Μια υπερρεαλιστική περιπέτεια υπό την πίεση της λίμπιντο και την άνωση...της ελαφρότητας...
Του Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
Χτυπώντας
με τη μετάλλινη γροθιά της
θρυμμάτισε τις σάρκινες σφαίρες
της ηδονής.
Εξόρισε για πάντα τον εαυτό της
απ΄ τον πλάνο ερωτισμό του
ονείρου.
Πίσω απ΄ την απολιθωμένη ίριδα του
ματιού
ταλαντεύεται με εικόνα
αντεστραμμένη
η αγχόνη με το πέτρινο κορμί του
εραστή.
Φόβοι της άρρωστης ψυχής
μες΄ την αόρατη φρίκη της μνήμης.
Στο πρόσωπο του ξύλινου κούκου
αντικρίζει το δικαστή.
Κάθε του κλήση και μια κατηγορία
στη δίκη των εφιαλτών.
Μια ώρα λιγότερη στη σύντομη ζωή
της.
Μια μύγα κάθισε πάνω στη μαρμελάδα
από βερίκοκο
που έφτιαξε προχθές η γιαγιά.
Ένας τεράστιος φαλλός σφίγγεται
γύρω της με λατρεία,
καθώς αυτή αυνανίζεται φρενιτικά
σε μια σαμπρέλα,
που επιπλέει πάνω σε μια ζεστή
θάλασσα από σπέρμα.
Η συσκευή της τηλεόρασης χύνει στο
μυαλό της
τόνους από αφρούς απορρυπαντικών.
Το λογικό της βρίσκεται υπό
αμφισβήτηση.
Η καθαρότητα της σκέψης της.
Ο φαλλός που εκσπερματώνει
ανεβάζει τη στάθμη της θάλασσας.
Τα σπερματοζωάρια, σαν ψάρια
τινάζονται ψηλά
και μετά, καταδύονται βαθιά προς την πηγή της θερμότητας.
Αντίζηλα και πεινασμένα
αλληλοσπαράζονται.
Η λευκο-κίτρινη θάλασσα παίρνει να
κοκκινίζει.
Το μέλλον υπάρχει ακέραιο μες΄ το
σπέρμα του χρόνου.
Κατά βάθος έχει την πρόθεση να
δολοφονήσει
τον γαλάζιο ελέφαντα των ονείρων
της.
Μια απρόσμενη ελπίδα στη στείρα
και θλιβερή ύπαρξη της.
Πιστεύει πως το πανάρχαιο θηλυκό
τοτέμ θα ενσαρκωθεί μέσα της.
Με τα υπερφυσικά στήθια και την
πρησμένη κοιλιά του.
Σύμβολο της ζωής και της
γονιμότητας.
Ίσως η μαμά να βοηθήσει στο
πλέξιμο των μωρουδιακών
και η γιαγιά, αν μέχρι τότε θα
βλέπει ακόμα.
Όλα αυτά όμως, μέχρι τη στιγμή που
απερίσκεπτα
άρχισε να ξεριζώνει τις απαλές
παπαρούνες
και να βάφεται κόκκινη, τρώγοντας
τα πέταλα τους.
Η μύγα αυτοκτόνησε από απληστία.
Το πτώμα της βρέθηκε πάνω στη
μαρμελάδα.
Ο γαλάζιος της ελέφαντας βόσκει
μακάρια
στις ερημικές στέπες με τη
χιονισμένη χρυσόσκονη.
Η προβοσκίδα του γίνεται σάλπιγγα
οργασμική,
κάθε φορά που οι σάρκινες μπάλες
των στηθών της τρεμουλιάζουν
και το λευκό της υπογάστριο
συσπάται διαδοχικά.
Κάπου βαθιά μέσα της νιώθει το
μακρύ και αργό
κατρακύλισμα μιας σταγόνας, ώσπου
κάποτε,
πέφτοντας ψηλά από τα ανοιχτά της
σκέλια
μέσα στη θάλασσα από σπέρμα, μ΄
έναν υπόκωφο ήχο,
κατασπαράχτηκε από τα ψάρια.
Ο μικρός δεινόσαυρος κλαίει
σπαρακτικά
με νότες ψιλές που κάνουν τους
καθρέπτες να σπάζουν.
Τα χρώματα του πόνου καρφώνονται
σα κομμάτια από γυαλί,
στο μαλακό, σάρκινο ουρανό.
Η αγχόνη τρίζει απ΄ το βάρος του
εραστή.
Η ίριδα του ματιού παραμένει
ατάραχη,
ώσπου το σχοινί σπάζει, κι ατή
αρχίζει να κλαίει γοερά,
για να αποβάλλει το πτώμα απ΄ το
μάτι της.
Η καφετιέρα στην κουζίνα φυσάει
οργισμένους ατμούς.
Σε λίγο θα ξεσπάσει σ΄ ένα
σφυριχτό, αργό θρήνο.
Το θερμόμετρο παρόλα αυτά,
ψύχραιμο κατεβαίνει
στην προσπάθεια να παγώσει την
ατμόσφαιρα
που έχει γίνει εκρηκτική.
Ένας ιπτάμενος δίσκος πέρασε,
σχεδόν ταυτόχρονα,
μέσα απ΄ το αναστατωμένο
διαμέρισμα σκορπίζοντας
διαφημιστικά φυλλάδια για διακοπές
στην Αφροδίτη.
Για το μικρό δεινόσαυρο είναι πια
πολύ αργά.
Η αγνή ψυχή του πέταξε στον
παράδεισο
περνώντας πρώτα απ΄ τον φωταγωγό.
Ψόφησε με σπασμούς μέσα σε έναν
ωκεανό
πρασινο-κίτρινων εμετών.
Στα μάτια της, άδεια από φως και
ηδονικό παροξυσμό
κραυγάζει τώρα η απουσία.
Λίγο πριν χτυπήσει με την
μετάλλινη γροθιά της
και κομματιάσει τις σάρκινες
σφαίρες της ηδονής
για να αυτοεξοριστεί πέρα απ΄ τον
πλάνο ερωτισμό του ονείρου.
Σε μια μάταια επίδειξη πειθαρχίας,
αυτοδικάστηκε
και απαρνήθηκε την πρότερη ζωή
της.
Μερικές σταγόνες από σπέρμα κυλούν
με κόπο
απ΄ τις άκρες των χειλιών της και
στάζουν
πάνω στο κόκκινο περσιάνικο χαλί,
πριν ξεραθούν
δίχως νόημα και ζωή.
Ακόμη και ο γαλάζιος ελέφαντας
πήρε να ξεθωριάζει,
εναλλάσσοντας τις αποχρώσεις του,
μέχρι που έγινε
υπόλευκος και διαφανής.
Μετά αδυνάτισε απελπιστικά, τόσο
που έμοιαζε πια
σ΄ ένα γιγάντιο κουνούπι με
υπερφυσική προβοσκίδα.
Το κοκκινισμένο μάτι της κουζίνας
παρατηρούσε ερεθισμένο
την ανοδική τροχιά της καφετιέρας,
που εκσφενδονισμένη
μαζί με το περιεχόμενο της, άνοιγε
αλλεπάλληλα ρήγματα
στα πατώματα των πάνω ορόφων.
Τότε ήταν που ο γαλάζιος ελέφαντας
πήρε την τραγική απόφαση
να δώσει ένα τέλος στον εφιάλτη.
Μετά από ένα μακρύ μελοδραματικό
λογύδριο
πήδηξε απ΄ το παράθυρο του ογδόου,
χωρίς όμως,
ακόμη και τώρα να καταφέρει να
βρεθεί
αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Εξαιτίας του ελάχιστου βάρους του
παρασύρθηκε απ΄ τον αέρα
και χάθηκε πέρα απ΄ την πόλη.
Την κωμική αυτοκτονία του ελέφαντα
ακολούθησε μια σιωπή ενοχής
με εικόνες ασυνάρτητου συνειρμού.
Το άσπρο-μαύρο πτώμα του άνδρα που
στοχεύει
με το δάκτυλο τεντωμένο το φονιά.
Οι σιωπηλές κατηγορίες που
απευθύνουν τα γυάλινα μάτια του.
Μέσα της τον είχε κρεμάσει και ήδη
αποβάλλει με δάκρυα.
Δυο φορές άρνησης στον τρελό πόθο
του να υπάρχει μέσα της.
Στην επιθυμία του για ενσωμάτωση
και αφομοίωση.
Τούτη η εξορία του από μέσα της,
σήμαινε το συμβολικό θάνατό του.
Αυτή τώρα είναι πια τόσο κλειστή
και αδιάφορη.
Κυρίαρχη οπτασία της ζωής και του
θανάτου.
Μέσα κι έξω απ΄ αυτήν, ένα
απέραντο τίποτα.
Θύμα, παρόλα αυτά της
ψευδαίσθησης.
Γιατί, όταν θα έχει ξυπνήσει,
ο γαλάζιος ελέφαντας θα΄ χει πάρει
ξανά
τη θέση του στο κρεβάτι της.
Με όλο το κανονικό του βάρος, τα
μεγάλα αυτιά
και την μακριά προβοσκίδα φαλλό,
σάλπιγγα οργασμική της κτηνώδικης
ένωσής τους…
(Από την ποιητική μου συλλογή, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ» 1985-1986)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου