του Αντώνη
Ξυνού
Ο κυρ Θόδωρος δεν τα βόλευε άσχημα. Όχι τίποτα σπουδαίο
δηλαδή, ένα μπακαλικάκι είχε όλο κι όλο, κι η γειτονιά, φτωχογειτονιά,
μεροκαματιάρηδες άνθρωποι τρεις το λάδι..τρεις το ξύδι, τι να βγάλεις, τα
εκατομμύρια; Αλλά πάλι κι αυτός τι ανάγκες είχε; Ένα στόμα ήταν, έτσι
τα΄φερε η ζωή, μαγκούφης. Ας είναι βλογημένο…
Δύσκολα ήτανε τα χρόνια και τα μεροκάματα λειψά κι αυτά όχι
πάντα. Μα ο κυρ Θόδωρος βαστούσε βερεσέδια. Είχε ένα μεγάλο τεφτέρι γεμάτο
λαδιές, κι έγραφε παστρικά-παστρικά: κυρά
Μαρία μπελτές 1.20, κυρ Νίκος λάδι
16..30, κυρά Σταύραινα ψωμί λεπτά 80.
Γιατί είχε και ψωμί ο κυρ Θόδωρος, «πρατήριον άρτου» βέβαια!
Χρόνια το δούλευε το βερεσέ κι ούτε μια φορά στα τόσα χρόνια
δεν βρέθηκε κανένας, μα κανένας, να πει πως τον έκλεψε έστω και μια δεκάρα. Το
αντίθετο μάλιστα. Όλο και τύχαινε καμιά φορά να λησμονήσει να σημειώσει στο
τεφτέρι κάποιο μικροποσό.
Ήταν πολλές οι χήρες και τα ορφανά στα χρόνια μετά τον
εμφύλιο κι ο κυρ Θόδωρος λησμονούσε κάποτε να σημειώσει στο τεφτέρι του, Θανασάκης ψωμί λεπτά 80. Χώρια που
του΄δινε κι ένα «ζύγι», μια φετάρα
δηλαδή παραπανίσια, έτσι, για το δρόμο.
Κι αν πάλι, καμιά φορά, τον κυρ Μήτσο να πούμε, τον
σκολούσαν απ΄τη δουλειά, έσκιζε τη σελίδα που είχε επικεφαλίδα «κυρ Μήτσος» και
του΄λεγε: « σκίστηκε μωρέ Μήτσο απ΄τα
σβησίματα, δε βαριέσαι, φτου κι απ΄την
αρχή». «Μα τα παλιά κυρ Θόδωρε;».
«Έ, τι να κάνουμε τώρα, χάλασε. Ας είναι, γράφει ο Θεός. Θα τα
πληρώσει αυτός και με το παραπάνω».
Όμορφη καρδιά, σωστός άνθρωπος. Απορίας άξιο πώς έγινε
μπακάλης. Τον αγαπούσε τον κόσμο ο κυρ Θόδωρος, κι όχι μόνο τον αγαπούσε, τον
πονούσε, που΄ναι και το σπουδαιότερο.
«Φτωχοί ανθρώποι
είμαστε όλοι μας μωρέ, φτωχοί σαν τα σπουργίτια. Ζούμε μιαν άνοιξη, ένα
καλοκαίρι, άντε κι ένα χινόπωρο, κι ύστερα πλακώνει ο χειμώνας και παγώνουμε». Κάτι τέτοια έλεγε το βράδυ, σαν έκλεινε
το μαγαζί και μαζευόντανε δυό-τρεις πίσω απ΄το «παγκάρι» (τον πάγκο του) κουτσοπίνοντας και φιλοσοφώντας.
Γεμάτη ήταν η μέρα του, να ανασάνει δεν προλάβαινε. Μα σαν
έπεφτε η νύχτα και σκολούσαν κι οι δυό-τρεις, ερχότανε βαριά η μοναξιά και τονε
πλάκωνε. Ξαπλωμένος στο καμαράκι πίσω απ΄το μπακάλικο, ανάμεσα στα λάδια, τα
τσουβάλια με τα φασόλια και τα ρύζια, απόμενε να κοιτάζει το ταβάνι μέσα απ΄τον
καπνό του τσιγάρου του. Τι κοιτούσε; ποιός τον ξέρει! Μπορεί και τη ζωή του, τα
πίσω χρόνια τα πικρά ή τ΄αλλα τα πικρότερα, τα μπροστινά. Εκείνα που δεν τα
΄ξερε ακόμα, αλλά τα μάντευε. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να μαντέψεις εκείνο
που θάρθει! Άντε τα καβαντζάραμε τα πενήντα, τα καβαντζάραμε και τα εξήντα, τι
μένει ακόμα; Τον γαϊδαρο τον φάγαμε.
Να πεις ότι φοβότανε τον θάνατο, δεν τον φοβότανε ο μαύρος ο
κυρ Θόδωρος, ήτανε αυτός παλιός του γνώριμος και μακαντάσης. Τον είδε στα
ξερονήσια που τον έστειλε ο Μεταξάς, τον γνώρισε καλά στην Αλβανία που
πολεμούσαν δίπλα-δίπλα, τον είδε στον εμφύλιο, τον ξαναβρήκε στην ειρήνη, στα
γνώριμά του πάλι ξερονήσια…όμως γνωρίζονταν κι από παλιότερα…Από την πρώτη μέρα
που είδε τον κόσμο σ΄ένα από τα παντέρμα
χωριά της Ηπείρου, έτρεξε αυτός να τον συναντήσει με το πρώτο κλάμα. Χτύπησε τη φτωχειά τη μάνα
του δυό μερών λεχώνα. Στα πέντε χρόνια ο αδελφός, στα δέκα χρόνια η αδελφή, στα
δεκατρία ο πατέρας…
Μπακαλογατάκι στα Γιάννενα δεκατριών χρονών παιδάκι, του
κλώτσου και του μπάτσου, τον γνώρισε τον κόσμο απ΄την καλή! Κι ύστερα….ύστερα…
πόσο γλυκιά, πόσο όμορφη μπορεί να γίνει η ρημάδα η ζωή σαν θέλει! Ύστερα ήρθε
η Φανούλα…η πιό γλυκειά Φανούλα του
κόσμου! Με τα πλούσια τα καστανά μαλλιά, με τα μεγάλα χνουδωτά της μάτια. Δυό
μάτια που κοιτούσανε μόνον αυτόν. Αυτόν
και κανέναν άλλο!
Μα είναι σκληρό το χώμα της Ηπείρου, σκληρή κι η μοίρα των
παιδιών της, ο μισεμός… Να φύγει για κανα δυό χρόνια, να κάνει μια καζάντια, να
γυρίσει να την πάρει. Τον πήρε ο Μεταξάς γιατί ζητούσε δίκιο. Τρία χρόνια
εξόριστος στη Λέρο. Μετά τον πήρε η πατρίδα να πολεμήσει για το δίκιο. Τον
πιάσανε οι Γερμανοί γιατί πολέμησε για το δίκιο, ύστερα πήρε τα βουνά γιατί δεν
έβρισκε το δίκιο, κι ολοστερνά καταδικάστηκε ισόβια, να μάθει να μη θέλει
δίκιο! Βγήκε κάποτε, με κάποια αμνηστία.
Όλα τούτα τα χρόνια, πόθος κρυφός, μεράκι άσβηστο μεσ΄την
καρδιά του η Φανούλα. Να βγει με το καλό, να πιάσει δυό δραχμούλες, μονάχα δυό-λόγω
τιμής- και να γυρίσει. Να γυρίσει Θεέ μου, φτάνει πιά! Να γυρίσει πίσω, σε
κείνη, τη μόνη χαρά της μαύρης του ζωής.
Ε, λοιπόν, ήρθε κάποτε η μέρα! Μια μέρα πιό λαμπρή κι από
Λαμπρή! Μάζεψε ό,τι είχε και δεν είχε, έβγαλε εισιτήριο, πλύθηκε, ντύθηκε,
ξυρίστηκε και…πάγωσε! Ποιός ήταν αυτός που τον κοιτούσε μέσα απ΄τον καθρέφτη;
Ποιόν θα της γύριζε πίσω της Φανούλας; Αυτό το οικτρό απομεινάρι; Τι θα της
έλεγε δηλαδή, «ήρθα;»
«Ποιός είσαι εσύ που
ήρθες;»
«Ποιός είστε κύριε;» Ή ακόμα χειρότερα, «Ποιός είσαι εσύ ρε μπάρμπα;»
Μπάρμπα;
Τούτη η λέξη τον χτύπησε κατάστηθα σαν βόλι!
Ναι, μπάρμπα. Γιατί δηλαδή, άδικο θα είχε;
Ο κυρ Θόδωρος δεν ξεκίνησε ποτέ για τα Γιάννενα….
Μεγάλο χωνευτήρι η ζωή, σιγά-σιγά κατακάθονται όλοι οι
πόνοι, κατάκατσε κι ο πόνος ο δικός του. Μονάχα, να, μένει μια πίκρα απ΄αυτό το
κατακάθι. Μια πίκρα ύπουλη, βουβή γι αυτό και πιό πικρή απ΄όλες…
Τούτη την πίκρα ρούφαγε μαζί με τον καπνό απ΄το τσιγάρο του,
κειδά, στο άθλιο καμαράκι ξαπλωμένος,
μόνος κι έρημος, ανάμεσα στα ρύζια, τους πελτέδες και τις ζάχαρες. Ξένος στον
τόπο, ξένος στη χαρά, σ΄όλον τον κόσμο ξένος…Ο έρμος ο κυρ Θόδωρος, που
κερνούσε καραμέλλες τα πιτσιρίκια και που σκιζότανε τα φύλλα του τεφτεριού του,
τάχα μου από τα σβησίματα.
…….Φύγανε κι άλλα χρόνια. Νερό ο χρόνος που κυλάει κι ο
κόσμος άλλαζε σιγά-σιγά. Πέσανε τα χαμόσπιτα και οι παράγκες, οι φτωχές,
ανοιχτόκαρδες παράγκες, κι υψώθηκαν στη θέση τους διόροφα, τριόροφα,
πολυκατοικίες ψηλές, καθαρές, σύγχρονες, μα χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά, χωρίς
ανθρωπιά.
Κοπήκανε και τα τεφτέρια. Τώρα, δόξα τω Θεώ, λεφτά υπήρχαν,
δουλειές υπήρχαν, ποιός τον είχε ανάγκη τον κυρ Θόδωρο; Τα καταναλωτικά αγαθά
είχανε γίνει χιλιάδες, πόσα να χωρέσουν στην τρύπα του; Τα μπακάλικα γίνονταν
σούπερ μάρκετ κι όποιο δεν μπορούσε μαράζωνε, έσβηνε. Τέτοιος ο νόμος της
εξέλιξης και τέτοια η ζωή. Ψέμματα;
Κι ένα σούρουπο, φανταράκι πιά ο Θανασάκης (ψωμί λεπτά 80) γυρνώντας με άδεια, είδε
το καμαράκι του κυρ Θόδωρου ανοιχτό και μπήκε να του πει μια καλησπέρα. Ο γέρος
κοίτονταν νεκρός, παγωμένος, σαν σπουργίτι το χειμώνα, με μάτια ορθάνοιχτα κι
ένα δάκρυ που δεν είχε προλάβει ακόμα να στεγνώσει.
Το παιδί απόμεινε άφωνο.Ύστερα άναψε το φως, έκλεισε σιγά την πόρτα κι
έκατσε δίπλα του. Του χάιδεψε τα μαλλιά, του σταύρωσε τα χέρια κι απόμεινε να
τον κοιτάζει μεσ΄στα ορθάνοιχτα μάτια του που δεν κλείναν πιά.
Κι ύστερα, σηκώθηκε αργά, επίσημα, χτύπησε το πόδι του σε
μιαν άψογη προσοχή, που δεν θα την χαχάλιζε για κανέναν στρατηγό, έφερε το χέρι
του σπαθί στον μπερέ του κι έμεινε έτσι ακίνητος, ώρα πολύ.
Και τα μάτια του τρέχανε… τρέχανε ποτάμι….
(Το
διήγημα του Α. Ξυνού, κέρδισε το 3ο Βραβείο Διηγήματος, στον 1ο
Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Δυτικής Αθήνας, που διοργάνωσε το διαδημοτικό περιοδικό «πολιτιστική
ΕΝΝΕΑΔΑ», το 2002, και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 11ο τεύχος
της)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου