Η Δημουργία του Αδάμ |
του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Ο Μιχαήλ Άγγελος,
μπορεί να άφησε μεγαλειώδη έργα ζωγραφικής, όμως ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του
γλύπτη. Έπειτα από τη ματαίωση του ταφικού μνημείου που του είχε αναθέσει, το
1505, ο Πάπας Ιούλιος Β΄, ο Μιχαήλ Άγγελος αναγκάστηκε, αντί του τάφου, να
αναλάβει τη διακόσμηση της οροφής του παρεκκλησίου της Cappella Sixtinα[1]. Η σχέση του μεγάλου καλλιτέχνη με το
παρεκκλήσι αυτό, αφορά δύο ετεροχρονισμένες εργασίες. Η πρώτη εργασία, που αφορά τον θόλο και τις νωπογραφίες της «Δημιουργίας», ξεκίνησε το 1508 και
ολοκληρώθηκε το 1512. Αυτή η εργασία που έμοιαζε με τιμωρία και που έβλαψε την υγεία
του, αναδείχθηκε τελικά σε μια δικαίωση του μεγάλου ταλέντου του. Η δεύτερη
εργασία, που έγινε εικοσιπέντε
χρόνια αργότερα, του ανατέθηκε από τον Πάπα Παύλο Γ΄ και αφορούσε τη μεγαλειώδη
νωπογραφία της «Δευτέρας Παρουσίας», πάνω στον τοίχο του Βωμού του
παρεκκλησίου. Το έργο αυτό, ξεκίνησε το 1534 και ολοκληρώθηκε το 1541.
Η προσωπικότητα του
Μιχαήλ Αγγέλου, μπορεί να διαφανεί καθαρά μέσα από τη μνημειώδη σύλληψη του
έργου του θόλου. Καταλαβαίνουμε αμέσως, πως επρόκειτο για έναν καλλιτέχνη, που
πέρα από τις άριστες γνώσεις της τέχνης, διέθετε ένα πλούσιο θεολογικό και
φιλοσοφικό υπόβαθρο, δίχως το οποίο θα ήταν αδύνατο να εμπνευστεί τις συνθέσεις
του. Οι τοίχοι του παρεκκλησίου ήταν ήδη ζωγραφισμένοι από άλλους καλλιτέχνες,
και αυτό αξίζει να σημειωθεί, γιατί ο εναρμονισμός ενός νέου έργου, δίπλα σε
άλλα παλαιότερα, αποτελεί μια πρόκληση που απαιτεί εξαιρετικές ικανότητες. Στην
αρχική διακόσμηση του παρεκκλησιού, όπως γράφει ο Τολναί: «Η ζωή του Μωυσή
και η ζωή του Χριστού ξετυλίγονται απόλυτα παράλληλες και συμβολίζουν, η πρώτη
τη ζωή μέσα στο νόμο (sub lege), και η δεύτερη τη ζωή μέσα στη χάρη (sub gratia), ενώ η πρώτη προοιωνίζει τη δεύτερη». Όλοι συμφωνούν, ότι ο τρόπος αυτός της αντιπαράθεσης των ζωών των δύο
ιερών προσώπων, εμπνέεται από τους «Βίους Παραλλήλους» του Πλούταρχου.
Άλλωστε, τα πιο σημαντικά έργα του 15ου και 16ου αι.,
συνήθως υποκρύπτουν ένα «νόημα» νεοπλατωνικής έμπνευσης. Στη μονογραφία του ο Stefano Bottari [2] γράφει για αυτή τη συνάφεια: «Η αρχαία σκέψη ενώθηκε έτσι με τη
χριστιανική. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κλίμα ευλάβειας που έδωσε μυστηριακή
γοητεία στο σύνολο των παραστάσεων». Από εκεί και πέρα, συνεχίζει:«προσθέτοντας
στις απεικονίσεις της ανθρωπότητας μέσα στο νόμο και μέσα στη χάρη, την
απεικόνιση της ανθρωπότητας, πριν από το νόμο (ante legem), ο καλλιτέχνης προβάλλει πάνω στο σύνολο το ανήσυχο και
βασανισμένο του μήνυμα και τις αστραποβόλες προφητείες του».
Η παράβαση και η εκδίωξη των Πρωτοπλάστων |
Η περίοδος της
αταξίας, πριν από το νόμο, εμφύσησε κίνηση και δραματική ένταση στην «αρχαϊκή»
γαλήνη του παρεκκλησίου, οδηγώντας την ανθρωπότητα στις αρχές της Δημιουργίας
της. Η κατεύθυνση που ακολούθησε ο Μιχαήλ Άγγελος, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα
και μάλιστα με μεγαλύτερη επάρκεια από άλλους καλλιτέχνες της γενιάς του, ήταν
σχεδόν αντίθετη. Απώτερος σκοπός της, ήταν η επανασύνδεση με το θείο και για το
λόγο αυτό, υπέταξε τη σύνθεση με μια αισθητική θεολογία. Είναι η στιγμή που
συναντώνται αρμονικά η ιερότητα με τη μορφή της. Ο Παντ. Πρεβελάκης παρατηρεί
πως: «στην Καπέλα Σιξτίνα ο παγανιστικός κόσμος έχει αφομοιωθεί από το
θεολογικό διαλογισμό και τη μορφοποιητική διαδικασία» (Μ.Σ.σ. 16).
Η Λιβυκή Σίβυλλα |
Από αυτή
την άποψη, το φυσικό πρότυπο του ανθρώπου, επιστρέφει στη σφαίρα της θείας
δημιουργίας του, και δεν απομακρύνεται πλέον από αυτήν. Η ανθρώπινη ιστορία
επανατοποθετείται σε μια αποκαλυπτική αρχή, ακολουθώντας την πορεία της τελικής
της δικαίωσης. Όμως η επιστροφή είναι επώδυνη και αγωνιώδης. Από την αρχή η ανθρωπότητα έχει τη
σφραγίδα του προπατορικού αμαρτήματος. Ανανεώνεται διαρκώς, κι ολοένα γυρίζει
στην πηγή του πόνου της. Η ιστορία της, τώρα, εμφανίζεται όχι σαν παρελθόν παρά
σαν προίμιο. Από το ασυνείδητο (Πρόγονοι του Χριστού) περνάει στην
ενόραση και την προφητεία του θείου (Προφήτες, Σίβυλλες) και τέλος στην
κεραυνοβόλα του αποκάλυψη (σκηνές της Δημιουργίας). Οι εννέα κύριες
συνθέσεις του θόλου, παριστάνουν την ιστορία της Δημιουργίας, της Πτώσεως των
πρωτοπλάστων, και άλλα, μέχρι τον Κατακλυσμό. Ο τρόπος με τον οποίο
αναπαράστησε τα γνωστά βιβλικά επεισόδια, είναι πολύ ώριμος, σχεδόν κλασικός. Ο
Μιχαήλ Άγγελος, βαθιά συνεπαρμένος από το θέμα του, εμφυσά την ίδια ζωή, με μια
ένταση χωρίς ανάπαυλα, στα πρόσωπα και στην αρχιτεκτονική, δένοντάς τα στα ίδιο
πεπρωμένο.
Το κείμενο αποτελεί μέρος της
μελέτης μου: (ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ «Μια επισκόπηση της
ανάπτυξης του πολιτισμού»), Γ΄ Μέρος: ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, Κεφ, 6. H ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ-Το
ιστορικό πλαίσιο της Αναγέννησης, παρ. 6.8 Τα πρόσωπα στην τέχνη της ώριμης
Αναγέννησης
[1]Η Καπέλλα Σιξτίνα είχε χτιστεί ανάμεσα στα 1473-1477 για τον Πάπα Σίξτο
Δ΄. Το παρεκκλήσι είχε αρχικά διακοσμηθεί συστηματικά από μια σειρά μεγάλους
ζωγράφους, όπως ο Μποττιτσέλλι, ο Γκιρλαντάγιο, ο Σινιορέλλι, ο Περουτζίνο και
ο Πιντουρίκκιο. Την τεράστια φήμη του την χρωστάει όμως στις τοιχογραφίες του
Μιχαηλαγγέλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου