ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Ελληνισμός, Ορθοδοξία και τέχνη

Με αφορμή την Κυριακή της Ορθοδοξίας
του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Ο όρος «Ιουδαιο-Χριστιανισμός» που χρησιμοποιούν ορισμένοι κύκλοι για να περιγράψουν την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι όχι μόνο αδόκιμος, αλλά εκφράζει και έλλειψη γνώσης της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, αλλά και της ιστορίας της τέχνης μας. Και είναι φυσικό να μη γνωρίζουν, εφόσον οι κύκλοι αυτοί φύση και θέση εχθρικοί προς την Εκκλησία δεν έχουν εμβαθύνει στην ουσία της, παρόλο που θέλουν να έχουν άποψη για εκείνη.

Ο απόλυτα δόκιμος όρος για την περιγραφή της Ορθοδοξίας, είναι το «Ελληνο-Χριστιανισμός», καθώς το ελληνικό στοιχείο υπερίσχυσε του αντίστοιχου του ιουδαϊκού στη νέα θρησκεία, έπειτα μάλιστα από μια εσωτερική δογματική και θεολογική σύγκρουση που κράτησε περίπου 9 αιώνες, όπως θα εξηγήσω παρακάτω
Είναι αλήθεια, ότι ο Χριστιανισμός ξεπήδησε μέσα από τον κορμό του Ιουδαϊσμού, όμως ήταν εξαρχής προορισμένος να γίνει ένα νέο δέντρο (Καινή Διαθήκη), καθώς ο παλαιός κορμός (Παλαιά Διαθήκη) θα έμπαινε πλέον στο περιθώριο. Αυτή η ολική ανατροπή, ήταν που ξεχώρισε τον Χριστιανισμό ως κάτι εντελώς νέο, και αποτελεί εξήγηση της εμπάθειας που τρέφουν οι Ιουδαίοι προς αυτόν, ως κάτι εντελώς διαφορετικό, που όμως ήρθε για να καταστρέψει και να αλλοιώσει την καθαρότητα και τον αποκλειστικά φυλετικό χαρακτήρα του Ιουδαϊσμού χρησιμοποιώντας δικά του στοιχεία. Ο Χριστός και ο Χριστιανισμός έριξαν τα σύνορα και απευθύνθηκαν στον Ελληνισμό. Αυτό οι Ιουδαίοι δεν το συγχώρεσαν ποτέ! Ίσως να μην είχαν πρόβλημα μαζί του, αν απευθυνόταν μόνο σε Ιουδαίους. Ο Χριστιανισμός πρόβαλλε μια οικουμενική διάσταση, όταν αυτοί ήθελαν να μείνουν περιχαρακωμένοι στα όρια της φυλετικής τους θρησκείας, μακριά από τον εξω-ιουδαϊκό παγανιστικό κόσμο που ήταν κυρίως ο Ελληνιστικός.
Όταν αναφέρομαι στην έννοια «Ελληνισμός» δεν εννοώ μόνο τους φυλετικά Έλληνες, αλλά το πνεύμα του πολιτισμού και ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο της Ανατολής. Μια πανσπερμία φυλών και λαών που όμως τους συνέδεε ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα. Το νέο δένδρο, που έμελλε να γίνει ψηλό και μεγάλο, ήθελε ρίζες βαθιές και γόνιμο χώμα για να αναπτυχθεί. Αυτό το πρόσφορο έδαφος το προετοίμασε για τον Χριστιανισμό ο Ελληνισμός και δεν είναι καθόλου τυχαίος ο ρόλος του Μ. Αλεξάνδρου στο θεϊκό σχέδιο. Οι Έλληνες με τους οποίους μίλησε ο Χριστός-ποτέ δεν μάθαμε τι είπαν- ήταν προσήλυτοι μεν αλλά Έλληνες στην κουλτούρα. Ίσως και από τους πρώτους Χριστιανούς. Οι Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας και της εβραϊκής διασποράς είχαν εξελληνιστεί και η γλώσσα τους ήταν τα ελληνικά. Ο Χριστός μιλούσε οπωσδήποτε και την ελληνική γλώσσα, διότι η Γαλιλαία ήταν περιοχή της ελληνιστικής επίδρασης (κάτι για το οποίο περιφρονούσε τους Γαλιλαίους το παραδοσιακό ιουδαϊκό κέντρο). Τέλος, την ελληνική γλώσσα επέλεξε δια των Αποστόλων του για να γραφτεί η Διδασκαλία του. Γιατί άραγε; Μα διότι ο Ελληνισμός υπήρξε συνεργός του Χριστού σε όλα και μάλιστα από την πρώτη στιγμή. Πιστεύω, διότι ήταν προορισμένος να παίξει αυτό τον ρόλο μέσω της φιλοσοφίας και του πολιτισμού του, πολύ πιο πριν από τον Σωκράτη. Ο κατεξοχήν παγανιστικός Ελληνιστικός κόσμος εκείνης της εποχής, έγινε σε λίγους αιώνες χριστιανικός, ενώ αντίθετα ο ιουδαϊκός κόσμος από τον οποίο ξεπήδησε στάθηκε εχθρικά απέναντι του, πλην εξαιρέσεων.

Οι δύο από τις θεμελιώδεις ανατροπές που επέφερε ο Χριστιανισμός ήταν η κατάργηση της περιτομής και η θυσία ζώων προς τον Θεό. Οι αλλαγές αυτές ισοδυναμούσαν με απόρριψη των βασικών αρχών του Ιουδαϊσμού. Η σταυρική θυσία του Χριστού που έδωσε το δικό του αίμα ως «λύτρο αντί πολλών» (1) έκανε περιττή την θυσία των ζώων και την αντικατέστησε δια παντός με την αναίμακτη θυσία. Αυτά τα δύο διαφοροποίησαν πλήρως τις δύο θρησκείες.

H πρώτη σύγκρουση με τον Χριστιανισμό εκδηλώθηκε πολύ νωρίς με αφορμή την κατάργηση της περιτομής ως μη αναγκαίας προϋπόθεσης για τους εξ εθνών χριστιανούς. Οι Πέτρος και Παύλος (όχι τυχαία αποκληθείς και «Απόστολος των εθνών») και οι άλλοι Απόστολοι απέρριψαν την απαίτηση των Ιουδαίων για περιτομή (2). Κάτι τέτοιο θα δέσμευε τη νέα θρησκεία στην παλαιά ως μια ακόμα από τις πολλές αιρέσεις της και θα ακύρωνε την αποστολή της «Νέας Διαθήκης», που σημαίνει «νέα συμφωνία-νέα σύναψη συμβολαίου» με τον κόσμο και με άλλους όρους. Η περιτομή αποτελούσε υποχρέωση της Παλαιάς Διαθήκης (3) και δεν ήταν πλέον απαιτητή από τον Θεό. Και δεν ήταν, διότι έπαψε να θεωρεί τους Ιουδαίους «περιούσιο» λαό και σύναψε νέα «Διαθήκη» για να συμπεριλάβει όλους τους ανθρώπους χωρίς την υποχρέωση της περιτομής.  Μόνη προϋπόθεση ήταν πια το βάπτισμα και η πίστη στον Ιησού ως Υιό του Θεού και σωτήρα (4). Το τελευταίο, μια πλήρως αντι-ιουδαϊκή θέση-πού ακούστηκε ο Θεός να έχει παιδί!- ήταν μια βλάσφημη και κολάσιμη διδασκαλία για την οποία και σταυρώθηκε. Οι παραπάνω λόγοι στάθηκαν η αρχή της αποστασιοποίησης και έγιναν η αιτία του άσβεστου μίσους εναντίον του Χριστιανισμού.

Ο Χριστιανισμός, ως διδασκαλία, ήταν προορισμένος να ανοιχτεί προς τον κόσμο και να υπερβεί τα όρια της Ιουδαίας. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να βασιστεί στον ελληνιστικό πολιτισμό, που ήταν το οικουμενικό πνεύμα της εποχής εκείνης, ενώ η Ρώμη ήταν η ισχύς των όπλων της. Εφόσον οι Ιουδαίοι απέτυχαν να ενσωματώσουν την νέα θρησκεία, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ακόμα δεν είχε κατασταλάξει πλήρως στα βασικά δόγματα της πίστης, προσπάθησαν έκτοτε να την καταστρέψουν εκ των έσω και να αλλοιώσουν το πνεύμα της, υποκινώντας ως πέμπτη φάλαγγα πλήθος ιουδαϊζόντων αιρέσεων και θεολογικές έριδες (Άρειος κλπ). Ο Χριστιανισμός αμύνθηκε αποτελεσματικά στις επιθέσεις αυτές και τις καταδίκασε δια των Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας, που σημειωτέον πολλοί εξ αυτών είχαν λάβει ελληνική παιδεία. Ταυτόχρονα με κάθε Σύνοδο αποσαφήνιζε και ισχυροποιούσε τα δόγματα του. Ωστόσο, η εσωτερική σύγκρουση στους κόλπους του Χριστιανισμού ανάμεσα στον ελληνιστικό κόσμο και στον ιουδαϊσμό δεν αρκέστηκε μόνο στις θεολογικές έριδες.

Μεταφέρθηκε αυτή την φορά στο πεδίο της τέχνης και γύρω από το ζήτημα της εικόνας και της απεικόνισης των θείων μορφών που κορυφώθηκε στην περίοδο της «Εικονομαχίας». Η εικόνα αναδείχθηκε σε μείζον θεολογικό ζήτημα και ο ρόλος της τέχνης στην πλήρη αυτονόμηση του Χριστιανισμού προς την ελληνικότητα υπήρξε καθοριστικός. Εδώ να σημειώσουμε τα εξής. Η απεικόνιση του θείου ήταν πλήρως απαγορευμένη στην ιουδαϊκή θρησκεία (5) και την ίδια απαγόρευση υιοθέτησε και ο Μωαμεθανισμός που ξεπήδησε επίσης μέσα από τον κορμό του Ιουδαϊσμού τον 7ο μ.Χ. αι. Ο Μωαμεθανισμός είναι τόσο κοντά στον Ιουδαϊσμό, όσο μακριά και από τους δύο βρίσκεται ο Χριστιανισμός. Ο Μωαμεθανισμός που υιοθέτησε κι αυτός την περιτομή αποτελεί μια καθαρά αβρααμική θρησκεία η οποία διατείνεται ότι αναζητεί την καθαρότητα της πρώτης πίστης στην εποχή του Αβραάμ, από τον οποίο κατάγονται και οι ίδιοι οι Ισμαηλίτες Άραβες. Σε αντίθεση με αυτούς, ο Χριστιανισμός επηρεασμένος από την κυρίαρχη ελληνική αντίληψη για την τέχνη επέτρεψε την αναπαράσταση των θείων προσώπων. Αυτό από μόνο του ήταν επίσης μια τεράστια διαφοροποίηση και δείχνει την ισχυρή επίδραση του ελληνισμού. Ήδη από τους πρώτους αιώνες, ο Χριστιανισμός ελλείψει ενός δικού του καλλιτεχνικού ύφους υιοθέτησε τα ελληνιστικά καλλιτεχνικά πρότυπα για την αναπαράσταση των θρησκευτικών του έργων, κυρίως από τα πορτραίτα Φαγιούμ. 
 

Ελληνιστικό πορτραίτο Φαγιούμ και πρωτοχριστιανική εικόνα

Μόνο έπειτα από τον 6ο-7ο μ.Χ. αιώνα, η χριστιανική τέχνη συγκρότησε πλήρως το δικό της αναγνωρίσιμο ύφος, το γνωστό σε όλους πλέον ως «βυζαντινό». Το ίδιο που ίσχυσε σε ανατολή και δύση μέχρι σχεδόν τον 14ο. Πρόκειται για μια σύνθεση στοιχείων της ελληνιστικής καλλιτεχνικής παράδοσης και τοπικών στοιχείων της ανατολής με σημαντική υπεροχή της πρώτης. Το ίδιο συνέβη στη μουσική και στις άλλες τέχνες και διατηρείται έως σήμερα.

Στον «εξελληνισμό» του Χριστιανισμού στη μορφή της ανατολικής Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδοξίας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο το γεγονός, ότι οι πιστοί της νέας θρησκείας ήταν κατά πλειοψηφία λαοί με ελληνιστικό πολιτισμικό υπόβαθρο, ενώ οι Ιουδαίοι χριστιανοί ήταν σαφώς λιγότεροι. Ο Έλληνας, ή ο εξελληνισμένος κάτοικος της ανατολικής μεσογείου, είχε και έχει πάντα ανάγκη να «βλέπει» τον Θεό του. Είτε με την αρχαία θρησκεία, είτε με την νέα. Για τους Έλληνες με την φυσιοκρατική αντίληψη, ο Θεός δεν είναι κατανοητός ως μια αφηρημένη απρόσωπη έννοια. Για τους Έλληνες ο Θεός είναι πρώτα απ’ όλα Πρόσωπο. Πρέπει να είναι «ορατός» στον πιστό που τον λατρεύει μέσα από το άγαλμα του ή από την εικόνα του. Αυτό για τον Ιουδαίο με την απρόσωπη αντίληψη για το θείο είναι απαράδεκτο και βδελυρό, ισοδύναμο της ειδωλολατρίας. Η σύγκρουση λοιπόν για τις εικόνες πήρε τη μορφή μιας ανοιχτής διαπάλης του ελληνικού προσωπικού στοιχείου ενάντια στο απρόσωπο ιουδαϊκό. Ο διαφορετικής ψυχοσύνθεσης Ελληνισμός συγκρούστηκε για έναν αιώνα με το ιουδαϊζον τμήμα του Χριστιανισμού, από το 726-842 και νίκησε και στο επίπεδο της τέχνης.

Ο Αυτοκράτορας Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος, επηρεασμένος από την ανεικονική αντίληψη του Ιουδαϊσμού και του Μωαμεθανισμού που την περίοδο εκείνη εξαπλωνόταν, απαγόρεψε τις εικόνες ως έκφραση ειδωλολατρίας και υιοθέτησε την αποκλειστική χρήση συμβόλων. Ήρθε έτσι σε διάσταση με την ελληνική αντίληψη περί της απεικόνισης  του θείου και σε σύγκρουση με τον απλό λαό και τον κατώτερο κλήρο, που αρνήθηκαν να αποδεχθούν τις καταστροφές των εικόνων. Υποστηρικτές του ήταν μόνο ο ανώτερος κλήρος και οι προύχοντες.
 

Εικονομάχοι καλύπτουν την εικόνα του Χριστού με ασβέστη. Ψαλτήρι Χλουντόφ (περί το 830). Μόσχα, Ιστορικό Μουσείο
 
Η ταραχώδης και αιματηρή περίοδος της «Εικονομαχίας» έληξε με την οριστική αναστήλωση των εικόνων και τον απόλυτο θρίαμβο του ελληνικού στοιχείου έναντι του ιουδαϊκού. Μπορεί να πει κανείς, ότι στη δεδομένη περίοδο ο Χριστιανισμός της ανατολής επισφράγισε την ελληνικότητα του μέσω της τέχνης και επιβεβαίωσε την οριστική ρήξη με το ιουδαϊκό παρελθόν του. Δεν είναι τυχαίο, ότι η Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζεται μαζί με την αναστήλωση των εικόνων, ως μια εμφατική επιβεβαίωση της ελληνικότητας της. Ούτε είναι φυσικά τυχαίο ότι αυτή την περίοδο τελειώνουν και οι Οικουμενικές Σύνοδοι με την 7η Οικουμενική Σύνοδο το 787 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο ναό της Αγίας Σοφίας, που συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Παραβρέθηκαν 367 πατέρες. Η Σύνοδος αυτή στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες αναθεματίζοντας την εικονομαχία. Μάλιστα οι εικόνες αιτιολογήθηκαν από τον Μέγα Βασίλειο, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό (6) και τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη. Έκτοτε η Ορθοδοξία καμία σχέση δεν έχει με τον Ιουδαιο-Χριστιανισμό. Ο όρος που μπορεί πλέον να περιγράψει την Ορθοδοξία είναι ο «Ελληνο-Χριστιανισμός», που αποτελεί την ελληνική «ορθή δόξα-πίστη» περί του Χριστιανισμού. Η σύνθεση αυτή επέτρεψε μια αμφίδρομη όσμωση των δύο, με τον εξελληνισμό του ενός και τον εκχριστιανισμό του άλλου. Το ίδιο συνέβη, αν και με άλλο τρόπο και στην Ρωμαιοκαθολική Δύση, μόνο που εδώ για την περιγραφή θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο «Ρωμαιο-Χριστιανισμός».

Η Ρώμη στάθηκε στο πλευρό της Ορθοδοξίας στην υπεράσπιση των εικόνων κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας, για τον απλό λόγο, ότι και οι Λατίνοι της δύσης μοιράζονταν το ίδιο ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμικό υπόβαθρο και παρόμοια θρησκευτικο-καλλιτεχνική παράδοση με την ελληνιστική ανατολή.

Κοινός παρανομαστής και των δύο ήταν η ύπαρξη της κοινής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αν και διαιρεμένη πλέον σε ανατολική, υπό τον έλεγχο του ελληνιστικού στοιχείου και σε δυτική υπό τον έλεγχο του λατινικού, ωστόσο παρέμενε ο κοινός ιστορικός καμβάς που τις συνένωνε. Άλλωστε την εποχή εκείνη η Εκκλησία ήταν μόνο μια. Έτσι, ασχέτως του μεταγενέστερου σχίσματος, που κατά τη γνώμη μου είχε αιτίες κυρίως πολιτικές και λιγότερο δογματικές, ούτε ο Ρωμαιοκαθολικισμός μπορεί να χαρακτηριστεί «Ιουδαιο-χριστιανικός», αλλά μάλλον «Ρωμαιο-χριστιανικός». Μόνο που, σε αντίθεση με την Ορθόδοξη ανατολή, όπου επικράτησε το ελληνικό στοιχείο, εδώ επικράτησε το «ρωμαϊκό» έναντι του ιουδαϊκού. Και μάλιστα χωρίς να έχει προηγηθεί μια εικονομαχική σύγκρουση στη δύση, όπως είχε συμβεί στην ανατολή, εξαιτίας της εγγύτητας στην ιουδαϊκή επίδραση. Αυτή η «ρωμαϊκότητα», ως έκφραση της αρχαίας ρωμαϊκής παράδοσης, είχε μεν πολλά κοινά με την αρχαία «ελληνικότητα», που υπήρξε το πρότυπο της, όμως το ρωμαϊκό και το ελληνικό πνεύμα ποτέ δεν εξισώθηκαν και παρόλη την όσμωση τους σε έναν κοινό πολιτισμό, διατήρησαν διακριτές τις μεγάλες διαφορές τους ακόμα και μέσα στο πλαίσιο του Χριστιανισμού και στο πως τον αντιλαμβάνεται το καθένα. Αυτές οι διαφορές εκδηλώνονται σε όλα τα επίπεδα. Από τη συγκεντρωτική δομή και τη λειτουργία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας μέχρι την ανάδειξη του αρχιεπισκόπου της σε Pontifex Maximus κατά τα αυτοκρατορικά πρότυπα, μιας κρατικής εκκλησίας και μάλιστα με δικό της κράτος.

Την διαφορά όμως στον Χριστιανικό κόσμο έκανε ο Προτεσταντισμός (Διαμαρτύρηση) το 1518 με τον Λούθηρο, σαν θρησκευτικό κίνημα της βόρειας Ευρώπης, ως αντίδραση προς τον Πάπα και την Ρωμαϊκή Εκκλησία. Οι λόγοι πολλοί, πολιτικοί, αλλά και δογματικοί, προέβαλλαν μεταξύ άλλων την ανάγκη της αποκάθαρσης της πίστης από όλα τα περιττά και επίπλαστα στοιχεία που επικαλύπτουν την ουσία της. Με λίγα λόγια, για τον Προτεσταντισμό τα «περιττά» και «επίπλαστα» στοιχεία, ήταν αντίστοιχα το «ελληνικό» και το «ρωμαϊκο», που είχαν υπερισχύσει του καθαρού ιουδαϊκού από την αρχή, έως και την εποχή της Εικονομαχίας. Αυτό το απρόσωπο ιουδαϊκό στοιχείο, το «αδίκως» απορριφθέν από τις ελληνορωμαϊκές παρεμβάσεις υπέρ του «Προσώπου» και της μορφής, επέστρεψε πάλι. Την υπεράσπιση και τη δικαίωση του ανέλαβε ο Προτεσταντισμός, ώστε να λάμψει η διανοητική καθαρότητα του μέσα από την Αγία Γραφή και μόνο. Φανατικοί της Αγίας Γραφής οι Προτεστάντες, όπως οι «Βιβλικοί» και ο κύκλος των Ουμανιστών-πρόδρομων του Διαφωτισμού-, απέρριψαν οποιαδήποτε θεολογική και δογματική επεξεργασία ως παρέμβαση, θεωρώντας την Αγία Γραφή μοναδική πηγή της αλήθειας. Απέρριψαν την προφορική παράδοση, τα μυστήρια, την Παναγία, τους Αγίους, τους Πατέρες και ως νέοι εικονομάχοι απαγόρευσαν την θρησκευτική τέχνη και τις εικόνες σε όλες τις βόρειες χώρες ως έκφραση ειδωλολατρίας. Στην περίπτωση, λοιπόν, του Προτεσταντισμού και των παραφυάδων του, έχουμε πραγματικά μια εξουδαϊσμένη εκδοχή του Χριστιανισμού στην οποία θα ταίριαζε ο όρος «Ιουδαιο-Χριστιανισμός». Άλλωστε, ο όρος αυτός προέκυψε στην Γερμανία του μεσοπολέμου, ακριβώς για να περιγράψει τον προτεσταντικό κόσμο στο επίκεντρο της εξάπλωσης του.


Ο Προτεσταντισμός έχοντας απορρίψει την 1.500 ετών παράδοση του Χριστιανισμού με την πολιτισμική όσμωση του ελληνιστικού κόσμου, που έλαβε χώρα στην ανατολική Μεσόγειο, εγκολπώθηκε πολλά από τα σημαινόμενα του απρόσωπου ιουδαϊσμού ο οποίος τελικά υπερίσχυσε σε όλες τις εκφάνσεις του. Πέραν των άλλων, εστίασε στην ατομικότητα της ύπαρξης και στην κατά χάριν σωτηρία μόνο δια μέσω της πίστης. Απέρριψε την οποιαδήποτε ωφέλεια των καλών έργων για τη σωτηρία της ψυχής, αναθεώρησε τη διάκριση καλού και κακού και αμφισβήτησε την προσωπική προσπάθεια του πιστού και τη δύναμη του «αυτεξουσίου» της θέλησης του στον αγώνα για την σωτηρία του. Όλοι θα σωθούν, ανεξάρτητα από τα έργα και τον τρόπο της ζωής τους, αρκεί να έχουν πίστη. Όλα τα άλλα, νηστείες, κόποι και άσκηση των αρετών δεν είναι απαραίτητα. Οι προτεστάντες συνέχισαν το έργο του Λέοντος Γ΄ από εκεί όπου είχε σταματήσει εκείνος. Ο Θεός γνωστός ως προς το όνομα του, κατέχει μόνο την ιδιότητα της θείας ενέργειας αλλά οφείλει να είναι απρόσωπος ως μορφή. Ως εκ τούτου δεν δύναται να αναπαρασταθεί σε εικόνες. Αυτή είναι η άποψη του διανοητικού ιουδαϊκού στοιχείου που έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την φυσιοκρατική αντίληψη και εικονικότητα του ελληνοχριστιανισμού και του ρωμαιοχριστιανισμού. Στην πραγματικότητα οι δύο τελευταίοι βασίζουν την θεία αναπαράσταση στις εικόνες στο γεγονός της θεανθρώπινης φύσης του Χριστού. Εφόσον ο Χριστός πήρε τη μορφή ανθρώπου έστω και πρόσκαιρα, παρεμβαίνοντας με την παρουσία του στον ιστορικό χρόνο, τότε η απεικόνιση του με ανθρώπινο πρόσωπο είναι δυνατή. Η εικόνα προσλαμβάνει έτσι και τη σημασία της απόδειξης της θείας ενσάρκωσης.  Και είναι απόλυτα θεμιτή, διότι αφορά τη μια από τις δύο φύσεις του, την ανθρώπινη, χωρίς να αναιρείται η θεία. Αρνούμενος ο Προτεσταντισμός, όπως και οι εικονομάχοι, την απεικόνιση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, στην ουσία αμφισβητεί τη διττή του φύση κινούμενος στο χώρο του μονοφυσιτισμού και της αίρεσης.


Ο «εξορθολογισμός» της πίστης και η νοησιαρχική επεξεργασία της από τον Προτεσταντισμό οδήγησε στην μετατροπή της σε μια ψυχρή διανοητική κατασκευή. Αυτό, σε συνδυασμό με την προβολή της ατομικότητας σε μια αφηρημένη και εν πολλοίς αποστασιοποιημένη θρησκευτικότητα, έκανε τον Προτεσταντισμό φορέα του νεωτερισμού στην β. Ευρώπη, προσφιλή στον Διαφωτισμό που είχε ανάλογη χαλαρή στάση απέναντι στα ζητήματα της θρησκείας, ενώ έγινε αποδεκτός από όλους όσους αντιτίθεντο στον Πάπα, ως μια σύγχρονη Χριστιανική άποψη. Σε αντιδιαστολή με την Ρωμαϊκή και την Ορθόδοξη Εκκλησία, που αντιπροσώπευαν κατά αυτούς την οπισθοδρόμηση, θεωρήθηκε ανοικτή στην επιστημονικότητα και ελκυστική για διανοούμενους και τραπεζίτες. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ιδεολογικά τέκνα του Προτεσταντισμού είναι ο Διαφωτισμός και ο Καπιταλισμός, εσχάτως δε και τα απότοκα αυτών ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση.

Όσον αφορά την τέχνη, μια πιθανή επικράτηση του ανεικονικού ιουδαϊκού στοιχείου κατά την Εικονομαχία, έναντι του εικονιστικού ελληνικού, θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την εξέλιξη της. Η τέχνη, δεν θα έμοιαζε με τίποτα από όσα γνωρίζουμε σήμερα για αυτήν, αν ο ελληνισμός και η Ορθοδοξία είχαν χάσει τη μάχη. Δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ ο Πανσέληνος και ο Θεοφάνης, τα υπέροχα αγιογραφικά σύνολα του Μυστρά και του Άθω, ενώ στη δύση θα αγνοούσαν τον Μιχαήλ Άγγελο, την Καπέλα Σιξτίνα και τον Ραφαέλο. Τον ίδιο κίνδυνο για την τέχνη αποτελεί σήμερα και η εξάπλωση του Ισλάμ και οι πρόσφατες καταστροφές αρχαίων έργων σε Ιράκ και Συρία από τους ισλαμιστές, αποτελούν παράδειγμα για το τι θα μπορούσε να συμβεί.

Σημειώσεις:

(1) Α Τιμ. 2,6 «ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις»
Ματθ. 20,28 «ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν».
Μαρκ. 10,45 «καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν».

(2) Στις Πράξεις, Κ. 15 στ.1-41 και στο στ. 5 διαβάζουμε:
5 ᾿Εξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως.

(3) Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός ζητά από τον Αβραάμ να περιτμηθεί και να περιτμήσει τους απογόνους και τους δούλους του ως απόδειξη της συμφωνίας που συνάπτει ο Θεός με τον Ισραήλ:
«καὶ περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν [...] καὶ ἀπερίτμητος ἄρσην, ὃς οὐ περιτμηθήσεται τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, ὅτι τὴν διαθήκην μου διεσκέδασε (Γεν. 17:11, 14, Ο)»

(4) Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει σχετικά στις επιστολές του:
ἐν ᾧ [Χριστῷ] καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ (Κολ. 2:11).

ἐγὼ δέ, ἀδελφοί, εἰ περιτομὴν ἔτι κηρύσσω, τί ἔτι διώκομαι; ἄρα κατήργηται τὸ σκάνδαλον τοῦ σταυροῦ [...] ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πληροῦται, ἐν τῷ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν (Γαλ. 5:11, 14)')

(5) Έξοδος K', 4-5 και Δευτερονόμιον E', 8-9:
«ου ποιήσεις σεαυτω είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανω άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς·….»

(6) Για τον Μ. Βασίλειο η αποδιδόμενη τιμή «εις το πρωτότυπον αναβαίνει», ενώ κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Άλλο γαρ εστί η Εικών και άλλο το εικονιζόμενον».


Παραπομπές:

Η Χριστιανική τέχνη των πρώτων αιώνων

Η Χριστιανική Τέχνη από τον 6ο -10ο αιώνα σε Ανατολή και Δύση

Πορτραίτα Φαγιούμ
Ο συνδετικός κρίκος της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής με την βυζαντινή τέχνη

Χριστιανισμός και ελληνικό πνεύμα

ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ – Θρησκεία και τέχνη
 Τα Χαντίθ, δηλαδή τα ρητά του Προφήτη που συμπληρώνουν το Κοράνι, λέγουν κατηγορηματικά: «Δυστυχία σε ό,ποιον απεικονίσει τον Θεό, ανθρώπους ή ζώντα όντα. Εικονίζετε μόνον δένδρα, άνθη και άψυχα». Ενώ στο Κοράνι[5] υπάρχουν πλήθος δογματικών αποτροπών σχετικών με την ειδωλολατρεία, που πηγάζουν από την εντολή του Θεού προς τον Αβραάμ.
ΤΟ ΚΟΡΑΝΙ: Από το κεφάλαιο του Κορανίου με τον τίτλο «Έλληνες». (σ. 211), Εκδ. «Κάκτος».

Η Μεταρρύθμιση και το κίνημα του Ουμανισμού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...