Ένα ταλέντο που δεν το περιόριζε το ύφος. Ο μεγάλος συνθέτης που ξεκίνησε με το ρεμπέτικο, περνώντας στην μακρόχρονη πορεία του και από άλλα είδη τραγουδιού.
Την χρονιά που ο Αποστόλης γεννιόταν στα Τρίκαλα, έφταναν εκεί οι πρώτοι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ο ίδιος θυμάται ότι έπαιζε με τα προσφυγόπουλα, με τόπια που τα έφτιαχναν από κουρέλια. Μεγάλη επίδραση θα έχει πάνω του το μικρασιάτικο τραγούδι που θ’ ακούει από την παιδική του ηλικία ν’ αντηχεί από τα υπόγεια, τους καφενέδες, τις μπακαλοταβέρνες. Γνώριζε ακόμα την βυζαντινή μουσική, αφού έψελνε στην Εκκλησία της γειτονιάς του. Οι γονείς του κατάγονταν από το Μέτσοβο. Ο Αποστόλης από παιδί έγραφε στιχάκια και τα επένδυε με μουσική. Έμαθε μόνος του κιθάρα και στη συνέχει μπουζούκι. Το πρώτο σημαντικό τραγούδι του ήταν το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι«. Αμέσως μετά ήρθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι«, ένα πολιτικό-κοινωνικό τραγούδι που μετατράπηκε σε ερωτικό – ένεκα η λογοκρισία. Το (αριστερό) παλικάρι είναι «στο Γεντί» και «στο κελί» στον πρωτότυπο στίχο του Καλδάρα. Εγκατέλειψε την Γεωπονική Σχολή και αφιερώθηκε στη σύνθεση. Μετακόμισε από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Έπαιζε σε μαγαζιά και «γραμμοφωνούσε» δίσκους 78 στροφών. Στα πρώτα του βήματα στην δισκογραφία αντιμετώπισε προβλήματα. Τον βοήθησε ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Παντρεύτηκε το 1952 και απέκτησε δυο παιδιά, την Μαίρη και τον Κώστα. Το 1965 αντιμετώπισε μια τραγωδία. Πέθανε η κόρη του, 11 ετών και αυτό τον έκανε να σταματήσει τις νυχτερινές εμφανίσεις για πάντα.
Ο Καλδάρας συνεργάστηκε με στιχουργούς όπως οι Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Κώστας Βίρβος, Πυθαγόρας, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας), Χρήστος Κολοκοτρώνης, Γιώργος Σαμολαδάς, Σώτια Τσώτου και με ερμηνευτές όπως οι Στέλλα Χασκίλ, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Μιχάλης Μενιδιάτης, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέυ, Πάνος Γαβαλάς, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στέλιος Καζαντζίδης, Βίκυ Μοσχολιού, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιώργος Νταλάρας, Χαρούλα Αλξίου, Σταμάτης Κόκοτας, Γλυκερία, Στράτος Διονυσίου, Γιάννης Πάριος.
Με την σύζυγό του, Σταυρούλα
Πιστεύω στο νόμο της μεταβλητότητας. Στη δουλειά μας πρέπει να αλλάζουμε. Είχα έγκαιρα συνειδητοποιήσει πως αν μείνω στο ρεμπέτικο, στο κλασικό λαϊκό τραγούδι, δε θα καταφέρω να επιβιώσω καλλιτεχνικά.
Με τα λόγια του αυτά, ο Απόστολος Καλδάρας υπογραμμίζει ότι οι αλλαγές στο ύφος των τραγουδιών του έγιναν απολύτως συνειδητά. Τα 600 περίπου τραγούδια που έγραψε, ανήκουν σε διαφορετικά στυλ και τα περισσότερα δεν έγιναν επιτυχίες. Αυτά όμως που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες τραγουδιών του 20ου αιώνα ανήκαν -εκτός από τα ρεμπέτικα- στα λαϊκά, στα λυρικά, στα «ινδικά», στις «έντεχνες μπαλάντες». Παρότι έγραφε στίχους και τραγουδούσε, προτιμούσε πάντα την ειδικότητα της σύνθεσης, περιστασιακά του στιχουργού και σπάνια του τραγουδιστή. Ο συνθέτης του ζεϊμπέκικου (ήταν ο αγαπημένος του ρυθμός) βρήκε τρόπο να το μεταλλάξει στην δεκαετία του 60. Από τα κλασικά ζεϊμπέκικα «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» και «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» έφτασε στα «λυρικά ζεϊμπέκικα» όπως το «Μην τα φιλάς τα μάτια μου» και το «Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ». Ο Καλδάρας ήταν ένας ταλαντούχος μουσικός με μεγάλη αφομοιωτική ικανότητα. Δεν άλλαζε ύφος από μόδα ή μόνο για να επιβιώσει. Είχε εσωτερική παρόρμηση στην αναζήτηση και την ανάπλαση. Δεν ήταν επαναστάτης αλλά δεν συμβιβαζόταν κι εύκολα, επειδή είχε σταθερές αρχές. Εκπροσωπούσε το λαϊκό-αστικό τραγούδι με το οποίο ταυτιζόταν ως άνθρωπος. Ο χαρακτήρας του αποτυπώνεται στην μουσική του, αλλά δεν περιορίζεται από το μουσικό ύφος. Εξάλλου σε όλη την πρώτη περίοδο έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια χωρίς ο ίδιος να είναι ρεμπέτης. Έγραψε μάγκικα, χωρίς να είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του μάγκα. Ήταν άνθρωπος μορφωμένος, σοβαρός, σεμνός, τίμιος, ευγενικός αλλά και δύσκολος στις συνεργασίες του, απόλυτος στις απόψεις του. Πέθανε σε ηλικία 68 ετών.
Ξεχαρμανιάζοντας μέσω Βομβάης – Η πολιτική και το τραγούδι
Ένα από τα τραγούδια που έγραψε πριν γίνει 20 χρονών είναι αυτό που γύρισε πρώτο σε δίσκο. «Ο Σεργιάνης«, ή ο Μάγκας που βγήκε για σεργιάνι έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο Διευθυντής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μουσχουντής, κάλεσε τον Καλδάρα και του έδωσε να υπογράψει ένα συμβόλαιο για να γυριστεί σε δίσκο το τραγούδι στην εταιρεία Columbia. Το συμβόλαιο έλεγε ότι την μουσική είχε γράψει ο Τσιτσάνης και τους στίχους ο Καλδάρας. Ο Απόστολος προσπάθησε να το αποφύγει, αλλά ο Μουσχουντής επέμενε λέγοντάς του «σε παρακαλώ, κάνε μου αυτή την χάρη κι ό,τι θέλεις από μένα θα το ‘χεις». Ο Καλδάρας δέχτηκε και διεκδίκησε αργότερα την πατρότητα της σύνθεσης. Ο Μουσχουντής ήταν κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη και αυτό εξηγεί ίσως την πίεση που υπέστη ο Καλδάρας, αλλά το κύριο ερώτημα που προκύπτει είναι άλλο. Για ποιον λόγο η χωροφυλακή προωθούσε τον στίχο «είχε ο δόλιος να φουμάρει μέρες αργιλέ, μάγκας βγήκε για σεργιάνι για κανα τεκέ«, ο οποίος περνούσε άνετα το εμπόδιο της λογοκρισίας, όταν οι μάγκες, οι τεκέδες και τα χασίσια βρίσκονταν υπό διωγμό; Η προσωπικότητα του «Μουσχουντή ρεμπετο-προστάτη» άφησε μια απάντηση, όμως είναι βέβαιο ότι οι προσωπικές του μουσικές προτιμήσεις δεν θα γίνονταν ανεκτές, αν δεν υπήρχε έγκριση άνωθεν. Όσο για την προσωπική διάσταση του θέματος: Τσιτσάνης και Καλδάρας θα έχουν ψυχρές σχέσεις, αρχής γενομένης από το 1946. Όταν όμως είκοσι χρόνια αργότερα ο Τσιτσάνης θα κατηγορεί δημόσια όσους γράφουν «ινδικά», επειδή «οικειοποιούνται» ξένη μουσική, πρώτον, θα ξεχνά ότι αυτός οικειοποιήθηκε μουσική και στίχους άλλων και δεύτερον, θα γράψει κι αυτός «ινδικά», αφού τα προωθούσαν και οι δισκογραφικές εταιρείες. Πρέπει να σημειώσουμε ότι εκτός από τα αραβοϊνδικά, επέλαση στην ελληνική μουσική έγινε και μέσω της λατινικής Αμερικής και μάλιστα προπολεμικά. Ο Χιώτης είναι μια κλασική περίπτωση λαϊκού-λάτιν καλλιτέχνη που σταδιακά περνάει από τον «Πασατέμπο» στο «Περασμένες μου αγάπες», ενώ ο Τσιτσάνης θα μιλάει για χλιδάτα μπάνια στην Παραγουάη ήδη στην δεκαετία του 30 (παρά το ότι η Παραγουάη δεν έχει θάλασσα).
Συνεπώς το πολιτικό ζήτημα «τι πρέπει να τραγουδάει και πώς να σκέφτεται ο Έλληνας, ο ρημαγμένος από παγκόσμιο και εμφύλιο πόλεμο» παραμένει ανοιχτό. Σχετική μελέτη δεν έχει γίνει, για να δείξει ποιοι και γιατί ήθελαν την Ελλάδα χωρίς ελληνική ταυτότητα και πολιτισμική συνέχεια. Ενδέχεται η ψυχρότητα διαρκείας μεταξύ Τσιτσάνη – Καλδάρα να στηρίζεται σ’ αυτό το ζήτημα και η προσωπική διάσταση να ξεκινάει από την αντιπάθεια που έτρεφε ο Καλδάρας για τους κόλακες, τους διπρόσωπους και τους υποκριτές. Η «αστυφιλία» ήταν στην πραγματικότητα «αστυμονόδρομος». Ο εμφύλιος και οι μετέπειτα κυβερνητικές πολιτικές εξώθησαν τον πληθυσμό της υπαίθρου στο άστυ. Όταν ο διάσπαρτος πληθυσμός συγκεντρώθηκε στις δυο μεγάλες πόλεις, ήταν ευνόητο ότι δεν θα του επιτρεπόταν να συναισθάνεται και να εκφράζει ό,τι θέλει. Ο πρώτος που έκανε σοβαρή προσπάθεια αξιοποίησης και ανάδειξης του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις. Έχοντας οξύ πολιτικό αισθητήριο, τόλμη και ασυμβίβαστο πνεύμα, διοργάνωσε διάλεξη για το ρεμπέτικο το 1949 παρουσιάζοντας τον Μάρκο Βαμβακάρη σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Τα λόγια του δείχνουν να έχουν εντοπίσει ή προβλέψει την σκόπιμη μέγγενη του αρχοντορεμπέτικου ή του μαμπορεμπέτικου με το 4χορδο μπουζούκι και της αυτολύπησης, της αδράνειας ή της μιζέριας που θα επιδιωχθεί μέσα από το ινδικό ηχόχρωμα και τον ανάλογο στίχο:
Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς ν’ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνο κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντου, ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια. Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Β’ παγκόσμιου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα.
Τάδε έφη Μάνος Χατζηδάκις, ο οποίος ενορχήστρωσε τον Σεργιάνη του Καλδάρα το 1972 δείχνοντας ότι η Ελλάδα έπρεπε να προχωρήσει χωρίς άρνηση της Δύσης, αλλά και χωρίς απώλεια των ριζών της. Αν συνυπολογίσουμε τους χαρακτήρες Καλδάρα και Χατζηδάκι και τους διαφορετικούς μουσικούς δρόμους που ακολούθησαν, ο Αποστόλης τα πήγε πολύ καλά ως «εθνικός» συνθέτης. Μέσα από το λαϊκό τραγούδι αποκλειστικά, στήριξε και διεύρυνε το πολιτισμικό οικοδόμημα που άλλοι (όπως ο Χατζηδάκις) το εξέλιξαν περαιτέρω ως ένα αναγνωρίσιμο «ελληνικό οικοδόμημα» του ύστερου 20ου αιώνα. Το οικοδόμημα αυτό δεν ντρέπεται, δεν φοβάται, δεν αυτοεγκλωβίζεται, αλλά επεκτείνεται δημιουργικά, αξιοποιώντας το ποιοτικό του παρελθόν και τα επιτεύγματα άλλων πολιτισμών.
Στέργιος Ζυγούρας
Ακολουθούν 25 αντιπροσωπευτικά τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα.
Ο Σεργιάνης (Μάγκας βγήκε για σεργιάνι) – 1946
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι – 1947
Εβίβα ρεμπέτες – 1947
Μπαρμπαριά (Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι) – 1948
Δεν ζούμε εμείς οι μάγκες – 1952
Φέρτε μια κούπα με κρασί – 1952
Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά – 1958
Συ μου χάραξες πορεία – 1958
Μου σπάσανε το μπαγλαμά – 1960
Όποια και να ‘σαι – 1962
Στ’ Αποστόλη το κουτούκι – 1965
Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει – 1965
Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα – 1966
Μην τα φιλάς τα μάτια μου – 1966
Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ – 1967
Όνειρο απατηλό – 1967
Πετραδάκι πετραδάκι – 1967
Μην κάνεις όνειρα τρελά – 1967
Η Φαντασία – 1969
Δυο παλικάρια απ’ τ’ Αϊβαλί – 1972
Γιορτή Ζεϊμπέκηδων – 1972
Αχ ο μπαγλαμάς – 1973
Καμπάνα του εσπερινού – 1973
Ο Αφέντης Λαός – 1975
Γιέ μου – 1977
Δείτε περισσότερα:
Νίκος Χατζηνικολάου, Απόστολος Καλδάρας – αναφορά στη ζωή και το έργο του μεγάλου δημιουργού, εκδόσεις Ιανός
Γεώργιος Αγγελής, Λαϊκό τραγούδι με τρικαλινή καταγωγή – Η περίπτωση του Απόστολου Καλδάρα, Πτυχιακή Εργασία, ΤΕΙ Ηπείρου
Apostolos Kaldaras-Discography
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου