Η ιστορική Δημητσάνα |
Του Αντώνη Π. Μπιτούνη
Αγρ. Τοπογράφου
Μηχανικού
Εκείνο το
Ανοιξιάτικο Σαββατόβραδο με βρήκε καθισμένο στη βεράντα του πέτρινου πατρικού
στην Αρκαδία, να χαζεύω το χάραγμα της πέτρας “1891” πάνω από την κεντρική
εξώθυρα. Ύστερα από την πολυπόθητη και πραγματικά βασανιστική αναπαλαίωσή του,
τον ελάχιστο χρόνο που βρίσκομαι στα πάτρια εδάφη δύσκολα αποχωρίζομαι την
βεράντα αυτή για μια βόλτα στην πλατειά ή στα πέριξ. “Φτιάνω” δυο τσίπουρα (το
ένα ποτέ δεν είναι αρκετό) και κάθομαι αναπαυτικά σε μια μικρή ξύλινη πολυθρόνα
απ΄ όπου επιδίδομαι στο συναρπαστικό σπορ του “χαιρετίσματος των περαστικών¨.
Μα
εκείνο το απόγευμα το χάζεμα μου τράβηξε το θαυμάσιο γέμισμα του φεγγαριού που
σαν υπόχρυσος δίσκος αιωρούταν σχεδόν απέναντι μου. “Αρκάδες οι πανσέληνοι” σκέφτηκα
συνειρμικά με τις αναφορές του Αριστοτέλη στο προσωνύμιο “πανσέληνοι” ή
“προσέλινοι” όταν κάνει λόγο για την εγκατάσταση των Αρκάδων στο τόπο τούτο
πριν από την εμφάνιση της σελήνης.
Ο ορεινός όγκος του “Μαινάλου” θα παίξει βασικό ρόλο στην διαφορετική
πορεία των Αρκάδων στο Ανατολικό και δυτικό τμήμα του. Βλέπω ήδη τις μυθικές γιγαντομαχίες
να λαμβάνουν χώρα, τη γέννηση του Δια και των περισσοτέρων θεών του δωδεκάθεου.
Εκεί κατοικούσε ο Πάνας ο τραγοπόδαρος θεός των ποιμένων. Ήταν γιος του
αγγελιοφόρου των θεών, του Ερμή και της Νύμφης Δρυόπης. Το παιδί που γέννησε
είχε αποκρουστική όψη, πόδια τράγου, μυτερά αυτιά, δυο κέρατα στο κεφάλι και το
πρόσωπο που καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα. Η Δρυόπη μόλις τον είδε τρόμαξε και
τράπηκε σε φυγή εγκαταλείποντας το παιδί της. Ο Ερμής τότε τον λυπήθηκε, τον
πήρε στην αγκαλιά του και τον έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Εκεί ο
θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, με χαρά δέχτηκε να έρθει στη συντροφιά του και τον
ονόμασε Παν, επειδή οι πάντες ευχαριστήθηκαν όταν τον είδαν (προστάτης των
ποιμένων και όσων μάχονταν κι
αγωνίζονταν δίκαια, γιατί θεωρούσαν ότι με τη βοήθειά του θα κατάφερναν να
τρέψουν σε φυγή τους εχθρούς τους, σπέρνοντάς τους τον πανικό, λέξη που
προέρχεται από το όνομα του θεού) Βλέπω τον Ηρακλή να περιπλανιέται στα χώματα
τούτα, το θάνατο και την ταφή του Ορέστη και της Πηνελόπης, το πολυμήχανο
Οδυσσέα να δίνει τέλος στο μακρύ ταξίδι του αφού εδώ βρήκε τη γη που οι
άνθρωποι δεν γνώριζαν τι εστί κουπί… τη γέννηση του Λυκάονα γιο του γενάρχη
Πελασγού. Βλέπω τους πενήντα γιους του
Λυκάονα να δίνουν τα ονόματα τους στις σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας ενώ
την μονάκριβη κόρη του Καλλιστώ να ερωτεύεται ο Δίας (η Ήρα ζηλοτυπεί και
μεταμορφώνει την κόρη σε Άρκτο και η πιστή του Δία Άρτεμις την μετατρέπει σε
αστερισμό την Μεγάλη Άρκτο), και τέλος βλέπω την γέννηση του καρπού του έρωτα
της Καλλιστούς με το Δία , του Αρκά.
Αφροδίτη και Πάνας |
Από τον τελευταίο γεννιούνται και οι σημερινοί Αρκάδες οι οποίοι
διεκδικούν την πρωτιά στις αναφορές του πολιτισμού αφού στον γενάρχη τους
Πελασγό αποδίδεται η πρώτη κατασκευή μόνιμων κατοικιών και η διδασκαλία για την
επιλογή των βρώσιμων χόρτων και καρπών. Αυτό που είναι πάντως σίγουρο
είναι η πολεμική ρώμη και η μεταναστευτική τάση των Αρκάδων, που ενώ συνεχίζουν
να απλώνονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα το συμπαγές κέντρο τους παραμένει
αναλλοίωτο. Ούτε η κάθοδος των Δωριέων δεν μπόρεσε να απειλήσει το “αυτόχθονον”
των Αρκάδων περισσότερο πιθανόν γιατί προτιμήθηκαν τα άφορα εδάφη των άλλων
περιοχών της Πελοποννήσου παρά λόγο της
ανδρείας ή της εξυπνάδας τους. ( ο τότε βασιλιάς των Αρκάδων πείθει τον
ανύπαντρο ομολογό του των Δωριέων να παντρευτεί την κόρη του).
Μετά την πολυπληθή γεμάτη από ζωή Αρκαδία των κλασσικών χρόνων (Παυσανίας
– “Αρκαδικά”) τη δημιουργία διαδέχεται η φθορά με τη Ρωμαϊκή κατάκτηση μετά
τον 4ο Αιώνα τους Γότθους θα διαδεχθούν Σλάβοι, Βλάχοι, Εβραίοι, τσιγγάνοι και
–από το 14ο αιώνα και εξής– πολυπληθείς Αλβανοί. Ο εκχριστιανισμός της Αρκαδίας
θα αργήσει να έρθει λογική συνέπεια της ορεινής διαμόρφωσης του εδάφους. Νοητά
πλέον βρίσκομαι στο έτος 1204 με τους
βυζαντινούς σταυροφόρους να καταλύουν την Πελοπόννησο και να κάνουν τον Μοριά
πραγματικό χώρο συγκρούσεων. Πόσους εχθρούς δεν γνώρισε ο έρμος τούτος τόπος,
τον κάψανε, το σκλαβώσανε, τον ταπεινώσανε και μοιράσανε τα κομμάτια του ωσάν
καρβέλι από ψωμί για να χορτάσει την
πείνα τους για γη, να πληρώσει τη ματαιοδοξία τους. Οι αξιωματικοί του
Βελλλαδρουίνου την κατακερματίζουν ο
Δεροζιέρ πήρε τη Β.Δ. Γορτυνία και έχτισε το φρούριο της Άκοβας, ο Δεβουγέρ
έλαβε τα νότια της Γορτυνίας, όπου ο διάδοχός τους έχτισε το φρούριο της
Καρύταινας, ο ντε Νεβέλ πήρε 6 φέουδα στη Νότια Κυνουρία με πρωτεύουσα το
Γεράκι, στον Ντεμόνς δόθηκαν 4 φέουδα
και εγκαταστάθηκε στη Βελιγοστή και ο
Γουλιέλμος πήρε 6 φέουδα και το κάστρο του Νυκλίου. Υστερα οι Τούρκοι το 1423 ο
Τουραχάν και 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής.
Οι Αρκάδες όμως πνεύμα ελεύθερο δυναμικό με ρίζες βαθιές στο παρελθόν,
αποδεικνύουν για μια ακόμα φορά την δύναμη της ψυχής που τους διακρίνει. Για
τον αγώνα τους ενάντια στο ζυγό των Τούρκων θα έπρεπε να αναφέρω ίσως τόμους
ολόκληρους για τούτο θα πω λίγα. Αρχίζοντας από τον Πέτρο Μπούρα (περιοδος
1463-1479 ) οδηγεί τους Έλληνες στον αγώνα. Αργότερα ο Αντρέας Ντορίας και ο
Γεώργιος Μειζότερος από την Τριπολιτσά, αγωνιστές της πρώτης περιόδου.
Μετέπειτα όταν τα πράγματα ωρίμασαν σημαντικό ρόλο έχουν οι Αρκάδες στη σύσταση
της φιλικής εταιρίας. Αρκαδιανή καταγωγή του Παλαιών Πατρών Γερμανού και του Γρηγορίου του Ε (Δημητσάνα), του Θ. Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά, του Στάϊκου Σταϊκόπουλου
(Ζάτουνα) που κυρίευσε το
Παλαμήδι – Ναυπλίου και άλλων πολλών. Ο
αγώνας μεγάλος τόσο στη μάχη όσο και στα γράμματα, Μονές, βιβλιοθήκες, λόγιοι
και αργότερα το κρυφό σχολειό
κρυμμένο στο φαράγγι του ποταμού Λουσίου
(τόπος του αρχαίου θεού Πανός) θα συντελέσουν στο σκοπό τούτο με μεγάλοι
επιτυχία.
Θυμάμαι νεότερος με την παρέα μου (φίλους παιδικούς που ακόμα και τώρα
οικογενειάρχες πλέον, τίποτα δε μας χωρίζει), τότε που ο χρόνος ήταν πλεονάζον,
“βουτάγαμε” τα αυτοκίνητα των γονιών μας και γυρνάγαμε τον τόπο τούτο από άκρη
σε άκρη (πιότερο την Γορτυνία). Τι να πρωτοθυμηθώ; Λεβίδι με το βυζαντινό
ξωκλήσι της Παναγίας, τα “τσιμπούσια” στην πλατεία, χωρίς λόγο εξορμήσεις στο
κάστρο του Ορχομενού, τσίπουρα στο καφενείο του Τζίμη στα Μαγούλιανα (1380 μ),
Βυτίνα στα έλατα και καφέ στο “βράχο” στη Δημητσάνα με τις εκκλησίες, τα
μουσεία της και το καλό φαί της, Ύστερα Στεμνίτσα (για παραδοσιακά γλυκά)
παραδοσιακός οικισμός με έντονη ζωή και τη σχολή αργυροχρυσοχοϊας, και έπειτα στάση στο Ελληνικό (εκεί βρίσκεται η σχολή της ΔΕΗ) για φαΐ
“στου Ταλούμη” πριν την εξόρμηση μας προς την Καρύταινα “στο κάστρο” και στο γεφύρι του “κούκου” για
καγιάκ. Βέβαια δεν μας λείψανε οι βόλτες με τα πόδια. Με ορμητήριο τη Ζάτουνα
(1150μ) προσκύνημα στην Παναγιά την Ελοβίτισσα (150 χρονών) από το δρόμο μέχρι
το μοναστήρι της Φιλοσόφου και από εκεί με τα πόδια μέχρι το ¨κρυφό σχολειό”
και τέλος στο μοναστήρι του Αι Γιάννη (Τιμίου Προδρόμου} για διανυκτέρευση με
ελιές και ψωμί ζυμωτό και το πρωινό ξύπνημα με το σήμαντρο.
Η Μονή Φιλοσόφου στον Λούσιο ποταμό |
Τη λήθη στα παλαιά επαναφέρει το κάλεσμα μιας γνώριμης φωνής “κοιμάσαι
βρε, εδώ ήρθες να κοιμηθείς ρε Ζατουνίτη. Κατέβα κάτω ρε θα ΄ρθουν κι άλλοι!.
Ήταν ο Γιώργος του “Λεβέντη” και ο “γιατρός”. “Άντε, τραβάτε και έρχομαι” ήταν
η απόκριση και ήμουν σίγουρος ότι το κέφι μόλις άναβε. Σκέφτηκα “Αρκάδες οι
αυτόχθονοι, οι φιλόξενοι, οι Έλληνες…. Εκείνοι, ο παππούς μου, ο πατέρας μου
εγώ και ο γιος μου” και σηκώθηκα αργά με
το τσίπουρο μισοτελειωμένο και τη διάθεση γεμάτη.
Αφιερωμένο σε αυτούς που αγάπησαν τον τόπο τούτο….
ΥΓ. Μια ερμηνεία για τη λέξη
Αρκαδία προέρχεται από την Ευγενία Δερεχάνη («Το όρος Λύκαιο και οι αρχαίοι
Αρκάδες»). Κατ' αυτήν, η λέξη Αρκάς παράγεται από τη ρίζα αρ αρκ
και αλκ απ' όπου παράγονται τα ρήματα αραρίσκω: αρμόζω,
προμηθεύω, στερεώνω, ετοιμάζω, παρασκευάζω και αρήγω: βοηθώ, ωφελώ,
αποκρούω, είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος, ικανός. Από αυτά το άρτος:
προμήθευμα, παρασκεύασμα, καθώς και το αλκέω: αποκρούω, απομακρύνω,
βοηθώ, στηρίζω. Από αυτά το αλκάρ: βοήθημα, προπύργιο, προφύλαξη,
προστασία και αλκή: δύναμη, τόλμη, ορμή και αλκάς: ανδρείος, ισχυρός, ωφέλιμος,
έτοιμος, παρασκευασμένος, στηριγμένος. Η σημασία όπως φαίνεται αποδόθηκε στον
επώνυμο βασιλιά τους, που ήταν εκείνος που τους δίδαξε να παρασκευάζουν το
ψωμί, το στήριγμα - και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει (ψαλμός ργ)- ήταν ο
ωφέλιμος, ο ανδρείος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου