ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Θαυμαστή συγκατοίκηση μέ φίδια, ἀρκοῦδες καί λαγούς!

Το Διονύση Μακρ
ξαίσιες διηγήσεις πό τήν σκητική ζωή το γέροντα Βασιλείου το Καυσοκαλυβίτη

«να φίδι, να φίδι. Πάτερ να τεράστιο φίδι χώθηκε μέσα στήν ποθήκη μέ τά ργαλεα» φώναξε τό νεαρό παλικάρι πό τό Λουτράκι. Τό πρόσωπό του ταν κατακόκκινο πό τό φόβο του. γέροντας Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης πετάχτηκε σάν στραπή ξω πό τό κελί του. νεαρός ντρομος το επε: «Συγνώμη γέροντα δέν τό πρόλαβα. Πρα τό φτυάρι νά τό χτυπήσω λλά κενο θαρρ πς μπκε μέσα στήν ποθήκη σου. ταν σχεδόν δύο μέτρα»!

-Τί κανες βρέ θεόφοβε; λπίζω νά μήν τό χτύπησες. Εναι  ρα νά φάει γι’ ατό ρχόταν, επε π. Βασίλειος.

-Μά...  δέν ξερα, ψιθύρισε νεαρός κπληκτος πό τήν ντίδραση το γέροντα καί ταυτόχρονα σκυψε τό κεφάλι.

- Καλά –καλά, μήν στεναχωριέσαι. λα νά τό ψάξουμε μαζί. Εναι πολύ φιλικό. λα βρέ ελογημένε νά σέ συστήσω στό φίλο μου.

-Δέν θέλω γέροντα, δέν θέλω. Ξέρεις πό μικρό παιδί φοβμαι πολύ τά φίδια.

γέροντας δέν πάντησε. σκυψε πρε να τενεκεδάκι κι ρχισε νά τό χτυπ ρυθμικά πηγαίνοντας κοντά στήν ποθήκη. Γιά δέκα λεπτά κανε τό διο χωρίς νά μιλ. Στή συνέχεια πγε στό μικρό μπαξέ πού διατηροσε καί κανε πάλι τό διο.

Καί ξαφνικά πό να θάμνο πού βρισκόταν κοντά στήν ποθήκη ρχισε νά βγαίνει τό φίδι. ταν καφέ καί σπρο.

-λα ελογημένο κι νησύχησα. Νόμιζα πώς τραυματίστηκες. λα νά σέ γνωρίζω στό Βαγγέλη. Εναι καλό παιδί, λλά λίγο τό φόβισες. λα νά το δείξεις πόσο γαπς τήν Παναγία μας. Νά το μάθεις νά κάνει καί καμιά μετάνοια, μήπως δε καμιά προκοπή στή ζωή του, επε χαμογελώντας γέροντας, ποος κατά κοινή μολογία ατν πού τόν γνώρισαν εχε πάντοτε πολύ χιομορ...

Τό φίδι κολούθησε τόν γέροντα μέχρι τήν αλή το κελιο. Βαγγέλης εχε μαζευτε στήν πόρτα, τοιμος νά μπε μέσα ν κάτι πήγαινε στραβά.  λα ατά πού βλεπε τά θεωροσε ντελς λλόκοτα. Πρώτη φορά βλεπε να τεράστιο φίδι, νά κολουθε σάν πάκουο σκυλάκι ναν παράξενο καλόγερο. Κι ατό κριβς το νίσχυε τό φόβο του.

-Φέρε βρέ ελογημένε λίγο γάλα. Κόψε καί μία φέτα ψωμί. Καί λα νά σο γνωρίσω ναν καλό φίλο, επε χαμογελώντας  γέροντας.

Βαγγέλης μέσως νταποκρίθηκε στήν ντολή του. λλωστε, θεωροσε πώς ταν καλύτερο νά εναι μέσα στό κελί πό τό νά παραμείνει στήν αλή μαζί μέ τόν γέροντα καί τό τεράστιο φίδι. Βγαίνοντας ξω μέ τό γάλα καί τό ψωμί, βρέθηκε μπροστά σέ μία εκόνα πού δέν πρόκειται ποτέ νά λησμονήσει στή ζωή του. Τό φίδι ταν κουλουριασμένο στά πόδια  το γέροντα κι κενος στοργικά τό χάιδευε στό κεφάλι.

-λα, λα Βαγγέλη νά δες τί μετάνοιες κάνει στήν Παναγία μας. Νά πάρε καί τό κεσεδάκι καί βάλε λίγο γάλα. Τρίψε καί λίγο ψωμάκι καί κούμπησέ το κε στήν κρη.

-Γέροντα εσαι σίγουρος τι δέν θά μέ πειράξει;

-χι ελογημένε γιατί νά σέ πειράξει. Πλασματάκι το Θεο εναι κι ατό.

-Νά, γιατί πγα προηγουμένως νά τό σκοτώσω. Δέν ξερα τι τό χεις σάν κατοικίδιο;

- Μήν φοβσαι. Νά λα νά τό χαϊδέψεις γιά νά λυθε πί τόπου παρεξήγηση.

-Θά στειεύεσαι γέροντα. Καί πού τό βλέπω τόσο κοντά τρομάζω, χι καί νά τό χαϊδέψω.

-Καλά, καλά.
Τό φίδι φο φαγε πό τό τενεκεδάκι τό ψωμί καί πιε τό γάλα στεκόταν καί κοιτοσε τό γέροντα σάν νά το μιλοσε, σάν νά τόν εχαριστοσε.

-Τήν Παναγιά μας νά εχαριστες ελογημένο, τήν Παναγιά μας επε γέροντας.

Καί τότε τό φίδι ρχισε ρυθμικά νά σηκώνει τό κεφάλι καί νά τό κατεβάζει, λές καί κανε μετάνοιες. πειτα γύρισε καί φυγε πρός τό μέρος το μικρο κήπου πού διατηροσε γέροντας Βασίλειος, κοντά στό κελί του.

-Βαγγέλη ντίδρασή σου μο θύμισε ναν φίλο μου δικαστικό πό τή Θεσσαλονίκη πού τρία χρόνια πρίν μέ εχε πισκεφθε. Κι κενος σάν καί σένα φοβόταν πολύ τά φίδια. μεινε δύο μέρες φιλοξενούμενός μου καί θέλησε νά μέ βοηθήσει στίς ργασίες μου. Τά χέρια του μως ταν βελούδινα. Το επα νά πάει στίς ντοματιές καί νά ξεριζώσει τά γριόχορτα πού εχαν φυτρώσει δίπλα στίς ρίζες. «Τράβα –το επα- λλά νά προσέχεις. Μή δες κανένα φίδι καί τρομάξεις καί μο χαλάσεις τίς ντοματιές». κενος χαμογέλασε πιστεύοντας πώς στειεύομαι. Δέν πέρασαν δύο λεπτά καί τόν κούω νά ορλιάζει στήν κυριολεξία. τυχε νά περν πό κε τό φίδι πού εδες καί σύ. Μέ τό πού τό εδε ελογημένος ρχισε νά τρέχει καί νά χοροπηδ σάν τρελός. Μο πάτησε δύο ντοματιές. Ετυχς δέν κανε πολύ μεγάλη ζημιά. «Νόμιζα γέροντα τι στειεύεσαι λλά πό τι διαπιστώθηκε δέν ταν καθόλου στεο»! Τόν καθησύχασα  καί το επα πώς τό φίδι εναι πάκουο καί ζε στήν αλή σάν κατοικίδιο. Μετά λίγες ρες το πρότεινα νά μο φέρει να σκαλιστήρι πό τήν ποθήκη λλά κενος ρνήθηκε νά πάει, μή τυχόν καί τό συναντήσει πάλι.

-Βλέπεις γέροντα κοτζάμ δικαστικός φοβήθηκε, δέν θά φοβόμουν το λόγου μου! Φοβήθηκε καί τρόμαξε ατός πού δέν διστάζει νά κλείσει γκληματίες στή φυλακή καί περιμένατε νά μήν φοβηθ γώ.

πό τότε Βαγγέλης συμπεριλάμβανε σέ κάθε προσκύνημα στό γιο ρος καί τά Καυσοκαλύβια. μενε πάντα στό κελί το πατέρα Βασιλείου. κε ναπαυόταν, φο γέροντας το μάθαινε πράγματα πού τόν βοηθοσαν νά χαράξει μία καλή πορεία στή ζωή του. ταν Μάρτιος, ρχές νοίξεως, ταν πισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τόν γέροντα. περίοδος το χειμώνα λλωστε δέν νδείκνυται γιά προσκυνηματικές πισκέψεις στήν ρημο τν Καυσοκαλυβίων, φο πικρατε σχεδόν μονίμως θαλασσοταραχή πού δέν πιτρέπει σέ σκάφος νά χει πρόσβαση στό φυσικό λιμανάκι. Καί κατά τή δεύτερη πίσκεψη του γινε διάψευστος μάρτυρας  μίας ρμονικς σχέσης, πού εχε δημιουργηθε νάμεσα σέ να κότσυφα καί τόν γέροντα.  κότσυφας ρχόταν καί τίς δύο μέρες πού μεινα στό κελί μόλις ξημέρωνε λλά καί λίγο πρίν σουρουπώσει. ρχόταν λίγα λεπτά φότου λοκληρωνόταν κανόνας το γέροντα. Μέ τό ράμφος του χτυποσε τό παράθυρο. γέροντας τότε το νοιγε καί το δινε νά φάει λίγα ψίχουλα ψωμί. Τά τρωγε μέσα πό τήν παλάμη του καί φευγε. Μάλιστα τή δεύτερη μέρα κότσυφας χτυποσε στό δικό μου παράθυρο. τρεξα καί φώναξα τόν γέροντα, ποος μο επε «χ τό καημένο τό πουλί. Θά χτυποσε σέ μένα λλά βλέπεις εμαι περήφανος στά ατιά (δηλαδή δέν κουγε καλά) καί δέν τό κουσα. ντε βρέ Βαγγελάκι νοιξέ του καί δώστου λίγα ψιχουλάκια νά φάει». κότσυφας φαγε πό τό χέρι μου, χωρίς νά φοβηθε ν τήν λη σκηνή παρακολουθοσε τό γρυπνο μάτι το παππούλη. «Βαγγέλη βρίσκεσαι σέ καλό δρόμο. Κάνει καλή δουλειά πνευματικός σου. κότσυφας δέν φοβήθηκε» μο επε χαριτολογώντας. στόσο ξερα τι τό ποτιθέμενο κατόρθωμά μου γινε χάρη στίς προσευχές το γέροντα.  θερμή προσευχή το γέροντα  εχε μετατρέψει τό κελί του καί τό περιβάλλον γύρω π’ ατό σέ ληθινό παράδεισο.

νάλογα περιστατικά χουν νά διηγηθον κι λλα πνευματικά παιδιά το γέροντα. Περιστατικά πού σχετίζονταν μέ τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεο τς Θεσσαλονίκης λλά καί τή μακράν διαμονή του στήν ερά Μονή τς Παναγίας στήν Κλεισούρα.

γέροντας εχε ναπτύξει σχυρούς πνευματικούς δεσμούς μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Σισανίου καί Σιατίστης ντώνιο. Συναντιόντουσαν πολύ συχνά καί γιά ρες λάκερες συνομιλοσαν. Τό πίκεντρο τς συζήτησης τους ποτελοσε πάντα Σωτήρας Χριστός. γιος Μητροπολίτης ντώνιος εχε κμυστηρευτε στά πνευματικά του παιδιά τι καλός Θεός εχε δώσει τό διορατικό χάρισμα στόν πατέρα Βασίλειο πό τήν ποχή πού σκήτευε γιά πολύ καιρό σέ μία σπηλιά στό γιο ρος. Τούς λεγε κόμη τι γέροντας Βασίλειος, πως κριβς καί γιος Παΐσιος γιορείτης μιλοσε μέ τά γρια ζα. Καί τούς διηγήθηκε πώς διος εχε γίνει μάρτυρας τς στενς σχέσης πού εχε ναπτύξει μέ μία ρκούδα πού ζοσε στό κοντινό δάσος τς ερς Μονς Παναγίας Κλεισούρας.

«Κάποτε διανυκτέρευσα στό μοναστήρι. Δέν πρχε λλος προσκυνητής. ταν τελείωσε κολουθία το ποδείπνου κούστηκαν ο φωνές τς ρκούδας. «Συγνώμη Σεβασμιώτατε, ξέχασα νά ταΐσω τό ζωντανό καί τό καημένο φωνάζει» επε καί τρεξε πρός τήν κουζίνα τς Μονς.

Πίστευα πώς λέγοντας ζωντανό θά ννοοσε καμιά κατσικούλα. κενος τρεξε στήν πόρτα τς Μονς, τήν νοιξε καί τότε κπληκτος εδα νά μπαίνει στό μοναστήρι μία ρκούδα.

-χουμε τό δεσπότη σήμερα. Δέν θά μπορέσεις νά μείνεις στό μοναστήρι, τς επε γέροντας ν ταυτόχρονα ἅπλωσε τό χέρι του καί τῆς ἔδινε νά φάει τά ἀποφάγια πού εἶχε κρατήσει ἀπό τό μεσημέρι μέσα σέ ένα πλαστικό κουβαδάκι. Καί πρόσθεσε:

-Ἔλα αὔριο τό πρωί πάλι. Ἄντε τώρα πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ.

-Ἄστ’ τήν ἀρκουδίτσα νά μείνει στό μοναστήρι εὐλογημένε. Ἐμένα δέν μέ ἐνοχλεῖ.

-Ὄχι Σεβασμιώτατε, τά χαράματα θά ἔρθουν προσκυνητές ἀπό τή Θεσσαλονίκη γιά νά λειτουργηθοῦν καί θά ἀνέβει καί ὁ παπά Δημήτρης, πού ἔμαθε γιά τήν παρουσία σου στό μοναστήρι. Μπορεῖ νά συναντήσουν τήν ἀρκούδα καί νά φοβηθοῦν. Ἄντε ἀρκουδίτσα μου στό καλό.

Ἐκείνη λές καί κατάλαβε τί ἀκριβῶς τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Γύρισε πρός τήν ἐξωτερική πόρτα καί μέ ἕνα γρύλλισμα, σάν κι αὐτό πού κάνουν ἀπό ἱκανοποίηση τά σκυλιά ἔφυγε.  Στό μοναστήρι ἐκτός ἀπό τή φιλία πού εἶχε ἀναπτύξει μέ τήν ἀρκούδα τόν συντρόφευε κι ἕνας λαγός, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξοικειωθεῖ ἀκόμη καί μέ τούς προσκυνητές. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης πάντοτε εἶχε ἕνα καρότο διαθέσιμο γιά νά τοῦ δώσει. Μία πνευματική κόρη του ἀπό τήν Καστοριά ἀποθανάτισε σέ φωτογραφία τόν γέροντα νά ταΐζει στόν καναπέ τό λαγό.

Κατά τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεῖο στή Θεσσαλονίκη ὁ γέροντας εἶχε ἀντίστοιχη φιλία μέ ἕνα περιστέρι, τό ὁποῖο ὅταν δέν ὑπῆρχαν ἐπισκέψεις στό δωμάτιο, ἔμπαινε ἀπό τό παράθυρο καί τοῦ κρατοῦσε συντροφιά.

-Φύγε τώρα, ἔρχονται κάποιοι νά μέ δοῦν τοῦ ἔλεγε ὁ γέροντας κι ἐκεῖνο ἀμέσως πετοῦσε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Ἡ μαρτυρία αὐτή διασώθηκε ἀπό μία κυρία, ἡ ὁποία ἐπισκέφθηκε τόν γέροντα μέ τούς δύο γιούς της.  Ἦταν στήν πόρτα, ὅταν ἄκουσε τήν ἀνωτέρω στιχομυθία. Ἄνοιξε τήν πόρτα καί ὄχι μόνο εἶδε τό περιστέρι νά κάθεται ἤρεμα στόν ὦμο τοῦ γέροντα ἀλλά ἔγινε αὐτήκοος μάρτυς πού τοῦ ἔλεγε νά πετάξει ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Κι ἐκεῖνο ἀμέσως ἐξῆλθε. 

Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ, Θεολόγος, Δημοσιογράφος
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...