του
Κυριάκου Ταπακούδη
Η
θάλασσα είναι όμορφη ακόμα και το χειμώνα. Όταν ο φλοίσβος γίνεται βρυχηθμός
που τρομάζει τις ήρεμες αισθήσεις, ακόμα και αυτός ο φόβος που προκαλεί έχει
την ομορφιά του.
Όταν η θάλασσα αγριεύει
και δείχνει το θυμό της, όταν τα γαλάζια νερά ασπρίζουν και θολώνουν, όταν τα
ρέματα και η ορμή της παρασέρνουν και εξαφανίζουν πλοία και στεριές, όταν τα
κύματα ψηλώνουν στον αέρα και εξατμίζουν μυριάδες υδρατμούς και αλμυρίζουν την
ατμόσφαιρα, τότε μπορεί κάποιος να τη γευτεί, να τη μυρίσει και να την ευφρανθεί,
και να σκεφτεί το μεγαλείο που εμπερικλείει και κρύβει μέσα της. Πόση είναι η
δύναμη της.
Το ζήτημα πολλές φορές
είναι πως βλέπει κανείς τη θάλασσα. Μέσα σε ένα
όρμο να σκάζει αγριεμένη τα κύματα της χτυπώντας με βία τη στεριά, ή να
κατατρώει με ορμή τις ακτές σε κάποιο ακρωτήριο. Ή ακόμα αντικρίζοντας την από
μακριά στέκοντας σε κάποιο ύψωμα και απολαμβάνοντας ολόκληρη τη θέα της στο
σωστό της μεγαλείο, χωρίς όμως να μπορούν όλες οι αισθήσεις να νιώσουν την
πραγματική της διάσταση, αφού το θυμό της να αφουγκραστεί δεν δύναται, ούτε την
μεγάλη της δύναμη να νιώσει όταν με αγριότητα ανακατεύει τα ύδατα της.
Εγώ το μεγαλείο της το
έχω αντικρύσει και το έχω νιώσει
καταμεσής της θάλασσας μέσα σε άγρια και φουρτουνιασμένα πελάγη, όταν ταξιδεύοντας με ποντοπόρα πλοία
διασχίζαμε ωκεανούς επικίνδυνους από μια χώρα σε άλλη, πέρα πολύ μακριά στα
πέρατα του κόσμου. Αντιμετωπίζοντας κρύο τσουχτερό, χιόνια και παγετό που έψυχε
το πόσιμο νερό μέσα στα τάγκια στα πλευρικά του πλοίου. Σε θερμοκρασίες υπό το
μηδέν, που ακόμα και τα καζάνια του ατμού κάτω στις μηχανές εξωτερικά τα πάγωνε
η κρυότης, και που με ευχαρίστηση τα αγγίζαμε για να ζεσταθούμε. Σε ταξίδια
μακρινά και πρωτόγνωρα, σε τόπους που πάγωνε η θάλασσα και τα κύματα έμεναν
μετέωρα σαν υδάτινα γλυπτά σε στερεά μορφή.
Σε ένα από τα μακρινά
και ατελείωτα ταξίδια, θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα. Ο άνεμος τσουχτερός και το
αγιάζι φαρμακερό σκέπαζε τη θάλασσα.
Μέσα στο πλοίο ναύτες
και μηχανικοί με τις σκέψεις μας στη στεριά και στους αγαπημένους, παγωμένοι
ανάβαμε τσιγάρο σάμπως ο καπνός να μας ζέστεναι τα σωθικά και την κρύα καρδιά.
Κάναμε σουλάτσα πάνω κάτω στις σκάλες και στους διαδρόμους τάχα να ζεσταθούμε.
Ο αγέρας ήταν κρύος που
μας έκαιγε σαν φωτιά και το ψύχος δριμύ διαπερνούσε τις κατάκλειστες σιδερένιες
πόρτες που ήταν ερμητικά κλειστές, και μας πάγωνε τις άκριες του κορμιού και
μας γέμιζε κρυοπαγήματα.
Και εγώ σκεφτόμουν,
άραγε υπάρχει κόλαση, ή ο Θεός την έκαμε και τούτην πάνω στη γη; Είναι δυνατόν
η κόλαση που την καίει η φωτιά να είναι χειρότερη από τον αδυσώπητο καιρό που
με τόση μανία καίει η κρυότης;
Κουνώντας το κεφάλι μου
δίπλα στα καζάνια του ατμού όπου είχα αράξει για να ζεσταθώ, αυτά έλεγα στον
εαυτό μου. Και δίπλα μου ο γέρο θερμαστής ο Γκασφίκης, είπε πως καμιά άλλη φορά
στην πολύχρονη θαλασσινή ζωή του δεν είχε συναντήσει τέτοιο παγωμένο καιρό.
Καμιά άλλη φορά δεν γιόρτασε Χριστούγεννα όπως τώρα, με τόσο αβάσταχτο κρύο.
Και οι ναύτες πάνω στην
κουβέρτα στην τραπεζαρία, περισσότερο κρύωναν και με έκσταση παρακολουθούσαν τη
γιάλλα που θάμπωνε τα φινιστρίνια, ενώ ο άνεμος έξω που λυσσομανούσε, έμοιαζε
να είχε αποκτήσει στέρεα μορφή καθώς πάγωναν οι υδρατμοί της θάλασσας μέσα στον
αέρα.
Οι γιορτές και ιδίως οι
θρησκευτικές, στις θάλασσες και στα πελάγη μακριά από αγαπημένους προκαλούν
αισθήματα λύπης. Η μοναξιά και η νοσταλγία των Χριστουγέννων θλίβει τους
ναυτικούς, που με το νου στα αγαπημένα τους πρόσωπα, βυθίζονται στις βαριές
τους σκέψεις αναπολώντας τις όμορφες στεριανές οικογενειακές συνάξεις αυτών των
γιορτινών καιρών. Όσο κι αν έχουν συμβιβαστεί με την μοναξιά της απομόνωσης
μακριά από τους ανθρώπους, εντούτοις κυρίως τις μέρες των Χριστουγέννων, οι
αγαπημένες θύμισες πνίγουν τις σκέψεις και οι φωνές των αγαπημένων ηχούν
απόμακρες προκαλώντας τους περισσότερη νοσταλγία.
Έτσι περνούν τα
Χριστούγεννα, και όλες οι γιορτές πάνω στα ποντοπόρα πλοία που ταξιδεύουν μέρες
πολλές με ορίζοντα μόνο τη θάλασσα σε όλες τις μεριές. Και όσοι αποφασίσουν
αυτό το επάγγελμα, γνωρίζουν την μοναξιά της απομόνωσης.
Όμως σ αυτό το ταξίδι
δεν αρκούσαν οι στεριανές σκέψεις που μας στενοχωρούσαν, ήταν από πάνω ο κρύος
καιρός που μας πάγωνε τα κόκκαλα και μας μούδιαζε τα κορμιά. Ήταν τα μεγάλα
κύματα που σκαμπανέβαζαν το πλοίο, ήταν και η παγωμένη πνοή του ανέμου που
έψυχε τις αναπνοές μας και μας έκανε να πονούμε από το αφόρητο κρύο.
Ήταν ένα καιρός που εγώ
και οι άλλοι ναυτικοί σε κεινο το πλοίο, δεν είχαμε άλλη φορά συναντήσει στις
θάλασσες που είχαμε ταξιδεύσει. Ήταν ένας παγωμένος καιρός ανήμερα
Χριστουγέννων, όπου ο αγέρας κρύος σαν τη φωτιά μας έκαιγε, και το ψύχος δριμύ
μας διαπερνούσε και μας πονούσε.
Πηγή: Ιστορίες της Θάλασσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου