του Γιώργου
Καραμπελιά
Προδημοσίευση από την Εισαγωγή του βιβλίου του συγγραφέα, Η
ελληνική Αναγέννηση (1700-1922) Μέρος πρώτο, Η παλιγγενεσία(1700-1821), Τόμος
Α΄, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2015 από τις Εναλλακτικές
Εκδόσεις. Το βιβλίο αποτελεί τη συνέχεια του βιβλίου, 1204, Η διαμόρφωση του
νεώτερου ελληνισμού.
Η
ενασχόλησή μου, μακρά και συστηματική πλέον, με την ιστορία του νεώτερου
ελληνισμού υπήρξε συνέπεια της συνειδητοποίησης του «ιστορικού» χαρακτήρα της
ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Σε μια συγκυρία βαθύτατης κρίσης του υπαρκτού
ελληνισμού –ενώ μετεωριζόμεθα, κυριολεκτικώς, μεταξύ της ισλαμικής Ανατολής και
της τευτονο-φραγκικής Δύσης–, αναγκαία προϋπόθεση, για να συνεχίσουμε να
υπάρχουμε ως αυτόνομο συλλογικό υποκείμενο, είναι η συναγωγή των διαγραμματικών
συμπερασμάτων της ιστορικής μας διαδρομής, ώστε να επιχειρήσουμε, in extremis,
να λύσουμε τον γόρδιο δεσμό του «καημού της ρωμιοσύνης». Όσο αυτός δεν
επιλύεται, και βέβαια όχι απλώς ως θεωρητικό ή ιστοριογραφικό εγχείρημα, αλλά
εν τοις πράγμασι, απειλούμεθα, κυριολεκτικώς, με ιστορική έκλειψη.
Η
συνείδηση της παρακμής του «γένους» με παρακίνησε, και όχι μόνο εμένα,
προφανώς, να διερευνήσω τις αιτίες που μας άφησαν «λειψούς». Αναζητώντας λύση
στα δραματικά αδιέξοδα που βιώνουμε, κινούμενος μεταξύ θεωρητικής αναζήτησης,
ιστορικής έρευνας και δημόσιας παρέμβασης, κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτή δεν
μπορεί να ανευρεθεί αν δεν επιχειρηθεί ένας απολογισμός της ιστορικής πορείας
του νεώτερου ελληνισμού, που αριθμεί πλέον οκτώ ή δέκα αιώνες.
Αυτή η
«παράκαμψη» μέσω της ιστορικής μας διαδρομής καθίσταται περισσότερο επείγουσα
και αναγκαία καθώς συνειδητοποιούμε πως η ίδια η ιδιοπροσωπία του ελληνικού
έθνους –κατ’ εξοχήν του νεώτερου ελληνισμού– είναι ιστορικής υφής, δηλαδή
μπορεί να αντικρύσει το ίδιο του το μέλλον μόνον εφ’ όσον έχει μια βαθειά
συνείδηση και γνώση της ιστορικής του διαδρομής και της ιστορικής του
συνέχειας. Και παρότι κάτι ανάλογο ισχύει καθολικότερα, για όλους τους λαούς
και τα έθνη, καθίσταται αποφασιστικής σημασίας για τους νεώτερους Έλληνες, δεδομένης
της ιδιαίτερης ιδιοπροσωπίας μας.
Το
κινεζικό έθνος, επί παραδείγματι, έχει συγκροτηθεί σε έθνος- κράτος από το 220
π.Χ. και χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την κεντρομόλο τάση μιας στροφής προς το
εσωτερικό του, προς διασφάλιση της εσωτερικής συνοχής. Γι’ αυτό, μέχρι
πρόσφατα, απέρριπτε κάθε εξωτερική «περιπέτεια» και προέκρινε την εσωτερική
οικοδόμηση, εξ ου και η ονομασία «Αυτοκρατορία του κέντρου», την οποία
επιβεβαίωσε τον 15ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας απαγόρευσε κυριολεκτικώς τα
μεγάλα υπερπόντια ταξίδια. Η ιστορία αποτελεί βέβαια σημαντική παράμετρο για
ένα τόσο παλιό ιστορικό έθνος – ίσως το παλαιότερο έθνος-κράτος στην ιστορία–,
αλλά τα μεγέθη, ο όγκος και η συνοχή του είναι τέτοια ώστε η επιβίωσή του δεν
εξαρτάται τόσο καθοριστικά από τη συνείδηση της ιστορικής του διαδρομής, όπως
συμβαίνει με μας.
Σε
αντίθεση με την Κίνα, η δυτικοευρωπαϊκή ιδιοπροσωπία είναι εξωστρεφής και
αποικιακού χαρακτήρα, με αποκορύφωμα το αμερικανικό έθνος που συγκροτήθηκε γύρω
από το αίτημα του νέου «συνόρου», με το οποίο έφθασε από την ανατολική ακτή των
ΗΠΑ στη δυτική, κατέλαβε το μισό Μεξικό, ενσωμάτωσε τη Λουιζιάνα, για να φθάσει
σήμερα στο… Αφγανιστάν. Η ιδιοπροσωπία του αμερικανικού έθνους θα αναζητηθεί
στην κατάκτηση ενός διαρκώς «νέου συνόρου», μιας γεωγραφικής, οικονομικής (Wall
Street) ή πολιτισμικής (Hollywood) επέκτασης.
Η εβραϊκή
ιδιοπροσωπία είναι ιστορικο-θρησκευτική, δηλαδή η ίδια η ιστορική διαδρομή και
η συγκρότηση του εβραϊκού έθνους πραγματοποιείται αποκλειστικώς μέσω της
θρησκείας. Η θρησκευτική ιστορία του εβραϊσμού ταυτίζεται με την κοσμική του
ιστορία.
Για τους
νεώτερους Έλληνες, το άλλοτε υπαρκτό πολιτισμικό, γεωγραφικό και πληθυσμιακό
βάθος έχει αντικατασταθεί, ολοκληρωτικά σχεδόν, από το ιστορικό βάθος. Εξ ου
και οποιοδήποτε «υψηλό» όραμα συναρτάται και αποτελεί στην ουσία ένα όραμα
ιστορικού χαρακτήρα. Κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν το
πρόταγμα της «Μεγάλης Ιδέας» που εύρισκε τις ρίζες του στην ιστορική διαδρομή
του ελληνικού έθνους. Σήμερα, εκ του αντιθέτου, η πλήρης απουσία οράματος των
εγχώριων πολιτικών και πνευματικών ελίτ συναρτάται με την έλλειψη ή, ακόμα
χειρότερα, τη λοβοτομή της εθνικής μας συνείδησης ως μίας κατ’ εξοχήν ιστορικής
συνείδησης, ως συνείδησης μιας ιστορικής συνέχειας. Εάν το σύγχρονο ελληνικό
έθνος αποκοπεί από αυτή την ιστορική συνείδηση, θα πάψει, κυριολεκτικώς, να
υπάρχει ως αυτόνομο συλλογικό υποκείμενο. Συναφώς, οποιαδήποτε οραματική
πρόταση για την έξοδο της χώρας από μια κρίση, που ενίοτε προσομοιάζει με
επιθανάτιο ρόγχο, για όσο ακόμα αυτή είναι δυνατή, προϋποθέτει ανυπερθέτως την
ανάκτηση και εμβάθυνση μιας ιστορικής συνείδησης που ακρωτηριάζεται άκριτα και
ασύστολα τις τελευταίες δεκαετίες.
Ένας
πολιτισμός στα σύνορα των κόσμων, που πιέζεται πρωτίστως από την Ανατολή και τη
Δύση και δευτερευόντως από τον Βορρά, μπορεί να διακρίνει την οποιαδήποτε
πολιτική και κοινωνική διέξοδο στα παρόντα αδιέξοδά του μόνον καθόσον αποκτήσει
συνείδηση των μεγάλων ιστορικών ρευμάτων και των γεωπολιτικών εξελίξεων. Εάν οι
Έλληνες «ξεχάσουν» την ιστορία τους –ως συνέπεια και της πρωτοφανούς
παραχάραξής της, κατά τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια–, τότε, ούτε
μπορούν να θέσουν προτεραιότητες ούτε να διακρίνουν το κύριο από το δευτερεύον·
ένα «μεγάλο έθνος», από την άποψη της πολιτιστικής και ιστορικής του κληρονομιάς,
κινδυνεύει έτσι να καταλήξει ένα ασταθές ανασφαλές και συρρικνούμενο βαλκανικό
κρατίδιο, στραμμένο κατ’ εξοχήν στους στενούς ορίζοντες της παροντικότητας και
των εσωτερικών διαμαχών, ανίκανο να αντιμετωπίσει τα κατακλυσμικά ιστορικά
ρεύματα της εποχής μας· μόνο η ανασύνδεση με την ιστορία μας και η
ανασυγκρότηση της ιστορικής μας συνείδησης μπορεί να προσφέρει τις
κατευθύνσεις, τουλάχιστον, μιας διεξόδου.
Προφανώς,
η ανάκτηση αυτής της ιστορικής συνείδησης δεν είναι κάτι το απλό ή το εύκολο.
Διότι αυτό το «μαρμάρινο κεφάλι» μιας μακραίωνης ιστορίας κινδυνεύει, από την
άλλη, «να εξαντλήσει τους αγκώνες μας». Κινδυνεύει να μας οδηγήσει στην απραξία
κατέναντι στο μέγεθος μιας ιστορίας που φαντάζει δυσβάστακτη για τις μικρές,
στενές μας πλάτες. Γι’ αυτό και, σε αυτή την απόπειρα, πολλοί χάνονται μέσα στα
τενάγη του Μαραθώνα, στα πεδία των Γαυγαμήλων και του Ματζικέρτ, αδυνατώντας να
πραγματοποιήσουν την απαραίτητη διάκριση που χαρακτηρίζει μια εδραία και
ισορροπημένη συνείδηση. Πολλοί Έλληνες θα μένουν έκθαμβοι μπροστά στο ιστορικό
κατόρθωμα του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, αλλά θα κινδυνεύουν με πνευματική
στείρωση, όπως συνέβη με έναν μεγάλο αριθμό λογίων μας κατά το παρελθόν – ακόμα
και ο μεγάλος Ευγένιος Βούλγαρης θα επιχειρεί να επαναφέρει την αρχαία Ελλάδα
μιλώντας τη γλώσσα της και έτσι θα καταδικαστεί σε αποκοπή από τους σύγχρονους
Έλληνες, που τόση ανάγκη είχαν από τη σοφία και τη λογιοσύνη του. Άλλοι, ακόμα
και σήμερα, θα αναζητούν απεγνωσμένα μια «επιστροφή» στον Γρηγόριο Παλαμά και
τον ησυχασμό, παραθεωρώντας πως μια τέτοια επιστροφή, σήμερα, θα σήμαινε την
καταδίκη μας σε ιστορική εξαφάνιση, δεδομένου ότι δεν διαθέτουμε το πολιτισμικό
και πληθυσμιακό βάθος για μια επιγενέστερη επανάκαμψη.
Η ανάκτηση
της ιστορικής συνείδησης δεν σημαίνει λοιπόν, απλώς το βύθισμα σε έναν κυκεώνα
γεγονότων, παραστάσεων και αναπαραστάσεων, αλλά τη διάκριση εκείνων των
χαρακτηριστικών στοιχείων που σφραγίζουν την πορεία ενός έθνους, ακόμα και όταν
πρόκειται για μια πορεία από το ζενίθ της Σαλαμίνας στο ναδίρ του παρασιτικού
εκσυγχρονισμού. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το σημαντικότερο ίσως βιβλίο
του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, που εξέδωσε λίγο πριν τον θάνατό του, το
1891, Τα διδακτικώτερα πορίσματα της ιστορίας του ελληνικού έθνους [1], όπου
επιχειρεί να συναγάγει κάποια γενικά συμπεράσματα από το σύνολο της ιστορικής
μας διαδρομής, είναι μάλλον το πλέον άγνωστο από τα έργα του, ενώ θα έπρεπε να
βρίσκεται κυριολεκτικά στο προσκεφάλι όλων των Ελλήνων. Διότι το κύριο
χαρακτηριστικό αυτού του έργου είναι η προσπάθεια της διάκρισης. Πώς, δηλαδή,
από ένα σύνολο γεγονότων και επεισοδίων της ιστορίας, θα διακρίνουμε αυτά που
έχουν καθολική ισχύ και μπορούν να φωτίσουν τον δρόμο μας σήμερα.
Αυτές οι
σκέψεις δεν αποτέλεσαν την ενσυνείδητη αφετηρία της μακράς πλέον ενασχόλησής
μου με τη νεώτερη ελληνική ιστορία, αλλά ερμηνεύουν ή προσπαθούν να ερμηνεύσουν
ex post το γιατί και το πώς μιας τέτοιας ενασχόλησης. Όταν, είκοσι χρόνια πριν,
άρχισα να στρέφω το ενδιαφέρον μου προς τη συστηματική μελέτη της νεώτερης
ιστορίας μας, δεν είχα συγκροτήσει θεωρητικά την έννοια του ιστορικού χαρακτήρα
της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. «Σπρώχτηκα», κυριολεκτικώς, προς τα εκεί μέσα από
το αδιέξοδο στο οποίο φαινόταν να καταλήγει η ελληνική μεταπολίτευση, η οποία,
από τη δεκαετία του 1990 και στο εξής, μεταβλήθηκε σε ένα εγχείρημα κατάργησης
ή παραχάραξης αυτής της ιδιοπροσωπίας. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης και η
παρασιτική ενσωμάτωση της Ελλάδας σε αυτήν απαιτούσαν τη ριζική
διαγραφή/αναθεώρηση αυτής της συνείδησης. Εκ του αντιθέτου δε, κάποιοι, όπως ο
υποφαινόμενος, οδηγηθήκαμε σταδιακώς στην αναγκαιότητα της ανασυγκρότησης και
της ολοκλήρωσής της.
Είχαμε
πλέον κατανοήσει πως η περιπέτεια της παρασιτικής προσκόλλησής μας στη Δύση,
που είχε αρχίσει πολλούς αιώνες πριν, οδηγούνταν σε πλήρες αδιέξοδο, ενώ
ταυτόχρονα, από τα ανατολικά, καραδοκούσε πάντοτε ο νεο-οθωμανισμός για να
καρπωθεί τα ερείπια του σύγχρονου ελληνισμού, κατά τον ίδιο τρόπο που το 1453
είχε αποτελέσει απλώς την ολοκλήρωση του 1204. Συνειδητοποιήσαμε, λοιπόν, πως
όλα τα μεγάλα οικουμενικά απελευθερωτικά κινήματα και αιτήματα των δύο
προηγούμενων αιώνων δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν με θετικό και οργανικό τρόπο
για την Ελλάδα και τους Έλληνες παρά μόνον εάν περνούσαν μέσα από τη βάσανο και
την κρησάρα της ιδιοπροσωπίας μας, ώστε να καταστούν κτήμα μας. Αρχίσαμε να
κατανοούμε πως η κοινωνική απελευθέρωση ή η οικολογική ισορροπία δεν μπορούν να
επιτευχθούν με δάνεια σχήματα και παραμορφωτικούς καθρέφτες, αλλά μόνον εάν
είχαν υποστεί μια βαθύτατη «ελληνοποίηση» και «ιστορικοποίηση».
Άσχετα με
το αν κανείς απορρίπτει ή αποδέχεται κοσμοθεωρητικά την μεταφυσική ενός
σύμπαντος δημιουργημένου από τον Θεό των ορθοδόξων χριστιανών, είναι
υποχρεωμένος να αναγνωρίσει πως η ορθοδοξία υπήρξε ουσιώδες συστατικό της
ταυτότητας του νεώτερου ελληνισμού – κατ’ εξοχήν του τουρκοκρατούμενου και
φραγκοκρατούμενου. Η ορθοδοξία αποτελεί στοιχείο της ελληνικής ιδιοπροσωπίας
και η παραθεώρησή της οδηγεί στην άρνηση αυτής της ίδιας της ιδιοπροσωπίας. Γι’
αυτό και ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της ταυτότητάς μας δεν μπορεί να εδράζεται
στην εκρίζωση της παράδοσής μας, που οδηγεί στην εξαφάνισή μας, αλλά συνιστά
έναν εκσυγχρονισμό αυτής της παράδοσης.
Μέσα από
αυτή την πορεία κατανόησης της ιστορικής μας διαδρομής, διαπίστωσα πως, στη
μακρά πορεία των εννέα ή δέκα αιώνων του νέου ελληνισμού, δύο μεγάλες ιστορικοί
περίοδοι σφράγισαν τις τύχες μας και εν τέλει προδιέγραψαν και τη σημερινή μας
πορεία. Η πρώτη, κατά την περίοδο 1204-1453, διαμορφώνεται οριστικά ο νεώτερος
ελληνισμός μέσα από την αντίστασή του στη φραγκική Δύση και την τουρκική
Ανατολή, πριν υποκύψει, το 1453. Κατά την δεύτερη, 1700-1922, ο ελληνισμός,
μετά από αιώνες κρίσης και υποχώρησης, δοκιμάζει να ανασυγκροτήσει την πνευματική
και πολιτειακή του αυτονομία, επιχειρώντας μια «αναγέννηση». Από την εξέταση
αυτών των περιόδων –την πρώτη προσέγγισα με το βιβλίο μου, 1204, Η διαμόρφωση
του νεώτερου ελληνισμού, και τη δεύτερη εγκαινιάζω με την ανά χείρας μελέτη–,
διακρίνουμε τις γεωστρατηγικές σταθερές του ελληνικού κόσμου, στα σύνορα τριών
ηπείρων, και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, θετικά
και αρνητικά, όπως διαμορφώθηκαν τόσο από τη μακρά διαδρομή των ελληνικών
χιλιετιών, όσο και κατ’ εξοχήν από την ιστορία των τελευταίων αιώνων. Αιώνες
κατά τους οποίους η ιστορία μας μοιάζει να εξελίσσεται σε ένα mutatis–mutandis
σταθερό γεωστρατηγικό πλαίσιο, παρά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν
επισυμβεί στο πεδίο της οικονομίας, των κοινωνικών δομών, του υλικού πολιτισμού.
Η τουρκική Ανατολή, η φραγκική Δύση και ο σλαβικός Βορράς ήταν και είναι εδώ,
ως γεωπολιτικές σταθερές που επιβάλλουν συγκεκριμένες πολιτικές σχέσης
ανάσχεσης, συμμαχιών. Σημειώνει συναφώς ο Λευκάδιος πολιτικός αγωνιστής και
ποιητής, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης:
“Διατρέχων
την νεωτέραν Ελληνικήν Ιστορίαν από της πτώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας
μέχρι της εθνικής ημών αποκαταστάσεως, παρατήρησα ότι αι εποχαί άπασαι
συγχωνεύονται, ότι τα διαστήματα εκλείπουσι και ότι η χρονολογία αποβαίνει
περιττή. Η σελίς αυτή της Ελληνικής Ιστορίας η περιλαμβάνουσα τετρακοσίων ετών
παθήματα και ελπίδας, σύγκειται εκ μιας μόνης περιόδου, βουστροφηδόν
γεγραμμένης, εν ή η έννοια άρχεται από του τέλους πάσης γραμμής, αναπτύσσεται
βαίνουσα από την αρχήν και από της αρχής χωρεί πάλιν προς το τέλος”[2].
Και
συνεχίζει ο επίσης Λευκαδίτης Νίκος Σβορώνος, επιμένοντας στην αντιστασιακή
ιδιοπροσωπία του νεώτερου ελληνισμού:
“Ο
αντιστασιακός χαρακτήρας… διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός
ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του
νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η
συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον
υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών
οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων, στα νεότερα χρόνια”[3].
Η βασική
αιτία της κακοδαιμονίας μας, του ανολοκλήρωτου του εθνικού χαρακτήρα και του
ημιτελούς των προσπαθειών μας, βρίσκεται στη μακρόχρονη υποταγή μας στις
δυνάμεις που, από τη Δύση ή την Ανατολή, επιχειρούν να υποτάξουν και να
εξαλείψουν κυριολεκτικώς την ιδιοπροσωπία μας και την αυτόνομη ύπαρξή μας,
πολιτισμική και πολιτειακή. Και αυτό δεν σημαίνει άρνηση των εσωτερικών
αδυναμιών ή αντιθέσεων που διαπερνούν το σώμα του έθνους, αλλά την ένταξή τους
στα πλαίσια μιας υπερκαθορίζουσας και εν τέλει κυρίαρχης αντίθεσης.
Αυτή η
θεμελιώδης αντίθεση αποτελεί συνέπεια του γεγονότος πως αποτελούμε έναν χώρο
των «συνόρων» μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, απαραίτητο σε όποιον θέλει να επιβάλει
την ηγεμονία του στην ευρύτερη περιοχή, και ταυτόχρονα έναν πολιτισμό
«ιδιαίτερο», διαφορετικό, ανυπότακτο, μη επιδεχόμενο ολοκληρωτική ένταξη ή
απορρόφηση από τα μεγάλα γεωγραφικά, οικονομικά και πολιτισμικά συστήματα που
μας περιβάλλουν. Και αυτό μαρτυρούν τόσο η «ανάδελφη» γλώσσα μας όσο και η
θρησκευτική μας διαφοροποίηση έναντι Ανατολής και Δύσεως, καθώς και η μεγάλη
και ιδιαίτερη πολιτισμική μας παράδοση. Κατά συνέπεια, η ενσωμάτωσή μας στο
ανατολικό ή το δυτικό στρατόπεδο αντιστοίχως προϋπέθετε –και εν μέρει συνεχίζει
να προϋποθέτει– την εξάλειψη της ιδιοπροσωπίας μας, είτε με γενοκτονίες ή
εξισλαμισμούς, βίαιους ή όχι, είτε με την απορρόφησή μας σε ευρύτερα κρατικά
σύνολα και πολιτισμικά στρατόπεδα.
Δυστυχώς η
τεράστιας σημασίας γεωπολιτική θέση του ελληνικού χώρου, στη συμβολή τριών
ηπείρων και περισσότερων θαλασσών, δεν επιτρέπει οποιαδήποτε ανάπαυλα απέναντι
στην πίεση που δεχόμαστε, προεξαρχόντως από την Ανατολή και τη Δύση, αλλά και
εν μέρει από τον Βορρά
Σημειώσεις:
[1] Βλ. Κ.
Παπαρρηγόπουλος, Τα διδακτικώτερα πορίσματα της ιστορίας του ελληνικού έθνους
τ, 2, ΣΔΩΒ, Αθήνα 1980.
[2] Αριστοτέλης
Βαλαωρίτης, «Προλεγόμενα στην Κυρά Φροσύνη», στο Αρ. Βαλαωρίτης, τ. Β΄,
Ποιήματα και Πεζά, ό.π. σσ. 299-300· Σπ. Ασδραχάς, «Ο ζευγολάτης του Αριστοτέλη
Βαλαωρίτη», Πατριδογραφήματα, Πατριδογραφήματα, ΕΛΜ, Αθήνα 1999, σσ. 151-173.
[3] Ν.
Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1976, σσ 12-13.
Πίνακας: Νίκου
Εγγονόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου