Ο Θεμιστοκλής Δράκος είναι ένας ακόμη δυτικότροπος αγιογράφος, του οποίου έργα καταγράφουμε στην Καλαμάτα. Ο ζωγράφος είναι γνωστός μόνο για το κοσμικό του έργο και κυρίως για τις προσωπογραφίες αγωνιστών και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Παρακολούθησε μαθήματα στο Σχολείο των Τεχνών και δίδαξε ιχνογραφία στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Η
ανακάλυψη φορητών εικόνων του ζωγράφου διευρύνει τις μέχρι τώρα γνώσεις μας για
το έργο του και προσθέτει νέες ερμηνείες στο μέχρι τώρα γνωστό προσωπογραφικό
του έργο. Πρόκειται για τις δεσποτικές εικόνες της Ζωοδόχου Πηγής, του αγίου
Σπυρίδωνα, του αγίου Νικολάου [εικ. Δ.73], της Μητέρας του Θεού [εικ. Δ.75],
του Ιησού Χριστού, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του αγίου Ανδρέα και του
αγίου Διονυσίου εκ Ζακύνθου στο ναό του Αγίου Νικολάου Φλαρίου Καλαμάτας,
ιστορημένες τη δεκαετία του 1860. Εκτός από τις τρεις τελευταίες, ο ζωγράφος
υπογράφει τις υπόλοιπες με τον απλό τρόπο: Χεὶρ Θ. Δράκου.
Για την καταγωγή του ζωγράφου δε διαθέτουμε στοιχεία. Στις αφιερωματικές επιγραφές των εικόνων του αγίου Νικολάου [εικ. Δ.73] και του αγίου Ανδρέα ο ζωγράφος καταγράφει και τον τόπο: Καλάμαι τῇ 1 Ἰουνίου/ 1863 και Καλάμας/ 1867 αντίστοιχα. Δε γνωρίζουμε εάν η καταγραφή αυτή αποκαλύπτει τον τόπο καταγωγής του ζωγράφου ή απλώς τον τόπο όπου διέμεινε για κάποιο διάστημα. Πάντως θα πρέπει να απολάμβανε ιδιαίτερης αποδοχής από την τοπική κοινωνία της Καλαμάτας όχι μόνο γιατί τού ανατέθηκε η αγιογράφηση των δεσποτικών εικόνων κεντρικού ναού, αλλά και γιατί οι χορηγοί αυτών των εικόνων ήταν εξέχοντα μέλη της τοπικής της πόλης, όπως ο υποστράτηγος Αντώνιος Μαυρομιχάλης στην εικόνα της Μητέρας του Θεού. Ελλείψει λοιπόν άλλων στοιχείων συμπεριλαμβάνουμε τον Θ. Δράκο στους τοπικούς αγιογράφους της Καλαμάτας πλάι στον Αντ. Φερεντίνο, με τον οποίο έχει αρκετά κοινά στοιχεία.
Η τεχνοτροπία του Θ. Δράκου, με βάση το γνωστό προσωπογραφικό του έργο, έχει χαρακτηριστεί ως ένα είδος «λαϊκού κλασικισμού», με κύρια χαρακτηριστικά την «προσπάθεια ρεαλιστικής ή, κάποτε, βεριστικής απόδοσης στοιχείων σαν τα αρειμάνια μουστάκια και τα οστεώδη πρόσωπα, σε συνδυασμό με ιδεαλιστικούς τύπους. Όπως είναι τα χαμένα στο άπειρο μάτια και το ουδέτερο φόντο». Στα εκκλησιαστικά του έργα τα στοιχεία αυτά επαναλαμβάνονται και μάλιστα με περισσότερη επιμέλεια κυρίως στις λεπτομέρειες. Για παράδειγμα το πρόσωπο του αγίου Νικολάου [εικ. Δ.73] μοιάζει πολύ με το πρόσωπο του αγωνιστή Κρεστενίτη της Εθνικής Πινακοθήκης. Το ύφος του αγίου Ανδρέα μοιάζει με το αντίστοιχο του αγωνιστή Ο. Φωτομάρα του Ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου. Επιπλέον όμως οι άγιες μορφές εικονίζονται ολόσωμες με προσωπογραφικά χαρακτηριστικά, ρεαλιστική ακρίβεια στις λεπτομέρειες και εκφραστικότητα. Όμως το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των εικόνων αυτών είναι η εξαιρετική ακρίβεια στην απόδοση των πλούσιων και πολυποίκιλων ενδυμάτων και των κεντημένων αμφίων των ιεραρχών με «βεριστική» διάθεση και χρωματικό ρεαλισμό, που παραπέμπουν σε απευθείας αντιγραφή αρχιερατικών αμφίων της εποχής. Σε μερικές περιπτώσεις η ψευδαίσθηση είναι τόσο έντονη, που χρειάζεται κάποιος να παρατηρήσει από κοντά τις ελαιογραφίες αυτές για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι πραγματικά κεντήματα.
Πραγματικό ηθογραφικό genre είναι οι λεπτομέρειες της εικόνας της Ζωοδόχου Πηγής [εικ. Δ.74]. Οι μορφές φέρουν τις ενδυμασίες της εποχής και οι απεικονίσεις των αναξιοπαθούντων πιστών, που επιζητούν θεραπεία από την πηγή μοιάζουν με πραγματικές φιγούρες ασθενών της εποχής. Επίσης τα ενδύματα που φορούν ο βασιλιάς και η βασίλισσα παραπέμπουν στην αντίστοιχες ενδυματολογικές συνήθειες του Όθωνα και της Αμαλίας.
Ο καθαρός ρεαλισμός των λεπτομερειών σε πολλές περιπτώσεις δε συμβαδίζει με τη γενικότερη ακρίβεια στη σύνθεση, όπου πολλές φορές υπεισέρχονται και λαϊκά στοιχεία. Τα πρόσωπα για παράδειγμα της Παναγίας και του μικρού Χριστού [εικ. Δ.75] στη δεσποτική εικόνα φαίνεται να έχουν πολλές ασυμμετρίες και αρκετές γραμμικές λεπτομέρειες.
Γενικά
ο έντονος ρεαλισμός και η σκουρόχρωμη κλίμακα αυτών των φορητών εικόνων, που
επιτείνεται από τη φυσική φθορά της ασυντήρητης ελαιογραφίας, δημιουργούν
«περίεργη» πνευματική ατμόσφαιρα, που αποτελεί μέτρο για τον ορίζοντα αποδοχής
των δυτικότροπων τάσεων από την τοπική κοινωνία.
Δράκος
Θεμιστοκλής-Ηλίας Κανελλόπουλος’, 1886
Δράκος
Θεμιστοκλής-Πορτραίτο του Θ. Γρίβα
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Γεωργίου Δράκου
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Ιωάννη Σουλτάνη
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Ιωάννη Στάικου
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Κίτσου Τζαβέλλα
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Λάμπρου Βέικου
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Νικολάου Ζέρβα
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Νικολάου Τζαβέλλα
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Σπυρίδωνος Γούση
Δράκος Θεμιστοκλής-Προσωπογραφία του Χρήστου Φωτομάρα
https://aristomenismessinios.blogspot.com/2018/05/19.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου