Ο Γιάννης Μόραλης ήταν διακεκριμένος
Έλληνας ζωγράφος της λεγόμενης «γενιάς του '30». Πέρασε τα παιδικά του χρόνια,
από το 1922 ως το 1927, στην πόλη μας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως
γυμνασιάρχης. Καθώς έλεγε ο ίδιος, την αγάπησε πολύ και δεν έπαψε ποτέ να τη
μνημονεύει σαν άλλη πατρίδα του. Στην Αίγινα, τη μεγάλη του αγάπη, αποφάσισε να
χτίσει σπίτι από τη δεκαετία τού ’50, όταν την πρωτοείδε, γιατί έμοιαζε, καθώς
έλεγε, με την Πρέβεζα.
Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Αποφασισμένος ήδη να γίνει ζωγράφος, παρακολουθούσε τα κυριακάτικα μαθήματα της
Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1931, δέκα πέντε χρονών, πέτυχε στις εξετάσεις
και εγγράφηκε στο Προπαρασκευαστικό Τμήμα τής Α.Σ.Κ.Τ. με καθηγητή το Δημήτριο
Γερανιώτη. Μετά από ένα μικρό πέρασμα από το Εργαστήριο Ζωγραφικής τού Κωνσταντίνου
Παρθένη, εγγράφηκε στο Εργαστήριο του Ουμβέρτου Αργυρού. Από το 1933 φοίτησε
και στο Εργαστήριο Χαρακτικής τού Γιάννη Κεφαλληνού.
Το 1936 αποφοίτησε. Μετά από
διαγωνισμό πέτυχε υποτροφία τής Ακαδημίας Αθηνών για σπουδές ψηφοθετικής
(ψηφιδωτού) στο εξωτερικό. Το 1937 πέθανε ο πατέρας του, που είχε συμβάλει
καταλυτικά στην απόφασή του να γίνει καλλιτέχνης. Έφυγε για τη Ρώμη και στη
συνέχεια για το Παρίσι. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και τοιχογραφίας
στην École Nationale des Beaux Arts και ψηφοθετικής, σύμφωνα με τους
όρους τής υποτροφίας του, στην École des Arts et Métiers. Με την έναρξη του β΄ παγκόσμιου πολέμου εγκατέλειψε τις σπουδές του.
Το 1940 κατατάχθηκε στο στρατό. Συμμετέσχε στην πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής
στο Ζάππειο και τιμήθηκε με χάλκινο μετάλλιο.
Το 1941 παντρεύτηκε τη Μαρία Ρουσσέν
και χώρισε το 1945. Το 1947 παντρεύτηκε τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη κι
απέκτησε το γυιο του Κωνσταντίνο. Εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στο
Προπαρασκευαστικό Τμήμα τής Α.Σ.Κ.Τ. Το 1942 κόσμησε το εξώφυλλο του βιβλίου
“Περί ζωγραφικής” τού Ε. Κ. Φραντζισκάκη. Ακολούθησε η εικονογράφηση βιβλίων
τού Στράτη Μυριβήλη, της Τατιάνας Γκρίτση – Μιλλιέξ, του Κώστα Ταχτσή, του
Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του Νίκου Καββαδία κ.ά., καθώς και εξώφυλλων
δίσκων μουσικής. «Τις εικόνες του τις είδα σαν έναν αντίλογο τοποθετημένο σε
διαφορετική κλίμακα, πιο αυθόρμητο, πιο φρέσκο απ’ ό,τι γεννά συνήθως η
τριγυρινή μας λογοτεχνία», έγραψε ο Σεφέρης για τα “ζωγραφικά σχόλια” του
Μόραλη στα “Ποιήματά” του, το 1965.
Το 1949 ίδρυσε μαζί με άλλους
ζωγράφους και γλύπτες –Μίνω Αργυράκη, Ανδρέα Βουρλούμη, Νίκο Εγγονόπουλο,
Κλέαρχο Λουκόπουλο, Αγλαΐα Λυμπεράκη, Γιώργο Μαυροΐδη, Νίκο Νικολάου, Ευγένιο
Σπαθάρη, Παναγιώτη Τέτση, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα κ.ά.– την
καλλιτεχνική ομάδα “Αρμός”.
Το 1951 ανέλαβε τα σκηνικά και τα
κοστούμια για το μπαλέτο “Έξι λαϊκές ζωγραφιές” σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και
μουσική Μάνου Χατζιδάκι, που παρουσίασε το Ελληνικό Χορόδραμα. Ακολούθησαν
σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις χορού και θεάτρου, για το Ελληνικό
Χορόδραμα, το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Ανάμεσα σ’
αυτά, τα σκηνικά και τα κοστούμια για τον “Οιδίποδα Τύραννο”, που παρουσίασε ο
Κουν στο Aldwych Theatre του Λονδίνου το 1968, στα πλαίσια του Παγκόσμιου
Φεστιβάλ Θεάτρου.
Το 1955 χώρισε από την Αγλαΐα
Λυμπεράκη. Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στο Εργαστήριο Ζωγραφικής τής
Α.Σ.Κ.Τ. Το 1958 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με το ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και
το γλύπτη Αντώνη Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Το 1959 οργάνωσε την πρώτη ατομική
έκθεσή του, στην αίθουσα εκθέσεων “Αρμός”. Με πρόταση των αρχιτεκτόνων Π.
Βασιλειάδη, Ε. Βουρέκα και Σ. Στάικου σχεδίασε τη διακόσμηση –χαρακτική σύνθεση
της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της– στους εξωτερικούς τοίχους
τού ξενοδοχείου “Χίλτον” της Αθήνας. Από τότε κι άλλα κτίρια κοσμήθηκαν με έργα
του: τα υπόστεγα του Ο.Λ.Π. στην Ακτή Καραϊσκάκη, το τουριστικό περίπτερο του
Ε.Ο.Τ. “Διόνυσος” στου Φιλοπάππου, το Δημαρχείο τής Αθήνας, ο σταθμός
Πανεπιστημίου τού μετρό τής Αθήνας κ.ά. Το 1962 εκλέχτηκε τακτικό μέλος τού
Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών (F.I.A.L.). Το 1965 του απονεμήθηκε ο
Ταξιάρχης τού Φοίνικος.
Το 1972, στην τρίτη ατομική του
έκθεση στη γκαλερί Ιόλα – Ζουμπουλάκη, εξέθεσε μεταξύ άλλων τη σειρά έργων του
με τίτλο “Επιθαλάμια”. Τον κατάλογο προλόγισε ο Οδυσσέας Ελύτης. Το 1973
συμμετέσχε στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας στο Μόναχο και κέρδισε το χρυσό
μετάλλιο ταπισερί. Το 1978 συμμετέσχε μαζί με άλλους 22 έλληνες ζωγράφους και
γλύπτες επιλεγμένους από την Εθνική Πινακοθήκη στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού.
Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.
Το 1983 αποχώρησε από
την Α.Σ.Κ.Τ., μετά από 36 χρόνια προσφοράς. Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη
οργάνωσε προς τιμή του αναδρομική έκθεση του συνόλου τού έργου του –ζωγραφική,
χαρακτική, γλυπτική, μακέτες για αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις, σκηνικά και
κοστούμια– και με την ευκαιρία εκδόθηκε από τον Όμιλο Εταιριών Εμπορικής
Τράπεζας το λεύκωμα “Γιάννης Μόραλης”. Ακολούθησαν λευκώματα με έργα του
–ζωγραφικά, χαρακτικά, σχέδια κ.λπ.– από τις εκδόσεις Βέργου, Αδάμ, Μορφωτικού
Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή κ.ά. Το 1999
του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη τής Τιμής. Πέθανε στην Αθήνα στις 20
Δεκεμβρίου 2009 και κηδεύτηκε σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως είχε ζητήσει.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ
Οι τιμές των έργων του
«Δεν με ενδιαφέρει το εμπόριο»
Η αρχαία τέχνη δεν είναι κληρονομιά. Το κλασικό ύφος είναι συνέχεια και
τα ιστορικά κενά των παύσεων του δεν αποτελούν ρήξεις αυτής της συνέχειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου