της Παναγιώτας
Κωστοπούλου
Έκλεισε την ξεχαρβαλωμένη
πόρτα.
Έξω η παγωμένη φύση,
έξω και η παγωμένη ψυχή του. Ένα ανθρωπάκι ήταν που του πήρε εβδομήντα τόσα
χρόνια για να το αποδεχτεί. Πέρασε μπροστά από φτώχεια, πολέμους, θανάτους, όλα
ήταν δύσκολα απ’ τη μέρα που ήρθε στον κόσμο. Μα τα όνειρά του μεγάλα, πολύ
μεγάλα για να τον σταματήσουν. Σπούδασε, ξενιτεύτηκε, έκανε οικογένεια μα
απέμεινε μόνος. Γι’ αυτό γύρισε πίσω, εδώ, που πρωτοάνοιξε τα μάτια του.
Δύο μέρες τώρα απ’ το
γυρισμό του στο καλύβι του, που κάποτε ήταν αρχοντικό γεμάτο φωνές. Το δάσος
ολόγυρα κάποτε ήταν οργωμένη γη, που γεννούσε καρπούς για τα κασόνια τους, για
κείνους και τα ζωντανά τους. Τώρα ρουπάκια θεόρατα γεμάτα χιόνι, παγωνιά και
ερημιά. Ταίριαζαν με το ρημαγμένο καλύβι που έσταζε από παντού και που απ’ τα
σπασμένα παραθύρια έμπαινε το κρύο που μούδιαζε κάθε του κόκαλο.
Σήμερα το πρωί με το
σκουριασμένο πριόνι έφερε κάμποσα κλαδιά για τη γωνιά του, που δεν προλάβαινε
να ζεστάνει τα παγωμένα ντουβάρια. Ντυμένος με το καλοραμμένο πανωφόρι, της
άλλης του πατρίδας, βάλθηκε να το γεμίζει με ξύλα μέχρι που η φωτιά έτριζε σαν
τη μοίρα δίπλα του αφήνοντας αναστεναγμούς. Κάθισε στο σκαμνί της μάνας του,
που έτριζε, και τέντωσε τα γερασμένα χέρια του στις σπίθες που προλάβαιναν να
χορέψουν για λίγο πάνω στη σάρκα του.
Από παιδάκι του άρεσε
να το κάνει αυτό. Έστριψε το ξενόφερτο τσιγάρο του πριν το ανάψει με τον
πανάκριβο αναπτήρα που’χε σκαλισμένα τ’ αρχικά του. (ένας ανθρωπάκος ήταν και
τίποτε παραπάνω). Ένας άντρωπος που όπως έλεγε και η συχωρεμένη μάνα του που
ούτε στο στερνό της ταξίδι δεν πρόλαβε να’ ρθει. Μια ευχή πάντα έδινε σ’ όλα
της τα παιδιά. Σήμερα λοιπόν αυτή την ευχή την ένοιωθε ν’ ακουμπά σαν μέγγενη
πάνω του και να τον σφίγγει γιατί ήταν αλήθεια τελικά.
Η μόνη αλήθεια που όσο
κι αν πάλευε δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από μέσα του. Ο άντρωπος ότι κι αν
κάνει όπου κι αν φτάσει ένα μόνο τιμόνι δεν τον εγκαταλείπει ποτέ η καρντιά
του. (η καρδιά του, μανούλα μου σιγοψιθύρισε κι άφησε τα κλάματα να τον
πνίξουν).
Τι σημασία είχε κι αν
έφτασε στην κορφή, κι αν γέμισαν οι τσέπες του φράγγα, την καρδιά του την είχε
πάντα κρυμμένη, την είχε μονοπώλιο, την τράβαγε μαζί του κάθε στιγμή κι αν
πέρασαν και χρόνια που είχε πάψει να την ακούει, να την αφουγκράτε, όπως θα΄
λεγε η μανούλα του. Και τώρα στα εβδομήντα του τόσο που την άφησε λεύτερη και
γύρισε πίσω. Το ΄βλεπε σαν το τέλος του γι’ αυτό τα μάζεψε όλα κι ήρθε.
Δεν του πήρε ούτε δύο
μέρες να μαζέψει τη ζωή του για τούτη την επιστροφή. Πενήντα χρόνια ξενιτιάς
μαζεύτηκαν σε μια βαλίτσα σ’ ένα
διαβατήριο, σ’ ένα μπλοκάκι της τράπεζας. Ούτε οι πίκρες, ούτε τα βάσανα ούτε
τα δάκρυά του τίποτα άλλο δεν μπόρεσε να αμπαλάρει. Πενήντα χρόνια μοναξιάς
ζύγιζαν πενήντα κιλά. Πέταξε το τελειωμένο του τσιγάρο στο τζάκι ανασαίνοντας
πιο βαριά. Η πόρτα πίσω άνοιξε.
Γύρισε, κοίταξε μα το’
ξερε πως ο άνεμος ήταν ο επισκέπτης, άλλον δεν περίμενε και το χωριό του ήταν
ακατοίκητο πια. Το γύρισε απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του. Όλοι
είχαν ξενιτευτεί, άλλοι στο κοιμητήρι της Παναγίας και άλλοι στους πέντε
ανέμους. Από δυόμισι χιλιάδες νομάτους τώρα ήταν γέρος και μόνος.
Πήγε στη βαλίτσα του
και έβγαλε την τελευταία κονσέρβα με το φαγητό του και την έβαλε δίπλα στο
παραγώνι. Όρθιος κοίταζε το δάσος χωρίς να κλείσει την πόρτα. Τα μάτια του
γλύκαναν, η μορφή του χαλάρωσε, το δέρμα του έγινε σαν του μωρού. Άνοιξε τα
χέρια του με μια λαχτάρα που τα μάτια του γέμισαν δάκρυα ευτυχίας.
Ερχόταν απ’ το ξέφωτο
η αρχοντική φιγούρα της με το τσεμπέρι, με το γέλιο στο αδύνατο πρόσωπο, με τα
μάτια τα γαλάζια, έφερνε ξύλα κι ένα καρβέλι που΄σπαγε τη μύτη του.
-Αχ μάνα, ήρθες, και
πεινούσα, πάνω στην ώρα.
-Αχ παιδάκι μου το
‘ξερα και σου ‘φερα όλα τα καλούδια που αγαπάς στερνοπούλι μου, αχ την ευχή μου
να ‘χεις.
Καρντιά μου να θυμάσαι
πάντα, πάντα την καρντούλα σου να ‘χεις
τιμόνι.
Αχ παιδάκι μου, μου’ λειψες
παιδάκι μου, ο καημός σου να μη γίνει καημός σε
άλλη μάνα.
-Μάνα μου, μάνα μου.
Τα χέρια του απλώθηκαν
στον άνεμο. Τα μάτια του στον ουρανό μα η καρδιά του μόνο ήταν ζεστή αγκαλιά με
την καρδιά της μάνας του. Αυτό ήταν το τιμόνι που θα τον συντρόφευε πάντα όπως
του είχε μάθει.
Τώρα βρίσκονται μαζί
στο τραπέζι, τρώγοντας το ζεστό καρβέλι της ζωής που τους είχε χωρίσει τόσα χρόνια. Τώρα μιλούσαν και θα
μιλούσαν χωρίς χρόνο, χωρίς ξενιτεμούς,
χωρίς ηλικίες. Οι άνθρωποι μόνο ένα τιμόνι θα πρέπει πάντα να κρατούν σφιχτά,
χωρίς να το χάσουν ποτέ.
Την καρδιά τους.
(Το διήγημα της Παναγιώτας
Κωστοπούλου, απέσπασε το Α’ Βραβείο Διηγήματος στον 3ου Λογοτεχνικό
Διαγωνισμό Δ. Αθήνας-2005, που διοργάνωσαν
ο ΑΣΔΑ και το περιοδικό πολιτισμού «ΕΝΝΕΑΔΑ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου