Mετά την
ανακάλυψη αρκετών επιγραφών στη θρακική γλώσσα γίνεται όλο και περισσότερο
κατανοητό ότι η στενότερη συγγενής της Θρακικής δεν είναι άλλη από την
Ελληνική. Μάλιστα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο όρος «ελληνικές γλώσσες», για
να χαρακτηρίσει μια σειρά γλωσσών όπως η παιονική (ίσως στην πραγματικότητα να
πρόκειται για μια βορειοδυτική ελληνική διάλεκτο, όπως η μακεδονική),[1] η
θρακική, η μεσσαπική (στη νότια Ιταλία) και η φρυγική (στη Μικρά Ασία).
Φαίνεται ότι όλες αυτές οι γλώσσες προέκυψαν από ένα παλαιοβαλκανικό διαλεκτικό
συνεχές, στο οποίο οι νότιες διάλεκτοι απετέλεσαν την καθαυτό Ελληνική και οι
βόρειες τις υπόλοιπες γλώσσες, με τη μακεδονική διάλεκτο να κατέχει ρόλο
συνδέσμου. Οι Φρύγες μετακινήθηκαν στη Μικρά Ασία και οι Μεσσάπιοι στη Νότια
Ιταλία.[2]
Τη στενή
συγγένεια Θρακικής και Ελληνικής αναδεικνύουν πρόσφατες επιγραφές από ναό του
Απόλλωνα στην περιοχή της Ζώνης/Σαμοθράκης. Στηρίζομαι στο άρθρο του C. Brixhe
(Zôné et Samothrace: lueurs sur la langue thrace et nouveau chapitre de la
grammaire comparée?), κατεξοχήν ειδικού στα θέματα των παλαιοβαλκανικών
γλωσσών. Ο Brixhe πιστεύει ότι η Ελληνική, η Θρακική και η Φρυγική θα μπορούσαν
να είναι τόσο συγγενικές όσο είναι λ.χ. η Ρουμάνικη με την Πορτογαλική.
Πρόκειται
για αφιερώσεις στον Απόλλωνα, ο οποίος καταγράφεται με τον τύπο ΑΒΟΛΟ. Ο τύπος
αντιστοιχεί στην τυπική δοτική Ἀπόλλωνι (για τον
Απόλλωνα). Στην Ελληνική, ωστόσο, υπήρχε και δεύτερος τύπος του ονόματος του
θεού, χωρίς την επέκταση -ν-, όπως φανερώνεται από τους τύπους Ἀπόλλω, Ἀπέλλω που
τους βρίσκουμε λ.χ. στην Αττική, τη Λακωνία ή τη Θήρα (πβ. και το ζεύγος Ποσειδῶνα και
Ποσειδῶ). Ο θρακικός τύπος πρέπει να αντιστοιχεί σε Ἀβόλω <
Αβόλωι, με μακρό -ο (=ω) στο τέλος, επειδή α) σε άλλες θρακικές επιγραφές το
άτονο βραχύ -ο μετατρέπεται σε -ε, πράγμα που δεν συμβαίνει εδώ, και β) επειδή
και σε άλλους θρακικούς τύπους το δεύτερο στοιχείο της διφθόγγου εκπίπτει (π.χ.
καιε / καε βλ. παρακ.). Ο τύπος παρουσιάζει και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία:
απλοποίηση του διπλού (λλ) σε απλό (λ), που όμως μπορεί να αποτελεί μόνο
ορθογραφική σύμβαση, αφού συμβαίνει συχνά και στις αρχαϊκές ελληνικές
επιγραφές. Και μετατροπή του άφωνου κλειστού (π) σε ηχηρό κλειστό (b). Η
δεύτερη φωνητική μεταβολή φαίνεται να αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του
βορειοελλαδικού χώρου, αφού εμφανίζεται και στη μακεδονική διάλεκτο (π.χ.
Διγαία αντί Δικαία, επίθετο της Άρτεμης). Σε επιγραφές από το χώρο της Θράκης
πβ. τα θρακικά ανθρωπωνύμια σε -τοκος (Σάδοκος και Σάτοκος, Αμάδοκος και
Αμάτοκος). Πβ. επίσης Σιτάλκης και Σιδάλκης.
Ο Απόλλων
χαρακτηρίζεται με το επίθετο ΥΝΕΣΟ, το οποίο ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός είναι
επίσης στη δοτική. Σε ορισμένες επιγραφές απαντά μόνο του (χωρίς το θεωνύμιο),
προφανώς ως λατρευτικός τίτλος. Ο Brixhe υποθέτει ότι αντιπροσωπεύει ένα
επίθετο που στα Ελληνικά θα αντιστοιχούσε σε *ὄνησος < ὄνίνημι =
ωφελώ, βοηθώ. Απαντά ως ανθρωπωνύμιο Ὄνησος/Ὄνασος. Θα ισοδυναμούσε με το συνηθέστερο ὀνήσιμος.
Το αρχικό ο- κλείνει σε υ-, προφορά ου. Πβ. στην Ελληνική λ.χ. την παραλλαγή ἀπό και ἀπύ.
Ακολουθεί
στη μία επιγραφή σε ονομαστική το όνομα αυτού που έκανε την αφιέρωση:
ΑΠΟΛΟΔΟΡΕ. Πρόκειται για το αντίστοιχο του Ἀπολλόδωρος. Παρατηρούμε
έκπτωση του τελικού -ς. Το σύνολο των επιγραφικών θρακικών μαρτυριών μαρτυρεί
έκπτωση των τελικών συμφώνων, όπως και στην Ελληνική. Μόνο που στην Ελληνική
κατάφεραν να επιβιώσουν τα -ρ, -ν, -ς, ενώ στην πορεία προς τη Νέα Ελληνική ως
τελικά σύμφωνα απέμειναν μόνο το -ς και το -ν (στην πράξη μόνο στις ρηματικές
καταλήξεις, π.χ. έλυσαν). Η τροπή του ο σε ε μαρτυρείται στο βόρειο χώρο στη
θεσσαλική (Ιστιαιώτιδα): λ.χ. επιγραφικό Κλίανδρες αντί Κλέανδρος,[3] όπου
παρατηρούμε και το κλείσιμο του ε σε ι, αντίστοιχο του κλεισίματος του ο σε υ
στη Θράκη. Πβ. στη Θάσο Διεσκορᾶς αντί Διοσκορᾶς.
Οι
επιγραφές κλείνουν με τον ρηματικό τύπο ΚΑΙΕ/ΚΑΕ. Αντιστοιχεί στο ελληνικό ρήμα
καίω και πρέπει να πρόκειται για γ΄ ενικό παρελθοντικού χρόνου (ελληνικό
αντίστοιχο ἔκαιε ή ἔκαυσε).
Παρατηρείται πάλι η τάση απώλειας του δεύτερου στοιχείου της διφθόγγου και η
απώλεια των τελικών συμφώνων, όπως και στην Ελληνική: ἔλυε < *ἔλυετ (για
το -τ, πβ. μέση φωνή ἐλύετο). Το ρήμα στη
θρακική παρουσιάζεται αναύξητο. Πβ. τους πολυάριθμους αναύξητους τύπους στον
Όμηρο, γεγονός που δείχνει ότι η αύξηση και στην Ελληνική για καιρό ήταν
προαιρετική μέχρι να οριστικοποιηθεί η χρήση της. Το ρήμα στη θρακική πρέπει να
υπέστη μια διεύρυνση της σημασίας του από το «καίω (προσφορές)» γενικά στο
«θυσιάζω, προσφέρω». Πβ. την ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη του ελληνικού
θύω(καίω θυμιάματα) στο «θυσιάζω, προσφέρω στον θεό» και τη χρήση του ἀνέθυσε
(<ἀναθύω) στην θέση του ἀνέθηκε (< ἀνατίθημι,
προσφέρω, αφιερώνω) σε ελληνικές επιγραφές.
[1] Για τη
συγγένεια Παιονικής και Ελληνικής βλ.
[2] Για τη
συγγένεια Ελληνικής και Φρυγικής
βλ.
[3] Το
αρχικό Κλί- (= Κλέ-) του θεσσαλικού τύπου μαρτυρά κλείσιμο του ε σε ι, που
παρατηρείται στο θρακικό επιγραφικό υλικό στην θρακική εναλλαγή λε/λι.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου