Του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Μεταξύ των δύο μεγάλων
νωπογραφιών της Καπέλλα Σιξτίνα, του θόλου και της «Δευτέρας Παρουσίας»,
υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην τάξη και στο χάος. Συνδυασμένες οι
δύο εικονογραφήσεις, ανασυνθέτουν το σύνολο του ιστορικού χρόνου, κάνοντας αρχή
από την «Δημιουργία» του θόλου και ολοκληρώνοντας τη διαδρομή στην εσχατολογική «Δευτέρα Παρουσία». Πρόκειται
για ένα μεγάλο ταξίδι, από τη σκιά στο φως, ο επίλογος του οποίου, περίμενε πολλά χρόνια για να δοθεί. Το χρώμα, παρατηρεί ο Stefano Bottari[1], με τις φωτεινές αποχρώσεις και τις χτυπητές αντιθέσεις, συμβάλλει στη
ζωντάνια του συνόλου. Πρόκειται για ένα χρώμα άυλο, που, περνώντας από τα
χρωματιστά σκοτάδια στις αποχρώσεις της φωτιάς, φαίνεται σα να κυλά και να
αποσπάται από τις μορφές για να προχωρήσει, όχι όπως γράφει ο Τολναί, «από
το φως στο σκοτάδι», παρά από το σκοτάδι στο φως.
«Η Δευτέρα Παρουσία»,
απέκτησε μεγάλη φήμη και ξεσήκωσε πολύ θόρυβο και αντιδράσεις. Στο Μεσαίωνα, το
πρόσωπο του Χριστού συγκέντρωνε τις ιδιότητες της δικαιοσύνης και του ελέους. Ο
Χριστός, αυτή τη φορά με τη δεύτερη και ένδοξη Παρουσία του, έρχεται μόνο ως
Κριτής, για να κρίνει ζώντες και νεκρούς. Η ιδιότητα του ελέους μεταφέρεται πια
στο πρόσωπο της Παναγίας. Πρόθεση του Μιχαήλ Αγγέλου, ήταν να αναπαραστήσει τη
Δευτέρα Παρουσία, όπως ακριβώς θα πρέπει να είναι και βασίστηκε στα κείμενα του
κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Το έργο μεταφέρει την έσχατη χριστιανική νομοτέλεια,
στη μορφή ενός γεγονότος, όπου συμμετέχει όλη η ανθρωπότητα. Οι 314 μορφές του
έργου βρίσκονται αντιμέτωπες με την αιώνια κρίση. Είναι η στιγμή της εκπλήρωσης
του σκοπού της θείας νομοτέλειας, που συμπίπτει με την ολοκλήρωση του θεϊκού
σχεδίου για τον κόσμο. Η αρχή της, που ξεκίνησε με τη δημιουργία του κόσμου,
τώρα φτάνει στο τέλος του συμβατικού χρόνου και της ιστορίας του κόσμου. Η
εισβολή του αιώνιου, έχει εκμηδενίσει τη σημαντικότητα της υλικής ύπαρξης. Με
την κατάλυση του κόσμου καταλύεται και η ιστορία, αφού εκτός χώρου και χρόνου δεν
υπάρχει ιστορικό γεγονός.
Η εικόνα γίνεται
παράδοξη, καθώς βρίσκεται έξω από τα όρια του χώρου και της λογικής. Τίποτα δεν
περιορίζεται πλέον από συντεταγμένες ή από τους νόμους της φυσικής. Η αταξία
του παλαιού υλικού κόσμου, καταλύεται, χάριν μιας νέας τάξης που ανασυντίθεται
ξανά από τη δύναμη του Κριτή. Είναι η ημέρα της οργής Του, (dies irae), και όπως γράφει ο Τosca: «η ανθρωπότητα
συνωστίζεται με θόρυβο για να βρει μια καινούρια τάξη γύρω από τον Κριτή».
Το κάθε τι προσπαθεί να βρει τη θέση του σ΄αυτή τη νέα τάξη που θα διαρκέσει
αιώνια. Όλες οι μορφές κινούνται και σε ό,ποιο σημείο κι αν βρίσκονται,
μαγνητίζονται από την κίνηση των χεριών της θείας μορφής. Ο μοναδικός άξονας
λογικής, βασίζεται στη δικαιοσύνη, που διατρέχει αιτιακά το μεταφυσικό γεγονός
της ταραγμένης σύνθεσης, καθώς οι αμαρτωλοί κατακρίνονται ενώ οι δίκαιοι
ανταμείβονται.
Η νωπογραφία χωρίζεται
σε επί μέρους τμήματα που έχουν όλα, ως σημείο αναφοράς και ενότητας τη μορφή
του Χριστού. Η αυστηρή μορφή του περιβάλλεται από το φωτεινό γνόφο του Άκτιστου
Φωτός, που υποδηλώνει την άχρονη και θεία του υπόσταση, και είναι ζωγραφισμένη
στο ένα τρίτο του ύψους, στην χρυσή τομή της σύνθεσης, όπου συγκεντρώνεται η
προσοχή του θεατή. Το χέρι του, είναι υψωμένο με οργή και μοιάζει να εξακοντίζει,
όπως ο Δίας, τον φοβερό κεραυνό της
κατάρας του διαγώνια, από τα αριστερά προς τα δεξιά.
Η κατεύθυνση του
«κεραυνού» της κατάρας παίρνει τραγικό, προσωπικό χαρακτήρα, αν μετά την
τελευταία ανακάλυψη του ερευνητή Fr. la
Cava[2], προσέξουμε ότι κατευθύνεται ακριβώς στη μορφή του Αγίου Βαρθολομαίου.
Ο Άγιος κρατάει στο χέρι του, με παρακλητικό ύφος, το δέρμα ενός ανθρώπου. Σε
αυτό το άθλιο απομεινάρι, ο Μιχαήλ Άγγελος είχε δώσει τα δικά του
χαρακτηριστικά. Αυτή η ανακάλυψη, αποκαλύπτει το αληθινό πνεύμα του Μιχαήλ
Αγγέλου σε αυτό το έργο. Το έλεος του Κριτή δε χαρίζεται σε κανένα, ούτε στον
ίδιο του τον εαυτό. Ποιος ξέρει για ποιόν λόγο φάνηκε τόσο σκληρός με τον εαυτό
του. Όπως φανερώνουν τα ποιήματά του τον βασάνιζαν αμφιβολίες, για το αν η
τέχνη του ήταν αμαρτωλή, ούτως ειπείν, ειδωλολατρική. Φαίνεται πως οι
επικρίσεις για το έργο του τον είχαν προβληματίσει. Ίσως τα φλογισμένα
κηρύγματα του Σαβοναρόλα, που είχε ακούσει όταν ήταν έφηβος, είχαν χαράξει στην
ψυχή του το φόβο της αμαρτίας. Οι αμφιβολίες αυτές, ήταν η πηγή της ανησυχίας
που διαπνέει τα έργα του και το ξέσπασμα των εσωτερικών συγκρούσεων.
Φυσικά, η τέχνη του
δεν έγινε αποδεκτή από όλους, Η εξωτερική εμφάνιση των έργων του ήταν πολύ
τολμηρή και προκαλούσε συχνά τα δυσμενή σχόλια των αυστηρών κύκλων της εποχής
του. Όπως γράφει ο Stefano Bottari: «μέσα στο όλο και πιο παράφορο κλίμα της Αντιμεταρρύθμισης οι δύο
ανυπέρβλητες τοιχογραφίες θεωρούνται σα μια συλλογή από διαστροφές και
ελευθεριότητες, σε αντίθεση με την κομψή και εκλεπτυσμένη ομορφιά του έργου του
Ραφαήλ». Άλλωστε και ο περίφημος Δαυϊδ του, πολλά χρόνια πριν, είχε
λιθοβοληθεί κατά τη μεταφορά του στους δρόμους της Φλωρεντίας από ομάδες
σκανδαλισμένων Φλωρεντινών. Τα έργα του, που είχε εμπνευσθεί από την ζωηρή
πίστη και την άδολη πρόθεση να εκφράσει το θείο μέσα από μορφές κλασικής
τελειότητας, αν και θαυμάζονταν, δεν έγιναν «ηθικώς» αποδεκτά από μέρος
του κοινού.
Το γεγονός, ότι ήταν
ένθερμος πιστός μιας γνήσιας θρησκευτικότητας, συμφωνεί με την εχθρότητα που
έδειξε απέναντι στην παπική εξουσία και στον Οίκο των Μεδίκων. Η ψυχική πάλη
αυτής της μεγάλης προσωπικότητας, δε θα φωτιζόταν αρκετά, αν δεν κάναμε και μια
αναφορά στα πολιτικά γεγονότα του 1527, που συγκλόνισαν την Ιταλία και άρχισαν
με τη μεγάλη εξέγερση των ιταλικών πόλεων κατά της παπικής κυριαρχίας. Ο Μιχαήλ
Άγγελος, από τους επικεφαλείς της επανάστασης στην Φλωρεντία, όταν οι Μέδικοι
εκδιώχθηκαν από την πόλη, αναγκάστηκε, το 1530, μετά το άδοξο και αιματηρό
τέλος του δημοκρατικού εγχειρήματος να συμβιβαστεί, προσφέροντας την τέχνη του
ως αντάλλαγμα για τη ζωή του. Ο δυστυχισμένος καλλιτέχνης, υποχρεώθηκε να
φτιάξει ανδριάντα σε αυτόν, που δολοφόνησε τον αδελφό του και τον φίλο του
Μπατίστα και απαρνήθηκε τους εξόριστους Φλωρεντινούς. Το ψυχικό βάρος
αυτού του συμβιβασμού, περιγράφει ο Μ. Antonie[3]: «Η μετάνοιά του για όλα αυτά φαίνεται συμβολικά στο γεγονός ότι
αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του για να υψώσει ένα αθάνατο μνημείο στον Άγιο
Πέτρο. Κι ο ίδιος έκλαψε πικρά, πριν ο πετεινός λαλήσει τρεις φορές…Η ντροπή
τον έσπρωξε στην εργασία. Δεν ήταν τα αγάλματα των Μεδίκων αυτά που σκάλιζε στο
μάρμαρο, ήταν τα αγάλματα της απελπισίας του».
Το ερώτημα που ήδη
θέσαμε για τη στάση του Λεονάρντο απέναντι στην θρησκεία, στην περίπτωση του
Μιχαήλ Αγγέλου, παίρνει πια ξεκάθαρη απάντηση. Ο M. Antonie βεβαιώνει πως: «Η ειδωλολατρική αρχαιότητα δεν είχε σβήσει τη
χριστιανική πίστη του Μιχαήλ Αγγέλου. Οι δύο εχθρικοί κόσμοι διεκδικούσαν την
ψυχή του». Αν και ήταν βαθύς γνώστης της αρχαίας τέχνης και είχε
οικειοποιηθεί την τελειότητα της κλασικής έκφρασης, όλα τα έθεσε τελικά στην
υπηρεσία της θρησκευτικής έκφρασης της πίστης του. Τα τελευταία μεγάλα έργα της
ζωγραφικής και της γλυπτικής, μεταξύ των οποίων η Δευτέρα Παρουσία και οι
τοιχογραφίες του παρεκκλησιού της Παολίνας, έγιναν υπό την έμπνευση μιας
ζωηρής πίστης. Την θρησκευτική ώθηση του έδωσε η σχέση του με την Βιττόρια
Κολόννα. Εκείνη τον μύησε στα προβλήματα της Μεταρρύθμισης και στις ελεύθερες
μυστικιστικές ιδέες του κύκλου του Βαλντές και του Οκίνο. Όλα αυτά είχαν
ασκήσει βαθειά επίδραση στον ψυχισμό και στη θρησκευτική του συνείδηση.
Όταν το 1547, ο Πάπας
Παύλος Γ΄ τον ονόμασε επικεφαλής αρχιτέκτονα του Αγίου Πέτρου, σχεδίασε τον
τρούλο του μεγάλου ναού, χωρίς να δεχθεί πληρωμή για το τελευταίο μεγάλο έργο
του, θεωρώντας πως με αυτή τη δουλειά πρόσφερε στο Θεό μια υπηρεσία που δεν
έπρεπε να αμαυρωθεί από εγκόσμια κέρδη. O ίδιος ο Μιχαήλ Άγγελος έγραψε
σχετικά με αυτό: «Πολλοί πιστεύουν, όπως πιστεύω κι εγώ, πως τοποθετήθηκα
σ΄αυτή τη θέση από το Θεό. Όσο γέρος κι αν είμαι δεν θέλω να την εγκαταλείψω,
γιατί υπηρετώ το Θεό έτσι και σ΄αυτόν στηρίζω όλες τις ελπίδες μου». Και
ακόμη, όπως γράφει ο M. Antonie: «Πάνω απ΄όλα όμως μέσα στη φύση, μέσα στην τέχνη, όπως και μέσα
στην αγάπη ζητούσε το Θεό, αυτόν που κάθε μέρα πλησίαζε περισσότερο. Πάντοτε ήταν
πιστός στη θρησκεία του. Αν δεν συμπαθούσε ούτε τους ιερείς, ούτε τους
μοναχούς, ούτε τους θρησκόληπτους και αν τους ειρωνευόταν συχνά, αυτό δεν
σημαίνει πως είχε κλονισθεί η πίστη του». Το μεγαλειώδες έργο του αποπνέει
την αξία μιας θερμής και ασίγαστης προσευχής, που την χαρακτηρίζει, όχι μόνο η
έκφραση της ατομικότητας του καλλιτέχνη, αλλά κυρίως, και αυτό είναι που της
προσδίδει την αληθινή της θρησκευτική αξία, η συλλογική έκφραση όλης της
χριστιανικής ανθρωπότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου