«Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη από την ομώνυμη ταινία |
του φιλολόγου Ηρακλή Ψάλτη
Η μελέτη σχετικά με τα θέματα
της αμαρτίας και της λύτρωσης στο έργο του Γ. Βιζυηνού, από την άποψη της
Ορθόδοξης Θεολογίας, συνεχίζει στην εξέταση των δύο αυτών θεολογικών εννοιών
στο πλαίσιο της ελληνικής λογοτεχνίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.
4.5
«Αμαρτία» και «λύτρωση» στη νεοελληνική λογοτεχνία
το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα
Ο Βιζυηνός δεν είναι ο πρώτος συγγραφέας
τον οποίο απασχολούν τα ζητήματα της αμαρτίας και της λύτρωσης. Τα θέματα αυτά
λειτουργούν διαχρονικά ως κοινοί λογοτεχνικοί τόποι οι οποίοι «γοητεύουν» τους δημιουργούς. Σαγηνεύουν
και τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του, της γενιάς του 1880· κάποιοι από αυτούς
προσεγγίζουν τις έννοιες αυτές με περιεχόμενο το οποίο δεν απομακρύνεται από τη
θεολογική/ηθική τους σημασία -Ροΐδης, Παπαδιαμάντης- ενώ κάποιοι άλλοι
αποκλίνουν και προσδίδουν σ΄ αυτές κοινωνικό, κυρίως, περιεχόμενο -Εφταλιώτης,
Καρκαβίτσας. Ο Βιζυηνός στο έργο του θα «συγκεράσει» τις δύο αυτές οπτικές.
Εμμανουήλ Ροϊδης
|
Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη
(1836-190) δημοσιεύεται το 1866 ως μεσαιωνική μελέτη -βασιζόμενη σε ένα
μεσαιωνικό θρύλο- και εξιστορεί τη ζωή μιας γυναίκας, η οποία οδηγείται στην
κατάκτηση του παπικού θρόνου. Οι αμαρτίες είναι πολλές και «προς θάνατον». Η ηρωίδα είναι κόρη
ιεραποστόλων, εντάσσεται στην μοναστική ζωή σε μικρή ηλικία, ερωτεύεται τον
μοναχό Φρουμέντιο, ταξιδεύουν μαζί, έρχονται και στην Αθήνα και τελικά
εγκαθίστανται στη Ρώμη. Ανέρχεται όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας της παπικής
Εκκλησίας συνεχίζοντας παράλληλα την ερωτική της ζωή με τελευταίο εραστή της
τον θαλαμηπόλο της, τον εικοσαετή Φλώρο. Τελικά η «λύτρωση» έρχεται με την αποκάλυψή της
και τον θάνατό της: αποβάλλει κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας των Δεήσεων και
πεθαίνει. Έκτοτε: οἱ δέ εὐσεβεῖς προσκηνυταί, ἵνα μή μιαίνωσι τά σανδάλιά
των, πατοῦντες τά ἴχνη τῆς ἱεροσύλου Παππίσης, πορεύονται ἔκτοτε δι ΄ἄλλης ὁδοῦ εἰς Λατεράνον [290].
Τα θέματα αυτά απασχολούν συστηματικά και
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1851-1911), φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου
Εμμανουήλ. Ενδεικτικά αναφέρονται δύο γνωστά του έργα: «Η Φόνισσα» (1903) και «Όνειρο στο κύμα» (1900). Στο πρώτο ο
κοσμοκαλόγερος [291] των ελληνικών γραμμάτων, για τον οποίο η Εκκλησία αποτελεί
τον ωραιότερο τόπο καταφυγής του [292], δημιουργεί μια εντυπωσιακή λογοτεχνική
μορφή, τη γριά Χαδούλα ή Γιαννού, τη Φράγκισσα ή Φραγκογιαννού. Η ηρωίδα του με
την αβυσσαλέα ψυχολογία έχοντας ήδη «ψηλώσει ο νους της» οδηγείται σε συνεχείς
βρεφοκτονίες κοριτσιών, τέσσερις τον αριθμό -η αμαρτία-, πιστεύοντας ότι κάνει
το καλό, αφού θεωρεί ότι τις γλυτώνει από τα βάσανα της μετέπειτα άθλιας ζωής
τους. Στο τέλος της νουβέλας ο Παπαδιαμάντης οδηγεί την ηρωίδα του να
αναζητήσει τη λύτρωση στην εξομολόγηση, την οποία τελικά δεν προλαβαίνει να
κάνει, γιατί: Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Άγιου Σώστη,
εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το
ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης [293].
Αλέξανδρος Παπαδιάμάντης
|
Μεγάλοι Έλληνες λογοτέχνες
διαπραγματεύονται την αμαρτία και τη λύτρωση
Στο άλλο διήγημά του ο αφηγητής, ένα
προλύτης δικηγόρος, αναπολεί την τελευταία φορά που ζει ευτυχισμένος, το
καλοκαίρι του 187…, όταν ήταν φτωχό βοσκόπουλο και «καλογεροπαίδι» της Μονής του Ευαγγελισμού
στο νησί του. Ένα αυγουστιάτικο φεγγαρόλουστο βράδυ, ο δεκαοκταετής, τότε,
ήρωας απολαμβάνει, αν και βασανίζεται από ενοχές, το αντικείμενο του ερωτικού
του θαυμασμού και πόθου, τη Μοσχούλα, να κάνει γυμνή μπάνιο -η αμαρτία- και στη
συνέχεια υποχρεώνεται από τις συγκυρίες να πέσει και ο ίδιος στη θάλασσα, για
να τη σώσει από τον πνιγμό· τότε
«γνωρίζει», για πρώτη φορά στην ζωή του,
την επαφή με το γυμνό σώμα της κόρης, όταν την μεταφέρει προς την απέναντι
στεριά [294], απεκδυόμενος έτσι την αθωότητά του. Συνειδητοποιεί, τέλος, μετά
από πολλά χρόνια, ότι η λύτρωσή του
συνδέεται με την επιστροφή του στην Εκκλησία -επιλογή την οποία κάνει ο
δάσκαλος και μέντοράς του, ο πατέρας Σισώης, και σώζεται- και όχι με την
απομάκρυνσή του από αυτήν, την οποία κάνει ο ίδιος, και κολάζεται. Συμπεραίνει,
μάλιστα, μονολογώντας: Φεῦ!
ἀκριβῶς
ἡ ἀνάμνησις
ἐκείνη
ἔπρεπε
νά μέ κάμῃ νά γίνω μοναχός [295].
Ο Παπαδιαμάντης, όπως διαπιστώνεται στη συνέχεια και ο Βιζυηνός, δε λυτρώνει,
συνήθως, τους αφηγηματικούς του ήρωες.
Στην Αγγέλικα (1894) του Αργύρη Εφταλιώτη
(1849-1923) -φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη [296]- οι έννοιες
αμαρτία και λύτρωση αποκτούν «κοινωνική» διάσταση. Η νεαρή δασκάλα
Αγγέλικα αναστατώνει τους κατοίκους του παραδοσιακού χωριού με τα «καινά δαιμόνια» -το κακό, η αμαρτία- που
εισάγει στη συμπεριφορά των κοριτσιών: Εἶσαι
δική μας, Ἀγγέλικα, καὶ
βγάλτ’ ἀπὸ τὸ νοῦ σου πῶς θὰ μᾶς φραγκέψῃς.
Τελικά η λύτρωση έρχεται για την Αγγέλικα με τον γάμο της με ένα ωραίο νέο του
χωριού, τον Μυζήθρα, και την επιστροφή στην «παραδοσιακή» ομαλότητα [297]: Κ’ ἔτσι νοικοκυρεύτηκε ἡ δασκάλισσα, ντύνουνταν καὶ μιλοῦσε καὶ φερνότανε σὰν ὅλον τὸν κόσμο, γλύτωσαν καὶ τοῦ χωριοῦ οἱ κοπέλλες ἀπὸ τὴν τρέλλα νὰ θέλουν καὶ καλὰ νὰ φαίνουνται Φράγκισσες [298].
Ανδρέας Καρκαβίτσας
|
Στη Λυγερή (1896) του Ανδρέα Καρκαβίτσα
(1866-1922) η «λυγερή» Ανθή, κόρη ενός πλούσιου
παντοπώλη των Λεχαινών, ερωτεύεται τον ωραίο αμαξά Γιώργο Βρανά· η «αμαρτία». Ο έρωτάς τους είναι
αμοιβαίος. Για να τον παντρευτεί όμως πρέπει να πάρει την συγκατάθεση του
πατέρα της, ο οποίος όμως σκέφτεται να την παντρέψει με τον υπάλληλό του Νικολό
Πικόπουλο, του οποίου εκτιμά τα επαγγελματικά του προσόντα και σκοπεύει να του
παραχωρήσει την επιχείρησή του. Τελικά, αφού αναρωτιέται ο αφηγητής για την
ειλικρίνεια του έρωτα της κοπέλας για τον Βρανά, μεταμορφώνει τη λυγερή
σταδιακά σε γυναίκα, η οποία αναθεωρεί τις αντιλήψεις της, υιοθετεί
προκαταλήψεις και κατηγορεί ό,τι προηγουμένως αγαπούσε· η «λύτρωση»: ἡ Ἀνθή δέν εἶναι πλέον, ὄχι, ἡ ὀνειροπόλος ἐρωμένη τοῦ Γεωργίου Βρανά· εἶναι ἡ θετική σύζυγος, ἡ γυναῖκα τοῦ Νικολοῦ Πικόπουλου [299].
Εφταλιώτης και Καρκαβίτσας συνδέουν τη
λύτρωση των ηρωίδων τους με τον συμβιβασμό και την αποδοχή της κρατούσας
άποψης, ο Βιζυηνός όμως, όπως προκύπτει από την ανάλυση που έπεται, δε φαίνεται
να υιοθετεί ανάλογες θέσεις.
Το θεολογικό υπόστρωμα στο «Αμάρτημα της
μητρός μου»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5.
ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ
Γεώργιος Βιζυηνός
Τα έξι από τα οκτώ διηγήματά του Βιζυηνού -όπως προλέγεται- δημοσιεύονται στην Εστία: «Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου», «Μεταξύ Πειραιῶς καί Νεαπόλεως», «Ποῖος ἦτον ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου», «Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας», «Τό μόνον τῆς ζωῆς του ταξίδιον» και ο «Ὁ Μοσκώβ-Σελήμ», ένα, «Πρωτομαγιά», στην εφημερίδα Ακρόπολις και ένα, «Διατί ἡ μηλιά δέν ἔγινε μηλέα», στο περιοδικό Εβδομάς. Ο συγγραφέας έχει μια ιδιαίτερα δημιουργική τριετία, 1883-1885, στην οποία ολοκληρώνει σχεδόν την πεζογραφική του παραγωγή. Κέντρο όλων των διηγημάτων του είναι ο άνθρωπος [300]. Τα έργα του αναλύονται στη συνέχεια ακολουθώντας τη σειρά του χρόνου δημοσίευσής τους.
5.1
«Τό
ἁμάρτημα
τῆς
μητρός μου»
«Τό
ἁμάρτημα
τῆς
μητρός μου» είναι
το πρώτο διήγημα, το οποίο δημοσιεύει ο Βιζυηνός μεταφρασμένο στα γαλλικά, στη
Nouvelle Revue, ενώ βρίσκεται στο Λονδίνο, τον Μάρτιο του 1883, όπως
προαναφέρεται, και ένα μήνα αργότερα, τον Απρίλιο, δημοσιεύεται στα ελληνικά σε δύο συνέχειες
στο περιοδικό Εστία (10 και 17 του μηνός).
Πρόκειται για αυτοβιογραφικό κείμενο, για την εξιστόρηση ενός οικογενειακού
δράματος με πρωταγωνίστρια την μητέρα του αφηγητή (Βιζυηνού). Το έργο έχει τα
δύο χαρακτηριστικά των κλασικών δραμάτων: την ακούσια και ανεπίγνωστη ενοχή του
ήρωα, το μοιραίο έγκλημα και τον σπαραγμό της καθυστερημένης και ανώφελης
θυσίας [301].
Ο τίτλος, «Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου», αποκαλύπτει εξ αρχής ένα
παράπτωμα, μια αμαρτία, χωρίς να προσδιορίζεται επακριβώς -κάτι που γίνεται
αργότερα, προς το τέλος του διηγήματος με μια εγκιβωτισμένη αφήγηση της
μητέρας- και δημιουργεί, συγχρόνως, μια αινιγματική ατμόσφαιρα για τον
αναγνώστη. Το διήγημα του Βιζυηνού δεν βρίσκεται μακριά από το «αστυνομικό» πρότυπο του Πόε (Edgar Allan
Poe, 1809-1849): η λύση του προβλήματος πραγματοποιείται σταδιακά με την
προσθήκη νέων στοιχείων και με την λογική αξιοποίηση των αρχικών
δεδομένων [302].
Στο διήγημα αυτό διαπράττονται πολλά
αμαρτήματα: ο ακούσιος και ο «συμβολικός» φόνος, το ψέμα, η «αξιοποίηση» της μαγείας, η ζήλεια, η
κλοπή, η μέθη, η ακηδία/η αδιαφορία της μητέρας για τα άλλα της παιδιά, η
αχαριστία, η απόρριψη του Άλλου, του «διαφορετικού» και η «ανταλλακτική» σχέση με τον Θεό.
Ο φόνος ακούσιος, αθέλητος. Το «αμάρτημα» του τίτλου αναφέρεται στον ακούσιο φόνο της πρώτης κόρης, της
Αννιώς, από τη μητέρα του αφηγητή. Η μητέρα έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού και
διασκέδασης στο γαμήλιο γλέντι του ζευγαριού που πάντρεψε με τον σύζυγό της,
πήγε να θηλάσει το βράδυ το παιδί της, την πήρε ο ύπνος από κούραση, το πλάκωσε
και όταν ξύπνησε ήταν απεθαμένο. Η αμέλειά της αυτή -η παράβαση των μητρικών
της καθηκόντων- οδήγησε στον θάνατο του παιδιού της [303]. Παρ΄ όλα αυτά,
υπάρχει αφηγηματικό κενό μεταξύ του νυχτερινού θηλασμού και του θανάτου του
βρέφους.
Στο κείμενο δεν συνάγεται με βεβαιότητα η
υπαιτιότητα της μητέρας: Μά κεῖ πού πῆγα νά τό σηκώσω, τί νά διῶ! Τό παιδί δέν ἐσάλευε! Ἐξύπνησα τόν πατέρα σου· τό
ξεφασκιώσαμε, τό ζεστάναμε, τοῦ ἐτρίψαμε τό μυτοῦδί του, τίποτε! –Ἦταν ἀπεθαμένο! [304]. Τίποτα δεν
αποκλείει και το ενδεχόμενο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Ο πατέρας είναι
αυτός ο οποίος ενοχοποιεί τη Δεσποινιώ
για τον θάνατο: -Τό πλάκωσες, γυναῖκα, τό παιδί μου! -εἶπεν ὁ πατέρας σου, καί τόν ἐπῆραν τά δάκρυα [305]. Εξάλλου
η αναφορά, η αμεσότερη που γίνεται για τον φόνο, διατυπώνεται από την ίδια τη
μητέρα σε απρόσωπη σύνταξη, σε τρίτο πρόσωπο, στο τέλος του διηγήματος: Εἶναι καλόγερος. Δέν ἔκαμε παιδιά, γιά νά μπορῇ νά γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τό νά σκοτώσῃ κανείς τό ἴδιο τό παιδί του! [306] Επίσης, επισημαίνεται ότι η αφήγηση για τον
θάνατο του βρέφους -όπως αποτυπώνεται στο διήγημα- δεν έχει θεολογική «οπτική», αφού πουθενά η μητέρα δεν
αναφέρεται στην ψυχή του βρέφους, στη συνάντησή της με τον Θεό ή και σε
μελλοντική τους συνάντηση στον παράδεισο [307].
Παραπομπές:
[290]Ε. Ροΐδης, Πάπισσα Ιωάννα επιμ. Α. Αγγέλου (Αθήνα: Εκδόσεις Εστίας,
2008)σ.250.
[291]Α. Γ. Τσάκωνας, «Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος» στην εγκυκλοπαίδεια ΤΟ ΒΗΜΑ
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 48ος , όπ. παρ., σσ.98-99, εδώ σ.98.
[292]Μ. Παπαϊωάννου, Η θρησκευτικότητα του
Παπαδιαμάντη Μελέτη (Αθήνα: τυπώθηκε στο τυπογραφείο Π. Μπόλαρη, 1948), σ.76.
[293]Α. Παπαδιαμάντης, Η φόνισσα και
ανθολόγηση διηγημάτων (Αθήνα: Εκδόσεις Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 1996),
σ.121.
[294] Α. Παπαδιαμάντης, Αυτοβιογραφούμενος
επιμέλεια Π. Μουλλά (Αθήνα: Εκδόσεις Εκδοτικός Οίκος Ερμής, 1981)σ.201: «Ἐπί πόσον ἀκόμη θά τό ἐνθυμοῦμαι
ἐκεῖνο
τό ἁβρόν,
τό ἁπαλόν
σῶμα
τῆς ἁγνῆς
κόρης, τό ὁποῖον ᾐσθάνθην ποτέ ἐπάνω
μου ἐπ’
ὀλίγα
λεπτά τῆς ἄλλως ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτον ὄνειρον, πλάνη, γοητεία… Δέν ἦτο
βάρος ἐκεῖνο, τό φορτίον τό εὐάγκαλον,
ἀλλ’
ἦτο
ἀνακούφισις
καί ἀναψυχή.
Ποτέ δέν ᾐσθάνθην τόν ἑαυτόν
μου ἐλαφρότερον
ἤ ἐφ’
ὅσον
ἐβάσταζον
τό βάρος ἐκεῖνο… Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις
κατώρθωσε νά συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς
του πρός στιγμήν ἕν ὄνειρον, τό ἴδιον
ὄνειρόν
του…»
[295]Α.
Παπαδιαμάντης, Αυτοβιογραφούμενος, όπ. παρ., σ.202.
[296]Κ. Στεργιόπουλος, «Εφταλιώτης, Αργύρης» στην εγκυκλοπαίδεια ΤΟ ΒΗΜΑ
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 25ος, όπ. παρ., σσ.269-270, εδώ σ.269.
[297] Α. Εφταλιώτης, Νησιώτικες ιστορίες
(Αθήνα: Εκδόσεις Οίκος Φέξη, 1911)σσ.59 – 66.
[298]Α. Εφταλιώτης, όπ. παρ., σ.66.
[299]Α. Καρκαβίτσας, Η λυγερή (Αθήνα:
Εκδόσεις Εστία, 1896)σ.184.
[300]Κ. Στεργιόπουλος, «Ο Βιζυηνός και το διήγημα» στο Το Δέντρο 23-24
(1986)σ.21.
[301]Σπ. Μελάς, Νεοελληνική Λογοτεχνία
(Αθήνα: Εκδόσεις Γ. Φέξη, 1962)σ.19.
[302]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.πς΄.
[303]Μ. Χρυσανθόπουλος, «Το όνομα της θυγατρός και ¨Το αμάρτημα της μητρός μου¨: ρητορικός ενικός ή
κυριολεκτικός πληθυντικός;» στο
Γεώργιος Βιζυηνός Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον
της «Εστίας», Ι.Δ.Κολλάρου & Σιας α.ε.,
20062)σσ. 31-49, εδώ σ.45.
[304]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.23
[305]Μ. Ιατρού, «Ο θάνατος και η κόρη στο ¨Αμάρτημα της μητρός μου¨ του Γ.Μ. Βιζυηνού» στο Κονδυλοφόρος 8 (2009)σσ.182-183.
[306]Μ. Ιατρού, όπ. παρ., σ.184.
[307]Μ. Ιατρού, όπ. παρ., σσ.185-186.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου