Ένα Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη
(1891)
Όταν εξημέρωσε, το χωρίον
ευρέθη κουκουλωμένον από άσπρο-άσπρο χιόνι. Και δεν ήτο ολίγον το λευκόν του
χειμώνος προϊόν. Είχεν, αν αγαπάτε, τριών σπιθαμών πάχος, αρκετόν ώστε να
βυθίζωνται οι πόδες των διαβατών μέχρι του γόνατος, και να διακοπή η
συγκοινωνία των γυναικών μετά των φούρνων και των κήπων, των μόνον οδοιπορικών
γραμμών, αίτινες εις τα χωρία διατελούσιν υπό την αποκλειστικήν χρήσιν των
γυναικών.
Οδοί και στενωποί και καταλύματα, όλα
έγειναν έν λευκότατον και καθαρώτατον στρώμα, μέσα από το οποίον ανέκυπταν οι
οικίσκοι του χωρίου, λευκοί και αυτοί ως κύκνοι εντός παγωμένης λίμνης.
Τα πτηνά εσάστισαν απωλέσαντα το προσφιλές
των πράσινον χρώμα της χλόης και με ημικλείστους τας πτέρυγας εσύροντο,
εσύροντο, και είτα εκοκκάλοναν, ημιβυθιζόμενα επί της αφράτης χιόνος, αν δεν
επρολάμβανον να πετάξωσιν επί της στενής αμμώδους παραλίας, ήτις — μια λωρίδα
μόνον — έμενεν ελευθέρα ως τεφρόχρουν πλαίσιον της λευκής εικόνος.
Αι θύραι των χθαμαλών οικιών ήσαν
ημίχωστοι εις την χιόνα, επί δε των στεγών εσωρεύθησαν βαρείς όγκοι
στρογγυλούμενοι εύμορφα προς τα εμπρός και κλίνοντες προς τα γεισώματα, όμοιοι
προς τα ρευστά σώματα, σαν άσπρα σύννεφα, τα οποία έμελλον, λέγεις, να
καταρρεύσωσι, κι' επάγωσαν μετά την πρώτην κλίσιν των.
Το λευκόν θέαμα ήτο ιδίως γραφικόν εν τη
μικρά της πόλεως αγορά, όπου αι αναδενδράδες επί ξυλίνων δοκών σκιάζουσι το
θέρος τας εισόδους των καφενείων μέχρι του κρηπιδώματος της ακτής. Ήδη τα
άφυλλα κλήματα, τα προτείνοντα ατάκτως και περιπλέγδην τας γυμνάς κληματίδας των,
εφορτώθησαν ως με χιονώδεις χονδράς δαντέλλας, ως με αφρωτούς βαμβακερούς
κροσσούς άλλους ως φούνταις και άλλους ως λοφιάς, ώστε εσχηματίσθησαν έκπαγλοι
αποκρυσταλλώσεις, οποίαι γίνονται εμβαπτιζομένων των φυτών εις τα λουτρά της
Αιδηψού· τόσον
δε ηραιωμένη ήτο και αραχνοϋφής εκεί επάνω η χιών, ώστε ηδύνατο να εκλάβη τις
αυτήν ως άνθος και φύλλα των αναδενδράδων χειμερινά εξ αλαβάστρου, άτινα μάτην
θα προσεπάθει να φαντασθή η τέχνη. Μερικά μάλιστα απεξηραμμένα τσαμπιά
σταφυλών, χιονισθέντα ήδη και κρεμάμενα μαρμάρινα υπό μαρμαρίνην χιονόλευκον
στοάν, παριστών ωραίας ρώγας χιονώδεις, αι οποίαι ίσως δεν θα εξηπάτων τα
πτηνά, ως συνέβη τούτο επί εζωγραφισμένων σταφυλών του αρχαίου ζωγράφου, αλλά
θα επεθύμει τις όμως να τας επιπίλιζε πρωί-πρωί μετά ιδιαιτέρας ηδυπαθείας
παγωτού.
Αλλά και μικρά τινα πλοιάρια,
ηγκυροβολημένα εκεί εμπρός συνεπλήρουν την χιονώδη εικόνα των φανταστικών
δημιουργημάτων της νυκτός εκείνης, ανυψούντα χιονισμένους ιστούς, με
αλαβάστρινα προσδεδεμένους σχοινία, ενώ αι κωπασταί αυτών μετεμορφώθησαν εις
έντεχνα ναυπηγικής στολίσματα, έργα μυστικά της απαλής του χειμώνος κόρης. Όσα
δε πάλιν ήσαν προσδεδεμένα εγγύς της χιονισμένης αποβάθρας ενόμιζέ τις ότι
εφόρτωνον χιόνι.
Ο άνεμος είχε κοπάσει· πλην ο ουρανός ήτο φαιός
ακόμη και κάτωχρος, ως όταν χιονίζη, όλος μίαν συνεχή νεφελώδη μάζαν αποτελών,
εν η δεν διεκρίνετο χαραυγή τις, ουδέ η θέσις του ηλίου, όστις προ πολλού είχεν
ανατείλει. Ενίοτε δε ενεφανίζοντο ακόμη καμαρωταί-καμαρωταί, αραιαί τίνες
νιφάδες, απαλαί, αβραί και αστεροειδείς, πάλλευκα, λέγεις, αστεράκια εκ ζύμης,
τα οποία αύρατος χειρ εσκόρπιζεν ως χαιρετισμούς ραίνουσα το χωρίον μου, την
λευκήν νύμφην, από του αχανούς ύψους, του οποίου ο θόλος εφαίνετο ότι πάρα πολύ
είχε προσεγγίσει προς τα κάτω.
Αι νιφάδες αι μετ' ελαφρών στροβιλισμών
χαριέντως κατερχόμεναι, και η παρατηρουμένη ανεπαίσθητος μελανή φρικίασις της
θαλάσσης, η ρυτιδούσα πενθίμως τον λιμένα, ήσαν το μόνον κινούμενον και ζων
σημείον επί της νεκράς ακινησίας του χιονισμένου χωρίου.
Ουδεμία άλλη κίνησις εσημειώθη την πρωίαν
εκείνην, πλην του κώδωνος της γειτονικής εκκλησίας όστις αργά και αυτός
εκρούσθη, κούφια-κούφια, ως να ήτο η εκκλησία μακράν εις το βουνόν, και των
κραυγών των ορνίθων, αίτινες λησμονήσασαι να παρατηρήσωσι καλά, εξήλθον
πρωί-πρωί των ορνιθώνων προς βοσκήν, και αίφνης ευρεθείσαι επί του λευκού και
απαλού εκείνου λειβαδίου εβυθίσθησαν με τας πτέρυγας ανοικτάς, αι δείλαιαι, και
εκραύγαζον θλιβερώς, αισθανθείσαι τον παγετόν του θανάτου.
* *
*
—
Δε σ' τάλεγα, Κρατήρα;
Είπε προς την σύζυγόν του, εγερθείς την
πρωίαν εκείνην ο μπάρμπα- Σταύρος, εννοήσας δ' εκ της νεκρικής σιγής των έξω
ότι είχε χιονίσει.
—
Για τ' μοίρα μ' πλειο! Τέτοια μέρα! — ήτο παραμονή των Χριστουγέννων — απήντησε
πενθίμως η Κρατήρα, χασμωμένη και σουφρόνουσα περί τον κυρτούμενον προς τα
εμπρός λαιμόν τους ημιγύμνους ώμους της· κομβώσασα δε και περιζώσασα καλώς χονδρήν
λευκήν φανέλλαν — μόλις εγερθείσα — προσεπάθει ν' ανάψη το πυρ της εστίας.
Ο μπάρμπα-Σταύρος ρίψας εις τους ώμους του
— αναπεταρίκι — μίαν παλαιάν γούναν, και χουχουλίσας τας χείρας του, και
θωπεύσας είτα προς τα κάτω ως διά κτενίου τους μύστακάς του τους στακτερούς,
ένθεν και ένθεν, ήνοιξεν ανυπόμονος το παράθυρον προς την οδόν διά να ίδη.
—
Δεν έχ' π' θενά σήμερα! επανέλαβε.
—
Νά τα! Νά τα! εψιθύριζε και η Κρατήρα σωρεύουσα πολλά φλέσσουρα εις την πυράν,
ξηρά προσανάμματα.
—
Ένα μπόι, Κρατήρα! επανέλαβεν ο μπάρμπα-Σταύρος, χαρμοσύνως θεωρών το πάλλευκον
χρώμα της χιόνος.
—
Νά τα! Νά τα! είπε πάλιν η Κρατήρα, γυνή υψηλού αναστήματος, μελάγχρους και
χαρίεσσα, με ωραίους μαύρους μεγάλους οφθαλμούς και καστανήν κόμην. Αν και
είχεν υπερβή τα τεσσαράκοντα έτη, όμως εφαίνετο ως εκ της ανθηράς υγείας της
μόλις τριακοντούτις· διό
πολύ εκαμάρωνεν ο μπάρμπα- Σταύρος, όταν του έλεγαν οι φίλοι του βλέποντες
αυτόν πάντοτε φαιδρόν θωπεύοντα τον μύστακά του τον στακτερόν.
—
Βέβαια, μπάρμπα-Σταύρο, το στρίβεις. Το ξέρω κι' εγώ! Είχεν ανάψει πλέον το πυρ
η Κρατήρα· και
ήδη κατεγίνετο να καθαρίση την ευρύχωρον εστίαν εν τη γωνία της οικίας,
σαρώνουσα με μικράν εκ πτερών όρνιθος σκουπίτσαν την στάκτην και τα λοιπά
λείψανα της αποβραδυνής φωτιάς.
—
Άιντε τώρα να ζυμώσης και να πας 'ς τον φούρνο, Κρατήρα!
Παρετήρησε πάλιν με το ειρωνικόν του
μειδίαμα ο μπάρμπα-Σταύρος θωπεύων τον μύστακά του μετ' ενδομύχου
ευχαριστήσεως. Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το
παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος
προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων
μετά φαιδρότητος.
—
Άιντε τώρα 'ς τον φούρνο, Κρατήρα!
—
Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση.
—
Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος. Ούτε με μια βδομάδα δεν θα
λυώση.
Ο μπάρμπα-Σταύρος, κοντός και ευτραφής
άνθρωπος πεντήκοντα και πέντε ετών, φαιδρός και γελαστός κτηματίας, με πολλούς
ελαιώνας, έν μόνον είχεν ελάττωμα. Ήτο ο δυστυχής φιλάργυρος εις τα παραμικρά.
Χωρίς παιδιά — η Κρατήρα, ήτο στείρα η ταλαίπωρος, — με τόσα κτήματα, αφειδώς
δαπανών διά να τα καλλιεργή και να τα αυξάνη, εστενοχωρείτο τας καλάς ημέρας να
βλέπη την γυναίκα του ζυμόνουσαν πολλά και μεγάλα ψωμία εξ αλεύρου της
φάμπρικας, ενώ αι αποθήκαι του μπάρμα-Σταύρου έγεμον σίτου εγχωρίου. Ιδίως όμως
εστενοχωρείτο το Πάσχα, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ότε η
ευλογημένη η Κρατήρα δεν έκαμνε νισάφι.
—
Τι τα θέλ' ς, καϋμένη, τόσα πολλά; τα παιδιά έχεις;
Παρετήρει ο μπάρμα-Σταύρος βλέπων την
Κρατήραν να επιστρέφη εκ του φούρνου την παραμονήν φορτωμένην απάν-'πανωτού τα
χριστόψωμα με το σάμι και το μαυροκούκι. Και έλεγεν υπό τους στακτερούς του
μύστακας:
—
Θέλα φυτέψω ένα στρέμμα εληαίς με τα έξοδα αυτά τα χαμένα.
Δεν ετόλμα και φανερά να την επιπλήξη,
διότι την ηγάπα την ωραίαν Κρατήραν. Την συνεβούλευε μεν προηγουμένως, πλην
αφού δεν ήκουε, τι να κάμη;
—
Να φέρω σύ-υσι και ταραχή; έλεγε κατ' ιδίαν.
Και πάλιν κολακεύων την αδυναμίαν του
εψέλλιζε:
—
Θα στρώση! Θα στρώση!
—
Τώρα Μπάρμπα-Σταύρο, που εγήρασε σχεδόν;
Να τω είπη κανείς.
Αλλά και πάλιν καταπαύων την οργήν του
επανελάμβανε.
—
Πρέπει να τώχη ο άνθρωπος!
Η Κρατήρα όμως το έκαμνε και από επίδειξιν
— νοικοκυρά αυτή με τόσα περιβόλια — αλλά ηρέσκετο και εις την φλυαρίαν των
φούρνων. Διότι, ως γνωρίζετε, εις τα χωρία υπάρχουσι καφενεία διά τους άνδρας,
και φούρνοι διά τας γυναίκας. Διά τούτο πολλάκις η Κρατήρα, αν και είχε ψωμίον,
εύρισκεν αφορμήν να ζυμώση, για φρέσκο τάχα — πότε πίττα, πότε τυρόπιττα, διά
να μανθάνη εις τον φούρνον τα νέα της γειτονίας της και του χωρίου.
Ενίοτε όμως ο μπάρμπα-Σταύρος εθύμωνεν.
Όσον επιεικής και αν είνε κανείς, πάντοτε είνε καμωμένος από νεύρα. Βλέπων τα
ράφια γεμάτα ψωμία, εις δε την τράπεζαν παρατιθεμένην κάτασπρην πίτταν,
ωργίζετο, πλην εις βάρος του, διότι έτρωγεν αρπαχτά την ζεστήν πίτταν, —
εζήλευε να τρώγη η Κρατήρα φρέσκο, και αυτός ξηροκόμματα, ως τα έλεγε τότε τα
ψωμία από την ζήλειαν του — και έπιπτεν όλη εις το στομάχι του και παρεπονείτο
την νύκτα.
Διά τούτο λοιπόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ιδών
την χιόνα εχουχούλιζε τας χείρας του όχι τόσον ένεκα του ψύχους, όσον ένεκα της
χαράς του, ότι η ανάγκη θα υπεχρέου την ευλογημένην Κρατήραν να κάμη
οικονομίαν. Ποίος θα της φέρη τ' απαιτούμενα με τοιούτον χειμώνα, ποίος θα
υπάγη εις τον φούρνον;
Τέλος ενεδύθη ο Μπάρμπα-Σταύρος, εφόρεσε
το γεράνιο χειρίσιο βρακί του, το χονδρόν αμπαδίτικο γελέκι του, καταβαίνον
μέχρι του υπογαστρίου με μαύρα στρογγυλά κομβία βαμβακερά, με μικραίς
γιαλιστεραίς και μεταξωταίς φουντίτσαις, βιομηχανίαν της Χαλκιδικής, ενεδύθη
καλά πλέον την παλαιάν και τριμμένην γούναν του και εζήτει τώρα τα υψηλά
ναυτικά υποδήματά του, διά να εξέλθη μέχρι του καφενείου.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν κούφια
πατήματα επί της χιόνος, έξω, και συγχρόνως φωνή παγωμένη.
—
Άιντε, Μπάρμπα Σταύρο; Τι κάνεις; Πάνε η εληαίς!
—
Ωχ! Ωχ! εκραύγασε τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος, ως να επόνεσεν αίφνης η καρδία του.
Δεν το είχε σκεφθή αυτό, από την χαράν του, ότι ένεκα της χιόνος θα έκαμνεν
οικονομίαν.
Ο φαιδρός πάντοτε γέρων αίφνης
εμελαγχόλησε και συνωφρυώθη. Θαρρείς και η ψυχρά θέα της χιόνος, ην με τόσην
περιπάθειαν έβλεπε προ μικρού, εζωντάνευσε μυστηριωδώς, και κρυσταλλωμένη τον
ερράπισε τον δυστυχή φιλάργυρον.
—
Έρμαις εληαίς! εψιθύρισε. Τέλος πάντων ο άνθρωπος ποτέ δεν απομένει
ευχαριστημένος εις αυτόν τον παληόκοσμον! Κερδίζομεν από την μια μεριά τα έξοδα
του φούρνου, χάνομεν από την άλλη τα δέντρα κ' έχουν μαξούλι ακόμη. Έρμαις
εληαίς!
Και έχωσε μετά ταύτα τους δύο κοντούς και
χονδρούς πόδας του μέσα εις τα βαρέα και βαθέα ρωσσικά υποδήματα, σκληρά και
άκαμπτα ως εξ ελάσματος σιδήρου, αφού πρώτον η σύζυγός του εξετίναξε την επ'
αυτών επικαθημένην κόνιν, καταβιβάσασα αυτά από τινος δοκού της αφατνώτου
οροφής, αφ' ης εκρέμαντο όλον το έτος ως δύο γίγαντος πόδες μαύροι, μέχρι του
γόνατος κομμένοι.
—
Για πού χαζιρεύεσαι; ηρώτησεν η Κρατήρα.
—
Δεν τάκουσες; Πάνε η εληαίς! απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και εκτύπα εις το
σανιδένιον πάτωμα της οικίας τους βαρείς πόδας του εναλλάξ, όπως εφαρμόση
αυτούς ακριβώς εντός των ρωσσικών υποδημάτων και βαδίζη χωρίς να πονή.
—
Κάμε γλήγορα Κρατήρα! είπε ταχέως μπουρμπουλλίζων τας λέξεις ο γέρων, ως
άνθρωπος βιαζόμενος. Δόσε μου το τσίπουρο!
—
Με τα σωστά σου, Σταύρο; Παρετήρησεν εκπεπληγμένη η Κρατήρα, ήτις, προ της
απροσδοκήτου αυτής ιδέας του συζύγου της να εξέλθη εις τον ελαιώνα, εύρε πολλήν
την χιόνα και άβατον, ην πρότερον έκρινεν ολίγην, κολακεύουσα την αδυναμίαν της
ως προς τους φούρνους.
—
Με τέτοιο χιόνι!, επανέλαβε πάλιν η Κρατήρα και προσήνεγκε εις τον σύζυγόν της
την μποτίλιαν με το τσίπουρο.
—
Κάθε ένας με την ιδέαν του γυναίκα. Εσύ προτήτερα για τον σκοπόν σου το
εύρισκες ολίγο το χιόνι, εγώ τώρα για τον σκοπό μου το βρίσκω πολύ. Πάνε,
κακομοίρα, η εληαίς, πάνε!
Είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και ροφήσας μια,
κατέβασεν ως την μέσην την μποτιλίτσα, υπολογίζων ότι είχεν ανάγκην ικανού
θερμογόνου.
—
Δεν βλέπεις, πώς τρέχει ο κόσμος πρωί πρωί, μόνε θέλεις ν' αφήσουμε τα χτήματά
μας;
Παρετήρησεν ο Μπάρμπα Σταύρος.
Και αληθώς είδον και οι δύο από του
παραθύρου να διέρχηται ο κράξας απέξω πρότερον: «άιντε Μπάρμπα Σταύρο,» με υποδήματα μεγάλα, με
σουρτούκο μακρύ αμπαδένιο, με κασκέτο εκ δέρματος προβατίνας μαύρης,
ακατεργάστου, ως μαλαχτάρι, και με ένα μάλλινον με πρασινοκόκκινα λωρία μανδήλι
ως ζωνάριον περί τον λαιμόν, κρατών εις την κόκκινην εκ του ψύχους χείρα του
βαρύ και μακρύ κοντάριον, και βυθιζόμενος εις την μαλακήν χιόνα βήμα προς βήμα,
ήτις έτριζε πενθίμως υπό τα βαρέα υποδήματά του κατακαθίζουσα.
Αυτός ήτο ο πρώτος όστις διήρχετο προ της
οικίας του Μπάρμπα- Σταύρου σχηματίζων επί της ηπλωμένης χιόνος μετά κόπου τα
πρώτα ίχνη του ντορού, άτινα κατόπιν του έχαινον βαθέα, ως χωθέντα και
απομείναντα εκεί κενά υποδήματος.
Άλλος κανείς δεν διήλθε, πλην ο γέρων
κτηματίας εν τω φόβω του παρίστα τον κράξαντα ως όλον τον κόσμον, φαντασθείς
ότι όλοι οι χωρικοί θα εξέλθουν με υποδήματα και με κοντάρια διά να ξεχιονίσωσι
τας αθλίας ελαίας.
Ο Μπάρμπα Σταύρος ακολούθως εφόρεσεν ένα
κόκκινο μισοτριμμένο φέσι χωρίς φούντα, το εστήριξε διά συνήθους μανδηλίου
σφιγκτά πέριξ, και εζήτησε το βαρύ κοντάριον.
Έως ότου δε η Κρατήρα κομίση τούτο από το
κατώγειον, συγκοινωνούν μετά της οικίας διά κλαβανής, αφανούς του πατώματος
θύρας, ηκούσθη άλλη φωνή έξω.
—
Ακόμα, Μπάρμπα-Σταύρο! Πάνε η εληαίς, όλαις σπάσανε!
—
Ωχ! ωχ! απήντησε πάλιν ο φιλάργυρος γέρων, ως να επόνεσεν η καρδιά του πάλιν.
Και είδεν από το παράθυρον τον δεύτερον
χωρικόν, όστις διήρχετο χωνόμενος εις τα ίχνη του πρώτου — ευκολώτερον — με τσαρούχια
χονδρά ούτος και χονδραίς μάλλιναις κάλτσαις ποιμένος, με χονδρόν εγχώριον
παντελόνι ως πάνναν ελαιοτριβείου, και με μίαν βαρείαν και ογκώδη ποιμενικήν
κάπαν, κουκουλωμένος την κεφαλήν με την κατσούλαν της, και φανερόνων μόνον
αγκυλωτούς μύστακας μαύρους και πώγωνα τραχύν αξύριστον, εν ώ αι σκληραί της
κάπας του άκραι παρέσυρον την χνοώδη της χιόνος επιφάνειαν.
Εν ώ δε ο Μπάρμπα-Σταύρος με όλας τας
διαμαρτυρίας της συζύγου του ητοιμάζετο να εξέλθη και αυτός εις τον ελαιώνα
κρατών το βαρύ κοντάριον, ηκούσθη εις την αυλήν οξύς γρυλλισμός, ως να
εμουρμούριζεν ιδιότροπος θυμώδης γέρων.
—
Το γουρνόπουλο, Κρατήρα· είδες;
εξεχάσαμε το γουρνόπουλο.
Και ανοίξας την θύραν πάραυτα είδεν υψηλόν
εμπρός τοίχον εκ χιόνος, κοκκωτής αυτής, ουχί βαμβακοειδούς, ως
αποκρυσταλλωθείσης εν τη στενή και ψυχρά αυλή.
Κοντός ως ήτο ο Μπάρμπα-Σταύρος έκαμνε να
ίδη προς τα έξω, αλλά πού να φθάση εκείνο της χιόνος το ύψος.
Και ηκούετο μετά πόνου ο γρυλλισμός του
χοιριδίου, το οποίον ανεστέναζε κάτω από τα ψυχρά εκείνα έγκατα της χιόνος.
—
Το φκυάρι, Κρατήρα, γρήγορα το φκυάρι!
Και λαβών ο γέρων μικρόν κ' ελαφρόν πτύον
σιδηρούν ήρχισε πάραυτα να σκορπίζη την απαλήν και παρθενικήν χιόνα, εδώ κ'
εκεί σωρεύων αυτήν, και προσπαθών να διανοίξη πρόχειρον δίοδον προς την θύραν
της αυλής, και προς το μέρος όπου ηκούετο ο γρυλλισμός του χοιριδίου.
—
Το καϋμένο το γουρνόπουλο, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταύρος καταγινόμενος εις αυτήν την
εργασίαν. Σε ξεχάσαμε κατακαϋμένο!
Κ' εκεί είδε τότε υπό την χιόνα σκάφην
ξυλίνην ορθίαν εστηριγμένην επί του τοίχου, υπό την οποίαν ευκίνητον εγρύλλιζεν
έν παχουλόν χοιρίδιον τεσσάρων το πολύ οκάδων, όπερ φαίνεται την νύκτα εννοήσαν
το κακόν, εχώθη υπό την παρατυχούσαν εκεί σκάφην, το ευφυές ζώον, και εσώθη από
βεβαίου παγερού θανάτου. Βλέπον δε εαυτό περιτριγυρισμένον από τον λευκόν και
αδιάβατον εκείνον τοίχον εγρύλλιζε κάμνον γνωστόν εις τον κύριόν του τον
κίνδυνον.
—
Φθηνά την γλύτωσες, κατακαϋμένο, έλεγεν ο γέρων θωπεύων το παχουλόν χοιρίδιον
και τους μύστακάς του συγχρόνως, εφ' ων επήγνυτο κρυσταλλουμένη η αναπνοή του.
—
Να ιδούμε όμως τι θα πάθης έπειτα, καϋμένο! Εξηκολούθει ο Μπάρμπα-Σταύρος. Αν
εγλύτωσες από το χιόνι, από εκείνο όμως που σε περιμένει δεν θα γλυτώσης!
Και το εχάιδευε. Και έτρεχεν εκείνο
αστραπηδόν και πάλιν ίστατο και πάλιν ξανάτρεχε, εντός της οικίας γρυλλίζον με
χαράν τώρα, εν ώ δύο γάτοι, άρρενες μεγάλοι και γηραιοί με παχείς λαιμούς και
στιλπνόν κοκκινόλευκον τρίχωμα, το έβλεπον μελαγχολικώς μακρόθεν, κάμνοντες
τάχα πως εκοιμώντο, καθήμενοι επί των οπισθίων ποδών παρά την θερμαίνουσαν
εστίαν, ως δύο καπνοδοχεία παριστώντα γάτους.
Τωόντι δε ήτο πολύ συμπαθητικόν το μικρόν
γουρουνόπουλον. Απαλόν, με καθαρόν ύπωχρον τρίχωμα, με το ρύγχος του προς τα
κάτω και με τους ακινήτως παρατηρούντας το δάπεδον πονηρούς οφθαλμούς του, και
με την μικράν ουρίτσαν του και εστριμμένην ως ξεφτισμένην φούνταν, ήτο ως να το
έβλεπε κανείς ψητόν επί του λάμποντος ταψίου, με σταυρωμένα τα ποδαράκια του,
κυρτωμένον την ράχιν, ροδισμένον, ευωδιάζον τρυφερότητα και νοστιμάδα, το
ορεκτικόν και παχουλόν γαλαθηνόν χοιρίδιον. Ήτο δώρον του κολλήγα του ποιμένος,
του Κομποδήμου, όστις το ανέθρεψεν εις το βουνόν καθαρόν και αμόλυντον με το
γάλα της μητρός του, μιας ωραίας από σόι συός, τρεφομένης μόνον με ξηράν
κολοκύνθην και τυρόγαλα της ποίμνης, και με τον καθαρόν του βουνού αέρα.
Και το είχε φέρει ο κολλήγας του προ μιας
ημέρας, ο Κομποδήμος, εμφανισθείς πρωί-πρωί φορτωμένος με ένα σακκάκι δεμένον
επάνω καλά περί τον λαιμόν.
—
Γεια-χαρά σας! εφώνησεν ο Κομποδήμος με την έρρινον οξείαν φωνήν του, ηχούσαν
ως γκάιδας ήχον. Και απέθεσε το σακκάκι με προσοχήν εις τα σανίδια του
πατώματος.
—
Καλώς τον κολλήγα! είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος, παρατηρών πονηρώς το σακκίδιον, το
οποίον ήρχισε να κινήται εδώ κ' εκεί, δεμένον ως ήτο, εν ώ οι δύο γηραιοί και
ευτραφείς κοκκινόλευκοι γάτοι, οσφρανθέντες το εντός κεκλεισμένον ζωντανόν,
περιειργάζσντο αυτό κατσουλόνοντες τ' αυτιά των και κυρτούντες γραφικώς την
ράχιν των και συνάμα μιαουρίζοντες εξ ευχαριστήσεως, ως να εκομίσθη δι' αυτούς
το δώρον.
—
Καμμιά ζημιά θ' άχουμε πάλι, γυναίκα, είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος κρυφίως εις την
σύζυγόν του.
Και είτα στραφείς προς τον κολλήγαν
ηρώτησε.
—
Τι έχ'ς εδώ μέσα, μωρέ κολλήγα; Καμμιά γάτα αγόρασες για το μανδρί; Δεν έλεγες,
καϋμένε, να σου δώση ένα από τα παιδάκια της η Κρατήρα; Κύτταξέ τα θρεμμένα που
είνε. Σαν καλογερικά!
Και έδειξε τους δύο γάτους, οίτινες
καμαρόνοντες εκεί ένθεν και ένθεν της εστίας, εκίνησαν αίφνης το μυστακοφόρον
ρύγχος των ως να ήθελον ν' αποδιώξωσι παρερχομένην μυίαν.
Συνήθιζεν ενίοτε να πειράζη την σύζυγόν του
ο Μπάρμπα-Σταύρος, διά την στείρωσίν της.
Ο ποιμήν εγέλασεν υπό τους μύστακάς του.
—
Σας έφερα πεσκέσι, ένα γουρνόπουλο, κολλήγα, για τ' καλή χρονιά. Χριστούγεννα
αύριο ξημερόνουν, μαθές.
—
Δεν σου τόπα; διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αποτεινόμενος κρυφίως προς την
Κρατήραν. Καμμιά ζημιά θ' άκαμε πάλι ο Κομποδήμος.
Τον είχε σπουδάσει καλά ο Μπάρμπα-Σταύρος
τον κολλήγαν του τον πονηρόν, όστις πάντοτε, οσάκις έκαμνε καμμίαν ζημίαν εις
τον ελαιώνα, επρόφθανεν αμέσως με τα δώρα, πότε με τσαντίλα μιζίθρα, πότε με
κατσικάκι, πότε με καμμιά κόττα του βουνού παχείαν.
Ηγάλλετο δε τότε ο παράδοξος φιλάργυρος
γέρων, αναλογιζόμενος ότι εσώζετο από την δαπάνην του φαγητού.
Καμμιά φορά μάλιστα δεν επρομηθεύετο
κρέας, αναμένων τον κολλήγαν του.
—
Δεν μπορεί, έλεγε, θ' άκαμε καμμιά ζημιά αυταίς ταις ημέραις. Δεν μπορεί!
Αλλά και ο πονηρός ποιμήν, ο Κομποδήμος,
είχε σπουδάσει καλά τον κολλήγαν του. Εννοήσας την αδυναμίαν του προς τα
πεσκέσια, έσπευδε πάντοτε πάσαν προξενουμένην ζημίαν εις τον ελαιώνα να
προαναγγέλλη, ουχί με κενάς τας χείρας, ότε οι οφθαλμοί του Μπάρμπα-Σταύρου
λαιμάργως προσατενίζοντες το δώρον, απερρόφων πάσαν αυτού την προσοχήν
κλείοντες ιδίως τα ώτα του, εις τα οποία αβλαβώς αντήχει η αναγγελλομένη ζημία.
Ανήγγελλε π. χ. ο Κομποδήμος, ικετευτικώς μεταβάλλων την ποιμενικήν φωνήν του,
ότι τα πράμματα έφαγαν ένα θήλιασμα ελαίας. Αλλά το θήλιασμα τούτο το φαγωμένον
παρουσίαζεν ο πονηρός ποιμήν φορτωμένον με μίαν μεγάλην- μεγάλην τσαντίλαν,
επιφέρων:
—
Ξέκοψε μια παληόιδα, κολλήγα, δεν την είδα.
Ο κολλήγας θα ήτο ανόητος τότε να
καταμηνύση τον ποιμένα, όστις είχε παληόιδες που του έφερναν τόσον μεγάλαις
τσαντίλαις. Έπειτα ευρίσκετο και ενώπιον διλήμματος, διότι αν δεν εδέχετο την
τσαντίλαν και επροτίμα την μήνυσιν, η τσαντίλα ζεστή-ζεστή, αχνίζουσα, θα
έπεφτε σαν στραβή μέσα εις ταις μεγάλαις χούφταις του ειρηνοδίκου, και τότε ο
Μπάρμπα-Σταύρος και την τσαντίλα θα έχανε και την μήνυσίν του, θα απέμενε δε
μόνον το άθλιον θήλιασμα φαγωμένον, ελεεινόν και κατάξηρον, δυστύχημα
ανεπανόρθωτον διά τον γέροντα κτηματίαν· τα ήξευρεν αυτά ο Μπάρμπα-Σταύρος, διότι
τα είχε πάθει πολλάκις.
Αυτά και αυτά έκαμαν φιλάργυρον τον αγαθόν
κτηματίαν. Ο μικροφιλάργυρος δεν γεννάται τοιούτος· γίνεται εκ διαφόρων του βίου
περιστάσεων. Και ο Μπάρμπα-Σταύρος έγεινε τοιούτος, αφού προηγουμένως είδε
πολλάς τσαντίλας να πέσουν και να καταπλακώσουν τας μηνύσεις του· διά τούτο τώρα επροτίμα να
καταπλακώνουν τον στόμαχόν του, ενόσω πάντοτε εις τα χωρία θα υπάρχουν
παληόιδες νοστιμευόμεναι τα τρυφερά θηλιάσματα και ειρηνοδίκαι αγαπώντες τα
γαλακτώδη της ποίμνης δώρα.
—
Για τ' καλή χρονιά, κολλήγα, εξηκολούθησεν ο ποιμήν. Εμείς πάντα σε
καταπατούμε.
—
Όχι εμένα, διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, τον ελαιώνα μου. Ας είνε· δεν πειράζει. Αφήσανε
τουλάχιστον της κουτσούραις τα γίδια;
Ήτο και αστείος ο γέρων.
—
Ας είνε! εξηκολούθησεν. Όσο και αν φάνε τα πράμματα, θ' απομείνουν πάντα η
ρίζαις. Και θα ξαναβλαστήσουν.
Και εγέλασεν.
Ούτω λοιπόν απελευθερώσας το
Χριστουγεννιάτικον δώρον του ο Μπάρμπα Σταύρος καθωδήγησε την Κρατήραν πώς να
το μαδήση, αφού το δώση εις τον κρεοπώλην να το σφάξη, και είτα να το στείλη
εις τον φούρνον παραγεμιστόν, όπως γνωρίζει.
Και λέγων ταύτα εκρότει τα χείλη μετ'
ορέξεως ο Μάρμπα-Σταύρος νομίζων ότι έτρωγεν ήδη το παχύ γουρνόπουλο. Και είτα
λαβών το βαρύ ξύλινον κοντάριον απήλθεν εις τον ελαιώνα να ξεχιονίση, ως είπε,
τα δένδρα.
—
Μας φθάνει αυτό, προσέθηκε, δεν θα ψωνίσω τίποτε άλλο.
Επειδή δε και άλλοι τινές είχον διέλθει
έξωθεν μεταβαίνοντες εις τα κτήματα, η Κρατήρα καθησύχασεν ειπούσα μόνον εις
τον σύζυγόν της, «αν
δεν μπορή να βγη από τα χιόνια», να
γυρίση. Το βέβαιον όμως είνε ότι η Κρατήρα επεθύμει ν' απομακρυνθή την ημέραν
αυτήν από του οίκου ο σύζυγός της, ίνα ζυμώση με την ησυχίαν της, ως έκαμνεν
άλλοτε την Παραμονήν, ότε ο Μπάρμπα-Σταύρος έλειπεν εις τον ελαιώνα του. Διότι
αφού έρριψεν από του παραθύρου τελευταίον βλέμμα εις τον αγαθόν κτηματίαν,
όστις καλά κουκουλωμένος με την γούναν διεσκέλιζε της χιονώδους οδού τα ίχνη,
ήρχισε να παρασκευάζη τα διά την ζύμην χρήσιμα εν αφθονία.
* *
*
Αγρίως μεγαλοπρεπές ην το θέαμα της
χιονισμένης νήσου έξω. Το έτος εκείνο εκτάκτως είχε πέσει πολλή χιών, όση
ουδέποτε άλλοτε προ πολλών χρόνων, κατακαλύψασα κάμπους και βουνά, και
ισοπεδώσασα τας βαθείας φάραγγας με τας κορυφάς των λόφων. Τα αλώνια, η πρώτη
μικρά πεδιάς μετά την κώμην, όλη ήτο κατάλευκος ως να ηπλώθη παχύτατος
βαμβακερός τάπης. Οι λόφοι κύκλω, τα βουνά ομοίως, πάλλευκα και ακίνητα και
μόνον εδώ κ' εκεί πενθίμως η λευκότης διεκόπτετο υπό μαύρων σκιών, των υψηλών
δένδρων, άτινα σειόμενα υπό του ανέμου απέρριπτον από τους κλώνους των την
χιόνα, κ' εμαύριζαν μέσα εις την τόσην λευκότητα τα πράσινα φύλλα των, ως
κλαδιά μεγάλα, στολίσματα πένθιμα λευκής μανδήλας, υπό την οποίαν εσίγησαν
παγέντα τα ποικίλα κελαδήματα των πτηνών και ο ηδύς ψίθυρος των πυκνών θάμνων.
Η δε τριγωνική φαλακρά κορυφή της Καραφιλτζανάκας ήτον όλη μία λευκή μάζα ως να
κατέρρευσεν απ' αυτής πηγή γάλακτος παγέντος μέχρι των υπωρειών.
Ούτε ίχνος οδού, ουδέ σημείον. Πλην ο
Μπάρμπα-Σταύρος γνωρίζων την οδόν καλώς, εβημάτιζεν επί της χιόνος προχωρών
προς το κτήμα του κατηφής και κλαίων σχεδόν, διότι έβλεπε πλέον ότι μεγάλη
ζημία εγένετο εις τον ελαιώνα.
Εκεί όπου έφθασεν, εθεώρει ήδη μακρόθεν
τον ελαιόφυτον κάμπον όπου ην και το κτήμα του. Θρήνος και οδυρμός!
Τα ταλαίπωρα δένδρα είχον καταθραυσθή.
Τόση χιών, επειδή ήτο νηνεμία καθ' όλην την νύκτα, είχε συσσωρευθή εις τους
πυκνοφύλλους κλώνους των, ώστε ούτοι λυγίσαντες προς τα κάτω κατεχώσθησαν κατά
πρώτον κ' εκαρφώθησαν στερεώς κάτω εις την παχείαν του εδάφους χιόνα, είτα και
άλλης χιόνος συσσωρευθείσης δεν αντέσχον κ' εθραύσθησαν γηραιοί και ογκώδεις
κλώνοι, ξεγκλισθέντες οικτρώς από των κορμών.
Πλην έβλεπε τωόντι ο Μπάρμπα-Σταύρος ότι
ήτο αδύνατον πλέον να προχωρήση περαιτέρω μέχρι του κτήματός του. Η χιών ήτο
βαθεία αληθώς, πέντε σπιθαμών, και ήτο φόβος να βυθισθή τις και απολεσθή.
—
Δεν είνε χιόνι αυτό! εψιθύριζεν. Οργή Θεού!
Δυο-τρεις φοραίς κατέπεσε και ετρόμαξε να
εγερθή εκ νέου.
Όμως επροχώρει, διότι δύο άλλοι προ αυτού
εβάδιζον και αυτοί μετά καμάτου.
Τα πτηνά, φοβισμένα, κόσσυφοι και
αγριοπεριστεραί και φάσσαι παχείαι, βλέποντα τους μαυρίζοντας οδοιπόρους εν
μέσω της παλλεύκου πεδιάδος ετριγύριζον περί αυτούς ως περί κορμούς αχιονίστων
δένδρων, και έπιπτον ακίνητα προ αυτών, μισοπαγωμένα.
Μετ' ολίγον οι προηγηθέντες απέστρεψαν
αδυνατήσαντες να προχωρήσωσι, και παρεκίνουν και τον Μπάρμπα-Σταύρον να
επιστρέψη.
Πλην αυτός δεν τους ήκουσε και επροχώρει
ακόμη.
—
Τουλάχιστον να ιδώ μονάχα! έλεγεν.
Ήδη μετά κόπου και αγωνίας πολυώρου,
παρήλθεν η μεσημβρία ως υπελόγιζεν ο γέρων, έφθασεν εις την είσοδον του
ελαιοφύτου κάμπου, εν μέσω του οποίου ην το κτήμα του.
Κ' ησθάνθη εκεί τρομακτικούς κρότους
πρωτοφανείς και πρωτακούστους ως να κατέπιπτον σωροί κοκκάλων ξηρών από
κατωφερείας.
Και τωόντι εθραύοντο μετά πενθίμου πατάγου
εν τη νεκρά εκείνη ηρεμία οι καταπλακωμένοι των ελαιών κλώνοι, κ' εθραύετο η
καρδία του Μπάρμπα-Σταύρου και εκόπτοντο τα ήπατα αυτού κ' ελύγιζον τα γόνατά
του.
—
Ερμαίς εληαίς! Εψέλλιζε πενθίμως.
Και όμως επροχώρει. Και τι ήθελε κάμει ο
άφρων; αλλ' ο άνθρωπος είνε πάντοτε ανόητος.
Εισελθών όμως ήδη εις την ελαιόφυτον
πεδιάδα έχασε τον δρόμον συγχύσας τας χιονοσκεπείς ρίζας των ελαιών, και
έβαινεν αγνοών, μετά προσοχής όμως πάντοτε βυθίζων τα βήματά του, αφού πρότερον
εδοκίμαζε το έδαφος διά του ξυλίνου κονταρίου.
Πλην αίφνης, ενώ ήθελε να εξαγάγη τον
δεξιόν πόδα και προχωρήση προς τα εμπρός, το κοντάριόν του το εμπηχθέν
προηγουμένως εβυθίσθη ολόκληρον μη ευρόν στερεόν έδαφος· μέγα τεμάχιον χιόνος τότε
απεκόπη αστραπιαίως και ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος με τα βαρέα ναυτικά
του υποδήματα, με την παλαιάν του γούναν και το μισοτριμμένον αυτού φέσιον.
Ο τρυγμός των θραυομένων κλώνων των ελαιών
εξηκολούθει φοβερός και άγριος ως κρότος μακρυνής βροντής.
Ο Κομποδήμος ο κολλήγας του
Μπάρμπα-Σταύρου, μη προφθάσας ν' απέλθη την προηγουμένην νύκτα εις την ποίμνην
του ζαλισθείς από τα κεράσματα των φίλων του, — το αγαπούσε ολίγον το έρμο —
την επαύριον απεκλείσθη ολότελα ένεκα της χιόνος και μόλις απήλθεν ο
Μπάρμπα-Σταύρος, και ενεφανίσθη προ της Κρατήρας ο Κομποδήμος με μίαν βαρείαν
κάπαν και με την κελαειδούσαν ως γκάιδαν ρίνα του.
—
Γεια-χαρά σας! εχαιρέτισεν ο ποιμήν.
Και εζήτησε πάραυτα πτύον να ξεχιονίση και
σχηματίση ντορό.
—
Ξεχνώ εγώ ποτέ τον κολλήγα μου!
Και συγχρόνως μαθών ότι ο κολλήγας του
είχεν απέλθει εις τον ελαιώνα, τον κατέκρινε διά την τόλμην του.
—
Δεν ήτανε καλό αυτό, κουμπάρα!
Είπε προς την Κρατήραν.
—
Πάνε κι' άλλοι, απήντησεν η Κρατήρα, παρηγορουμένη μόνη της και καθησυχάζουσα
τον φόβον της.
—
Να ιδούμε πώς θα γυρίση πίσου!
Διέκοψεν ο ποιμήν.
—
Ήτανε ανάγκη για τα δέντρα, να κινδυνέψη; εξηκολούθησεν απορών ο Κομποδήμος.
Εμείς έχουμε ζωντανά και δεν κάνουμε έτσι. Ξέρεις τι χιόνι έπεσε; Πού μπορεις
να ξεμυτίσης!
Και λαβών το πτύον, εξεχιόνισε καλά την
αυλήν. Έκαμεν απέξω οδόν βαθείαν εις την χιόνα ως χάνδακα, κατόπιν εξελθών εις
τον εξώστην εξετίναξε και απ' εκεί την σωρευμένην χιόνα μη πέση από το βάρος ο
πεπαλαιωμένος εξώστης, διά ξύλου μακρού εις σταυρόν μετασχηματισθείσης της
άκρας του, κατέρριψε την εστιβασμένην επί της στέγης και εν γένει υπηρέτησε
καλώς τον κολλήγαν του ο ποιμήν.
Ακολούθως η Κρατήρα έχουσα τον νουν της
εις το ζύμωμα εξαπέστειλε τον Κομποδήμον εις τον φούρνον να ίδη αν θα κολλήση.
—
Ακούς λέει; απήντησεν επανελθών ο ποιμήν. Γένιτι τέτοια μέρα; Ξεφούρνισε τη
πρώτη φουρνιά, και χαζιρεύει άλλη τώρα. Κάμανε ντουρό και είνε ο φούρνος
γεμάτος γυναίκες.
—
Νά τα! Νά τα! εμουρμούριζεν η Κρατήρα μετά ταύτα εμποδισθείσα τόσον από της
πρωίας,
Ουχ ήττον ως φιλόπονος και δεξιά γυνή όλα
έφερεν εις πέρας· και
εζύμωσε, και ασβέστωσεν ολίγον την εστίαν και τα κάτω μέρη των τοίχων,
εξετίναξε και εκαθάρισε το πάτωμα, έστρωσε τα καλά κυλίμια και ετοποθέτησε τας
πανηγυρικάς προσκεφαλάδας, τα πλούσια προικιά της, και τέλος τη βοήθεια του
ποιμένος όστις το έσφαξε μαδήσασα καλά-καλά το χοιρίδιον και παραγεμίσασα αυτό
απέστειλεν εις τον φούρνον λευκόν, ως να ήτο και αυτό εκ χιόνος, το παχουλόν.
Και παρεκάλεσε τον Κομποδήμον είτα να της σχίση ολίγα ξύλα, διά να έχη μικρά
και ευκολοβόλευτα διά τας εορτάς, ότι συνήθιζεν αργά να κάθηται ο Μπάρμπα-
Σταύρος παρά την εστίαν κρατσανίζων κιδώνια ευώδη, ή τρώγων κάστανα και πίνων
από το ωραίον κρασί του το μοσχάτο.
Είχε παρέλθει το δειλινόν. Έξω ηκούετο
θόρυβος και ταραχή εν τη αγορά χιονοβολουμένων των ναυτικών διά την καλή
χρονιά. Ο ήλιος δεν εφαίνετο παντελώς, διά τούτο ταχύτερον ήρχισε να σκοτινιάζη
κάπως και εφαίνετο ότι έκλινεν η ημέρα προς την δύσιν. Ήτο όμως ενωρίς ακόμη.
Ο ποιμήν απομείνας πλέον οριστικώς να
εξυπηρετήση την κολλήγισσαν, επέστρεφεν από του φούρνου κομίζων καίοντα ακόμη
τα ωραία χριστόψωμα με τα σισάμι και το μαυροκούκκι πιτουρισμένα, ότε ακούει
ότι δύο-τρεις άλλοι χωρικοί, οι βαδίζοντες, ως είδομεν, προ του
Μπάρμπα-Σταύρου, επιστρέψαντες διότι ήτο αδύνατον να προχωρήσουν, διηγούντο ότι
ο Μπάρμπα-Σταύρος δεν τους ήκουσε και επροχώρει μόνος του μέσα εις τα χιόνια,
δύο και τρία μπόια βάθος.
Ως συνήθως εις τοιαύτας περιστάσεις, ότε
το πολύ είνε πάντοτε πολύ, μη υπολογιζόμενον ακριβώς, δύναται ν' ανάγεται εις
αριθμόν μεγαλείτερον ή μικρότερον, αναλόγως πάντοτε της φαντασίας του
διηγουμένου.
Ετούτο ανήγγειλεν ο ποιμήν εις την
Κρατήραν, ήτις κατετρόμαξε φαντασθείσα αμέσως κακόν τι· και εζήτησε να ίδη τους
άλλους συνοδοιπόρους, να τους ερωτήση, να ακούση από το στόμα των και βεβαιωθή.
—
Τρέξε, κολλήγα, είπε· τρέξε
γρήγορα. Ο Θεός σε έστειλε σήμερα εδώ. Τι να γένω!
Αλλ' έως ου τους εύρη ο κολλήγας, οι
χωρικοί μετέβησαν εις τον δήμαρχον και ανήγγειλαν φοβερώτερον το πράγμα, ότι
δηλαδή είς τούτων, κατά τινα στιγμήν εν τη επιστροφή του παρατηρήσας τυχαίως,
είδε μακρόθεν εν τω λευκώ οροπεδίω τον Μπάρμπα-Σταυρον να κλίνη ως τρικλίζουσα
αιξ και να γείνη άφαντος έπειτα μέσα εις τα χιόνια.
—
Εμείς δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω πλεια. Εδικαιολογήθησαν οι χωρικοί.
Ο δήμαρχος πάραυτα διέταξε να τηρήσωσι τα
πράγμα μυστικόν από την σύζυγον του γέροντος κτηματίου, όστις απελάμβανε καλής
υπολήψεως διά την ευπορίαν του, και σύμβουλος εκλεχθείς πολλάκις· και είπε ν' αποσταλώσιν
άνθρωποι της αστυνομίας προς αναζήτησίν του.
Αλλά δυστυχώς δεν υπήρχον. Οι αγροφύλακες
προσποιηθέντες ότι απεκλείσθησαν έξω, εκοιμώντο όλην την ημέραν εις τας οικίας
των, ο δε μόνος κλητήρ ήτο απησχολημένος συνήθως εις την υπηρεσίαν της κυρίας
δημάρχου. Διά τούτο ο δήμαρχος ανέθηκε την εντολήν αυτήν εις τον ποιμένα, τον
κολλήγαν του Μπάρμπα-Σταύρου.
—
Εσύ, εσύ ξέρεις καλλίτερα απ' αυταίς ταις δουλειαίς, γιατί ξεχιονίζεις τα
κατσίκια ς', είπεν ο κ. δήμαρχος απεκδυόμενος την ευθύνην.
Διά τούτο ο Κομποδήμος συνεννοηθείς και
μετά πέντε άλλων ναυτικών, συμπαθών ανθρώπων, προθύμων πάντοτε εις τοιαύτας
κρισίμους περιστάσεις, απήλθε προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου, αφού
προηγουμένως ανήγγειλε τούτο εις την Κρατήραν, απλώς ότι πηγαίνουν να ίδουν,
χωρίς να προσθέση την φοβεράν είδησιν της πτώσεως· αν και ο ποιμήν γνωρίζων την
δεξιότητα και αντοχήν του Μπάρμπα- Σταύρου, επίστευεν ότι δεν θα έπαθε τίποτε,
αν έπεσεν. Αλλά πάλιν έλεγε:
—
Ξέρ' κανένας, τι σκαρώνει ο Ζερζεβούλης;
Εν τούτοις η φουρνάρισσα μη βλέπουσα να
έλθη κανείς να παραλάβη το χοιρίδιον, το οποίον ψηθέν ευωδίαζεν όλον τον
φούρνον διαχέον γλυκύ άρωμα, ξηροψημένον και ξηροσκασμένον εδώ κ' εκεί, ώστε να
υπολευκάζη η τρυφερά του επιδερμίς, επιδεικνύουσα ορεκτικώς την γαλακτώδη
σάρκα, το παρέλαβε και το έφερε μόνη της εις την οικίαν του Μπάρμπα-Σταύρου και
διά να μη πάθη τι εις τον φούρνον, αλλά κυρίως διά να μάθη θετικόν τι περί της
διαδόσεως, η περίεργος.
—
Αλήθεια πώς τον πλακώσανε τα χιόνια τον Μπάρμπα-Σταύρο;
Ηρώτησεν η φουρνάρισσα αποθέτουσα το
ταψίον μετά του χοιριδίου επί τινος τραπέζης εκεί, από την ευωδίαν του οποίου
ηνωχλήθησαν πρώτοι-πρώτοι οι δύο γηραιοί και παχείς γάτοι, οίτινες περιέσαινον
επαιτικώς περί τους πόδας της τραπέζης εν αρμονική δυωδία.
Προς το άκουσμα τούτο η Κρατήρα
ανεκραύγασεν ως να την εδάγκασεν όφις.
Και ανοίξασα το παράθυρον γοερώς εφώνει με
λελυμένην την κόμην αναταράξασα όλην την γειτονίαν: Πωπώ! Πωπώ! έως ου ήλθον
δύο αγαθαί γειτόνισσαι και καθησύχασαν αυτήν, παραμένουσαι διαρκώς πλησίον της,
μέχρις ου επανέλθουν οι μεταβάντες προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου.
Και ήτο θλιβερόν να βλέπης την ωραίαν
γυναίκα ωχράν, λυσίκομον, πνίγουσαν τους ολολυγμούς της και θεωρούσαν τα
εύμορφα Χριστόψωμα πενθίμως ως μνημοσύνου προσφοράς. Το ταψίον μετά του
χοιριδίου ως προκαλούν σκληροτέραν αντίθεσιν διά της ευωδίας του της ζωντανής
εν τη νεκρική σχεδόν ταύτη σκηνή, αι γυναίκες το ησφάλισαν εις το εγγύς μικρόν
δωμάτιον
* *
*
Προσήγγιζεν η εσπέρα, ότε πέντε άνθρωποι
με βαρέα ναυτικά υποδήματα, κομβωμένοι καλώς εις τας γούνας των τας θερμάς του
Δουνάβεως, με χονδρά εκ δέρματος ακατεργάστου κασκέτα ως άρκτοι,
σκυφτοί-σκυφτοί διεσκέλιζον το χιονισμένον οροπέδιον του ελαιώνος της νήσου,
κρατούντες και οι πέντε τα πτύα εις τους ώμους των και στηριζόμενοι διά χονδρής
ράβδου. Το ψύχος ην δριμύ, καυστικόν — πώς καίει και το ψύχος! — κοκκινίζον και
παγόνον τα ώτα ιδίως, τα οποία προσεπάθουν οι πέντε άνδρες να προφυλάξωσι,
καταβιβάζοντες τα πετσία του κασκέτου ένθεν και ένθεν.
Εμπρός προηγείτο, έκτος αυτός, εγχώριος
ποιμήν κουκουλωμένος εντός της βαρείας κάπας του ως κορμός δρυός ή πλατάνου
ογκώδης. Ενόμιζέ τις ότι ην κύριος πέντε άρκτων, τας οποίας ωδήγει εις την
καλύβην του, απολεσθείσαν εντός των χιόνων.
Μερικά όρνεα μεγάλα, όσα δεν
κατεπλακώθησαν εντός των χασμάδων των βράχων, καταφυγόντα υπό τινας κλάδους
ελαιών ημιφαινομένους επάνω- επάνω ως θάμνους του χιονώδους πεδίου, ακούοντα τα
αιφνίδια πατήματα των έξ οδοιπόρων, εξετρύπονον φοβισμένα, κατεπλήσσοντα είτα
περισσότερο σαστίζοντα προς την λευκήν θέαν, και πάλιν ετρύπονον πτήσσοντα εις
τους αυτούς των ελαιών κλώνους, απολέσαντα τας φωλεάς των.
—
Νά, από 'δω θα έκαμεν ο κολλήγας μου, είπεν ο ποιμήν προς τους πέντε άλλους,
δεικνύων μεγάλα ίχνη επί της χιόνος.
Ο ποιμήν ούτος ήτο ο Κομποδήμος, ο
κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, εις αναζήτησιν του οποίου μετέβαινε μετά των
πέντε άλλων ναυτικών.
Και οι έξ ηκολούθουν τα ίχνη τα
υποδειχθέντα, τα μόνα προς εκείνο το μέρος όπου έκειτο ο ελαιών του
Μπάρμπα-Σταύρου. Και ήρχιζε να φωνάζη ο ποιμήν:
—
Κολλήγα! Κολλήγα! Μωρέ Κολλήγα!
Και η φωνή του μη προσκόπτουσα εις τα
δένδρα και εις τας φάραγγας εκυλίετο βραγχνή και άχρους επί των χιόνων
παγώνουσα και σβεννυμένη πάραυτα, ως από τηλεφώνου φωνή. Οι οδοιπόροι ήρχισαν
να φοβώνται πλέον.
—
Τι λες; Κομποδήμο; ηρώτησέ τις των ναυτικών.
—
Τι να 'πω κ' εγώ! απήντησεν ο ποιμήν, τρέμων ενδομύχως.
Κ' επανέλαβεν:
— Ο
βλοημένος ήρθε να ξεχιονίσ'! Αυλή τ' νάτανε, και πάλι δεν θα μπορούσε, σαν δεν
πάινε ο κολλήγας του.
—
Δε μ' λες, Κομποδήμο, προσέθηκέ τις των ναυτικών αστεϊζόμενος, λυόν' ο
πεθαμένος 'ς το χιόν';
—
Ξέρου κι' 'γώ; Δε δουκίμασα!
—
Τι κάθεσθε και λέτε; παρετήρησεν έτερος των ναυτικών. Ο Μπάρμπα- Σταύρος θάνε
σαν ρουφός μες 'ς τον πάγο, φρέσκος-φρέσκος, όπως διατηρούν φρέσκα 'ς την Αθήνα
τα ψάρια.
—
Ας μη λαχταράη το ψάρι, παρετήρησεν ο Κομποδήμος, και περίμενε να 'ς το κάνη
φρέσκο το χιόνι. Τι, θάλασσα είνε το χιόνι νάχη φρέσκα ψάρια;
Αίφνης ο ποιμήν ο οδηγός εσταμάτησε
κατηφής. Εάν έκυπτες και παρετήρεις υπό την κατσούλαν της κάπας του, θα έβλεπες
κάτωχρον το πρόσωπον του Κομποδήμου το άγριον.
—
Βρε, παιδιά, λέγει, κακά μαντάτα! Να, άλλα πατήματα δεν βλέπω. Να, κ'ττάξ 'τε
και σεις.
Τωόντι άλλα ίχνη επί της χιόνος δεν
υπήρχον, εκτός ολίγων τινών ακόμη, και παραπέρα ηπλούτο η χιών σιωπηλή,
άθικτος.
—
Να, εκεί είνε το κτήμα του, υπέδειξεν ο ποιμήν, και έδειξε τον ελαιώνα του
Μπάρμπα-Σταύρου. Μάλιστα, έκαμε και λάθος. Νά, έχασε τον δρόμο· από 'κεί έπρεπε να κάμη.
Χωρίς άλλο αυτά είνε τα πατήματά τ', γνωρίζω εγώ τα ποδήματα του Κολλήγα.
Έλεγεν ο Κομποδήμος και εσχεδίαζεν εις το
συγκεχυμένον εκείνο χιονισμένον πεδίον.
—
Για φωνάξ' τε μια, βρε παιδιά!
Και οι έξ τότε έβαλον κραυγήν φοβεράν.
—
Μπάρμπα-Σταύρο!
Αλλ' η φωνή προσέπεσεν αθλίως επί των
χιόνων απομείνασα παγωμένη, νεκρά και άηχος!
Ουδείς απήντησε. Μόνον οι υπόκωφοι κρότοι
των υπό την χιόνα θραυομένων ελαιών ηκούοντο πάντοτε, γοερώς και επωδύνως
αντηχούντες εις τα ώτα των οδοιπόρων.
Έφθασαν εις το τελευταίον ίχνος του
υποδήματος.
—
Μα αναλήφθηκες, Μπάρμπα-Σταύρο; παρατηρεί τότε είς των οδοιπόρων.
—
Ξέρεις τι τρέχει; λέγει έτερος. Ο Μπάρμπα-Σταύρος θα είνε τώρα 'ς τη φωτιά του
και 'ς την Κρατήρα του, και εμείς ψάχνουμε του κάκου. Δεν βλέπετε; Νά, άλλο
σημάδι δεν υπάρχει. Θα γύρισε πίσω. Παιδί ήτανε να χαθή;
—
Μα σου λέγει, έπεσε. Προσθέτει έτερος.
—
Ε, καλά· πού
έπεσε;
Αίφνης εκεί οπού εξήταζε τα πέριξ ο
Κομποδήμος, κράζει:
—
Σωπάτε! σωπάτε!
Όλοι εσιώπησαν σκυφτοί-σκυφτοί, με της
γούναις των και με τα πρόβεια κασκέτα των, και ηκροώντο, του ποιμένος
κυρτωθέντος με την κατσούλαν του μέχρι της χιόνος.
Ηκούετο ως τις στεναγμός βαθύς και
ασθενής, μακρυνός-μακρυνός ήχος.
—
Ακούτε; ηρώτησεν ο ποιμήν.
Και τότε ως εκ κοινού συνθήματος κράζουν
και οι έξ άνδρες.
—
Μπάρμπα-Σταύρο!
Η βοή η νεκρά της φωνής των συνωδεύθη ήδη
υπό τινος γογγυτού μυστηριώδους:
—
Ωχ!
—
Μωρέ εδώ είνε ο κατακαϋμένος! Παρετήρησεν εν πεποιθήσει ο ποιμήν.
Και συγχρόνως ιδών το ρήγμα της χιόνος το
σχηματισθέν κατά την πτώσιν του Μπάρμπα-Σταύρου, είπεν ως ενώπιον κινδύνου.
—
Καρδιά, παιδιά, καρδιά, και τον ηύραμε!
—
Νά, είπον και οι λοιποί. Εδώ εις το μέρος αυτό είνε χανδάκι.
Και εκ νέου εκραύγασαν πάλιν:
—
Μπάρμπα-Σταύρο!
Και πάλιν εις το τέλος ήκουσαν ως ηχώ
στυγεράν της φωνής των :
—
Ωχ!
Πάραυτα τότε σιωπηλοί και υποτρέμοντες ως
ενώπιον τραγικού συμβάντος, ότε δεν γνωρίζει τις αν θα συναντήση ζωήν ή
θάνατον, ήρχισαν με τα πτύα και οι έξ να ξεχιονίζωσι το μέρος εκείνο μέχρι του
εδάφους. Μετά τινα εργασίαν συνήντησαν βράχον μέγαν, το έδαφος της γης εκεί,
υπό τον οποίον εξέχοντα, εσχηματίζετο σπηλαιώδης κρύπτη, οπού παρακάτω
εξηκολούθει η κατωφέρεια του εδάφους, σχηματιζομένου εκεί μικρού χάσματος. Η
χιών είχε συνενώσει όλα αυτά εις μίαν επιφάνειαν· και ότε ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος,
είχε πατήσει επί της χιονώδους επιφανείας της συνενούσης την άκραν του βράχου
μετά της κατωφερείας, χωρίς να επακκουμβά αύτη επί του στερεού εδάφους της γης· εξείχε δηλαδή από της άκρας
του βράχου η χιών κλίνουσα ως κλίνει εν ταις στέγαις των οικιών, αστήρικτος.
Εκεί λοιπόν επάτησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και κατήλθε μετά της αποσπασθείσης
χιόνος κάτω-κάτω, όπου εσχηματίζετο η σπηλαιώδης οπή του βράχου.
Οι οδοιπόροι εκαθάρισαν πάραυτα καλώς το
μέρος, εύρον την κατωφέρειαν και κατήλθον εις την σπηλαιώδη οπήν, εν η εύρον
τον Μπάρμπα-Σταύρον, ημιπαγωμένον, βαρέως αναπνέοντα, με ημικλείστους τους
οφθαλμούς, κατακείμενον εκεί εις το χώμα της κρύπτης, ενώ το ξύλινον κοντάριόν
του τεθραυσμένον εις δύο παρέκειτο.
—
Μπάρμπα-Σταύρο! Μπάρμπα-Σταύρο!
Ήρχισαν να φωνάζωσιν εν χαρά οι ναυτικοί,
περικυκλώσαντες τον γέροντα.
—
Κολλήγα! Κολλήγα! έλεγε και ο ποιμήν καταχαρούμενος, αλλά μη πεποιθώς ακόμη.
Ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς
και ανεστέναξεν επανειλημμένως.
Τότε είς των ναυτικών, γνωρίζων από τέτοια
— πόσαις φοραίς εις την Μαύρην θάλασσαν ξεπαγιάζουν οι ταλαίπωροι — είχε
παραλάβει μεθ' εαυτού φιαλίδιον ρωμίου και ήρχισε να προστρίβη τα μέλη του
γέροντος, ξεκομβώσας τα χονδρά φορέματά του και εξαγαγών τα υποδήματά του.
— Ο
Θεός σ' εφώτισε παιδί μ'!
Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι,
το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν, μέσα εις την παγωμένην εκείνην
σχισμάδα της γης και εις την ρίνα του ποιμένος παγωμένην ομοίως.
Μετά μικρόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους
οφθαλμούς του, συνελθών τελείως και κινηθέντων των μελών αυτού.
—
Ακόμα λιγάκι και πάαινα!
Είπε μετά στεναγμού βαθέος ο γέρων.
Τότε πλέον καθησύχασεν ολοτελώς ο
Κομποδήμος, εγέλασεν υπό την σκοτεινήν κατσούλαν της κάπας του και είπε:
—
Πού θα πάαινες, κολλήγα, που σε περιμένει το γουρνόπουλο; Να ιδής του
βλουημένου, τετράπαχου! Τώσφαξα, του μάδ' σα, του παραγέμισι η κουμπάρα. Να
ιδής!
Και εκρότει ο ποιμήν τα τραχέα χείλη του
ως να εγεύετο ήδη το τρυφερόν του γαλαθηνού χοιριδίου κρέας.
Μειδίαμα ελαφρόν διήλθεν από το κάτωχρον
του Μπάρμπα-Σταύρου πρόσωπον προς το άκουσμα τούτο. Πλην τα χείλη του ήσαν
κλειστά ακόμα.
—
Τι κάνουμε, παιδιά; ηρώτησεν ο ποιμήν, υπόδρα βλέπων την μποτιλίτσα μετά
υπόλοιπον του ρωμίου, ως τέσσαρα δάκτυλα.
—
Να πηγαίνουμε! Προσέθηκεν επιτακτικώς ο Κομποδήμος. Και πάραυτα εσφύριξε το
υπόλοιπον του ρωμίου, το οποίον τόσην ώραν είχε πληρώσει ευωδίας την ρίνα του,
έλαβε τον Μπάρμπα Σταύρον υπό την μασχάλην του και υπό την κάπαν ως τράγον
ξεπαγιασμένον, και επανήρχετο εις το χωρίον, ακολουθούντων εν χαρά και των
λοιπών ναυτικών, είς των οποίων έλαβεν εις χείρας και τα βαρέα υποδήματα του
Μπάρμπα Σταύρου, άτινα εθεώρησαν βαρύ διά τον ποιμένα να θέσωσι πάλιν εις τους
πόδας του γέροντος.
* *
*
Φεγγοβολεί η πυρά εις την καθαράν της
Κρατήρας οικίαν. Ξύλα μεγάλα αναδίδουσιν οφιοειδείς γλώσσας φλογός εν μέσω της
παλλεύκου εστίας, και θερμαίνεται και φέγγει όλος ο οίκος.
Κυλίμια χρωματιστά εύμορφα είναι στρωμένα
κάτω εις τον χθαμαλόν σοφάν, κατέναντι της εστίας, όπου ακκουμβισμένος επί
μαλακού προσκεφαλαίου πεπληρωμένου πτίλων αναπαύει τα θερμανθέντα πλέον μέλη
του ο Μπάρμπα Σταύρος, λευκόν φορών εσώβρακον, λευκόν σαν το χιόνι, λευκασμένον
την άνοιξιν 'ς τον Μέγαν Γιαλόν υπό της καθαράς και σεμνής νοικοκυράς Κρατήρας,
και λευκόν ωσαύτως σκούφον μάλλινον εις την κεφαλήν κυρτούμενον και κλίνοντα
όπισθεν και απολήγοντα εις μαλλίνην λευκήν ωσαύτως φούνταν. Την γούναν του την
έχει ρίψει εις τους ώμους του — αναπεταρίκι — και φουμάρει μακρόν τσιμπούκιον,
ου ο χρυσοποίκιλτος λουλάς επακκουμβά επί του γεισώματος της εστίας. Ανακινεί
τα χείλη του ηδυπαθώς ο μπάρμπα- Σταύρος πιπιλίζων την κεχριμπαρένιαν άκραν του
τσιμπουκίου του, βλέπει ευφροσύνως τον καπνόν αναθρώσκοντα κυκλοειδώς και
διαλυόμενον εις την οροφήν του οίκου, και ενίοτε θωπεύει μαλακά- μαλακά τους
στακτερούς του μύστακας.
Παρέκει κάθηται άνευ της κάπας του ο
ποιμήν ο Κομποδήμος, έχων εις το πλευρόν του φιάλην χιλιάρικην, πεπληρωμένην
οίνου μαύρου σπιτίσιου, και από καιρού εις καιρόν πληροί το ποτήριον εκεί
πλησίον κείμενον και αυτό, και πίνει με κατακόκκινον το πρόσωπον και
ημιδακρύοντας τους οφθαλμούς — εκ της χαράς τάχα ή εκ του οίνου;
Και ακούει διηγούμενον τον μπάρμπα-Σταύρον
το επεισόδιον της πτώσεώς του το τραγικόν.
—
Έπεσα μαζί με το χιόνι κάτω βαθειά. Τα έχασα. Πάει, είπα, χάθηκα. Αλλά βλέπω
εκεί μια σπηλιά· εχώθηκα
μέσα έως να συνέλθω. Αλλά τι με τούτο ; Έπρεπε να αναιβώ επάνω. Μα πώς να
αναιβώ; Τοίχος από δω και από εκεί υψηλός· κάστρο από χιόνι· αρχίζω τότε με το κοντάρι να
κάμω δρόμο. Αλλά πώς; Εληά ήτανε να την ξεχιονίσω;
—
Ας πάνε 'ς την οργή κι' αυταίς η εληαίς, κολλήγα. Κόντεψε να σε χάσουμε. Ας
πάνε ς' την οργή!
Διέκοψεν ο κολλήγας, κενών άλλο ποτήριον
εις τον λάρυγγά του.
— Η
εληαίς μονάχα κολλήγα, ή και τα θηλιάσματα μαζί;
Ηρώτησεν ο μπάρμπα-Σταύρος γελών και
θωπεύων τούς μύστακάς του τους στακτερούς.
—
Όλο να με πειράζης, κολλήγα. Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα,
παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον.
—
Και το γουρνόπουλο!
Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος.
—
Ναι, τώρα είπες καλά.
Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον
διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε:
—
Να το φέρω ;
Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την
κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων:
—
Σου έγεινε ένα πράμα!
Το κάλυμμά του, είς επαναστατικός μαύρος
κούκος από τον καιρόν τον Θεσσαλικών, είχε πέσει κάτω χωρίς να το εννοήση.
—
Ακόμα· νάρθη
και η Κρατήρα· απήντησεν
ο Μπάρμπα-Σταύρος· και
εξηκολούθησε την διήγησίν του :
—
Λοιπόν που λες, μπορούσα με το κοντάρι να κάμω δρόμο μέσα σε τόσο χιόνι; Έδωσα,
έδωσα, κολλήγα μου, ως που έσπασε το ξύλο. Τότε απηλπισμένος άρχισα να φωνάζω· αλλά ποιος να με ακούση!
Κάτι άγρια πουλιά επέρασαν από 'πάνω μου,
ένα κοπάδι, και τα είδα με απελπισίαν. Μ' εφοβήθηκαν! Εκρύωνα. Εζάρωσα εις την
σπηλιά και είπα:
—
Έρμαις εληαίς!
Και απόμεινα εκεί όπως με ηύρατε. Λίγο
ακόμα, και θα τελείωνα με της παληοεληαίς, Κολλήγα!
—
Μη της ξαναλές πλεια, Κολλήγα. Ας πάνε στο καλό. Είσαι όμως και λίγο αράθυμος.
Ο ποιμήν δεν ηθέλησε να τον αποκαλέση
φιλάργυρον.
—
Κίνησες να πας, προσέθηκε, με τόσα χιόνια!
—
Λυπάται κανείς, υπέλαβεν ο γέρων.
—
Λυπάται κανείς! μα εγώ δεν έχω ψυχή; Πέτρα έχω 'γώ;
Εκραύγασεν ολίγον ωργισμένος ο Κομποδήμος· και εκένωσεν άλλο ποτήριον,
σπογγίζων με την χείρα τους μύστακάς του κατόπιν, διότι είχε πληρωθή φαίνεται ο
στόμαχός του ο λαίμαργος και εχύνετο πλέον και απέξω το ευφρόσυνον ποτόν, το
οποίον έλαμπεν εν τω ποτηρίω εκεί εις την φλόγα της πυράς ως απόσταγμα
βυσσίνων.
—
Να σ' πω όμως, κολλήγα. Είμαι και ασφαλισμένος, Μη κυττάζης. Το χειμαδιό είναι
καταμεσής 'ς της κουκουναριαίς, γερό σαν σπίτι.
Ας πέση όσο χιόνι θέλη· τα γίδια του κολλήγα σου θα
χορεύουν τώρα γύρω 'ς τη φωτιά, και ο γυιος μου θα παίζη το σουράβλι.
Και είτα επανέλαβε πάλιν.
—
Να σ' πω. Να πάω να το φέρω;
Και ηγέρθη ημιτρικλίζων ο ποιμήν.
—
Κάθησαι, κάθησαι, είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Τώρα θα απολύση η Εκκλησία.
Ούτως ο Κομποδήμος υπήκουσε πάλιν και
επανήλθεν, αφού είχε μεταβή εις το μικρόν εγγύς δωμάτιον λέγων:
—
Ευωδιάζει το σκυλοφαωμένο!
* *
*
Η Κρατήρα είχεν υπάγει εις την Εκκλησίαν.
Ήσαν περασμένα τα μεσάνυκτα. Οι κώδωνες του ναού και οι δύο είχον κρουσθή προ
πολλού, σκληρώς πως αντηχούντες επί της χιονισμένης κώμης. Ο Μπάρμπα-Σταύρος εν
κακή καταστάσει κομισθείς, ως είδομεν, αφού έτυχε τόσων θερμών περιποιήσεων εκ
μέρους της συζύγου του, ήτις ανατσουτσουρωμένη, φρικιώσα είδε να τον φέρουν τον
αγαπητόν της άνδρα υπό μάλης ως σακκί — εφρόντισαν όμως να προείπωσι προς αυτήν
το συμβάν, ίνα μη καταπλαγή — εκάθητο εντελώς καλά πλέον εγγύς της πυράς,
θερμαινόμενος και διηγούμενος το πάθημά του, ως άνθρωπος σωθείς από θάνατον,
και ευφραινόμενος να διηγήται την σωτηρίαν του, ως να ήθελε να βεβαιωθή διά της
επαναλήψεως, ότι αληθώς εσώθη. Όταν ήκουσε τους κώδωνας, επόθησε να παραστή εις
την ωραίαν ακολουθίαν των Χριστουγέννων, ν' ακούση τους ωραίους ψαλμούς και να
ευφρανθή μετά τόσην νηστείαν. Πλην εφοβήθη να εκτεθή εκ νέου εις το υπερβολικόν
ψύχος της νυκτός και εις τον παγετόν των πλακών του ναού. Ουχ ήττον υπεχρέωσε
την συζυγόν του να μεταβή αύτη, διότι του εφαίνετο πολύ σκληρόν να λείψουν και
οι δύο από την πανήγυριν.
—
Χρονιάρα μέρα! είπεν.
Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να
παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και
ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της
χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την
χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.
—
Ξέρ' 'ς τίποτα κολλήγα; ηρώτα ενίοτε.
Κι' εκεί που ο γέρων διεσκέδαζε θεωρών τον
καπνόν του τσιμπουκίου του, έλεγεν ο ποιμήν:
—
Όποιος δεν πάει ς' την εκκλησιά, δεν θα φάγη γουρνόπουλα.
Και μετ' ολίγον πάλιν έλεγε:
—
Νά, μόνον η κουμπάρα θα φάη.
Τέλος του Μπάρμα-Σταύρου του ήλθε μικρός
ύπνος. Αφού έπιε δύο τρία τσιμπούκια, έρεγχε μακαρίως ο γέρων, ενώ η φλοξ
εχαριεντίζετο παίζουσα και αναλάμπουσα κεκινημένως επί του πραέος αυτού
προσώπου. Ότε κρότος οξύτατος ως να εκρούσθη ηχηρώς μέγα ταψίον, τον αφύπνισεν
έντρομον τον Μπάρμπα- Σταύρον διακόψας τρομακτικόν αυτού όνειρον.
—
Πιάστε με! εκραύγασεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αναπηδήσας.
Και περιέβλεπεν εαυτόν παραδόξως, θεωρών
τα κατάλευκα φορέματά του και τινάσσων αυτά ως να εξεχιονίζετο.
—
Χιόνι και να κάμνη τόσον κρότον!
Ωνειρεύετο.
—
Τι είνε, κολλήγα; εκραύγασε και ο ποιμήν τότε, ημικοιμώμενος από της ζάλης.
—
Μωρέ τουφεκιαίς πέφτουν! παρετήρησεν.
Ο γέρων ήρχισε να γελά.
—
Αναστήσανε πλεια! είπεν ο ποιμήν.
Κ' έτεινε την χείρα προς τον Μπάρμπα
Σταύρον λέγων:
—
Χριστός ανέστη, Κολλήγα! Να το φέρω το γουρνόπουλο;
Ο ταλαίπωρος εν τη μέθη του συνέχεε τα
Χριστούγεννα με την Ανάστασιν.
Την στιγμήν εκείνην εκρότησε και το
κατσαμπίδι της θύρας· και
εισήλθεν η Κρατήρα, στολισμένη εορταστικώς και κρατούσα το αντίδωρον ευλαβώς εν
τη κλειστή δεξιά της.
Επανήρχετο από την εκκλησίαν.
Εκτύπησεν επί του πατώματος μετά προσοχής
τους πόδας της εναλλάξ, όπως καταπέσωσιν αι προσκεκολλημέναι επί των υποδημάτων
της χιόνες· ετίναξεν
ωσαύτως και την άκραν γύρω-γύρω του φουστανίου και προχωρήσασα προς την εστίαν.
—
Καλή χρονιά! είπε, χαιρετίζουσα ευφροσύνως, διπλήν αισθανομένη η ταλαίπωρος την
χαράν της μεγάλης ημέρας.
Και έδωκεν εις τον σύζυγόν της το εν τη
παλάμη φυλασσόμενον αντίδωρον.
—
Αμ' εγώ ξέχασα κ' ήπια τσιμπούκι, Κρατήρα!
Παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος μετά
θλίψεως, ήτις εφαίνετο ζωηρά εις το πρόσωπόν του.
—
Τι να γείνη! επανέλαβεν. Ας είμεθα καλά του χρόνου!
—
Φέρε το 'δώ, διέκοψεν αποτόμως ο Κομποδήμος χασμώμενος, εγώ είμαι νηστικός!
—
Ναι, παρετήρησε γελώσα η Κρατήρα, και ρίπτουσα λοξόν βλέμμα εις την κενήν
χιλιάρικην· σου
έπεσε λίγο!
—
Όσο γι' αυτό, — ηθέλησε να είπη κάτι τι ο ποιμήν υποτραυλίζων.
—
Ας είνε, προσέθηκεν η Κρατήρα, και ετοποθέτησε το αντίδωρον υπό τι ποτήριον
ανάστροφα επί του αρχαίου της εστίας. Έκαμα εγώ πολλούς σταυρούς για όλους σας.
Καλή χρονιά σας! Εχάσατε όμως. Ήτανε πολύ ώμορφα. Δεν ξέρω πού βρέθηκε με
τέτοιο χειμώνα και ήρθε ο Χρήστος πούνε γραμματικός του νεροδικείου εις την
Αγία Άννα — χωρίον της Ευβοίας — κι' έψαλε το «χερουβικό» και το «Μεγάλυνον ψυχή μου» πολύ ώμορφα. Αμ' να ιδήτε
πάλιν και μια ταραχή. Κρίμα τον καϋμένο! Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο
κακόμοιρος να πάη πρώτος- πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο
δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου.
—
Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν.
—
Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα.
—
Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος.
—
Ωχ!
Τωόντι από της ανοικτής κλαβανής ανήρχετο
από του κατωγείου ευώδης οσμή ψητού· και μάλιστα ψητού χοιριδίου.
Ενόμιζέ τις ότι η ευσεβής Κρατήρα,
επανελθούσα από την θείαν λειτουργίαν των Χριστουγέννων, εκόμισε μεθ' εαυτής
και το χορταστικόν άρωμα της κρεωφαγίας μετά την τεσσαρακονθήμερον νηστείαν.
—
Εγώ το κατάλαβα, Κρατήρα, είπε τέλος ο Μπάρμπα-Σταύρος, οσφρανθείς και αυτός
της ευωδίας του τρυφερού κρέατος. Τον κολλήγαν σας τον έπιασε λίγο.
—
Χριστός και Παναγία! ανεκραύγασεν η Κρατήρα ακούσασα την βαρείαν φράσιν.
—
Το κρασί, καλέ! διώρθωσεν αμέσως ο Μπάρμπα-Σταύρος. Στρώσε λοιπόν το τραπέζι,
Κρατήρα.
Και προσατενίζων προς τον Κομποδήμον προσέθηκε:
—
Τώρα πλεια, κολλήγα, θα ιδούμε και το πεσκέσι σου. Ήταν τυχερό βλέπεις να το
φάμε μαζί.
—
Το βλέπεις και χωρίς να το ιδής, κολλήγα. Γέμισε όλο το σπίτι μυρωδιά. Αχ! Να
τρως και να λες νάχα και άλλο, κολλήγα· αξίζει αυτό όχι ένα θήλιασμα, δέκα
θηλιάσματα αξίζει.
Είπεν ο Κομποδήμος ετοιμαζόμενος.
Η Κρατήρα αφαιρέσασα τότε το τσόχινον
μπαμπουκλί της και περιβληθείσα μίαν λευκήν και χονδρήν φανέλλαν, καταβαίνουσαν
μέχρι της οσφύος, ήρχισε να παραθέτη την τράπεζαν εγγύς της πυράς επί του σοφά.
Ανέπτυξε κατά πρώτον και έστρωσε μέγα
τετράγωνον τραπεζομάνδηλον, έργον των χειρών της, υφασμένον με κυανόλευκα λωρία
στενά· παρέθηκε
κατά σειράν καθαρά λευκά πιάτα, μαχαίρια και πηρούνια και ποτήρια, την
αλατιέρα, ένα μέγαν λάζον ναυτικόν του Ποταμού διά τον διαμελισμόν του
χοιριδίου· και
έφερεν έν από τα αφράτα ψωμία της εορτής και φιάλην εκλεκτού οίνου μοσχάτου. Ο
Μπάρμπα Σταύρος ήρχισε να κόπτη φέταις μετά προσοχής, τοποθετηθείς εγγύς της
τραπέζης, προς ην κατέναντι επλησίασε και εκάθησεν ο Κομποδήμος με ημικλείστους
τους οφθαλμούς του, έχων ανάγκην ύπνου μάλλον ή τροφής· η δε Κρατήρα απήλθεν εις το
εγγύς μικρόν δωμάτιον, όπου είχεν εξασφαλίσει αφ' εσπέρας το χοιρίδιον, μόλις
το είχε φέρει η φουρνάρισσα, ως είδομεν.
—
Να σ' πω, κολλήγα, παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος. Είπα να το κρατήσω για
'μπρός, αλλά πάλιν είπα: ο κολλήγας θα μας φέρη άλλο· τι βγήκε!
—
Ακούς εκεί! παρετήρησεν ο ποιμήν. Ο κολλήγας μου νάναι καλά και τα θηλιάσματά
του· και
γουρνόπουλα όσα θέλεις.
Αλλ' ιδού αίφνης· επανέρχεται η Κρατήρα
εντροπαλή, κατακόκκινη, κομίζουσα κενόν το γανωμένον ταψίον.
—
Χορατεύετε, θαπώ!
Παρετήρησεν αποθέτουσα το κενόν ταψίον επί
της τραπέζης· και
προσέθηκεν:
—
Εσείς το φάγατε και με γελάτε!
— Ο
Μπάρμπα Σταύρος ανεπήδησεν επάνω κατάλευκος, κρατών εις χείρας το τσιμπούκιόν
του ως εάν επρόκειτο να δείρη τους γάτους του όπου ήσαν λαίμαργοι πολύ και
κακομαθημένοι.
—
Καλή χρονιά σας! επανέλαβεν η Κρατήρα ειρωνικώς και λυπημένη.
Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν
ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης,
ξεζαλισθείς ολίγον.
—
Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα
να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από
'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα.
—
Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;
—
Δε θυμάμαι, να σ' πω!
Και ερωτών την Κρατήραν λέγει:
—
Πού το ηύρες το ταψί, κουμπάρα;
—
Κάτω ς' τα σανίδια πεταγμένο ανάποδα.
—
Ωχ μωρέ τα σκυλόγατα! είπεν ο ποιμήν.
—
Κρίμα ς' το γουρνόπουλο! εφώνησεν ο Μπάρμπα Σταύρος τεθλιμμένος και κρατών το
τσιμπούκιον επροχώρησεν ολίγα βήματα ως να μη επίστευεν, αν και έβλεπε το
ταψίον το κενόν, και ήθελε να ίδη την θέσιν όπου έκειτο.
Και προχωρών κατήλθε διά της κλαβανής εις
το κατώγειον οπόθεν ανήρχετο η ευωδία.
Η Κρατήρα απέμεινε μ' εσταυρωμένας τας
χείρας, ο δε Κομποδήμος βλέπων το ταψίον εψιθύρισε:
—
Δεν τώπερνα εγώ προτήτερα!
Μετ' ολίγον ηκούσθησαν κτύποι πυκνοί από
του κατωγείου ως να εκρούετο ραβδίον επί του δαπέδου και συγχρόνως φωναί:
—
Νά! Νά! Νά!
Ο Κομποδήμος κατήλθε τότε παραπατών εις το
κατώγειον. Κατόπιν ηκολούθησε και η Κρατήρα.
Οι κτύποι και αι φωναί επανελήφθησαν.
—
Νά! Νά! Νά!
Και μετά μικρόν επανήλθεν ο Μπάρμπα
Σταύρος ωχρός από της οργής, κρατών εις χείρας τεθραυσμένον το τσιμπούκιον και
ψελλίζων:
—
Κρίμα ς' το γουρουνόπουλο!
Κατόπιν του ανέβη ο Κομποδήμος έχων εις
χείρας του την κεφαλήν του χοιριδίου με ροδισμένον εδώ κ' εκεί το τρυφερόν
δέρμα και λέγων:
—
Μπρε τα παληόγατα!
Η Κρατήρα ωχρά πλέον και αυτή, δεν εγνώριζεν
εις ποίον να ρίψη το πταίσιμον.
* *
*
Τωόντι όταν ηκούσθη ο κρότος εκείνος ο
οξύς ον ο Κομποδήμος εξέλαβεν ως τουφεκιάν ο δε Μπάρμπα-Σταύρος ως κρότον
πιπτούσης χιόνος, εάν εξήρχετο κανείς θα συνήντα τους δύο γάτους, οι οποίοι αφ'
εσπέρας παραφυλάσσοντες ως φρουροί ακοίμητοι προ της θύρας του δωματίου, εν ώ
είχεν εναποτεθή το χοιρίδιον, ευρόντες ανοικτήν την θύραν, αφεθείσαν ούτως υπό
του Κομποδήμου, εισήλθον κρυφά-κρυφά και παρέλαβον το ξεροψημένον χοιρίδιον ως
δύο καλοί λωποδύται, κρατούντες αυτό εύμορφα ο μεν από τους προσθίους πόδας ο
δε από τους οπισθίους, και κατήλθον από της κλαβανής εις το κατώγειον, εν ώ
όπισθέν των αντήχει οξέως το καταρριφθέν ταψίον. Εκεί κάτω τους εύρεν ο
Μπάρμπα- Σταύρος και τους δύο λαιμάργως καταπίνοντας δι' αγρίων βρυγών τας
τρυφεράς του ωραίου χοιριδίου σάρκας, ων η ευωδία επλήρου τον οίκον όλον, ως
είδομεν. Είχον αποτελειώσει πλέον το γεύμα των καταπιόντες και τα τρυφερά
οστάρια, και μόνον την κεφαλήν ως μεζέν αφήσαντες τελευταίαν, ότε ο Μπάρμπα
Σταύρος πλήρης οργής θέλων να τους κτυπήση έθραυσεν επί του ξηρού εδάφους του
κατωγείου το ωραίον τσιμπούκιόν του, διότι οι γάτοι μόλις είδον αυτόν επήδησαν
ταχείς ως πτερωτοί εις το ανοικτόν υπέρθυρον της θύρας του κατωγείου, εκύτταξαν
μια τον γέροντα αγρίως κινούντες τους μύστακάς των, και εγένοντο άφαντοι,
καταλιπόντες μόνον την κεφαλήν, ψητόν λείψανον του βασιλικού γεύματός των.
—
Τις έπταιε!
Διελογίζετο ο Μπάρμπα-Σταύρος, ου η
όρεξις, αναμένοντος τόσας ώρας την πλουσίαν και ορεκτικήν τράπεζαν μετά τόσα
παθήματα και τόσην νηστείαν, είχε καταντήσει εις οργήν και λύπην.
— Ο
Κομποδήμος έπταιε μόνος, ή και η ευλαβής Κρατήρα; Ή μήπως έπταιε περισσότερον
όλων ο Μπάρμπα-Σταύρος, αλλ' εντρέπετο και να το σκεφθή τώρα;
Το αληθές είνε ότι τας αμαρτίαις όλων
φορτώνεται ο πταίων τελευταίος.
Ούτος δε ήτο ο ποιμήν όστις είχεν αφήσει
ανοικτήν την θύραν του μικρού δωματίου.
Αλλά τι δικαίωμα είχον να οργισθώσι πλέον
κατά του ταλαιπώρου ποιμένος, όστις τόσα υπέστη αυτήν την νύκτα και την
προηγουμένην ημέραν, όστις τον έσωσε σχεδόν τον Μπάρμπα-Σταύρον, διότι αυτός
είχε κοπιάσει προς τούτο, και όστις τέλος πάντων ως Χριστουγεννιάτικον δώρον
είχε προσφέρει το γαλακτώδες χοιρίδιον.
Διά τούτο ο Μπάρμπα-Σταύρος πληρώσας το
ποτήριον του ποιμένος οίνου εκλεκτού, πληρώσας και άλλο ιδικόν του, ίνα διά του
ηδέος ποτού ωθήση προς τον παμφάγον στόμαχον την εκχειλίζουσαν οργήν του,
εκραύγασε μετά ψυχρότητος μεν γελών, πλην γελών όμως:
—
Καλή χρονιά, κολλήγα, εσύ νάσαι καλά και τα θηλιάσματα, και γουρνόπουλα όσα
θέλεις έχουμε.
Και θεωρών την σύζυγόν του προσέθηκεν ο
γέρων:
—
Κι' άλλη φορά, κυρά Κρατήρα, τα παιδιά σου να τ' αναθρέψης καλλίτερα.
—
Ναι! τώρα είπες καλά, εκραύγασε και ο ποιμήν. Και κρατών την ευωδιάζουσαν
κεφαλήν του χοιριδίου εστρώθη οκλάδην παρά την τράπεζαν γελών και λέγων:
— Εσείς
δεν θα τρώτε τώρα από το γατοφαγωμένο. Και ήρχισε να τρώγη, εν ώ οι δυο σύζυγοι
μη έχοντες άλλο τι έφαγον άρτον και τυρίον απλούν, διότι εν τη φιλαργυρία του ο
Μπάρμπα-Σταύρος δεν είχε προμηθευθή ολίγον κρέας διά να κάμουν σούπαν. Και
λησμονήσας την χαράν της σωτηρίας του από την φιλαργυρίαν του προσεπάθει άνευ
ορέξεως να ωθήση προς τον λάρυγγά του το ψυχρόν τυρίον, επαναλαμβάνων ενίοτε
μετά στεναγμών ως επιτάφιον εγκώμιον, αισθανόμενος εγγύς του το άρρητον άρωμα
του χοιριδίου:
—
Κρίμα 'ς το γουρνόπουλο!
-Υπέροχο!Απολαυστικότατο... σ΄ ευ χάρις τώ. ΩΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Γεράσιμε, αντί περαιτέρω σχολιασμού σού "στέλνω" καί τό παρακάτω,από τήν συλλογή μου "ΟΣσα φέρνει η Μνήμη" γιά αξιοποίησηση ανάρτηση. Νάσαι πάντα καλά.
Περιμένοντας τόν Χιονιά!
- Έπιασε ο Γέρο - Βοριάς δουλειά, άγριο αφηνιασμένο τό ψυχοπαίδι του, ξιππασμένο πουλάρι αλαφροΐσκιωτο, τό ξεροβόρι.
Άδεια μανουάλια οι λεύκες χάσκουν στόν Ουρανό, μετά τήν λειτουργία.
Έσβησε τό τρέμουλο τής φάλτσας καμπάνας...εσπερινός... μυσταγωγία, άναψε η καντήλα στό εικονοστάσι!
Κατάπιε τό φώς του ο Ηλιάτορας!... νυχτώνει!
Ένα κοπάδι χήνες, βιάζεται νά φτάσει στίς ρεματιές καί στά βαλτόνερα.
Σέ νάρκη η ασημαντότητα τού δάσους.
Χλώμιασε τό φεγγάρι, στάζει κερί!
Τ’ αρνίθια κούρνιασαν νωρίς.. .πιό νωρίς απόψε.
Κι αυτοί οι σπουργίτες, τής αυλής μας οι αλήτες, κρύφτηκαν στόν αχυρώνα, στόν στοιβαγμένο κόπο τού θεριστή, στά χνώτα τών βοδιών.
Πέταξαν τά μαυροπούλια καί τά κοτσύφια απ’ τά σπαρμένα γεννήματα.
Μιά σουσουράδα πηδοκοπά, πλάϊ στή βρύση, κρούσταλλα γιομάτη, τό ίδιο κι οι καρδερίνες, στά ξεράγκαθα.
Μπουμπουνητό στό τζάκι, η γάτα κουλουριασμένη ξερογλείφεται, στή θράκα τά κάστανα.
Γέμισε θαλπωρή τό σπίτι, κρυφοκαίει γλυκά η λάμπα, θαμπά τά παράθυρα.. ..αρχοντική ευωδία!
Στήν κόχη της η γιαγιά παραμύθια μάς λέει, πλέκοντας τσιουράπια.
Ο Αίσωπος ξενυχτάει πάλι απόψε!
Θά χιονίσει;! Γλυκόπικρη ανατριχίλα.!
Ολόρθος ο καπνός, θλιμμένο κυπαρίσσι, ανεβαίνει τεμπέλικα στή θολή αστροφεγγιά!
Τό νυχτέρι τελείωσε. ..΄Αντάριασε ο Ουρανός.
Κικιρίκου ο πετεινός μας, γαυγίζουν οι σκύλοι.
Κουράστηκε ο παραγιός τό ξεροβόρι, έγειρε γιά ύπνο, άλαλη γλυκιά σιωπή.
Ουρλιάζει ο λύκος, πέρα...στίς ερημιές.
Χιονίζει! Σάς τό΄λεγα από προχθές…
Λαλούν τά όργανα στ’ άφαντα άστρα!
Άρχισε ο άσπρος τρελός χορός τής Περσεφόνης, κλωθογυρνούν οι χιόνες, ζαλίστηκαν κι αυτές, τού Βοριά οι Θυγατέρες, μαδούν τά πέπλα τους!
-Χιονίζει! Καληνύχτα! Ονειρεύομαι!
-Θέ μου! πόσο άσπρο Εχεις καί δέν Σέ βλέπω;! .-
ΩΑ
Καλή χρονιά αγαπητέ Ωμεγάλφα!
ΑπάντησηΔιαγραφή