ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Αθανάσιος Διάκος ξανασουβλίζεται…


Του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Ζωγράφου

Ως καλλιτέχνης νιώθω κάποιες φορές άβολα, όταν θα πρέπει να πάρω θέση απέναντι σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός, που έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις στο κοινό. Επιπλέον, στην Ελλάδα εκφράζουν σχεδόν όλοι τις απόψεις τους περί τέχνης, εκτός από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Έτσι, με πολλή προσοχή θα γράψω μερικές σκέψεις, καθώς έχω πάντα υπόψη μου την ελευθερία της τέχνης και της έκφρασης. Όμως, μια διεξοδική προσέγγιση του θέματος, δεν θα πρέπει να απομονώνει το έργο από την κοινωνία για την οποία προορίζεται. Για αυτό, θα έχω κατά νου και την περιρρέουσα κακή ψυχολογική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, σε τόσο χαλεπούς καιρούς, διότι στην ελληνική κοινωνία, φαντάζομαι, ότι απευθυνόταν το έργο.


Ξεκινώ με τον ήρωα της επίμαχης παράστασης, διότι περί θεατρικού έργου πρόκειται. Ο Αθανάσιος Διάκος, είναι μια από τις πιο εμβληματικές και ωραίες μορφές της ελληνικής ιστορίας. Είναι ο πρώτος μάρτυρας του αγώνα της ελευθερίας, αφού ανασκολοπίστηκε από τους Τούρκους στις 24 Απριλίου του 1821, νέος ακόμη, σε ηλικία 33 ετών. Αυτή, λοιπόν, η μαρτυρική μορφή, επελέγη από μια τυπική εκπρόσωπο της σύγχρονης, κιτσάτης, βλαχομπαρόκ διανόησης, ως το επόμενο θύμα μιας ιδεολογικής διακωμώδησης. Και επελέγη, όχι τυχαία, αλλά εξαιτίας της θυσίας του που αποδεικνύει το αταλάντευτο πατριωτικό φρόνημα. Αν ήταν ο Νενέκος, απλά δε θα κινούσε το ενδιαφέρον.

Είναι εκπληκτικό το κόλλημα που έχουν ορισμένοι άνθρωποι των τεχνών, στο να χρησιμοποιούν ιστορικά και πανδήμως αναγνωρισμένα για την αξία τους πρόσωπα, προκειμένου να στήσουν μια δική τους ιστορία και για να πουν τα όσα έχουν να πουν. Ανεξάρτητα, όμως, από την ιδεολογική ή όχι προσέγγιση ενός θέματος, και άσχετα από τις αληθινές προθέσεις του δημιουργού, που πιθανόν να είναι καλοπροαίρετες, το αποτέλεσμα αποδεικνύεται συνήθως κατώτερο των αισθητικών απαιτήσεων και τις περισσότερες φορές υβριστικό, για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Ο ήρωας, που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα και αφορμή για το ξετύλιγμα μιας προσωπικής αλληγορικής ιδέας, καταλήγει αναπόφευκτα να συνδέεται με τα συμπεράσματα αυτής της υποκειμενικής ιδέας και να απομειώνεται υποσυνείδητα χάριν αυτής, μέσω της ταύτισης που χαρακτηρίζει πάντα τη σχέση ενός έργου με τον θεατή. Η κριτικός Ελ. Πετάση, έγραψε σχετικά με την αλληγορική ιδέα στην οποία αναφέρθηκα: «(...) εξευτέλισε κάθε ιδεολογική σκοπιμότητα αυτής της αλληγορίας». Επαναλαμβάνω, πως δεν κρίνει κανείς τις προθέσεις, που έτσι και αλλιώς είναι ασαφείς και αναπόδεικτες, αλλά το αποτέλεσμα.

Βεβαίως, δεν καταφεύγουν σε αυτή την τακτική όλοι οι καλλιτέχνες. Κυρίως δεν καταφεύγουν εκείνοι οι καλλιτέχνες, που έχουν πολλά να πουν και με τόσους πολλούς τρόπους, που γεννά η φαντασία τους, ώστε να μη χρειάζονται να χρησιμοποιούν «σκανδαλοθηρικά» μέσα. Ούτε, λοιπόν, όποιος το κάνει αυτό είναι έξυπνος και «μέγας» καλλιτέχνης, όπως αντίθετα, δεν είναι ανόητοι ή ασήμαντοι και όποιοι δεν το κάνουν. Έχω αναφερθεί και σε άλλα άρθρα μου περί της ελευθερίας της Τέχνης και της έκφρασης και για την πυρετική ανάγκη που νιώθουν ορισμένοι καλλιτέχνες για καινοτομίες και πρωτοτυπίες, που θα συνεγείρουν το κοινό και για την υπερβάλλουσα αίσθηση ενός φετιχισμού της πρόκλησης και της αλλαγής, όπου αδιακρίτως κάθε αλλαγή θεωρείται καλή. Η προσωπική ιδιοσυγκρασία του καθενός, είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση και χαρακτηρίζει το έργο του. Όμως, το γεγονός πως η Τέχνη είναι υπόθεση όλων, θέτει μια σειρά από ζητήματα, που θα πρέπει κάποτε να συζητηθούν στην Ελλάδα, με τρόπο σύγχρονο και εποικοδομητικό για την κοινωνία.

Τα αληθινά κίνητρα ποικίλλουν. Από απλώς ιδεολογικά, έως και ιδιοτελή, με συνηθέστερη και συχνότερη αιτία την επιθυμία για περισσότερη αναγνώριση και προσωπική προβολή. Αυτή, δεν επιτυγχάνεται τελικά τόσο από την ίδια την αξία του καλλιτέχνη και του έργου του, αλλά όσο και αν φαίνεται περίεργο, οφείλεται στον ήρωα και στην ύβρη που αυτός έχει υποστεί. Μάλιστα, όσο πιο αγνός και μαρτυρικός, είναι στη συνείδηση του κοινού ο ήρωας, τόσο πιο μεγάλη είναι και η απήχηση που έχει το βλάσφημο έργο. Ένας άγνωστος και μέτριος ζωγράφος, σαν τον Βέλγο Κορντιέ, έγινε πασίγνωστος πριν από χρόνια στην Ελλάδα, εξαιτίας ενός έργου του, όπου βεβηλωνόταν ο Εσταυρωμένος. Ελάχιστοι γνωρίζουν κάποιο άλλο έργο του. Παραδείγματα πολλά. Αν σήμερα πάει κάποιος στην πλατεία Συντάγματος και ανεβεί γυμνός σε ένα βάθρο με ένα καρπούζι στην αγκαλιά, θα κάνει «τέχνη» και θα τον μάθει όλη η Ελλάδα!

Η ιδέα, όμως, που παρουσίασε η συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός (τρία σε ένα), Λένα Κιτσοπούλου, στο θεατρικό της έργο «Αθανάσιος Διάκος-Επιστροφή», δεν έχει, ούτε καν τον αέρα της πρωτοτυπίας. Είναι κατά αρχάς κοινότυπη και «ξεπατικωμένη» από τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη, όπου ο Χριστός μοιάζει να κατεβαίνει από το Σταυρό και η θυσία του δεν πραγματοποιείται. Στον Αθανάσιο Διάκο της Κιτσοπούλου, ένας «από μηχανής θεός», σώζει τον ήρωα, λίγο πριν από την θυσία του στην Αλαμάνα και τον μεταφέρει με τη μηχανή του χρόνου στην τριτοκοσμική Αθήνα του 2012, ως «σουβλατζή», κάπου στου Ψειρή, προκειμένου να του θέσει το ερώτημα, αν αξίζει μιας θυσίας η Ελλάδα του σήμερα! Αυτό σημαίνει, βέβαια, πως ο Διάκος θα έπρεπε να διατηρεί ακέραια τη συνείδηση που είχε το 1821, ώστε να μπορεί να απαντήσει εν έτει 2012! Αλλά, τότε, πώς γίνεται να μεταμορφώνεται ξαφνικά σε έναν αγροίκο «Ελληναρά», που αδυνατεί να επανασυνδεθεί με την ψυχή του; Στην πραγματικότητα, ο ήρωας της Κιτσοπούλου, δεν είναι ένας μεταφερμένος Διάκος, που στο ερώτημα αυτό θα απαντούσε αδίστακτα, πως μια θυσία για την Ελλάδα έχει πάντοτε αξία, αλλά είναι ένας γιαλατζί Διάκος. Μια επινοημένη χάρτινη φιγούρα της δημιουργού του.

Η ασύγκριτη ανωτερότητα ενός Καζαντζάκη, έγκειται στο γεγονός, ότι ο Χριστός στο τέλος ανεβαίνει πάλι στο Σταυρό και έτσι η σταυρική θυσία πραγματοποιείται, ως αποτέλεσμα της συναίνεσης και της κατανόησης της, από τον άνθρωπο-Ιησού. Ο Καζαντζάκης, ακριβώς εξαιτίας της βαθιάς του στοχαστικότητας, καθιστά την «ύβρη» λυτρωτική και η «αιρετική» του οπτική, έχει καταφέρει να πραγματευθεί την ανθρώπινη πλευρά του Χριστού, προσφέροντας μας στο τέλος την βαθιά επίγνωση της οδύνης της ανθρώπινης θυσίας του, μαζί με ένα δάκρυ συμπάθειας.

Όμως, ο κιτσοβλάχος Διάκος της Κιτσοπούλου (τυχαία η συνήχηση), δεν ξαναγυρνά ποτέ στην Αλαμάνα. Επιπλέον αδυνατεί να απαντήσει φιλοσοφικά (όντας σουβλατζής), στο ερώτημα, αν τελικά αξίζει να θυσιαστεί κανείς για αυτήν την Ελλάδα. Το συμπέρασμα, είναι πως μάλλον όχι! Αντί αυτού, παρουσιάζεται αδύναμος να διαχειριστεί τη σύγχρονη ζωή του, είναι ρατσιστής, ξυλοφορτώνει βίαια τη «γυναίκα» του την Κρυστάλλω, αυτή τον κερατώνει με ένα Κούρδο υπάλληλο του από τον οποίο μένει έγκυος και στο τέλος ο Διάκος τη σκοτώνει για την τιμή του! Όλα αυτά τα κάνει ο Αθανάσιος Διάκος της Κιτσοπούλου! Δε μεταφέρθηκε, λοιπόν, μόνο σωματικά με τη μηχανή του χρόνου, αλλά ταυτόχρονα μεταλλάχθηκε τελείως και ως προσωπικότητα σε μια χυδαία καρικατούρα, χάριν μιας «καλλιτεχνικής» εμπνεύσεως που τον απομυθοποιεί και η οποία στην ουσία και πίσω από τα προσχήματα ασκεί δρυμεία κριτική στον πατριωτισμό.

Το γεγονός, ότι το επάγγελμα του διασωθέντα Διάκου, είναι «σουβλατζής» και όχι οδηγός ταξί ή περιπτεράς, έχει το νόημα του. Ο σουβλισμένος ψήνει σουβλάκια, ο πνιγμένος ασχολείται με πισίνες και ο κρεμασμένος πουλάει σχοινιά! Το ειρωνικό χιούμορ, επικαλύπτει απλώς την κρυφή κακία απέναντι στον ήρωα και μια άρνηση κατανόησης του μεγέθους της θυσίας του. Είναι μοιραίο, συχνά, όσο και αν προσπαθεί ο δημιουργός να αποκρύψει τις ό,ποιες προσωπικές του αγωνίες και σκέψεις, πίσω από μια φανταστική ιστορία, αυτές να ανεβαίνουν στην επιφάνεια, σα σκοτεινό, απροσδιόριστο υλικό που το συλλαμβάνει η διαίσθηση και μόνο. Στο ερώτημα της θυσίας προς τον Διάκο, είναι σίγουρο, πως η Κιτσοπούλου έχει δώσει πρώτη αρνητική απάντηση στον εαυτό της.

Θα πει κανείς, πως δεν πρόκειται παρά για έναν επινοημένο Α. Διάκο, σε μιαν υποθετική και φανταστική ιστορία. Σωστά! Άλλωστε, ο ιστορικός ήρωας παραμένει ανέγγιχτος στα ιερά των ελληνικών καρδιών, όταν ο Διάκος της Κιτσοπούλου βολοδέρνει μέσα στις τσίκνες του Ψειρή και στον πολυπολιτισμικό απόπατο μιας Αθήνας, που δεν έχει πλέον ταυτότητα, όπως ταυτότητα δεν έχει και ο ίδιος. Αυτός, είναι ο κόσμος της.

Βέβαια, από κρίση ταυτότητας δεν υποφέρει μόνο ο Α. Διάκος της Κιτσοπούλου. Αν είναι ειλικρινής η σχέση της με το δημιούργημα της, τότε υποφέρει και εκείνη. Η ίδια λέει: «Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που παλεύει για την επιβίωσή του και λιγότερο ένα εθνικό σύμβολο. Δηλαδή, πιο πολύ με ενδιαφέρει να θέσω υπαρξιακά ζητήματα και λιγότερο η κατάντια της σύγχρονης Ελλάδας. Ο δικός μου Αθανάσιος Διάκος είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, όπως όλοι μας, που είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Δεν κάνω παρωδία ούτε του ηρωισμού του ούτε της Ελλάδας». Αυτό που της διαφεύγει και απορώ, είναι, πως ένας ήρωας και μάλιστα αυτού του είδους, έχει πάψει να είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ήρωας. Ταυτόχρονα μας λέει, πως η κατάντια της σύγχρονης Ελλάδας, δεν είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της. Κρίμα, διότι ένα έργο με τέτοιο θέμα, θα μας ενδιέφερε περισσότερο! Αλλά, δυστυχώς, τέτοια έργα δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος.

Η καρικατούρα, όμως, του «Ελληναρά», που του έχει φορέσει η σκηνοθέτης δεν τον χωράει. Το μόνο που καταφέρνει, είναι εξαιτίας του μεγαλείου του, να μεγαλώνει την απόσταση του από τον θεατρικό Διάκο. Να φαίνεται η μικρότητα που επιθυμεί να τον χρησιμοποιήσει και λόγω της δικής του δόξας να αποκαλύπτονται οι πισινοί κάποιων. Ο Διάκος αυτός, είναι ένας θαμώνας των «Ελληνάδικων» και του επιτραπέζιου καρσιλαμά, όπου σύχναζε για δεκαετίες και η θολοκουλτουριάρικη διανόηση, σπάζοντας πιάτα και βαπτίζοντας τα σκυλάδικα σε «λαϊκά». Είναι ο «ελληναράς» της φοροδιαφυγής και της παράνομης απασχόλησης αλλοδαπών. Είναι τελικά μια αντιπροσωπευτική εικόνα του σύγχρονου ελληνικού καρακιτσαριού, που φαντάζομαι ότι θέλει να αποκαλύψει η σκηνοθέτης. Ας μην είμαστε, λοιπόν, αφοριστικοί, έχει και ένα δίκιο να θέλει να κεντρίσει τη ματαιοδοξία μας. Ήταν όμως αυτή η πρόθεση της; Προσωπικά αμφιβάλλω.

Το ατόπημα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι, ότι επιχειρεί κάτι τέτοιο, δια της μεταφοράς ενός υψηλού προτύπου αξιών, στο πεδίο συγκρούσεων ιταμών και ανάξιων συμπεριφορών. Το αντίθετο, όμως, το να μεταφέρει δηλαδή τον ήρωα από ένα χαμηλό πρότυπο ανυποληψίας και ντροπής, στο πεδίο της αρετής και της δόξας, θα συνιστούσε ύμνο και όχι ύβρη. Θα μπορούσε για παράδειγμα-αυτό θα έκανα εγώ-να επιλέξει τον Νενέκο και να τον μεταφέρει στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου θα του έκανε το ερώτημα, αν θα ξαναπρόδιδε την πατρίδα του, ή αν αυτή τη φορά, θα αντιστεκόταν στον νέο Ιμπραήμ. Στην Τρόϊκα, λέω εγώ!

Αλλά όχι! Επιλέχθηκε ο Διάκος! Για αυτό εστίασα πριν στην καταθλιπτική περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ελληνικής κοινωνίας και στον παράξενο συγχρονισμό της κρατικής χρηματοδότησης τέτοιων έργων, που απλά κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Ο λαός δεν έχει ανάγκη από τέτοια έργα τη στιγμή που δίνει έναν αγώνα ατομικής και εθνικής επιβίωσης. Η Κιτσοπούλου είναι μια στρατευμένη καλλιτέχνης στο λάθος στρατόπεδο. Η τέχνη, σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι, δεν είναι πάντα αθώα, ούτε αυθόρμητη, και ενίοτε είναι επικίνδυνη. Αυτό, προς σημείωση.

Η κριτικός Ελένη Πετάση γράφει μεταξύ άλλων για την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου «Αθανάσιος Διάκος: η επιστροφή» :
«....Το κείμενο, γραμμένο με άνεση σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, άσκοπα αθυρόστομο μέχρι χυδαίο, δεν άφησε τίποτα όρθιο (...) Ο Αθανάσιος Διάκος επέστρεψε βρίζοντας, ξυλοφορτώνοντας, βιάζοντας επί ώρα «αμέτρητη» και σφάζοντας την Κρυστάλλω. Κατέβασε το βρακί του με προκλητική άνεση, λες και κατέβαζε τη σημαία ενός έθνους βυθισμένου στο λαϊκισμό. Κατέβασε ταυτόχρονα και το επίπεδο μιας παράστασης που δεν είχε καμία θέση στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ακολούθησε σκηνή ενδοοικογενειακής βίας ανάμεσα στον Αδάμ και την Εύα ενώ τα φώτα έσβησαν με τον Εσταυρωμένο να ζητά τη βοήθειά μας προκειμένου να ανταποκριθεί στη σωματική του ανάγκη»

Τέλος, το γεγονός πως το Φεστιβάλ Αθηνών χρηματοδότησε αυτό το θεατρικό έργο, δεν θα πρέπει να μας προβληματίζει. Το αντίθετο μάλιστα! Δεν είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, που το Ελληνικό Κράτος χρηματοδοτεί αμφίβολης καλλιτεχνικής και κοινωνικής αξίας εκδηλώσεις. Σε αυτό υπάρχει συνέπεια, για να θυμίσω και το ρόλο του ΥΠΠΟ στη διοργάνωση εκθέσεων, όπως αυτή που διηγούμαι σε άλλο άρθρο μου περί «Μεταμοντέρνας Τέχνης». Ο δημόσιος Πολιτισμός, εδώ και πολλά χρόνια, κινείται και ομφαλοσκοπεί πηθικίζοντας, μέσα στο πλαίσιο των δογμάτων της Νέας Τάξης. Ποια είναι τα δόγματα αυτά; Απεθνικοποίηση, αποθρησκειοποίηση, αφιστόρηση, ομογενοποίηση σε κάθε επίπεδο και πολλά άλλα. Πού κολλάει μέσα σε όλα αυτά ένας Αθανάσιος Διάκος; Πουθενά. Αντίθετα, είναι ένα σύμβολο αντίστασης και για αυτό προφανώς επιλέχθηκε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...