Άπειρος
χώρα, Αρχέγονος Ελλάς.
Γη
των Σελλών, των Μολοσσών, των Αθαμανών.
Γη
του Πύρρου και των Αρχόντων του Βυζαντίου.
Γη ματωμένη και
περήφανη, ποτισμένη από τους αγώνες του Ηπειρώτη και της Ηπειρώτισσας για
αξιοπρέπεια και προκοπή, για ζωή και για λευτεριά, που σαν κάθε Έλληνας την
έκρινες αγαθό πολυτιμότερο και από τη ζωή.
Μάχες ενάντια στους κάθε λογής επιδρομείς για τα ψηλόκορφα βουνά της, τις βαθιές χαράδρες της, τις απότομες πλαγιές της. Πάλη για τα πυκνά της δάση από οξιές και ρόμπολα, τις ιερές βελανιδιές της, όπως αυτή της Δωδώνης, που με το μαγικό της θρόισμα φανέρωνε στους θνητούς τα μελλούμενα.
Για τους καλούς χορευτές, που διακρίνονται για τη χάρη τους λένε: «Αυτός χορεύει στο πικραμύγδαλο». Άλλοι πάλι, μερακλήδες, χορεύουν με ένα ποτήρι κρασί στο κεφάλι. Έτσι, μέχρι το βράδυ οργανοπαίχτες, λαλητάδες και χορευτές γίνονται ένα, ένα σώμα μια ψυχή. Είναι η στιγμή που οι λαλητάδες ανταποκρίνονται με το παίξιμό τους στις φιγούρες του χορευτή και στολίζουν τα πατήματα με όμορφες αυτοσχέδιες νεογέννητες μελωδικές φράσεις. Είναι η στιγμή που έχει συντελεσθεί πλήρως η «μέθεξη».
Μάχες ενάντια στους κάθε λογής επιδρομείς για τα ψηλόκορφα βουνά της, τις βαθιές χαράδρες της, τις απότομες πλαγιές της. Πάλη για τα πυκνά της δάση από οξιές και ρόμπολα, τις ιερές βελανιδιές της, όπως αυτή της Δωδώνης, που με το μαγικό της θρόισμα φανέρωνε στους θνητούς τα μελλούμενα.
Αγώνας για τις μυθικές
δρακόλιμνες, τα ψηλά καταράχια και κορφοβούνια, τα ορμητικά ποτάμια, τα ζωσμένα
με τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια, πλούσια σε μύθους και ιστορία, σαν της Άρτας το
γιοφύρι και το νεκρομαντείο του Αχέροντα με το θρυλικό βαρκάρη, που μετακόμιζε
τις ψυχές των θνητών από τη ζωή στον Άδη και πλούτιζε τον κάτω κόσμο.
Γι αυτή την όμορφη γη
γράφει ο Αρτηνός ποιητής Γ. Κοτζιούλας:
Φτενά χωράφια, βολεμένα
σε πεζούλια
Κι άπιαστες γίδες που
κρεμιούνται σε γκρεμούς.
Αυτή είναι η πατρίδα
μας, μα η πούλια
Δεν λάμπει πιο καθαρά σε
άλλους ουρανούς.
Σ’ αυτή την πέτρινη γη η
Ηπειρώτισσα γυναίκα και μάνα, μόνη της συντήρησε με υπομονή και καρτερικότητα,
με κόπους και θυσίες τη ζωή, γιατί οι Ηπειρώτες άντρες, οι περισσότεροι, έπρεπε
να ξενιτευτούν. Το μαράζι της ξενιτιάς η ηπειρώτικη ψυχή το έκανε τραγούδι με
χίλιους τρόπους και σκοπούς, με χίλια λόγια, που ακόμη και σήμερα τραγουδιώνται
και θυμίζουν.
«Ο Ρόβας εξεκίνησε για
τη Βλαχιά να πάει.
Ρόβα μας τι μας έφερες
από τα μαύρα Γιαν’να.
Σας έφερα τρία παιδιά,
τρία μαργαριτάρια.
Το να το λέν αυγερινό,
το άλλο το λεν φεγγάρι
Το τρίτο το καλύτερο το
λεν Μαίσιον Ήλιο».
Οι Ηπειρώτες και οι
Ηπειρώτισσες δεν ήταν μόνο πρώτοι στ’ άρματα, στα γρόσα και στα γράμματα. Είχαν
και έμφυτο το μεράκι της καλαισθησίας και της δημιουργίας. Και πέτυχαν την
πλούσια φαντασία τους να μεταπλάσουν σε τέχνη, την καθημερινότητά τους να
μεταστοιχειώσουν σε ομορφιά.
Από τις πρώτες
καλλιτεχνικές εκφράσεις του ηπειρώτικου λαού, όπως και κάθε άλλης ελληνικής
ψυχής, είναι ο χορός και το τραγούδι. Η μουσική της Ηπείρου δεν είναι τυχαία.
Τα μουσικά της ακούσματα, συγκριτικά με αυτά της άλλης Ελλάδας αποκρυπτογραφούν
λαό με βαθιά ποιητική και μουσική παράδοση, ξεχωρίζουν και εξωτερικεύουν
ιδιαίτερο μεγαλείο σε ποιητικό χρώμα και ομορφιά.
Μουσική, χορός και
ποίηση είναι κατάθεση ψυχής. Μέσα στα ηπειρώτικα τραγούδια αντιλαμβάνεται ο
καθένας τα ποικίλα ανθρώπινα συναισθήματα να εναλλάσσονται. Τη χαρά να
διαπλέκεται με τη λύπη. Το θάνατο να συνεορτάζεται με τη ζωή. Οι γάμοι, οι
γιορτές, τα πανηγύρια ξεκινούν με ένα μοιρολόι. Δεν νοείται χαρά, αν δεν
προϋπάρξει πόνος. Γι αυτό το μοιρολόι είναι σκοπός, που ανταποκρίνεται στην
ψυχολογία του Ηπειρώτη.
Οι Ηπειρώτες συνέθεσαν
τραγούδια σε ένα διαφορετικό ιστό μουσικής, χωρίς να αποβάλλεται ο πονεμένος
χαρακτήρας, που γέννησαν οι περιστάσεις της ζωής, ο κοινωνικός περίγυρος και
κυρίως ο ξενιτεμός. Η μουσική με το χορό τούς δημιουργεί ένα βαθύ συναίσθημα
και ένα ιδιόμορφο συγκινησιακό παράπονο, που το εκφράζουν τα λαλήματα με τις
μουσικές των οργανοπαιχτών. Είναι η ιδιάζουσα ευαισθητοποιημένη ιδιαιτερότητα
της όλης ψυχοσύνθεσης του λαού της Ηπείρου όλης.
Οι λαϊκοί χοροί της
Ηπείρου διαφύλαξαν το ρυθμό και τις κινήσεις της αρχαίας τραγωδίας. Και ως
σήμερα παρέμειναν ανόθευτοι από ξενικές επιδράσεις, γεγονός που δεν τους κάνει
κατάλληλους για τουριστική κατανάλωση. Συνεχίζουν ίδιοι χωρίς παραλλαγές. Τους
συναντάμε έτσι στις γιορτές και στους γάμους, τα πανηγύρια και τις μεγάλες
επετείους με την παλιά καθορισμένη τάξη και την ξεχωριστή συνήθεια της κάθε
περιοχής
Στο Ζαγόρι πρώτος θα
σύρει το χορό ο γεροντότερος και θα ακολουθήσουν και οι άλλοι κατά σειρά
ηλικίας. Στο Σούλι πρώτη θα χορέψει η νιόπαντρη. Στα χωριά της Κόνιτσας τα
πανηγύρια κρατούν μέρες, για να χορέψουν πρώτοι τις πρώτες μέρες οι ξένοι και
κατόπιν να γλεντήσουν οι ντόπιοι. Σε κάποια χωριά στα πανηγύρια μαγειρεύουν στο
ύπαιθρο και στήνουν τραπέζια για να φάει και να γλεντήσει όλο το πλήθος
κοινοβιακά, όπως συνέβαινε με τα ομηρικά δείπνα. Στα Θεοδωριανά των Τζουμέρκων
το δεκαπενταύγουστο κάνουν τριήμερο πανηγύρι. Γλεντούν και χορεύουν κάτω από
τον πλάτανο όλοι μαζί άντρες και γυναίκες σε διπλές σειρές, διπλοκάγκελο. Τη
σειρά του χορού την ορίζει ειδικός για την περίσταση και βάζει πρώτο στο χορό
τον παπά του χωριού, για να υπογραμμιστεί η ιερότητα της εορτής. Άλλωστε ο
Δεκαπενταύγουστος για μας τους Έλληνες είναι μια μικρή Λαμπρή για τη μάνα ψυχή.
Στο Γηρομέρι Φιλιατών τη δεύτερη ημέρα της Ανάστασης πηγαίνουν με τον παπά και
τα όργανα στο νεκροταφείο. Μετά τα τρισάγια στα μνήματα, οι συγγενείς των
νεκρών παραγγέλλουν στα όργανα να παίξουν σκοπούς και τραγούδια, που αγαπούσε
και χόρευε ο μακαρίτης, όταν ζούσε. Έπειτα με τα όργανα μπροστά ακόμη και
σήμερα θα περάσουν από όλα τα σπίτια που γιορτάζουν. Εκεί θα τους κεράσουν και
θα χορέψει με τη σειρά όλη η οικογένεια αρχίζοντας από το γεροντότερο.
Στους χορούς ο κάθε νέος
θα βάλει τα δυνατά του να ξεχωρίσει με τα τσαλίμια του. Να τον προσέξουν και τα
κορίτσια, να καμαρώσουν τη λεβεντιά του.
Στα μάρμαρα στα μάρμαρα
Βγήκα να σεργιανίσω
Βγήκα να ιδώ τις έμορφες
Και πίσω να γυρίσω.
Θιαμαίνομαι, λογίζομαι
Το πώς να τις μιλήσω
Θιαμαίνομαι τον ουρανό
Πώς στέκει δίχως στύλο
Θιαμαίνομαι τις όμορφες
Που δεν με πιάνουν φίλο.
Για τους καλούς χορευτές, που διακρίνονται για τη χάρη τους λένε: «Αυτός χορεύει στο πικραμύγδαλο». Άλλοι πάλι, μερακλήδες, χορεύουν με ένα ποτήρι κρασί στο κεφάλι. Έτσι, μέχρι το βράδυ οργανοπαίχτες, λαλητάδες και χορευτές γίνονται ένα, ένα σώμα μια ψυχή. Είναι η στιγμή που οι λαλητάδες ανταποκρίνονται με το παίξιμό τους στις φιγούρες του χορευτή και στολίζουν τα πατήματα με όμορφες αυτοσχέδιες νεογέννητες μελωδικές φράσεις. Είναι η στιγμή που έχει συντελεσθεί πλήρως η «μέθεξη».
Όπως γνωρίζουμε όσοι
αγαπάμε τη δημοτική μας μουσική παράδοση, το κάθε διαμέρισμα της Ελλάδας έχει
τη δική του μουσική και ποιητική έκφραση. Τα ηπειρώτικα όμως, σε σχέση με άλλα
τραγούδια της Ελλάδας είναι πιο αυστηρά, γιατί και το τοπίο της Ηπείρου είναι
πιο αυστηρό. Έχουν μια δύναμη που δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις. Ο Ηπειρώτης και
πολυτάλαντος Νίκος Χουλιαράς στο έργο του Η νύχτα με τα ορεινά χωριά, γράφει
για τα ηπειρώτικα τραγούδια: «Τον ήχο τους τον παίρνουν τα βουνά, τον τρέχουν
στα σκοτάδια τους, τον πολλαπλασιάζουν. Είναι ένας ήχος γνώριμος σε τούτα δω τα
μέρη. Ένας επίμονος σφυγμός».
Το κονιτσιώτικο τραγούδι
για παράδειγμα είναι πιο βαρύ, έχει πολύ μεγάλη ενέργεια. Στη μεταδίδει, σε
συναρπάζει και σε αναγκάζει να κινείσαι στους ρυθμούς του. Έχει μεγάλη ποικιλία
ρυθμού, στίχους με πολλές εικόνες, μεγαλύτερη πάλη ζωής.
Κρασί μ’ σε πίνω για
καλό
Κι εσύ με πας στον
τοίχο.
Τον τοίχο τοίχο πήγαινα
Την πόρτα σου δεν
βρίσκω.
Ρίξε νερό στην πόρτα σου
Να ρθω να ξεγλιστρήσω
Να βρω αφορμή στη μάνα
σου
Να μπω να σε φιλήσω.
Το πρεβεζάνικο τραγούδι
τώρα είναι πιο ερωτικό και ανέμελο.
Το πωγωνίσιο πιο
θλιμμένο, το ζαγορίσιο πιο εύθυμο.
Με βάσει το ρυθμό
μπορούμε να διακρίνουμε τα ηπειρώτικα τραγούδια στις εξής περίπου κατηγορίες.
Νουμπέτι: είναι οργανικό
τραγούδι, που παίζεται όταν τα όργανα μπαίνουν στο σπίτι.
Καθιστικό ή του
τραπεζιού ή της τάβλας: είναι τραγούδια μόνο για να ακούγονται.
Τέλος είναι τα
χορευτικά. Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Ηλίας Δήμας στο βιβλίο του Η χορευτική
παράδοση της Ηπείρου, μας διασώζει περίπου 67 χορούς, τους πιο
αντιπροσωπευτικούς. Από αυτούς, θα αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιους: Συρτός στα
τρία, Συρτός στα δύο ή Πωγωνίσιος, Συρτός (Καλαματιανός), Κοφτός, Κλειδωτός ή
μέσα έξω ή κλειστός, Καγκελάρης Παπαδατών, Φυσούνι, Τσάμικος, Γάιτα μονή, Γάιτα
διπλή, Ζαγορίσιος, Συγκαθιστός Μετσόβου, Συγκαθιστός Συρράκου και ένα πλήθος
άλλων που χορεύονται ακόμη. Γιατί, όπως βεβαιώνει και ο ίδιος από το πλήθος των
ρυθμών και των βημάτων ελάχιστοι χοροί δεν χορεύονται σήμερα.
Θεματικά τώρα τα
ηπειρώτικα τραγούδια τα διακρίνουμε σε:
Μοιρολόγια. Είναι γνωστά
και ωςτραγούδια του θανάτου, της λύπης ή του χάρου. Συνδέονται με την αρχαία
ελληνική ελεγεία, που ήταν θρηνιτικό άσμα. Τα μοιρολόγια είναι συγκλονιστικά
θρηνολογήματα μεγάλης ποιητικής αξίας με απίστευτη δύναμη και αισιοδοξία. Πώς
πετυχαίνεται αυτό; Πετυχαίνεται, επειδή το κλάμα λειτουργεί ως λύτρωση. Σε
ρίχνει για να σε ανεβάσει. Το μοιρολόι συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση
μαζί. Ο άνθρωπος τραγουδώντας το νιώθει ανανεωμένος, πράγμα που δεν το βρίσκεις
σε καμιά μουσική από όσες ακούμε σήμερα. Ο σοφός Αριστοτέλης μας λέει: «…δι
ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Αυτό συμβαίνει
μόνο με το ελληνικό μοιρολόι.
Του γάμου: αυτά
συνοδεύουν όλο το τελετουργικό του μυστηρίου από το ξεκίνημά του.
Της Ξενιτιάς: τα
τραγούδια αυτά τα τραγούδησαν οι μάνες, οι αδελφές, οι αρραβωνιαστικιές, οι
γυναίκες που είδαν τους άντρες τους να φεύγουν στα ξένα για μια καλύτερη ζωή
και έμειναν πίσω να συντηρήσουν μόνες πλέον τη ζωή, την ιστορία, την παράδοση.
Της δουλειάς: πρόκειται
για τα τραγούδια που συνόδευαν τις γεωργικές και όχι μόνο εργασίες.
Της αγάπης: στίχοι που υμνούν
τον έρωτα, την ομορφιά, τη λεβεντιά.
Τα βασικά μουσικά όργανα
του ηπειρώτικου τραγουδιού είναι το κλαρίνο και το βιολί. Τα δυο μαζί σηκώνουν
το βάρος του χορού. Τα συνοδεύουν το ντέφι ή νταερές και το λαούτο, που δίνουν
ρυθμό στο τραγούδι και το χορό. Με βάση τα όργανα η ορχήστρα ήταν τετραμελής
και λεγόταν τακίμι ή ζυγιά. Το καλό όνομα της ζυγιάς στηριζόταν και στηρίζεται
στο κλαρίνο και το βιολί.
Τα κύρια προσόντα του
οργανοπαίχτη ήταν να παίζει δυνατά για να ακούγεται στους ανοιχτούς χώρους, να
αντέχει να παίζει για ώρες και μέρες πολλές φορές, να γνωρίζει το τοπικό
ρεπερτόριο και το τοπικό μουσικό ύφος, αλλά και τις ιδιαίτερες χορευτικές
προτιμήσεις των χορευτών. Ακόμη, προσόν ήταν η ικανότητά του να δίνει χρώμα στη
μελωδία και να χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία τα διάφορα τσακίσματα και τα τοπικά
γυρίσματα. Μα πάνω από όλα ήταν απαραίτητο να έχει τα λαϊκά βιώματα της
ιδιαίτερης πατρίδας. Να έχει ψηθεί στο χωνευτήρι της τοπικής παράδοσης. Αν η
ζυγιά διέθετε τέτοιους προσοντούχους οργανοπαίχτες, σίγουρα δεν θα έμενε ποτέ
άνεργη.
Για μας τους Έλληνες
είναι σημαντικά στοιχεία εθνικής ταυτότητας οι χοροί και τα τραγούδια. Το
προσωπικό ύφος των ελληνικών τραγουδιών, της μουσικής και των χορευτικών
βημάτων διαφέρει από τόπο σε τόπο και εκφράζεται με μεγάλη ποικιλία σε κάθε
ελληνική γωνιά. Ο τραγουδιστής λαός με εκφραστικά στοιχεία το ύφος, το ήθος,
την τεχνική και την αγωγή του ρυθμού προσδιόριζε την ποιότητα, το χαρακτήρα και
το χρώμα του τραγουδιού, της μουσικής και του χορού, που τον εξέφραζε. Με το
χορό και τις μουσικές οι Έλληνες ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Με αποσκευές τη
λεβεντιά και την πλούσια πολιτιστική τους παράδοση άντεξαν την ξενιτιά. Χωρίς
αυτά η Ελλάς θα ήταν καταδικασμένη σε ψυχικό μαρασμό και αφάνεια.
Δημοτικοί χοροί και
τραγούδια, παραμένουν για μας δυο πυλώνες της ελληνικής μας παράδοσης.
Οφείλουμε να τα διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, αν δεν θέλουμε να γίνουμε
σαρίδια στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης. [Πηγή, vlahofonoi.blogspot.gr]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου