Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα ,σ' αυτή την άλλη γη, μέσα στο
εκθαμβωτικό φως μιας λιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. Μου φαινότανε
σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχιπέλαγου της γης
μας ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου, κοντά στο αρχιπέλαγο.
Σ' εκείνα τα μέρη, όλα είτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι' όμως όλα
αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι' επίσημη χαρά, πού έφτανε ως το υπέροχο. Μια
σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή,
σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ'
όλο τον οργιώδη χυμό τους, και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι' είμαι βέβαιος
πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε
ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. Τα πουλιά
σκίζανε σμήνη - σμήνη τον αέρα, κι' έρχονταν άφοβα ν' ακουμπήσουνε στους ώμους
και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα.
Ύστερα, είδα επιτέλους και τους
κατοίκους αυτής της μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με
περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους - ω! τι
ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση, ομορφιά στον άνθρωπο!
Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να
διακρίνης κάτι σα μια μακρυνή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της
ομορφιάς.
Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπα τους
αχτινοβουλούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην
υπέρτατη, γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη
χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων!
Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα από την πρώτη ματιά! Εδώ ήταν η γης,
προτού την μολύνη το προπατορικό αμάρτημα. Οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε
το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της
ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι' οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως
εδώ η γης είτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωποι με το
χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε
στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου κάναν ερωτήσεις,
φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε, να διώξουνε το
γρηγορώτερο αυτή την οδύνη που είτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.
«Από το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου