Νάγια Κωστιάνη
Από το 1861 έως και σήμερα έχουν εκδοθεί από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία
εκατομμύρια γραμματόσημα που, με κάθε γράμμα που βοηθούν να σταλθεί στον
προορισμό του, μεταφέρουν παράλληλα και μικρούς θησαυρούς της ελληνικής
παράδοσης.Η συλλογή γραμματοσήμων από την περίοδο 1970-1980 με παραδοσιακές
ελληνικές φορεσιές από διάφορες περιοχές της χώρας μας, είναι ένας φόρος τιμής
στις περιτεχνες λαϊκές παραδοσιακές φορεσιές αλλά κυρίως στην ελληνική μας
παράδοση.
Αστική, αντρική φορεσιά της Κρήτης (1972).
Οι άνδρες φορούν βράκα με σαλβάρια, τον επενδυτή, γελέκο, μεϊντάνι,
ζώνη, καρτσόνια και καπότο, καθώς και ασημένιο μαχαίρι στη μέση, βουργίδι και
κρατούν κατσούνα.
Αντρική φορεσιά της Στερεάς Ελλάδας (1973).
Το πιο γνωστό ένδυμα, η φουστανέλα, που τη φορούσαν κυρίως οι αρματολοί
και οι κλέφτες, τη καθιέρωσε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας ως αυλικό
ένδυμα. Από τότε φορέθηκε σχεδόν από όλους τους Έλληνες. Η σύνθεση της
περιλαμβάνει το μπουντούρι και λευκές πλεκτές ψηλές κάλτσες. Οι κάλτσες
τεντώνουν με τις γονατούρες, ενώ με τις κάλτσες φορούσαν τσαρούχια με φούντα.
Τέλος στο κεφάλι φορούσαν το μπαρέζι η το φέσι.
Γυναικεία φορεσιά των Νομάδων της Ηπείρου
(1972).
Η ενδυμασία φοριόταν από τους Αρβανιτόβλαχους που ονομάζονταν
Καραγκούνηδες της Ηπείρου. Αποτελείται από λευκό πουκάμισο με κέντημα στον
ποδόγυρο και την τραχηλιά, μαύρο σεγκούνι και υφαντή ποδιά. Στο κεφάλι φορούν
πρόσθετες κοτσίδες ενώ ο κεφαλόδεσμος αποτελείται από ψηλό κωνοειδές καπέλο που
τη βάση του περιτρέχει ασημένιο έλασμα, ως διάδημα. Οι ασημένιες αλυσίδες στο
στήθος, η ζώνη με την πόρπη, το κεμέρι, και τα βραχιόλια συμπληρώνουν τη
φορεσιά.
Αντρική φορεσιά των Αρματωμένων του
Μεσολογγίου (1972).
Η πρώτη και παλιότερη ενδυμασία των αντρών αποτελούνταν από το αντερί,
τη φλοκάτα και το φέσι. Το αντερί είδος ριχτού αντρικού φορέματος με μανίκια
ήταν ανοιχτό μπροστά, αλλά κούμπωνε στο πλάι με μια ζάβα, όμοιο με το σημερινό
μεσοφόρι των παπάδων. Μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, γινόταν από μάλλινα
υφάσματα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι. Η φλοκάτα είδος μακριού
πανωφοριού χωρίς μανίκια, χρώματος μαύρου ή άσπρου, γινόταν από σκουτί, μάλλινο
χοντρό ύφασμα με φλόκια, δουλεμένο στον αργαλειό. Το φέσι, το πρώτο υποχρεωτικό
κάλυμμα της κεφαλής των αντρών, ψηλό και κυλινδρικό, χωρίς γύρο, ήταν φτιαγμένο
από μάλλινο κόκκινο ύφασμα, είδος μαλακού χοντρού βελούδου της τσόχας. Με
φούντα από μεταξωτό μαύρο νήμα ή χωρίς φούντα.
Γυναικεία φορεσιά της Αιδηψού (1974).
Η φορεσιά αποτελείται από το πκάμσο, το ζιπούνι, την τσούκνα, το
σεγκούνι, την τραχηλιά, το ζουνάρι, την ποδιά, τα καλτσά και τα ποδετά. Ως
κοσμήματα συναντάμε το ασημογιόρντανο, τον καρφητσωτήρα, το θηλυκωτάρι και την
αρμάθα.
Γυναικεία φορεσιά Ηπείρου (1974).
Οι φορεσιές της Ηπείρου χωρίζονται σε πολλές κατηγορίες τόσο ανά
περίσταση όσο και ανά περιοχή. Η συγκεκριμένη είναι από τις λαμπρότερες
ποικιλίες της γυναικείας φορεσιάς, ιδιαίτερα της αστικής τάξης. Το
χαρακτηριστικότερο εξάρτημά της είναι το βαρύτιμο πιρπιρί, ο μακρύς χρυσοκέ
ντητος επενδύτης, δείγμα της τεχνικής των τερζήδων. Το φόρεμα και η ποδιά ράβο-
νταν από ευρωπαϊκές στόφες. Το κάλυμμα του κεφαλιού είναι ένα απλό φεσάκι με
μακριά φούντα από γαλάζιο μεταξωτό κορδόνι, το μπρισίμι.
Γυναικεία φορεσιά της Αλεξάνδρειας-Μακεδονίας
(1973).
Η πανέμορφη και αρχοντική αυτή στολή, θεωρείται από τις αρχαιότερες
Ελληνικές ενδυμασίες και έχει καθιερωθεί να ονομάζεται ως «η στολή του Γιδά» (Αλεξάνδρεια
Ημαθείας) και να εκπροσωπεί τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας. Οι γυναίκες του
Ρουμλουκιού (μία συστάδα χωριών στον κάμπο της Ημαθίας), για πάρα πολλά χρόνια
και σε καθημερινή βάση, φορούσαν με τελετουργικό τρόπο την σύνθετη και
ιδιόμορφη αυτή στολή, προσαρμοσμένη ανάλογα στα στάδια της ζωής τους, έτσι ώστε
να απεικονίζει και την κοινωνική τους καταξίωση. Ο ιδιόμορφος εντυπωσιακός
κεφαλόδεσμος ονομάζεται «κατσούλι». Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το «κατσούλι»
ανάγεται στην εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, όταν κατά τη διάρκεια μιας μάχης οι άνδρες
νικήθηκαν και οι γυναίκες πολέμησαν γενναία, με αποτέλεσμα να ηττηθεί ο εχθρός.
Ο Μέγας Αλέξανδρος τότε, για να τις τιμήσει, διέταξε τους άνδρες να βγάλουν τις
περικεφαλαίες και να τις φορέσουν οι γυναίκες.
Γυναικεία φορεσιά Σαλαμίνας (1973).
Η Σαλαμίνα ακολούθησε την εξέλιξη της μεγαρίτικης φορεσιάς. Η παλιά τους
φορεσιά ήταν με κεντημένα πουκάμισα και με μάλλινα σεγκούνια, όπως σε Αθήνα και
Τανάγρα. Κρατήθηκε μόνον ο παλιός στολισμός του κεφαλιού. Το πουκάμισο,
χασεδένιο ή βαμβακερό με μανίκια, τελειώνει στον ποδόγυρο με μια φαρδιά δαντέλα
συνήθως πλεχτή. Απαραίτητα είναι τα 2-3 κολλαριστά μισοφόρια για να πάρει όγκο
η φούστα. Στο στήθος μια λεπτή τραχηλιά κλείνει ντο άνοιγμα του πουκαμίσου.
Γυναικεία φορεσιά Νισύρου (1972).
Η Nισύρικη στολή έρχεται απευθείας από τα χρόνια του Βυζαντίου και
θυμίζει ένδυμα της Θεοδώρας. Το κόκκινο υπάρχει επειδή στην αρχαιότητα η
Νίσυρος ονομαζόταν «Πορφυρίς», όνομα παρμένο από τα κοχύλια, τις πορφύρες. Με
αυτά έβαφαν κόκκινους τους αυτοκρατορικούς χιτώνες από την ομηρική ακόμη
περίοδο.
Αντρική Λευκαδίτικη φορεσιά (1973).
Αποτελείτο από άσπρο κεντητό πουκάμισο και γιλέκο συνήθως σε γαλάζιο
βελούδο μπροστά και σε βυσσινί, κόκκινο ή παγωνί μετάξι πίσω. Η τσόχινη ή
διμιτένια βράκα, οι κεντητές κάλτσες, το ζωνάρι και το φέσι με τη μαύρη φούντα
συμπλήρωναν την ενδυμασία.
Γυναικεία φορεσιά Ηπείρου (1974).
Αντικατοπτρίζει τα αυστηρά ήθη και τις παραδόσεις της κλειστής κοινωνίας
των Ηπειρωτών. Αποτελείται από το σιγκούνι, το πουκάμισο, τη φούστα, τη ποδιά
και το μαντήλι. Πιο αναλυτικά, το πουκάμισο, το οποίο είναι και το βασικό
ένδυμα κάθε γυναικείας φορεσιάς, είναι κλειστό με κατακόρυφο άνοιγμα ως το
λαιμό. Το πουκάμισο καθώς και η φούστα είναι συνήθως στον ίδιο χρωματισμό και
από το ίδιο ύφασμα κατασκευασμένο. Το σιγκούνι ή φλοκάτα είναι αμάνικο πανωφόρι
κατασκευασμένο από μαύρο χοντρό ύφασμα και στολισμένο με κορδέλες και κεντήματα
από γαϊτάνι. Στη μέση δένουν τη μαύρη ποδιά, η οποία είναι έντονα διακοσμημένη
στο κάτω μέρος της. Στο κεφάλι δένουν το μαύρο μαντήλι που στολίζεται από
δαντέλα σε διάφορους χρωματισμούς. Ως συμπλήρωμα της φορεσιάς φορούν στη μέση
το ασημοζούναρο, ασημένια πόρπη με ζώνη και στο στήθος τα φλουριά. Στα πόδια
φορούν κάλτσες και μαύρα παπούτσια.
Γυναικεία φορεσιά του Σουλίου (1973).
Συχνά εμφανίζεται με το όνομα καφτάνια, λόγω του καφτανιού, που είναι
βασικό στοιχείο της φορεσιάς. Τα κύρια μέρη της φορεσιάς είναι: η φανέλλα, το
πουκάμισο, το μισοφόρι, το μισοφούστανο, η φουστάνα, το καφτάνι, το ζουνάρι, η
ζούνα, η ποδιά, τα τσουράπια και τα καντούρια. Τα μαλλιά τους τα έπλεκαν σε
φαρδόκοσσα, την οποία στόλιζαν με το καρμπόνι και έδεναν το διστθιμέλι και τη
μαγουλίκα, στολίζοντας με τα παγούνια. Στα κοσμήματα συναντάμε αλυσίδες με
φλουριά, ασημένιες ή μαλαματένιες καρφίτσες, το γκερντάνι και τη μπούρλια.
Γυναικεία φορεσιά χωρικής, Τρίκερι (1972).
Συνήθως κατασκευαζόταν από χειροποίητα υφάσματα, με τα βαμβακερά πουκάμισα
και σαγιάδια και τα μάλλινα σεγκούνια από πάνω.
Γυναικεία Πηλιορείτικη φορεσιά (1974).
Αποτελείται από το φουστάνι με τον «κορμά» και το κοντογούνι (ένα είδος
ζακέτας βελούδινης συνήθως, σπανιότερα γινόταν και από μετάξι με κοντό όρθιο
γιακά), που είχε φυσικά μακριά μανίκια και ήταν φοδραρισμένο με σατέν. Μπροστά
στο στήθος ήταν ανοιχτό, σε τρόπο που να φαίνεται ο κορμάς του φουστανιού ή η
κεντημένη τραχηλιά. Συνήθως ήταν μπλε, γκρενά ή μαύρο. Κύριο χαρακτηριστικό του
κοντογονιού ήταν η πλούσια αρματωσιά του, που ήταν συνδεδεμένη με πολλά και
ποικίλα κεντίδια, με δαντέλες, με σιρίτια και κορδονέτα που σκέπαζαν τα μανίκια
και τις παρυφές του. Η φορεσιά ολοκληρωνόταν με μαύρες κάλτσες και παπούτσια
(γουβάκια που ήταν από μαύρο πετσί, σκέτα, με χαμηλό τακούνι, ανοιχτά και χωρίς
κορδόνια), το φέσι, το καλαμκερί ή καλεμκερί (ένα είδος τσεμπεριού αραχνοΰφαντο
και σε καφετί συνήθως χρωματισμό), τη ζώστρα (ενάμιση μέτρο και φαρδιά, κατά
κανόνα μεταξωτή και χωρίς κρόσσια με διάφορα χτυπητά χρώματα) και κοσμήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου