Λουκάς Θεοχαρόπουλος
«Χριστούγεννα και Χιονιάς πάντα πάνε μαζί»
Φώτης Κόντογλου
«Χριστούγεννα στη σπηλιά»
Χριστουγεννιάτικα
διηγήματα στο πνεύμα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων (Χριστούγεννα,
Πρωτοχρονιά, Φώτα), χρονολογούνται από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, έως
τις ημέρες μας. Όπως τονίζει στην εισαγωγή της ανθολογίας, ο συγγραφέας και
λογοτέχνης Χρήστος Μπουλιώτης: «συναπαρτίζουν τελικά, μία από τις
συνεκτικότερες θεματικές της πεζογραφίας μας, με άνισες ωστόσο, πυκνώσεις,
άνιση αριθμητικά την παρουσία τους στο έργο των συγγραφέων, διαφορετικές τις
αφορμές και τις στοχεύσεις από εποχή σε εποχή, διαφορετικό κλίμα
θρησκευτικότητας και κατάνυξης που αποπνέουν».
Η λογοτεχνική τους όψη
είναι διαφορετική από συγγραφέα σε συγγραφέα, αποδίδουν θεματικά άλλο
περιεχόμενο και διαφορετικό βάθος στην «μυθολογία» των Χριστουγέννων. Ένας και
πλέον αιώνας έχει διανυθεί από τον λάτρη της ελληνορθόδοξης παράδοσης
Παπαδιαμάντη, μέχρι το τελευταίο διήγημα του είδους από τον Κοροβίνη: «Κανουνί
Σουλεϊμάν – Καλή Χρονιά» (2012). Ο συγγραφέας το ονομάζει «Πρωτοχρονιάτικο
Παραμύθι». Διασκευάζοντας μια προσωπική εμπειρία, βαθιά ανθρώπινη, ερωτική
παραμονή της πρωτοχρονιάς σε γραφική ταβέρνα της Κωνσταντινούπολης. Μεγάλη
είναι η απόσταση από το «Στο Χριστό στο «Κάστρο» του Παπαδιαμάντη ή τα «Χριστούγεννα
στη σπηλιά», του θρησκευόμενου πεζογράφου και ζωγράφου Φώτη Κόντουγλου, μέχρι
τον σύγχρονό μας συγγραφέα, Αντώνη Σουρούνη «Τζογαδόρο» μετανάστη στη
Φρανκφούρτη της Δ. Γερμανίας που κερδίζει την Πρωτοχρονιά στη ρουλέτα, αλλά την
ευτυχία του την επισκιάζει ο απρόσμενος χωρισμός της γυναίκας του, που τον
αποχαιρετάει για πάντα την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, αγανακτισμένη για το πάθος
της χαρτοπαιξίας του άνδρα της (Διήγημα «Μισό λεπτό»).
Με εξαίρεση τους
πρωτοπόρους του εορταστικού διηγήματος τους Σκιαθίτες εξαδέλφους, Αλεξάνδρους
Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη ίσως και τον Φώτη Κόντογλου που ακολουθεί το πνεύμα
τους, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ελάχιστοι από τους
μετέπειτα συγγραφείς καταπιάνονται παρά ευκαιριακά με εορταστικά διηγήματα με
ηθογραφικό περιεχόμενο. Το εθιμικό και το θρησκευτικό στοιχείο περιορίζονται
συν τω χρόνω, ακολουθώντας τις αισθητικές αλλαγές των λογοτεχνικών ρευμάτων. Ο
Κωστής Μπαστιάς το 1948, επικεντρώνει τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματά του στο
θέμα του ξενιτεμένου στην Αμερική, θέμα αγαπητό στις αρχές του 20ου αιώνα
(Παπαδιαμάντης, Τραυλαντώνης). Αυτό συμβαίνει γιατί η μετανάστευση δεν έπαψε
ποτέ να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία ως και σήμερα με την φοβερή οικονομική
κρίση, μάλιστα στις ημέρες μας η μετανάστευση δείχνει την όψη της ως αιμορραγία
του νεανικού ζωτικού επιστημονικού δυναμικού της χώρας.
Η αμεσότητα του βιώματος
λαμβάνει σε πολλές από τις αφηγήσεις που ανθολογούνται στο εν λόγω βιβλίο, την
μορφή της νοσταλγικής ανάμνησης των παιδικών χρόνων στη συνοικία της πόλης ή
στο γραφικό παγωμένο χωριό. Επεμβαίνει συχνά το ειδυλλιακό και μυθοπλαστικό
στοιχείο, ενώ στις τριτοπρόσωπες μυθοπλασίες επενεργούν οι βιωματικές καταβολές
όπως παρατηρείται εν γένει με τους στόχους και την λειτουργία της λογοτεχνικής
γραφής.
Με εξαίρεση μόνο δύο
συγγραφέων (Μαρία Ιορδανίδου, Σωτηρία Σταυροκοπούλου), όπου τα γιορτινά τους
σκηνικά, το φανταχτερό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι που στρώνει η φαντασία της Μ.
Ιορδανίδου στο αρχοντικό της Λωξάντρας στην Κωνσταντινούπολη και η μοναξιά την
ημέρα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς του ήρωα της Σ. Σταυροκοπούλου,
στα μελαγχολικά «Γκούντυς» και στα «Μακντόναλτς» της Θεσσαλονίκης, είναι
αφηγήσεις ενσωματωμένες στα μυθιστορήματα «Λωξάνδρα» και «Οι Δεξιώσεις» αντίστοιχα.
Τα υπόλοιπα διηγήματα με
λίγες εξαιρέσεις, έχουν γραφεί με αποκλειστικό σκοπό τις εορταστικές αφιερώσεις
εφημερίδων και περιοδικών επάνω τον δρόμο που άνοιξε ο Παπαδιαμάντης και οι
σύγχρονοί του. Αυτός όμως ο εορταστικός – χρονογραφικός τους χαρακτήρας,
στενεύει αυτόματα το αναγνωστικό τους κοινό με το τέλος του Χριστουγεννιάτικου
Δωδεκαημέρου. Όσα κείμενα εγράφησαν από ανθεκτικούς στο χρόνο συγγραφείς,
πλουτίζουν τις εκδόσεις «Απάντων», θεματικές ανθολογίες και τα εγχειρίδια της
σχολικής λογοτεχνίας. Μάλιστα αυτή η τελευταία μυεί τις νεώτερες γενιές στην
παλιά λογοτεχνική παραγωγή. Τα
περισσότερα από τα άλλα παραμένουν σκόρπια στο ημίφως, προσμένοντας την στιγμή
να τα «αναστήσει» η παρατηρητική ματιά του ερευνητή ή του ανθολόγου.
Μπορεί οι δημοφιλείς και
εξωτικοί καλικάτζαροι των διηγημάτων των Παπαδιαμάντη, Βλαχογιάννη, Μυριβήλη να
εξέλειπαν από την σημερινή λογοτεχνία, ληθαργούν όπως στις λαϊκές δοξασίες που
τους εξολόθρευσαν. Οι χαρμόσυνες
Χριστουγεννιάτικες καμπανοκρουσίες μπορεί να μην ακούγονται στα διαμερίσματα
των πολυκατοικιών των μεγαλουπόλεων, το θρησκευτικό μήνυμα του σπηλαίου της
Γέννησης μπορεί να επισκιάζεται στα ισοπεδωτικά μηνύματα του καταναλωτισμού.
Ωστόσο οι γιορτινές
αυτές ημέρες δεν έχασαν όμως τους συμβολισμούς τους και τα μηνύματα που
εκπέμπουν. Όλο και κάποιος από τους νεώτερους συγγραφείς και δημοσιογράφους (Κ.
Γεωργουσόπουλος, Β. Γκουρογιάννης, Χρ. Μπουλώτης, Κική Δημουλά, Περικλής
Σταυρίδης, Γ. Λακόπουλος) θα βρίσκει ερεθίσματα και αφορμές για να χύσει την
μελάνη του επάνω στην εορταστική θεματολογία εφημερίδων ή περιοδικών,
επικαιροποιώντας τα μηνύματα των γιορτών.
Η Σκιάθος, τα Ηπειρώτικα
χωριά των ξενιτεμένων του Χρήστου Χριστοβασίλη, ως λογοτεχνικοί χώροι έστω, θα
εξακολουθούν να έχουν τους σταθερούς οπαδούς που επιμένουν στην κατάνυξη της
γιορτής και στις παραδόσεις του τόπου τους.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΧΙΟΝΙΑΣ
Εισαγωγή : Χρήστος
Μπουλώτης
Ανθολογία κειμένων :
Φίλιππος Πυκνής
(εκδόσεις Νάρκισσος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου