ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Παράλληλες εικόνες Μαΐου

του Ωμεγάλφα
Λαίμαργα κατάπινε τά ασφάλτινα χιλιόμετρα τό τέσσερα επί τέσσερα, τό απαστράπτον τζίπ τής κυρίας Τζένης, μέ οδηγό τήν ίδια, καί συνεπιβάτη τόν συναθρωπευόμενο φίλο της τόν ΄Αζώρ, εκείνο τό Μαγιάτικο ξημέρωμα.

Πίσω τoυς η πόλις κοιμόταν βαθειά, καί μόνον κάποιο κλειστό φορτηγάκι έτρεχε νά μοιράσει "χωριάτικα" εννιάσπορα ψωμιά, στά πρατήρια άρτου καί αρτοποιημάτων γιά τούς αστούς κατοίκους της, καί κάποιο άλλο τό «φρέσκο» γάλα τής ημέρας. Διέσχιζαν άνετα τούς δρόμους της, μέ τά φανάρια νά αναβοσβήνουν πορτοκαλί. Κάποιος αργοπορημένος στρατιώτης, κι αυτός, επέστρεφε στόν Στρατώνα ύστερα από διανυκτέρευση οίκοι, νά προλάβει τό εγερτήριο.. Ήταν νωρίς ακόμη-πολύ νωρίς, καί μουχρωμένα.

Λίγη ώρα αργότερα καί μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, άφησε τήν δημοσιά καί έστριψε κατά τήν ΄Ανατολή σ' έναν τρακτερόδρομο χορταριασμένο, μέ βαθιές φιδίσιες αυλακωτές τρύπες στά πλάγια του. Πήρε νά γλυκοχαράζει. Ροδοκοκκίνιζε η Αυγή καί τό φεγγάρι έγερνε κουρασμένο τόν μηνίσκο του, καί πήγαινε νά βασιλέψει στήν απεραντοσύνη τής Δύσης, ενώ τά χρώματα τής ίριδας πολεμούσαν ποιό νά πρωτοϋποδεχτεί τόν Bασιληά τόν Ήλιο, τόν Ηλιάτορα... Ξημέρωνε...!

Η κυρία Τζένη, η φυσιολάτρις, έλαμπε από χαρά.΄Επιτέλους, έβρισκε αυτό πού ήθελε καί περίμενε εναγωνίως, ύστερα από τόν βαρύ καί μακρύ Χειμώνα. Λίγη ησυχία, ένα τοπίο καταπράσινο, μέ τά στάχυα τού κάμπου νά είναι στό γάλα, νά μικροκυματίζουν καί νά θροΐζουν, τίς παπαρούνες, τά χαμομήλια καί τίς γαλατσίδες ολάνθιστες καί μυρωδάτες, νά είναι έτοιμα νά δεχτούν τίς πεταλούδες, τίς μέλισσες καί τά ζουζούνια. Μια πανδαισία μέ χρώματα κι αρώματα, αυτά επιθυμούσε σφόδρα!

Ένα ζευγάρι πελαργών φτεροκοπούσε βιαστικά τόν αγέρα καί τραβούσε κατά τόν Νότο, πέρα στούς βάλτους, γιά νά βοσκήσει νεροφίδες καί βατράχια. ΄Ανηφόρησαν λίγο ακόμα. ΄Ο συνεπιβάτης δέν έδειχνε νά νοιάζεται καί τόσο, γιά ό,τι εκεί έξω συνέβαινε. Ταρακουνιόταν κι αυτός τεμπέλικα καί κοιμισμένος στό κάθισμά του, μαζί μέ όλο τό φορτίο. Άφησαν αριστερά τους τά περιβόλια μέ τίς φορτωμένες κερασιές, καί τίς πανύψηλες διάσπαρτες λεύκες, καί πέρασαν απέναντι στήν ρεματιά μέ τά γέρικα θαλερά πλατάνια. Σταμάτησαν εκεί στήν ποτίστρα πού έτρεχε δροσερό, γάργαρο, πεντακάθαρο νερό πού γλυκομουρμούριζε. Κατέβηκαν.. . ξεπέζεψαν! Η Τζένη είχε κρεμάσει στόν λαιμό της, τήν πολύτιμη ψηφιακή της φωτογραφική μηχανή. Στό ένα της χέρι βαστούσε τό σακβουαγιάζ μέ τίς λιγοστές προμήθειες, δυό-τρείς φιάλες εμφιαλωμένο νερό, λίγα σάντουϊτς γιά τήν ίδια καί τόν ΄Αζώρ, καί στό άλλο κρατούσε σφιχτά τό αλυσιδάκι τού φίλου της, καί τράβηξαν κατά τό ξέφωτο, λίγο πιό πάνω.


Ακούστηκαν κουδουνίσματα, βελάσματα καί γαυγίσματα μά κι ένας αχός ρηχός, ανάκατος από συρτά ποδοβολητά καί σφυρίγματα, πού πρόδιδαν βιασύνη. Σώπασαν τ’ αηδόνια, μά κι ο τελευταίος κούκος έπαψε κι αυτός καί μονομιάς επικράτησε μιά σιγαλή, βουβή ησυχία. Ένα κοπάδι από γιδοπρόβατα ξεπρόβαλε πίσω από τίς βατσινιές καί τά χαμόκλαδα. Μπροστά του πήγαινε περήφανο τό Κότσι ο΄Αρχηγός ο σιούτος, μά πιό μπροστά απ' όλα ο Μούρτζιος τό τσοπανόσκυλο τού κοπαδιού, τού Μπάρμπα- Λιάκου. Κατέβαιναν από τό μαντρί καί πήγαιναν από τήν γιδόστρατα στήν ποτίστρα, καί ύστερα γιά βοσκή στά βοσκοτόπια εκεί στά χλοερά λιβάδια. Μέ οργισμένη μανία, όρμισε κατά τού ΄Αζώρ ο Μούρτζιος γαυγίζοντας καί σκάβοντας μέ τά τέσσερα ποδάρια του διαδοχικά, τήν χορταριασμένη γή. Τό διαπεραστικό του γαύγισμα προκαλούσε δέος, φόβο κι ανατριχίλα, κι ήταν σάν νά έλεγε στούς απρόσμενους επισκέπτες καί ιδιαίτερα στήν ράτσα του: ΄Αλτ! Φτάνει, ώς εδώ, πίσω φύγετε πίσω από τά μέρη μου, αυτά τά χωράφια, καί τό κοπάδι είναι δικά μου...ρρρέ!

΄Αστραπιαία όμως, ανταπέδωσε στά γαυγίσματα κι ο ΄Αζώρ πού προσποιούταν τάχα νά ξεφύγει από τό αλυσιδάκι τής Τζένης καί γαύγιζε εκ τού ασφαλούς, καί από θέση ισχύος, καί ήταν σάν νά απαντούσε στόν πρωϊνό του «άσπονδο» φίλο.


- Σέ λυπάμαι Καημένε! ΄Ολημερίς γαυγίζεις, άδικα! Ο νοικοκύρης σου αυτός ο "χωριάτης" ο τσομπάνος, σού πετάει ένα ξεροκόμματο ψωμί, καί σύ χαίρεσαι καί κουνάς τήν ουρά σου! Δέν βλέπεις τά χάλια σου ! …Τί τρίχωμα είναι αυτό; Πλύθηκες ποτέ σου, δέν βλέπεις τά τσιμπούρια πού σέ πλάκωσαν; Άδικα γαυγίζεις γιά τά ψωροπρόβατα τού τσιφούτη αφέντη σου! Ποτέ του, φαίνεται, δέν σέ πήγε στόν γιατρό. Μόνο όταν «πιάνουν» τά πρόβατα καί τά γίδια του γκλαμπάτσα καί τά ποτίζει χάπια, τότε ίσως νά σού ρίξει λίγη ψειρόσκονη καί σένα φουκαρά, έ! φουκαρά!!!΄Ενώ εμένα !!! Χμ! Έμένα η κυρά μου, μ' έχει όμορφο σπιτάκι, μέ ταΐζει σέ μπολάκια πλούσιες τροφές από εκλεκτά βοδινά κρέατα καί ποικιλίες πουλερικών καί κοτολέτες από κουνέλι μέ λίγα λιπαρά. Μέ λούζει συχνά μέ σκυλέξ σαμπουάν, ενώ μέ πηγαίνει τακτικά στόν κτηνόγιατρο καί στό κομμωτήριο τής γειτονιάς μας, γιά συχνούς εμβολιασμούς γιά περιποίηση καί γιά κούρεμα Μέ παίζει μέ πλαστικά κοκαλάκια καί μπαλίτσες καί καμαρώνει όταν τήν συνοδεύω, η μέ συνοδεύει στούς περιπάτους μας στά πάρκα μέ τίς φίλες της. Μέ έχει σάν παιδί της! Τήν συντροφεύω στίς ατελείωτες ώρες τής μοναξιάς της, αφού ο άντρας της, ο κύριος Μπάμπης βρήκε εποχή πού έχουν δεμένα τά «σκυλιά» μέ τά λουκάνικα, καί κάνει χρυσές δουλειές ώς εμπορικός αντιπρόσωπος Ρ.C. καί άλλων συναφών ηλεκτρονικών ειδών επικοινωνίας καί κινητής τηλεφωνίας, καί ώς εκ τούτου, λείπει συχνά από τό σπίτι!

- Αυτά πρόλαβε καί είπε, καθώς έβλεπε τήν ράτσα του, τόν Μούρτζιο, νά απομακρύνεται τρέχοντας νά προλάβει τό κοπάδι, πού πήγαινε νά βοσκήσει. Ποιός ξέρει!; Ίσως σήμερα ν’ ακούσει τό τραγούδι από τήν φλογέρα τού Μπάρμπα - Λιάκου, νά χαϊδεύει γλυκά τούς λόγγους, τόν αγέρα, τά λαγκάδια καί τίς ερημιές:


«αποκοιμήθ’κει ο γεροτσόμπανος
ψηλά σ' ένα λιθάρι
καί χάνει χίλια πρόβατα
καί χάνει χίλια γίδια.a
καί πήρε μιά ‘ρημόστρατα
πήρε τό μονοπάτι,
γερόλυκο αντάμωσε
στέκει καί τόν ρωτάει:
-Λύκε μήν είδες πρόβατα;
λύκε μήν είδες γίδια;
-΄Εκεί στό πέρα τό βουνό
στό πέρα καί στό δώθε;
στό πέρα βόσκουν πρόβατα
στό δώθε βόσκουν γίδια.
-Πήγα κι εγώ νά φάω αρνί
καί τρυφερό ερίφι,
μέ παίρνει η σκύλα η κολοβή,
καί ο μαυρής ο Μούρτζιος,
καί μού τσακίζουν τά πλευρά
καί μού ΄σπασαν τή μέση…»

- Έφεξε γιά τά καλά! Ξημέρωσε!!!
Η κυρία Τζένη απαθανάτιζε μέ τά κλίκ της, τό ηλιοπύρωμα καί τά τοπία, τά λουλούδια, τόν μυρωδάτο Μάη!

-Ήταν πράγματι όμορφο, εκείνο τό Μαγιάτικο πρωϊνό!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...