Ο Χρήστος
Καρούζος, αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός, γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1900 και
πέθανε στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1967. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης
Καρούζος και η μητέρα του Βιολέτα Στασινού. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε
στην Άμφισσα, όπου και τελείωσε το γυμνάσιο σε ηλικία 16 χρονών. Τότε γράφεται
στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (1916), ενώ θα προσχωρήσει και στον Εκπαιδευτικό
Όμιλο. Σπουδάζει κλασσική φιλολογία και αρχαιολογία. Το 1919 προσλαμβάνεται
στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ως επιμελητής, ενώ παίρνει το πτυχίο του το 1921.
Μεταξύ 1928 και 1930 συνεχίζει με σπουδές στο Μόναχο και στο Βερολίνο.
Το 1925
γίνεται έφορος αρχαιοτήτων και αργότερα προάγεται σε γενικό έφορο. Υπήρξε
έφορος στην Στερεά Ελλάδα και αργότερα στις εφορείες Αττικής, Θεσσαλίας,
Σπάρτης και Κυκλάδων. Το 1930 εκδίδει την πρώτη του μελέτη με τίτλο «Ο Ποσειδών
του Αρτεμισίου», για το ομώνυμο άγαλμα. Η μελέτη αυτή θα τον κάνει γνωστό
διεθνώς. Στην κατοχή (1942) αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού
Μουσείου της Αθήνας. Την περίοδο αυτή θα βοηθήσει στη διάσωση των αρχαίων
ευρημάτων, ενώ μετά τον πόλεμο θα εκδώσει μια έκθεση σχετικά με τις καταστροφές
και τις απώλειες αρχαίων αντικειμένων που έγιναν κατά την διάρκεια του πολέμου.
Σε
συνέντευξή του, υπογραμμένη με τα αρχικά Μ.Α.Β., στο περιοδικό «ΜΕΝΤΩΡ» της
Αρχαιολογικής Εταιρείας (16 Ιουνίου 1945), αναφέρει για τους σταυρωτήδες
Γερμανούς αρχαιολόγους:
«Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι
τους απαιτήσανε πρώτα - πρώτα να ανοίξουμε αμέσως τα μουσεία, λέγοντας στην
αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα,
ύστερα πως στον πόλεμο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη. Η
επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μας γλύτωσε τα σπουδαιότερα
μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία. Γιατί όπου βρήκαν ευκαιρία, όχι
πολύ συχνά ευτυχώς, τα έκαμαν και τα δύο. Πέτυχαν να ανοίξουν το Μουσείο του
Κεραμικού, που το είχαν κάμει αυτοί: Σε λίγες μέρες Γερμανοί αξιωματικοί
έκλεψαν μπροστά στα μάτια του Γερμανού αρχαιολόγου, που τους οδηγούσε, έναν
ωραίο πήλινο αρχαϊκό πίνακα, με παράσταση πρόθεσης του νεκρού.
Με τη
σύζυγο του, αρχαιολόγο Σέμνη Παπασπυρίδη
|
Σε διάφορα άλλα επαρχιακά Μουσεία (Μέγαρα, Θήβα,
Χαιρώνεια, Τανάγρα, Αλμυρό, Λάρισα, Βέροια, Θέρμο, Κόρινθο, Αργός, Δήλο, Σίφνο,
Κνωσό, Χανιά, Σάμο), Γερμανοί και Ιταλοί, αφού μπήκαν ή εγκαταστάθηκαν στα
μουσεία, αλλού έσπασαν βιτρίνες και αποθήκες, αλλού έκαψαν την ξυλεία, αλλού
πήραν ό,τι αρχαία μπόρεσαν. Οι φύλακές μας στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα
πιστοί στο καθήκον τους, με κίνδυνο όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και όλου
του σπιτιού τους. Μερικά έπαθαν ανεπανόρθωτες καταστροφές για να κάμουν αυτοί
τα "απόρθητα" οχυρώματά τους (Βασιλικός τάφος Κνωσού, Ακρόπολη
Ασίνης, βωμός ανακτόρου Τίρυνθος, Ναός Ποσειδώνος - Σούνιο, ανατίναξη του
Λαβυρίνθου της Γύρτυνος, του μινωικού βασιλικού τάφου των Ισοπάτων, τείχη του
Κόνωνος). Η Αρχαιολογική μας Υπηρεσία δεν άφησε καμία ευκαιρία που να μην
απευθυνθεί στη στρατιωτική τους "υπηρεσία προστασίας της τέχνης" και
να τους καταγγείλει, με σπάνια παρρησία και με πολύ έντονα έγγραφα, τα εγκλήματα
τους. Οι αρχαιολογικοί σταυρωτήδες, όμως, που υπηρετούσαν εκεί μόνη έγνοια
είχαν το πώς θα γλιτώσουν το μέτωπο. Η γενναιότητά τους ξεθύμαινε με έγγραφα
απερίγραπτης τραχύτητας και θρασύτητας, με τα οποία κατά κανόνα έριχναν πάντα
την ευθύνη στους Ελληνες και φοβέριζαν τους αρχαιολογικούς μας υπαλλήλους για
τη δυσφήμιση του στρατού κατοχής. Αρκετοί φύλακες φυλακίσθηκαν και
βασανίστηκαν, επειδή είχαν τολμήσει να κάμουν τέτοιες καταγγελίες. Ας αφήσουμε
τις παράνομες λαθραίες ή τις φανερές ανασκαφές τους.»
Tο 1945
ξεκίνησε το έργο της επανέκθεσης των συλλογών του Εθνικού Αρχαιολογικού
Μουσείου, κάτι που τελικά ολοκληρώθηκε το 1964. Στο έργο αυτό βοήθησε και η
σύζυγός του, Σέμνη. Ήταν ένα τιτάνιο έργο που θα καταστήσει και τους δύο
εμβληματικές μορφές του νεοελληνικού πολιτισμού. Πραγματοποίησε ανασκαφές σε
διάφορα μέρη και με τις απόψεις του έδωσε λύσεις σε διάφορα αρχαιολογικά
ζητήματα. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Ένωσης
Κριτικών Τέχνης. Τα τεχνοκριτικά του άρθρα χαρακτηρίζονταν «φωτισμένα και
καθόλου επηρεασμένα από τη σχολαστική αρχαιολογία». Μαζί με άλλους
διανοούμενους της εποχής, υπερασπίστηκαν το 1931 την έκθεση του Γεράσιμου
Στέρη, που είχε προκαλέσει την αρνητική κριτική του τότε διευθυντή της Εθνικής
Πινακοθήκης Ζαχαρία Παπαντωνίου. Τα κείμενα αυτά (ανάμεσα και το κείμενο του
Παπαντωνίου, αλλά και ένα κείμενο του Στέρη), γνωστά ως «18 κριτικά άρθρα γύρω
από μια έκθεση», θα αποτελέσουν και «το μανιφέστο του εικαστικού μοντερνισμού
στην Ελλάδα»
Ο Καρούζος
υπήρξε μια από της μορφές που επηρέασαν την πνευματική ζωή του τόπου. Για την
προσφορά του έλαβε διάφορες τιμητικές διακρίσεις. Ανακηρύχθηκε Επίτιμος
Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βασιλείας (Ελβετία). Το 1955 εκλέγεται μέλος της
Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών και της Ακαδημίας Αθηνών, με την οποία όμως
διαφώνησε στο θέμα της μεταρρύθμισης στην παιδεία. Του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης
του Φοίνικα, ενώ υπήρξε και μέλος των Αρχαιολογικών Ινστιτούτων του Βερολίνου
και της Βιέννης.
Τον Μάρτιο
του 1967, λίγο προτού καταλυθεί η έννομη τάξη από την απριλιανή χούντα, η
Κλασική Αρχαιολογία του 20ού αιώνα έχανε έναν κορυφαίο της εκπρόσωπο και η
ελληνική επιστήμη τον πνευματικότερο εκφραστή της. Ο Χρήστος Καρούζος είχε ήδη
στιγματιστεί με τις δραματικές εμπειρίες της Μικρασιατικής Καταστροφής και το
αντιπνευματικό κλίμα της δικτατορίας του Μεταξά, τις επιπτώσεις του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής, τα καταθλιπτικά αδιέξοδα της εμφύλιας
σύρραξης και της δύσκολης μετεμφυλιακής περιόδου. Είχε ήδη αγωνιστεί
κατασπαταλώντας τις δυνάμεις του για την παιδεία, την κοινωνική πρόοδο, την
επιστημονική προκοπή και την εμπνευσμένη υπηρέτηση του τόπου του ως ένθερμος
οραματιστής, μαχόμενος δημοτικιστής, ακούραστος ερευνητής και υποδειγματικός
δημόσιος λειτουργός.
«Σε μια εποχή που ανακάλυπτε τη σημασία της
απόλυτης εξειδίκευσης, ο Χρήστος Καρούζος εξακολουθούσε να υποστηρίζει το
αίτημα μιας καθολικής παιδείας, ως προϋπόθεση για την πολυδιάστατη θεώρηση του
αντικειμένου και ως εγγύηση για τη διαύγεια της εποπτείας του. Τη συνεχή δηλαδή
άσκηση της νόησης και της ευαισθησίας πάνω σ' ένα συνεχώς διευρυνόμενο
ερευνητικό πεδίο, παράλληλα με την όξυνση της όρασης στους ανοιχτούς ορίζοντες
της παρατήρησης και τη δοκιμασία της κριτικής εμβέλειας ως τα τρίσβαθα της
δημιουργικής ανάγκης του ανθρώπου. Αντιπαραθέτοντας στις πραγματιστικές τάσεις
της νεώτερης έρευνας τη δροσιά του φιλοσοφικού στοχασμού, στο νεοθετικιστικό
της πνεύμα τον αντίλογο της ποιητικής διάστασης, στις μονοδιάστατες θεωρήσεις
της τρέχουσας επιστημονικής πρακτικής μια εσωτερική διάθεση αναγωγής από το
ειδικό στο γενικό και από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Κατά τον Καρούζο η
αρχαία ελληνική τέχνη και η ιστορία της δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να κατανοηθεί
χωρίς τη γνώση της νεώτερης τέχνης και τη δική της ιστορία, χωρίς την ιστορία
της ιστορίας και την ιστορία του πολιτισμού, την ελληνική και την ξένη, την
αρχαία και τη νεώτερη. Τα διδάγματα που είχε αντλήσει από την εξοικείωσή του
τόσο με την ευρωπαϊκή, όσο και με την νεοελληνική πνευματική παραγωγή, είναι
άλλωστε ορατά στη στέρεη άρθρωση και στα φωτεινά πετάγματα των κειμένων του.
Στη διαμόρφωση της πνευματικής του
ιδιοσυγκρασίας ξεχωριστή επίδραση άσκησε ο Διονύσιος Σολωμός. Όπως σημειώνει
μάλιστα ο Λίνος Πολίτης, αφιερώνοντάς του τον δεύτερο τόμο των Αυτογράφων του
ποιητή, ήταν «εκείνος που πρώτος συνέλαβε την ιδέα της πανομοιότυπης έκδοσης
και που με το ενδιαφέρον του πνευματικού ανθρώπου παρακολούθησε πάντα από κοντά
όλα τα στάδια της πραγματοποίησης» του μνημειακού αυτού έργου. Λιγότερο γνωστή
παραμένει η συμβολή του Χρήστου Καρούζου στις μαρξιστικές σπουδές, κυρίως γιατί
τα γραπτά του ¬ όσα και όποτε διαβάστηκαν σοβαρά ¬ αντιμετωπίστηκαν με την
επίπεδη λογική του ψυχρού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και όχι από τη σκοπιά της
μεθόδου που χρησιμοποιεί, για να προσεγγίζει τα εξεταζόμενα θέματα. Ορισμένα
δημοσιεύματα των νεανικών του χρόνων, οι μεταφράσεις λ.χ. των έργων «Μαρξισμός
και Φιλοσοφία» του Karl Kors (1927), καθώς και του πρώτου κεφαλαίου από το
«Anti-Duhring» του Ένγκελς που κυκλοφόρησε με τίτλο «Η Φιλοσοφία» (1928),
υπογράφονται με το ψευδώνυμο Χρήστος Καστρίτης. Για λόγους αυτοπροστασίας
κατέφυγε και αργότερα στην ψευδωνυμία, υπογράφοντας ως Χρήστος Λογάρης τη
μελέτη «Η έκδοση του Σοφιστή» στον αναμνηστικό τόμο του Δημήτρη Γληνού (1946).
Αυτό δεν προστάτευσε πάντως τη δημοσιοϋπαλλική του ζωή από τις συνεχείς
ταλαιπωρίες και τις συχνές επιθέσεις, κάτι που δεν απέφυγαν και πολλοί άλλοι
φίλοι ομοϊδεάτες του.
Ἀρχαῖα, λίγο πρίν τήν κατάχωσί τους,
στό Ἐθνικό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο,
για νά προστατευθοῦν
ἀπό τά γερμανικά στρατεύματα κατοχῆς.
|
Μέσα στο κλίμα των ιδεολογικών πεποιθήσεων του
Χρήστου Καρούζου γίνεται κατανοητή η παιδαγωγική του δράση, η προσχώρησή του
στον Εκπαιδευτικό Όμιλο (1916) και οι μεταφράσεις σημαντικών κειμένων των Κ.
Krumbacher, «Η βυζαντινή λογοτεχνία» (1927), W. Kranz, «Ο νεώτερος ουμανισμός
στη Γερμανία» (1928) και Κ. Schoeder, η «Μεταφυσική της Ιστορίας» (1928). Το
ιδανικό της μορφωτικής ανύψωσης του κόσμου το υπηρέτησε με ακαταπόνητη συνέπεια
και ως το τέλος της ζωής του ως πραγματικός Δάσκαλος του Γένους. Ένας μεγάλος
αριθμός από «εκλαϊκευτικά» άρθρα, διάσπαρτα σε ποικίλες εκδόσεις που
απευθύνονται στο όχι εξειδικευμένο κοινό ¬ τη «Λαϊκή Φωνή» του Βόλου και την
«Αναγέννηση», τα «Νεοελληνικά Γράμματα» και τα «Ελεύθερα Γράμματα», το «Παιδεία
και Ζωή», κυρίως όμως τη «Νέα Εστία» ¬ περιέχει διαμάντια στοχασμού και
αποστάγματα σοφίας, πολύτιμες, πρωτότυπες ιδέες «για ξετύλιγμα», όπως έλεγε ο
ίδιος, οι οποίες όμως δεν πυροδότησαν την περιέργεια της ορθόδοξης έρευνας για
περαιτέρω επεξεργασία. Με επτασφράγιστες τις πόρτες του Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου, που προάσπιζε σθεναρά πάντοτε τον λογιοτατισμό της αντίδρασης, ο
Καρούζος έδινε εν τούτοις διέξοδο στις διδακτικές του ανάγκες, παραδίδοντας
συστηματικά μαθήματα στο «Αθήναιον» (1947-1957), μαζί με άλλους,
αποδιοπομπαίους επίσης της καθεστηκυίας πνευματικής ζωής, όπως οι Ε.
Παπανούτσος, Θ. Σταύρου και Κ.Θ. Δημαράς.
Ανάμεσα στα κλασικά «εκλαϊκευτικά» του κείμενα
ξεχωρίζει για την επιγραμματική του πυκνότητα και το σπάνιο αξιολογικό του
βάρος το «Ένας θησαυρός κι ένας αγώνας» που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» τα
Χριστούγεννα του 1940: Θησαυρός είναι η αρχαία ελληνική τέχνη και το ζωντανό
μήνυμα της ελευθερίας που αναμεταδίδει, αγώνας είναι το χρέος της εννόησης των
μηχανισμών που διέπουν τη λειτουργία της, ένα χρέος ανάλογο μ' αυτό που
εμψύχωνε τότε την απόκρουση της βαρβαρικής επιδρομής. Μαζί με τη σύντροφό του,
την λαμπρή και ακάματη αρχαιολόγο Σέμνη, ο Καρούζος επέστρεψε τις τιμητικές
διακρίσεις που του είχαν απονεμηθεί από ανώτατα πνευματικά ιδρύματα της
Γερμανίας. Σε όλη του εξάλλου τη ζωή, δεν εξαργύρωσε ποτέ τις σχέσεις του με
τους εκάστοτε κρατούντες, ακόμα και όταν πρωθυπούργευε ο παλαιός του φίλος Γεώργιος
Παπανδρέου. Τα καθαρά αρχαιολογικά ενδιαφέροντα του Καρούζου επικεντρώνονται
πάνω σε βασικής σημασίας ζητήματα, που προκύπτουν από τη σχέση του έργου της
τέχνης με τον δημιουργό του και με την εποχή του. Στον τομέα αυτό η προσωπική
του συμβολή υπήρξε καθοριστική με την ανακάλυψη των νόμων που διέπουν τη
μεταστοιχείωση των υλικών αρετών σε πνευματικές αξίες και την παρακολούθηση της
εξελικτικής διαδικασίας στη διαμόρφωση των αισθητικών κριτηρίων της ελληνικής
αρχαιότητας.
Το κείμενο που δημοσίευσε το 1941 στον
αναμνηστικό τόμο του Χρήστου Τσούντα με τίτλο: «Περικαλλές άγαλμα εξεποίησ' ουκ
αδαής» είναι η σημαντικότερη ίσως κατάθεση της ελληνικής επιστήμης του 20ού
αιώνα. Το ίδιο ισχύει και για τη μονογραφία που αφιέρωσε το 1961 στον τελευταίο
αρχαϊκό κούρο, τον Αριστόδικο, όπου οι νέες διεισδυτικές απόψεις συνομιλούν
γόνιμα με τις προγενέστερες και η εντυπωσιακή βιβλιογραφική ενημέρωση αποτίει
τον πρέποντα φόρο τιμής στην επιστημονική προσφορά του Κωνσταντίνου Ρωμαίου,
στον οποίο οφείλεται μια άλλη σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη: η αφανής κίνηση
των αγαλμάτων της αρχαϊκής εποχής. Εντύπωση κάνουν σήμερα και οι ισχυροί δεσμοί
φιλίας και βαθύτατης εκτίμησης που είχε σφυρηλατήσει με τους διαπρεπέστερους
από τους ξένους συναδέλφους του: [Τους Γερμανούς Ε. Buschor, Ε. Langlotz, Β.
Schweitzer, W.Η. Schuchhardt, Η. Mobius, Ε. Kunze, τους Ιταλούς R.
Bianchi-Bandinelli, Ε. Paribeni, Ρ. Mingazzini, τους Γάλλους Ρ. Devambez, Ρ.
Demargne, F. de la Coste
- Messeliere, τους Άγγλους J. Beazley, Η. Payne, Β. Ashmole, τον Αμερικανό Η.
Thomson]. Πιστεύοντας στους ανοιχτούς τους ορίζοντες της επιστήμης, ο Καρούζος
κρατούσε ανοιχτό το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ως κέντρο ελεύθερης διακίνησης
των ιδεών ¬ αντίθετα από το ασφυκτικά κλειστό, αντιπνευματικό και
αντισυναδελφικό κλίμα που παρακολουθεί τη μεταδικτατορική του αδράνεια.»
Άγγελος
Δεληβοριάς, αρχαιολόγος, διευθυντής του μουσείου Μπενάκη.
Το
μνημειώδες έργο του, "Περικαλλές άγαλμα εξεποίησ’ ουκ αδαής",
έργο αναφοράς για την αρχαία ελληνική τέχνη.
|
"Στα
έργα του πνεύματος, εγγύηση για την προκοπή τους, είναι η συναίσθηση ότι δεν
αρχίζουμε να γράφομε την εμείς την ιστορία από το κενό, αλλά ότι συνεχίζομε τον
πνευματικό κόπο πολλών γενεών, που έδωσε αποτελέσματα τόσο στέρεα ώστε να
μπορούμε τώρα να οικοδομούμε επάνω τους με ασφάλεια, η βαθειά συνείδηση ότι
πνεύμα σημαίνει συνέχεια και διάρκεια".
Χρήστος
Καρούζος
Απόσπασμα
από το λόγο που εκφώνησε κατά τα εγκαίνια της Στοάς του Αττάλου. Aπό τον τόμο
“Αρχαία Τέχνη” Ομιλίες-Μελέτες, εκδ. “Ερμής”
ΠΡΟΤΑΣΗ: Ο
πεζόδρομος που ενώνει το Αρχαιολογικό με το Λαογραφικό μουσείο της πόλης μας να
μετονομαστεί σε οδό: Χρήστου και Σέμνης Καρούζου.
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου