ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Ο επικός ποιητής Γιάννης Ρίτσος, (1909-1990)


και η Ρωμιοσύνη....

Γράφει ο  συγγραφέας  Δημήτρης Βαρβαρήγος

Παρ’ όλο που είμαι πεζογράφος δεν μπορώ να μην ασχολούμαι με την ποίηση είτε γράφοντας και προ πάντως διαβάζοντας την. Ειλικρινά λυπάμαι που στις μέρες μας είναι αντιστρόφως ανάλογη η σχέση ποιητή αναγνώστη, ότι δηλαδή περισσότεροι είναι αυτοί που γράφουν από αυτούς που διαβάζουν, ποίηση. Δυστυχώς φτάσαμε στο σαθρό σημείο στην εποχή μας, που για πολλούς συμβιβασμένους και βολεμένους, θεός είναι το χρήμα και ότι συνεπάγεται από αυτό. Πλαδαρότητα κι αδιαφορία σε γενικότερη εκτίμηση για την ποιοτική τέχνη και έμμονη ιδέα, το μοναδικό καθημερινό ενδιαφέρον για κτήση περισσοτέρων υλικών αγαθών.


Παιδιά αντισταθείτε γιατί χανόμαστε. Η μοναδική μας αντίδραση είναι η ενασχόλησή μας με τον πολιτισμό και την κάθε μορφή τέχνης, αφού οι εξεγέρσεις έχουν χάσει την αίγλη και την πρακτική σημασία τους, αφού δεν είναι εφικτή η κοινωνική επανάσταση, δηλαδή, να πάψουμε να χρησιμοποιούμε τις πρώτες ύλες που αλλάζουν τον κόσμο και τη ζωή μας. Ας μην μένουμε λοιπόν αδιάφοροι και απαθείς βλέποντας μόνο τηλεόραση. Ας διαβάσουμε ένα βιβλίο. Περισσότερο θα μας γεμίσει και πιο πολύ θα πλουτίσει τον ψυχικό κόσμο μας. Έπειτα με πιο εύκολο τρόπο θα μπορούμε να πείθουμε τα παιδιά μας να διαβάζουν, όταν θα βλέπουν κι εμάς να αγαπάμε τη γνώση. Δεν μπορείς να απαιτείς από ένα παιδί να κάνει κάτι που δεν έχει δει ποτέ το γονιό του να κάνει το ίδιο. Να διαβάζει. Μην ξεχνάμε πως οι πρώτες πληροφορίες για ένα μικρό παιδί λαμβάνονται από το ίδιο του το σπίτι.
Με αυτή τη φόρτιση σήμερα γράφω για τον μεγάλο σύγχρονο και συμπαθέστατο ποιητή μας, Γιάννη Ρίτσο.
ΔΒ.


Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Γύθειο και το 1925 ήρθε στην Αθήνα όπου άσκησε διάφορα επαγγέλματα. Η ευαισθησία του εκδηλώθηκε στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη μουσική. Ασχολήθηκε ακόμη και με το θέατρο. Η εμφάνισή του στην ποίηση εντυπωσίασε τους λογοτεχνικούς κύκλους. Ο Ρίτσος είναι ένας από τους πιο μεγάλους σύγχρονους ποιητές μας. Για την ποιητική προσφορά του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στο διεθνή. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες.

Η ποίηση του Ρίτσου {1909 – 1990} διακρίνεται για το πηγαίο αίσθημα την άνεση και το πλάτος του λυρικού λόγου της, καθώς και για την τεχνοτροπική της πολυμορφία με κύρια χαρακτηριστικά τον όγκο και τον προβληματισμό που αναφέρεται στην κοινωνική δράση των ανθρώπων και στις ιδέες τους. Επίσης στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου, στα συναισθήματα και στις αντιδράσεις τους, όπως εντάσσονται στη σφαίρα της συλλογικής {εθνικής και παγκόσμιας} αλληλεγγύης. Οι οραματισμοί του ποιητή για έναν κόσμο καλύτερο, θα τονώσουν ακόμη περισσότερο την πίστη του στον άνθρωπο και θα μπολιάσουν την ποίηση του με μια κατά βάση ηρωική αισιοδοξία και αγωνιστική διάθεση. Την ποίησή του θα τη χρησιμοποιήσει ως όπλο στον αγώνα για την ελευθερία, ισότητα και ειρήνη. Κέντρο του συνολικού έργου του παραμένει πάντα ο άνθρωπος.

Ο Ρίτσος αντλεί την έμπνευση και τα θέματα του από την παιδική και εφηβική του ηλικία, από την παράδοση και από τους κοινωνικούς αγώνες. Τα ποιήματα του ως το 1997 είναι συγκεντρωμένα σε επτά ογκώδεις τόμους.  «Ποιήματα Α, Β, Γ, Δ», «Τέταρτη διάσταση», «Τα επικαιρικά», «Γίγνεσθαι». Από τότε έχει δώσει και άλλες συλλογές.

Ο Γιάννης Ρίτσος με την Φαλίτσα και τη μικρή Έρη
Η «Aνυπόταχτη πολιτεία» γράφτηκε από τον Αύγουστο του 1952 ως το Φεβρουάριο του 1953, όταν ο Ρίτσος επέστρεψε από τον Αη Στράτη, όπου είχε εξοριστεί. Επιστρέφοντας νιώθει ένα οδυνηρό ξάφνιασμα από τη μορφή που πάει να πάρει η «Ανυπόταχτη πολιτεία», η ηρωική Αθήνα. Η πολιτεία διόλου ανυπόταχτη τώρα συνεχίζει τη ζωή της στις καινούργιες συνθήκες, όπου τίποτα δεν θυμίζει τους νωπούς αγώνες, τίποτα δεν δικαιώνει τις θυσίες. Η εικόνα αυτή κάνει τον ποιητή επιθετικό απέναντι στους συμβιβασμένους. Η λήθη των μεγάλων αγώνων, οι αμβλυμμένες συνειδήσεις, η προσαρμογή στη νέα κατάσταση, η ξενοκρατία και η φαυλότητα εξοργίζουν τον ποιητή, που δεν παύει ωστόσο να κηρύττει την αγάπη, ούτε παραιτείται από τον οραματισμό του και τον πόθο του για ειρήνη. Για ένα τραγούδι που θα κάνει ελεύθερο τον κόσμο.

Απόσπασμα από τη Ρωμιοσύνη


Η μάνα που θρηνεί πάνω από τον νεκρό γιο της.
Η αιτία που ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον "Επιτάφιο"
Η ρωμιοσύνη γραμμένη το 1945 – 47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1945 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1935 ως το 1941 είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη, ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης με ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.

Αυτά τα δέντρα Δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες Δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα Δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές Δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές
μες στον ασβέστη του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοινιά.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά - βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες’ απ’ τ’ άγρια
γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες
και με ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλoi πεινάνε, διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους και η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Πολιτιστική ΕΝΝΕΑΔΑ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...