Γράφει και επιμελείται
ο ζωγράφος Γερ. Γ.
Γερολυμάτος
Η αλλαγή της αρχαϊκής
αντίληψης για την τέχνη, γίνεται φανερή και από το λεκτικό περιεχόμενο που
χρησιμοποιείται κατά καιρούς στις αναθηματικές γραφές. Εκφράσεις, που η
παράθεσή τους με τη χρονολογική σειρά της εμφάνισής τους, αντανακλούν τα νέα
νοήματα και τη σημασία που είχε αρχίσει να αποκτά σταδιακά η τέχνη για τους
ανθρώπους της αρχαϊκής εποχής.
Στην εξαιρετική του μελέτη, ο Χ. Καρούζος[1],
παραθέτει μια σειρά αποκαλυπτικών επιγραμμάτων και αναθηματικών επιγραφών που
καλύπτουν περίπου εκατόν είκοσι χρόνια της αρχαϊκής και υστερο-αρχαϊκής εποχής,
από τα 600 έως τα 480 π.Χ. Αποτελούν τεκμήρια του λόγου με πλήθος πληροφορίες
για τον τρόπο σκέψης και την αντιμετώπιση της τέχνης και των καλλιτεχνών, σε
όλες τις φάσεις του εξανθρωπισμού της αρχαϊκής συνείδησης. Παραθέτω ενδεικτικά
κάποιες από αυτές για τη μαρτυρία του λόγου τους.
Πρώτη, λοιπόν, η
έκφραση «περικαλλές άγαλμα»[2],
που αποτελεί μια μυθική κρίση. Συναντάται μόνο σε αναθηματικές γραφές, περίπου
στις αρχές και στα μέσα του 6ου αι. και μέχρι το 530 π.Χ και αναφέρεται, όχι σε
οποιοδήποτε έργο τέχνης, αλλά αποκλειστικά στα αφιερώματα που προορίζονται για
το Θεό και δεν χρησιμοποιείται στα επιτύμβια. Ακολουθεί η έκφραση «καλόν άγαλμα»[3].
Εμφανίζεται λίγο μετά το περικαλλές (περίπου στα 572 π.Χ) και αποτελεί επίσης
μια μυθική κρίση, μετριασμένη όμως προς το ανθρωπινότερο. Συναντάται τόσο στα
δώρα προς τους Θεούς, όσο και στα επιτύμβια και σε διάφορα άλλα μνημεία που
έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η λέξη «σοφία»[4],
κάνει την εμφάνισή της από το 550 π.Χ μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι.
Είναι συνδεδεμένη με την ιδιότητα του καλού τεχνίτη που οφείλει όλη του την
τελειότητα (= αρετή τέχνης= σοφία) στην αγάπη των Θεών, της Αθηνάς και του
Ηφαίστου. Περιέχει και το φυσικό δώρο και την πείρα και την έμπνευση. Είναι η
γνώση, που πλουτίζεται με μάθηση οδηγημένη από την εξυπνάδα και από τη
συνέργεια των Θεών. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε αφιερώματα προς τους Θεούς
και ανήκει επίσης στην κατηγορία της μυθικής κρίσης.
Αναθηματικές -επιτύμβιες στήλες από το Μουσείο του Βόλου |
Η λέξη «χαρίεν»[5]
παρουσιάστηκε ανάμεσα στα 514 και 470 π.Χ. Τονίζει αποκλειστικά την πλευρά
εκείνη της ομορφιάς του έργου, που φέρνει χαρά σε όποιον το βλέπει και κερδίζει
την αγάπη του. Η χάρις το κάνει χαρίεν. Η χάρις ως αυθυπόστατη δύναμη που έχει
το όμορφο πράγμα να αρέσει, χωρισμένη από την ομορφιά. Το χαρίεν δεν υπάρχει
χωρίς εκείνον που θα το αισθανθεί, το υποκείμενο, έτσι προβάλλει μια νέα σχέση,
ο θεατής. H λέξη χρησιμοποιείται σε αφιερώματα προς
τους Θεούς και σε διάφορα μνημεία, επιτύμβια κ.α. Στα ίδια χρόνια
χρησιμοποιείται και η λέξη «εραστός»[6].
Σημαίνει κι αυτή ό,τι και το χαρίεις, αλλά ως επίθετο που εκφράζει την ομορφιά
ενός χώρου, ενός σταδίου, ενός ιδρύματος, ενός άψυχου πράγματος.
Την ίδια εποχή
εμφανίζονται και άλλες εκφράσεις, που βρίσκονται ακόμα λιγότερο μέσα στο πνεύμα
του μυθικού κόσμου και έχουν περισσότερο ανθρώπινη χροιά. Λέξεις όπως το «αγλαός»[7].
Δεν απαντάται σε επιτύμβια επιγράμματα και τουλάχιστον όχι σε τάφους κοινών
θνητών, αλλά μυθικών ηρώων. Η λέξη αυτή χρωματίζεται από τα ανθρώπινα
συναισθήματα που έχουν δύο όψεις, την καλή και την ανάποδη. Στα τελευταία
αρχαϊκά χρόνια, όχι χωρίς κάποια αλαζονεία, ο άνθρωπος παρουσιάζει ρητά τον
εαυτό του σαν το υποκείμενο, που μπορεί να δημιουργήσει την ιδιότητα της «αγλαϊας» και μεταχειρίζεται το ρήμα αγλαϊζω σχεδόν σαν το τιμώ ή το στολίζω. Η αγλαϊα είναι η
λέξη για τη φανταχτερή, λουλουδένια όψη της ομορφιάς, που γοητεύει στα έργα της
ύστερης αρχαϊκής τέχνης.
Η λέξη «δαίδαλον»[8]
χρησιμοποιείται στο τέλος του 6ου αι. μέχρι το 476 π.Χ. Η λέξη, που παραπέμπει
στον πολυϋμνητο γλύπτη Δαίδαλο και στον τύπο του γλύπτη του 7ου αι., αναφέρεται
στο αφάνταστα λεπτό και περίπλοκο δούλεμα των έργων της αρχαϊκής εποχής και
στην ανάγκη να διακηρυχθεί η αξία της. Η λέξη αυτή, όταν συνοδεύει έργα τέχνης,
εκφράζει την πραγματοποίηση της τεχνικής τελειότητας και την εκπληκτική
δεξιότητα του χεριού του καλλιτέχνη. Η χρησιμοποίησή της για τα έργα της τέχνης
και για τα έργα της ποίησης, φανερώνει πόσο κοινοί ήταν ακόμα οι τεχνικοί όροι
για το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και πως οι τέχνες αντιμετωπίζονταν
μέσα από ένα κοινό πρίσμα. Η λέξη αυτή, όπως το χαρίεν και το αγλαός είναι
συχνό και ζωντανό στοιχείο του ύφους της ποίησης εκείνων των χρόνων.
Όλα τα τεκμήρια αυτά, δείχνουν
καθαρά με τις λέξεις τους, πως και οι ίδιοι οι αρχαϊκοί Έλληνες, αισθάνθηκαν
έγκαιρα τη σιγανή μα σταθερή απομάκρυνση της τέχνης τους από το δαιμονικό κόσμο
του μύθου. Το όλο και μεγαλύτερο πλησίασμά της στους ανθρώπινους σκοπούς, μια
αλλαγή που εκφράστηκε στην ύστερη αρχαϊκή τέχνη μορφολογικά, με την άσωτη
χλιδή, το αφάνταστο εκλέπτυσμα και την τελειότητα των μέσων της.
Και καταλήγει ο Χ. Καρούζος: «ενώ θα περίμενε κανείς, ότι
σύμφωνα με την ευθύγραμμη εξέλιξη αυτή η υστεροαρχαϊκή συνείδηση για την τέχνη
στα τέλη του 6ου αι., θα οδηγούσε στα αμέσως επόμενα χρόνια του αυστηρού ρυθμού
και στα πρώτα κλασικά, στην αποξένωση από το μύθο και στην προσγείωση της
τέχνης και της σκέψης, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αντίθετα μάλιστα, η σοβαρότητα, η
απλότητα και η μετριοφροσύνη, που χαρακτήριζαν τα χρόνια αυτά, λίγο πριν και
μετά τα Μηδικά, κατά τον 5ο αι., έδωσαν γνωρίσματα μιας νέας θρησκευτικότητας
και πνευματικότητας, που όμως δεν θα πρέπει να θεωρούνται πισωγύρισμα, γιατί
τώρα πια δεν αγνοείται η συνείδηση του ατόμου».
(Απόσπασμα από τη μελέτη μου με τίτλο: ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ
ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της εξέλιξης του Πολιτισμού». Κεφ.
4. παρ. 6
[1] Χ.Ι. ΚΑΡΟΥΖΟΥ:
«Περικαλλές άγαλμα εξεποίησ΄ουκ αδαής». ΕΡΜΗΣ-1982, (σ.64-65)
[2] «Σκαίος
πυγμαχέων με εκηβόλωι Απόλλωνι / νικήσας ανέθηκε τεϊν περικαλλές άγαλμα». Ο
Ηρόδοτος αναφέρει ότι το είδε γραμμένο
με Καδμήια γράμματα στο ιερό του Ισμηνίου Απόλλωνος στη Θήβα.
[3] «[δέξ] ο Fάναξ Κρον[ί]δα Ζεύ Ολύνπιε καλόν άγαλμα / hιλέFο[ι θυ]μοι
τοί(ς) Λακεδαιμονίο[ις]». Από αφιέρωμα
των Λακεδαιμονίων στην Ολυμπία για τη νίκη τους, ίσως στον 3ο Μεσσηνιακό
πόλεμο. Αρχές του 5ου αι.
[4] «άνδρες εποίεσαν σοφίαισιν καλόν άγαλμα».
Τελευταίος εξάμετρος ενός επιγράμματος, από πήλινο αγγείο στην Ακρόπολη περίπου
στα 500 π.Χ
[5] «παιδός Νέλονος
Νελονίδο εστί το σeμα, / ός χύοι
τα[γα]θόι μνeμα εποίει
χαρίεν. / Ένδοι[ο]ς κ[α] ί τ[ό]νδ΄επ[ό]ε».
Από βάση επιτύμβιου μνημείου κοντά στον Κεραμεικό ανάμεσα στα 514 και 508 π.Χ
[6] «δέμοι Αθεναίον
ά[ρχον] στέλας καδέθεκεν / Αλκίφρον και τόνδε δρόμον ποίεσεν εραστόν/ Δέμετρος
τε χάριν [και Φερσεφόνες τ] ανυπέπλο..». Ελευσινιακό επίγραμμα κατά τα 530 -514
π.Χ, στα χρόνια ίσως που ο Πεισίστρατος ή οι γιοί του έκτισαν επισημότερο το
τελεστήριο και ο Αλκίφρων εξωραϊσε, ή έφτιαξε κι αυτός για πρώτη φορά την
πομπική οδό, για να τιμήσει τη Δήμητρα και την Κόρη. Στον αττικό της τύπο
«ερατός» ή «ερατεινός», π.Χ (ύμν. Απόλ.
380 «χώρον ερατόν», 477 «πόλιν ερατήν»,179 «Μηιονίην ερατεινήν».
[7] «ε]ν μhέσοι Κεφαλeς τε και
άστεος αγλαός Ηερμeς». Επίγραμμα από ερμαϊκή στήλη που έστησε στην Αττική
ανάμεσα στα 528-514 π.Χ, ο Ίππαρχος ο Πεισιστρατίδης και βρέθηκε στο Κορωπί.
[8]
«[Πόλ]λις ο
Σωσίλα υιός Αθάνα[ι Λι]νδί[αι ευχάν] / [αυτός τ΄ηδ΄υ]ιώ τάδε
δαιδάλε΄έργ΄ανέθηκε». Επιγραφή του τέλους του 6ου αι, από αφιερώματα
αγαλμάτων ενός τυράννου των Συρακουσών στη Λίνδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου