωτικά και 10 φορές,
διάφορους που φορούν χρυσά διακριτικά. Μπορεί να φαίνεται αστείο, αλλά αν πω
ότι είναι περιττό να το κάνω συνέχεια, τότε σίγουρα θα μου κάνουν παρατήρηση
κάποιοι γιατί δεν τους χαιρέτησα. Υπάρχουν ορισμένοι αξιωματικοί, όμως, που δεν
το απαιτούν.
Απογευματινή αγγαρεία.
Γίνεται καταμερισμός εργασιών κατά ομάδες από τον 7ο Λόχο. Άλλοι για
καθαρισμούς και σαρώσεις, άλλοι για τις κουζίνες και τις τουαλέτες, για τους
διαδρόμους των θαλάμων και άλλες αγγαρείες. Στο τέλος γίνεται επιθεώρηση από
τον Αξιωματικό Υπηρεσίας. Κάθε ομάδα έχει επιβλέποντα υπαξιωματικό, κάτι παιδιά
18-19 χρόνων, στην ηλικία μου, και ίσως νεότεροι. Υποκελευστές, κελευστές,
επικελευστές.
Η δική μου αγγαρεία
είχε σχέση με την καταρρακτώδη βροχή που έριχνε τις δύο τελευταίες ημέρες.
Διασκόρπισαν την ομάδα μου σε μερικές τσιμεντένιες, συμπαγείς κατασκευές, κάπως
υπερυψωμένες, με υπόγεια και ημιυπόγεια θεμέλια, στα οποία κατέβαινε κανείς με
σκαλοπάτια. Ήταν βάσεις αντιαεροπορικών ραντάρ, ηλεκτροστασίων και γεννητριών
του στρατοπέδου. Οι υπόγειοι αυτοί χώροι είχαν πλημμυρίσει από νερά και κόκκινη
παχιά λάσπη από το γύρω χώμα. Αυτή ήταν η αγγαρεία μας, να αδειάσουμε τα νερά
και να καθαρίσουμε.
στην Πύλη |
Ξεκινήσαμε απελπισμένα
και με πείσμα να γεμίζουμε και να αδειάζουμε γεμάτους κουβάδες έξω από την
βάση. Το νερό έμοιαζε ατέλειωτο. Χριστέ μου! Σύντομα κουραστήκαμε και αλλάξαμε
μέθοδο. Ένας γέμιζε και ο άλλος μετέφερε κατά διαστήματα. Μια αίσθηση
ματαιότητας με κυριαρχούσε. Επιπλέον είχαν πιαστεί η μέση μου και οι ώμοι από το
παρατεταμένο σκύψιμο. Από τα μπινελίκια που ρίχναμε στο σύστημα και στο
Ναυτικό, ξεσπούσαμε σε νευρικά γέλια και αστεία. Μετρήσαμε μέχρι 220 κουβάδες
και ύστερα μπερδευτήκαμε. Έξω, ήταν ακόμη ήλιος όταν είχαμε ξεκινήσει. Τώρα
έχει βραδιάσει για τα καλά. Για σκέψου να βρέξει πάλι αύριο. Ποιος φουκαράς θα
την αδειάσει πάλι;
Κάποια στιγμή
τελειώσαμε και συγκεντρωθήκαμε πάλι όλοι για να γυρίσουμε στους στρατώνες. Οι
περισσότεροι ξεθεωμένοι και λασπωμένοι. Κάποιοι άλλοι όχι. Πώς τα κατάφεραν οι
μάγκες να κάνουν δουλειά και να μείνουν ατσαλάκωτοι; Μάθημα πρώτο: Το σύστημα
έχει και αυτό τις «εξαιρέσεις» του!
Προχτές το
«ράδιο-αρβύλα» μετέδωσε, ότι ένα ποντίκι έφαγε το αυτί ενός συναδέλφου, από το
μεθεπόμενο θάλαμο από τον δικό μας. Αηδιαστικό, το συνδέω με κάτι εικόνες
αρουραίων που θυμάμαι από την Αμάρυνθο, και το ίδιο βράδυ είδα τον χειρότερο
εφιάλτη της ζωής μου. Τον κατέγραψα άμεσα υπό τη μορφή διηγήματος, με τον
τίτλο: «Τα ποντίκια».
16 Φεβρουαρίου 1981-
Δευτέρα
Οι προπαιδευτές
προτείνουν στον αξιωματικό εκπαίδευσης ανθυποπλοίαρχο Δ. Χατζή, να αναβληθούν
για σήμερα οι ασκήσεις των Λόχων στο πεδίο. Οι προπαιδευόμενοι γλιστρούν και
πέφτουν, αδυνατούμε να εκτελέσουμε τις ασκήσεις. Επιπλέον, από το πολύ κρύο
έχουν σκάσει τα χείλη μου, δεν αισθάνομαι ούτε χέρια, ούτε πόδια. Είμαστε
πολλοί και στα υπόστεγα δεν γίνεται να αναπτυχθούμε, παρά μόνο να φυλαχθούμε
από το κρύο, καπνίζοντας τσιγάρο και πίνοντας καφέ από τον αυτόματο πωλητή. Ο
Χατζής αρνείται κάτι τέτοιο και διατάζει να συνεχιστούν οπωσδήποτε οι ασκήσεις.
Είπε, λένε, χαρακτηριστικά τη φράση πως: «Οι
Γερμανοί στρατιώτες στη Ρωσία, πήγαιναν πεζοπορία χιλιόμετρα πολλά υπό το μηδέν
μέσα στα χιόνια, και εσείς δε μπορείτε;».
Τι να κάνουν οι προπαιδευτές,
μας έβγαλαν πάλι έξω. Κρύωναν και αυτοί, έβλεπαν τη βλακεία. Κάποιοι έπεσαν,
αθέλητα ή εξεπίτηδες δεν ξέρω, προσποιήθηκαν ότι χτύπησαν και ότι πονούν και
πήραν την άδεια να πάνε στο ιατρείο. Σύντομα, τους ακολούθησε ο μισός Λόχος.
Γύρω μου άρχισαν να πέφτουν άνθρωποι με γέλια. Έπεσα και εγώ, έκανα ότι πονάω
στους γοφούς και πήγα στο ιατρείο μαζί με όλους τους άλλους. Βλέπω καμία
εικοσαριά να προσπαθούν να κατέβουν μια μικρή κατηφόρα πιασμένοι χέρι με χέρι.
Πέφτει ο πρώτος και παρασύρει και τους υπόλοιπους στην τσουλήθρα. Ο Χατζής έχει
παρανοήσει τελείως που η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο του. Με φωνές μας
διατάζει να γυρίσουμε πίσω, γιατί εδώ είναι στρατός. Μας ακολουθεί ορμητικά με
το χωλό του πόδι, αφρίζοντας, ώσπου κάποια στιγμή χάνει την ισορροπία του και
σκάει με τον κώλο σαν καρπούζι στο έδαφος. Τρέχουν κάποιοι και τον σηκώνουν. Τι
έγινε μετά δεν έμαθα. Πάντως, ύστερα από λίγο, γύρω στις 11 πμ, ήρθε διαταγή
του Διοικητή της ΔΕΝ για αναβολή των ασκήσεων μέχρι νεωτέρας.
Έτσι, ακυρώθηκε ο
υπέρμετρος «πατριωτισμός» του καραβανά και εμείς ξεκουραστήκαμε όλη μέρα στους
ζεστούς θαλάμους. Βρήκα την ευκαιρία να γράψω, μάλιστα, ένα ακόμη μικρό διήγημα
με τον τίτλο «Little Boy».
Έχουν ακουστεί πολλές
περιπτώσεις μικροκλοπών, κουβέρτες, καπέλα, παπούτσια. Δεν χάνω από τα μάτια
μου, ούτε στιγμή το όπλο. Το κλειδώνω με αλυσίδα, ή το βάζω κάτω από το στρώμα
όταν κοιμάμαι. Το ίδιο και με τον σάκο. Έχω γράψει πάνω όνομα και αριθμό και το
κλειδώνω με αλυσίδα στις σωλήνες του καλοριφέρ.
Απογευματινή αγγαρεία
στην κουζίνα και στα εστιατόρια. Εκατοντάδες δίσκοι και μαχαιροπήρουνα για
πλύσιμο, μεγάλα καζάνια για τρίψιμο και καθάρισμα. Κάθε χώρος εδώ μέσα, έχει
τις δικές του χαρακτηριστικές μυρωδιές που τις συνηθίζεις. Η απογευματινή
φασολάδα, έχει διαποτίσει με την οσμή της και στάζει υδρατμούς στα παγωμένα
τζάμια.
18 Φεβρουαρίου 1981-
Τετάρτη
Το κρύο επιμένει, αλλά
ο πάγος έχει λιώσει από το πεδίο ασκήσεων. Το πρόγραμμα εκπαίδευσης συνεχίζεται
κανονικά. Την Κυριακή το πρωί ορκιζόμαστε πια και βγαίνουμε έξω πριν τρελαθούμε
τελείως. Οι γκόμενες και το ποδόσφαιρο είναι τα βασικά θέματα των συζητήσεων.
Όταν δεν έχω να κάνω δικά μου πράγματα συμμετέχω και εγώ. Ειδικά το θέμα της
γυναίκας, έχει καταλήξει να γίνει ζήτημα που μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Όπως
λένε, «οι νηστικοί καρβέλια ονειρεύονται».
Μέσα μου έχει πάρει η εικόνα της γυναίκας, μια μορφή μυθική. Κάτι εξαίσια
πανέμορφο και απρόσιτο, καθώς τίποτα από εδώ μέσα, δε θα ταίριαζε στην υπέροχη
παρουσία της. Εδώ μέσα, δεν υπάρχει θέση για μια γυναίκα, και αυτή η έλλειψη
δημιουργεί μια αύξηση της ερωτικής επιθυμίας.
Ακόμη και οι λιγοστές
γυναίκες Δίοποι, που χάνονται μέσα στην ομοιομορφία της στολής και αυτές, μας
δίνουν μια ιδέα του πως μοιάζει μια γυναίκα. Το ξέρουν και εκείνες πως έτσι
είναι. Σε άλλες αρέσει, σε άλλες όχι. Ανάμεσα σε ένα πλήθος νέων και μεσήλικων
ανδρών, άλλες κινούνται άνετα και κάποιες άλλες είναι αμήχανες και σφιγμένες,
έτοιμες να σε πάνε αναφορά για ερωτική παρενόχληση, επειδή παρεξήγησαν μια
κουβέντα, ένα χαμόγελο.
Ο ώμος μου έχει
σκληρύνει πια από το όπλο και δεν πονάω. Υπάρχει κόλπο στο χτύπημα που βγάζει
δυνατό ήχο δίχως πόνο. Κάνουμε συνεχώς τροχάδην σε παρατάξεις των τεσσάρων ανδρών.
Διανύουμε ασθμαίνοντας χιλιόμετρα, καθώς εκατοντάδες άσπρα καπελάκια χορεύουν
στους ρυθμούς των δρασκελισμών. Για κάποιους σχετικά παχουλούς ή όσους είχαν
άσθμα, δεν ήταν εύκολο, όμως ακολουθούσαν και αυτοί. Τα ΟΥΚ (Ομάδα Υποβρυχίων
Καταστροφών), είναι επίλεκτοι και πολύ λιγότεροι από εμάς. Έχουν δική τους
διοίκηση, αλλά γυμνάζονται στους χώρους των δύο Κέντρων. Συμβαίνει συχνά να
διασταυρωθούμε τρέχοντας, και όταν μας βλέπουν αρχίζουν να σφίγγονται, χτυπάνε
το αριστερό πόδι και φωνάζουν ρυθμικά ΟΥΚ. Μερικοί από αυτούς είναι πολύ ψώνια
και σνομπάρουν τους απλούς ναύτες. Είναι λέει, Κομάντος. Προχθές το βράδυ, τους
ξύπνησαν στις 1 πμ, και τους ρίξανε στη θάλασσα με βαθμούς μείον του μηδενός.
Μέχρι το τέλος της εκπαίδευσης τους, τα 2/3 θα έχουν σπάσει και παραιτηθεί,
έτσι γίνεται. Μάλιστα, μια από αυτές τις ημέρες, στην πρωινή αναφορά ζήτησαν να
δηλώσουμε ποιοι θέλουμε να γίνουμε ΟΥΚ. Πέντε γενναίοι παρουσιάστηκαν από τον
Λόχο μου.
Χθες, κάναμε άσκηση
πυρών με τουφέκι Μ1 και αυτόματο Thomson. Έριξα μια γεμιστήρα ολόκληρη
πανεύκολα. Θέλει μόνο προσοχή η μαλακή σκανδάλη, να μη σου φεύγουν όλες οι
σφαίρες μαζί. Πώς τα πήγα με το στόχο δεν έμαθα. Μας έχουν πάει και δύο βραδιές
στον κινηματογράφο του «Κανελλόπουλου». Η μια ταινία, ερωτική κάπως, η «Μαλίτσια», ξεσήκωσε θύελλα επευφημιών
και σφυριγμάτων.
20 Φεβρουαρίου
1981-Παρασκευή
Κ.Ε. ΠΑΛΑΣΚΑ
Εδώ και λίγες ημέρες
κάνουμε μεγάλες δοκιμαστικές πρόβες με τη μουσική που παίζει η μπάντα του Π.Ν.
Συμμετέχουμε όλοι οι Λόχοι μαζί τώρα στο μεγάλο πεδίο ασκήσεων. Είναι
φανταστικό να βλέπει κανείς πόσο αλλάξαμε σε 36 ημέρες. Είμαστε θυμάμαι ασκέρι
και γίναμε στρατός. Στην αρχή βάζαμε τα γέλια με τους παρατεταμένους ήχους από
τις εκτελέσεις των εντολών. Όπλα πέφτανε, πόδια χτυπάγανε άτακτα, καπέλα
φεύγανε και προπαιδευόμενοι τρακάρανε. Απελπισία σκέτη! Αργά και σταθερά μας
έδωσαν να καταλάβουμε, ότι έχουν τον τρόπο να μας επιβάλλουν να κάνουμε και να
γίνουμε αυτό που θέλουν. Πειθαρχημένοι και ακριβείς στρατιώτες.
Από ένα σημείο, και
μετά την πρώτη αντίδραση και δυσφορία μας, το παράξενο είναι, πως το ίδιο
επιθυμούσαμε και εμείς. Από φιλότιμο μάλλον και ομαδική έπαρση για την τιμή του
Λόχου. Έτσι, κάποια στιγμή, σαν να πεισμώσαμε και ο καθένας προσπαθούσε να
κάνει το καλύτερο για να μην υστερήσει. Η ψυχολογία του στρατού στις διάφορες
εκφράσεις της, το αίσθημα ότι ανήκεις σε ένα σύνολο. Τώρα, δε μπορεί να μη
νοιώθει κάποιος υπερήφανος και γοητευμένος, καθώς 1700 ομοιόμορφα ντυμένοι με
την επίσημη στολή ναύτες, λειτουργούν στην ουσία σαν ένας άνθρωπος. Δε γίνεται
να μη θαυμάσεις, όταν γνωρίζεις πως ήσουν πριν. Το τσούρμο με τις διάφορες
φάτσες των πρώτων ημερών, έγινε σήμερα ένα στρατιωτικό σώμα. Το να κτυπούν 1700
όπλα, όλα μαζί με έναν ήχο μόνο, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Οτιδήποτε
κάνουμε στο πεδίο ασκήσεων, εκτελείται πια με ακριβείς ήχους και κινήσεις.
Η παραφωνία και το
λάθος προδίνονται εύκολα. Όπως ο μαέστρος αντιλαμβάνεται την φάλτσα νότα, π.χ,
του βιολιού, έτσι το ίδιο και εδώ. Φαίνεσαι με τη μία και αυτό δεν είναι καλό.
Όσο το σύνολο του Λόχου προοδεύει, τόσο υποχρεώνεσαι να γίνεσαι καλύτερος και
εσύ, για να μην ξεχωρίζεις αρνητικά. Και ούτω καθεξής ο ένας με τον άλλο,
φτάνουμε στην καθορισμένη τελειοποίηση που απαιτούν οι προδιαγραφές για το
σύνολο. Αν σου πέσει το καπέλο, δεν σκύβεις να το πιάσεις, αν σε «τρώει» το
αυτί σου, το αφήνεις. Φυσικά, όλη αυτή η εκπαίδευση δε γίνεται μόνο για να
μάθεις να παρελαύνεις ή για να εκτελείς εντολές με ακρίβεια ήχου και κίνησης.
Όχι. Σε αυτή την καλά μελετημένη διαδικασία αυτά είναι μόνο τα μέσα. Πίσω από
αυτά ανοίγεται μια ολόκληρη φιλοσοφία. Σήμερα, είχαν έρθει να παρακολουθήσουν
τις πρόβες οι αξιωματικοί της εκπαίδευσης. Ακούγεται, πως αν δε μείνουν
ευχαριστημένοι, θα κάνουμε πρόβες μέχρι τη νύχτα υπό το φως προβολέων.
Φορέσαμε για πρώτη
φορά την επίσημη στολή. Στην ουσία μας ντύσανε οι παλιοί, αφού δεν είναι τόσο
εύκολο στην αρχή να το κάνεις μόνος. Είναι αρκετά όμορφη στολή, αλλά
αποτελείται από πολλά κομμάτια, δένεις κορδόνια, τσακίζεις μαντίλια. Έμαθα και
τον συμβολισμό που έχει το καθένα από αυτά. Ακόμη και οι τσακισιές είναι
ορισμένες στον αριθμό. Το δίπλωμά της επίσης, είναι απαραίτητο να γίνεται σωστά
και καλό σιδέρωμα για τα τσακίσματα. Η «λιγαδούρα», είναι ένα πλεκτό λευκό
σχοινάκι, σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό, που το ελεύθερο άκρο του φτάνει στο
στήθος, με περίτεχνο κόμπο γύρω από ένα μαύρο μαντίλι. Η χρήση του; Για
αυτοκτονία, αν τύχει να πέσεις στα χέρια του εχθρού! Είναι υπερβολικό. Ο
επινοητής του, θα το έκανε, άραγε;
Μετά τις ασκήσεις πάλι
αγγαρεία, σάρωση εξωτερικών χώρων. Παρόλη την κούραση έχουμε καλή διάθεση, αφού
φτάνει πια το τέλος αυτής της ταλαιπωρίας. Έχω λάβει κάποια γράμματα και έχω
στείλει κάποια άλλα. Ίσως βγω, προτού πάνε στους παραλήπτες τους. Γράφω επίσης
μερικά σύντομα διηγήματα.
22 Φεβρουαρίου
1981-Κυριακή
Έφτασε η πολυπόθητη
ημέρα της ορκωμοσίας με αρκετό ήλιο. Ήταν παρόντες στην εξέδρα πολλοί επίσημοι
και ανάμεσά τους ο υπουργός, ο αρχηγός του Π.Ν, ανώτατοι και ανώτεροι
αξιωματικοί και πλήθος κόσμου. Από νωρίς το πρωί έντονη προετοιμασία με
εορταστική διάθεση. Έχουν έρθει και παλιοί, για να μας διορθώνουν τα ρούχα. Ο
θάλαμος μυρίζει έντονα βερνίκι Κάμελ για τα άρβυλα, ξυρίσματα, πήγαινε -έλα.
Στο τέλος, όλα πάνω μας άστραφταν. Τα άρβυλα, το όπλο, η ξιφολόγχη, τα
μπρούτζινα μέρη των λευκών γκετών και της ζώνης, τα χρυσά γράμματα στην
κορδέλα. Κυρίως τα πρόσωπα μας.
Πριν το μεσημέρι, όλα
είχαν τελειώσει. Η ορκωμοσία, οι παρελάσεις, οι λόγοι. Το «ράδιο-αρβύλα»
μετέδωσε, ότι μπορεί να μη βγουν όλοι μαζί σήμερα. Μας κάνουν πόλεμο νεύρων.
Τελικά, αποδεικνύεται ότι ήταν φούσκα. Μετά την παράδοση του υλικού, κατά το
απόγευμα, γίνεται συγκέντρωση του λόχου μπροστά στη ΔΝΕ. Μας φωνάζουν ονομαστικά
και μας δίνουν στο χέρι φύλλο πορείας με τετραήμερη άδεια. Περίμενα υπομονετικά
τη σειρά μου, ώσπου πήρα επιτέλους το μαγικό χαρτί της προσωρινής, έστω,
απελευθέρωσης.
Τι ανακούφιση και τι
ενθουσιασμός ανάμεσά μας! Φεύγω μαζί με άλλους τρεις, με το αυτοκίνητο ενός
συναδέλφου, που έτυχε να πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση.
Το βράδυ σπιτικό
φαγητό, και έξοδος με φίλους. Επιστροφή
στη ζωή!
[1] Πιλάφι: Γενικά ο υπαξιωματικός. Ο χαρακτηρισμός
περιγράφει και τους υπαξιωματικούς που προήχθησαν σε αξιωματικούς. Οι
αξιωματικοί καριέρας αποκαλούνται γενικά
καραβανάδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου