Μαγγανοπήγαδο
στον Ελαιώνα
|
Επιμέλεια
κειμένου: Γ. Παναγιωτόπουλος
Πολλές
φορές μελετούμε για την περιοχή στην οποία διαμένουμε και για την ομορφιά της.
Πόσοι όμως άραγε από εμάς γνωρίζουν περισσότερα στοιχεία γι΄αυτήν; Πόσοι
γνωρίζουν, παραδείγματος χάριν, από πού προήλθε η ονομασία της;
Το
τοπωνύμιο, λοιπόν, Αχαρναί προήλθε από κάποιον τοπικό ήρωα. Σύμφωνα με μια
εκδοχή η ονομασία προκύπτει από τη λέξη Αχάρνα και Άχαρνις ή ο αχιρνώς/
η άχαρνος, που είναι ένα είδος μεγάλου ψαριού, ο ροφός. Η εύφορη και
παραγωγική πεδιάδα των Αχαρνών, λοιπόν, παρομοιάζεται με αυτό το παχύ ψάρι.
Σ΄ότι αφορά στη λέξη Μενίδι λέγεται ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού
πολέμου ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος κατέστρεψε εντελώς την περιοχή. Τότε
κάποιος κωμικός της αρχαιότητας είπε χαρακτηριστικά: «ουκ έστη ήδη Αχάρνα,
αλλά Μενίδιον», δηλαδή δεν είναι πλέον ροφός, αλλά μαρίδα. Ο Περικλής
μάλιστα κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου, όταν οι Αχαρνείς του ζητούσαν να
τους βοηθήσει απάντησε: Δε θα υπολογίσω μια μαινίδα (μικρό ψάρι).
Η
ονομασία Μενίδι σημαίνει μένω ίδιον, δηλαδή δεν επιθυμώ να αλλάξω. Την ερμηνεία
αυτή την κατασκεύασαν οι Αθηναίοι, καθώς υποστηρίζουν ότι οι Αχαρνείς απέφευγαν
τις σχέσεις με ξένους και μάλιστα τους θεωρούσαν λουβιάρηδες, δηλαδή
αρρωστιάρηδες. Άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι το Μενίδι είναι η μεσαιωνική
ονομασία των αρχαίων Αχαρνών και υπάρχει από τον 12ο αιώνα. Το
τοπωνύμιο αυτό θεωρούν ότι προέκυψε από το επώνυμο του τιμαριούχου Βυζαντινού
άρχοντα Μενίδη, ενώ υπάρχουν και μερικοί που υποστηρίζουν ότι ο Μενίδης ήταν
κάποιο όνομα που βρέθηκε σ΄ένα συναξαριστή στο βιβλίο του οσίου Λεοντίου στην
Θεσσαλία, (θυμίζουμε ότι υπάρχει Μενίδι και στην Ακαρνανία), ενώ άλλοι πάλι
ισχυρίζονται ότι η ονομασία προήλθε από ένα μεγαλοϊδιοκτήτη της περιοχής που
ονομαζόταν Μενίδης. Πάντως, η ονομασία Μενίδι είναι πολύ παλιά, αφού τη
συναντούμε σ΄ένα έγγραφο του Πάπα Ιννοκέντιου Γ.
Αδάμες:
είναι η περιοχή στην οποία συμβάλλουν οι κλάδοι των απαρχών του Κηφισού, που
ξεκινούν από την Πάρνηθα και την Πεντέλη συμπεριλαμβανομένου και μέρους του
βασιλικού τμήματος. Η τοπωνυμία έχει προέλθει από τα κτήματα της οικογένειας
Αδάμη, που ανήκε στην τάξη των Αρβανιτών στρατιωτών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν
στις παρυφές του λεκανοπεδίου της Αθήνας κατά τον 14ο αιώνα.
Βαρυμπόπη:
προέκυψε από τα κτήματα της παλιάς αθηναϊκής οικογένειας Βαρυμπόπη, που ανήκε
επίσης στην τάξη των Αρβανιτών στρατιωτών.
Γεροβουνό:
το ύψωμα προς την πλευρά του Καματερού, είχε προκύψει η ονομασία από γηραιό
αναχωρητή, ο οποίος είχε στήσει εκεί το κατάλυμά του.
Καματερό:
ήταν τιμάριο του Βυζαντινού άρχοντα Καματερού, ο οποίος έζησε τον 12ο
αιώνα και ήταν εισπράκτορας των εσόδων του δημοσίου. Κατά το 1383
εγκαταστάθηκαν εκεί ως πάροικοι Αρβανίτες στρατιώτες, που ανήκαν στην φάρα των
Λιόσηδων.
Άποψη της Δ. Αθήνας το 1853, όπου αναπτύχθηκε ο σημερινός Δήμος Ζεφυρίου. |
Κουκουβάουνες:
αυτή η περιοχή ήταν γνωστή στις αρχές του αιώνα μας και με δυο άλλα ονόματα: Φουβάγια
και Γλαύκεια. Το πρώτο όνομα είναι μετάπλαση της λέξης κουκουβάγια, ενώ
το δεύτερο είναι αυτούσιο αρχαίο όνομα Γλαύκεια, το οποίο με υγρή προφορά του λ
σημαίνει τόπο, όπου ζουν πολλές γλαύκες (κουκουβάγιες). Δηλαδή, υπήρχε κατά την
αρχαιότητα χωριό με τέτοιο όνομα. Κατά τους χριστιανικούς χρόνους, όταν το ιερό
πουλί της θεάς Αθηνάς εξέπεσε σε κουκουβάγια, εξέπεσε και η Γλαύκεια σε
Κουκουβαγιώνες-Κουκουβάουνες. Ομοίως, Χελιδονού είναι η περιοχή, όπου φώλιαζαν
πολλά χελιδόνια.
Άνω
Λιόσια: ονομασία του αρχαίου χωριού Κοπρίη, που επικράτησε από τα τέλη του 14ου
αιώνα και μετά από το επώνυμο της αρβανίτικης φάρας του Λιόση, στην οποία
δόθηκαν εκεί κτήματα για να εγκατασταθεί, για να φρουρεί τις εισόδους της
Αθήνας, που βρίσκονταν σε εκείνη την πλευρά.
Κάτω
Λιόσια ή Νέα Λιόσια: το όνομα προήλθε από τον αγροτικό συνοικισμό, που
βρισκόταν αρχικά στην τοποθεσία Δραγουμάνου και είχε δημιουργηθεί από τη
βασίλισσα Αμαλία για την εγκατάσταση εργατών, τους οποίους είχε φέρει από τα
Λιόσια για να καλλιεργήσουν το παρακείμενο κτήμα της.
Λυκότρυπα:
παλιά ήταν γνωστή με το όνομα Γλυκότρυπα η ονομασία της οποίας προερχόταν από
το αναβλύζον στην κοίτη νερό, το οποίο ξέφευγε από το Αδριάνειο.
Πύργος
Βασιλίσσης: νεότερο τοπωνύμιο της περιοχής της Δερβισαγούς, που προέκυψε στα
μέσα του 19ου αιώνα από την έπαυλη της βασίλισσας Αμαλίας, που
κτίστηκε εκεί το 1850 με σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Μπουλανζέ.
Τατόϊ:
τοπωνυμία που προήλθε από την οικογένεια Τατόη, που ανήκε στους Αρβανίτες, οι
οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αττική.
Φυλή:
εκεί βρισκόταν η αρχαία Φυλή, που ήταν συνοικισμός παρακείμενου φρουρίου. Ο
οικισμός της Χασιάς είναι μεταγενέστερος και απέχει από το φρούριο της Φυλής
περίπου έξι χιλιόμετρα. Μάλιστα, στο «Περί της συγχωνεύσεως των Δήμων της
επαρχίας Αττικής» βασιλικό διάταγμα της 30/8/1840, όπως και στο «Περί
συστάσεως των Δήμων» της 27/12/1833 γίνεται σαφής διάκριση του δήμου Χασιάς
και Φυλής. Το 1915 κατ΄ οικονομία δόθηκε στη Χασιά το όνομα Φυλή, επειδή η λέξη
Χασιά θεωρήθηκε ως τουρκική. Πάντως, πρέπει να τονίσουμε ότι στην
πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικές περιοχές.
Χασιά:
όνομα που φανερώνει την περιοχή, που είναι αθέατη στην πεδιάδα της Αθήνας και
χάνεται μέσα στην Πάρνηθα. Η γεωγραφική θέση του είναι σημαντική και για να
κατανοήσουμε την ονομασία του παραβάλλουμε ανάλογους όρους μορφολογίας του
χώρου: κατεβασιά, χλωροσιά. Η επιτροπή τοπωνυμιών του 1915 υποστηρίζει ότι
πρόκειται για τούρκικο όρο, που δηλώνει βασιλική ιδιοκτησία. Ο όρος χάσι
σήμαινε κτήμα που είχε παραχωρηθεί από το κράτος σε νομικό ή φυσικό πρόσωπο,
όμως αυτή η άποψη δεν είναι πολύ πιθανή, καθώς ενώ υπήρχαν άπειρα κτήματα αυτής
της κατηγορίας το όνομα Χασιά συναντάται μόνο σ΄αυτή την περιοχή. Άλλωστε, ο
συγγραφέας Εβλιά Τσελεμπή στο οδοιπορικό του δε χρησιμοποιεί για να δηλώσει το
χωριό την τούρκικη λέξη χας, αλλά μεταγράφει το ελληνικό όνομα Χασιά. Το όνομα,
λοιπόν, προήλθε από την γεωγραφική θέση του χωριού, που χάνεται απότομα μέσα
από τις πτυχώσεις του εδάφους και είναι αθέατο από την πεδιάδα της Αθήνας.
Εξάλλου η λέξη Χασιά: χάνεται, ανήκει γραμματικά σε μια σειρά παράγωγων οι
ουσιαστικών της δημοτικής, όπως μπασιά, περασιά κ.λπ.
Χαμόμυλος:
η περιοχή νοτιοδυτικά των Κουκουβάουνων....Σκουντούπη, που προήλθε από μύλο, ο
οποίος ήταν κατασκευασμένος σε χαμηλή στάθμη του εδάφους.
Κόκκινος
Μύλος: η περιοχή αυτή πήρε την ονομασία της από τον υδρόμυλο που υπήρχε εκεί,
πάνω από διακόσια χρόνια, ο οποίος εξυπηρετούσε το Μενίδι, την Αθήνα, τα
Λιόσια, Χασιά και το Καματερό.
Κάραβος:
ονομασία που δηλώνει τόπο με πολλά νερά.
Κοντίτα:
πηγή στην περιοχή του Μονοματιού, που λειτουργούσε σαν συλλεκτήρας των γύρω
μικροπηγών και έλαβε το όνομά της από το κοντό, μικρό μήκος της γαλαρίας της.
Οι περιοχές Άγιος Ιωάννης και Αγία Παρασκευή προφανώς πήραν την ονομασία τους
από τα ομώνυμα εκκλησάκια.
Μεσονύχι:
ονομάστηκε έτσι επειδή βρίσκεται στη μέση δύο ποταμών (ρέμα Αγίου Πέτρου και
Μπόσκιζας) και μοιάζει σα μια νυχιά.
Μονομάτι:
πήρε το όνομά της κατά την τουρκοκρατία από το Χασάν πασά Αλήμπεη, ο οποίος
ήταν μονόφθαλμος και την αναπηρία του την είχε προκαλέσει ο ίδιος.
Οι
γύρω του Μενιδίου περιοχές και οι ανήκουσες σ΄αυτό είναι πολλές και δεν είναι
δυνατόν να αναφερθούν όλες. Πάντως πιστεύουμε ότι τα τοπωνύμια και η προσπάθεια
εξήγησής τους θα βοηθήσει τους κατοίκους της πόλης να φτάσουν σε μεγαλύτερο
βαθμό αυτογνωσίας.
(Πρώτη
δημοσίευση στο περιοδικό πολιτιστική ΕΝΝΕΑΔΑ, τ. 20ο, 2005)
Ημερολογιακό Λεύκωμα ΑΣΔΑ-2001. Στοιχεία από τα Αρχεία του αρχιτέκτονα-συλλέκτη Ι. Ιγγλέση και του συγγραφέα-σκηνοθέτη Ν. Θεοδοσίου
Βιβλιογραφία
· «Οι Μενιδιάτες» Χρ. Καλογράνης,
Αθήνα 1990
· «Αχαρνές» επιμέλεια Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Αχαρνών,
Ορειβατικός Σύλλογος, Αθήνα 1982
· «Αι τοπωνυμίαι Αθηνών και Περιχώρων των» Κ. Μπίρης, Αθήνα
Χ.Χ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου